Γράμμα του Γιώργου Παληγεώργου από το Αγρίνιο
Αφού
απομαζώναμε τα καπνά, ο πατέρας
καταπιάνονταν, εξόν απ’ τη λιάστρα [1],
με δουλειές που είχανε αμεληθεί τον
καιρό της μεγάλης φούριας του καπνού.
Τα ξύλα του χειμώνα, τα μερεμετίσματα
στις φράχτες και στις πεζούλες ήτανε
οι πρώτες του έγνοιες.
Το
σπίτι ήτανε σε μια κατηφοριά απότομη·
για να φκιάσει ισιάδες για την αυλή και
τον κήπο είχε σηκώσει πεζούλες και μια
μάντρα αψηλή, ξερολιθιά καμιά
τριανταπενταριά ωριές μάκρος και ψήλος
σε μεριές-μεριές απάνω από δυο ωριές.
Κάθε
χρόνο, η μάντρα, με τις ανοιξιάτικες
βροχές, όλο και σε κάποια μεριά της
σπόριζε[2], καμιά φορά και σε μεγάλο
κομμάτι της κι έμενε να χάσκει ίσαμε τα
τέλη Αυγούστου- αρχές Σεπτέμβρη.
-
Έλα να μάθουμι πώς μπαίν’ τόνα λ’θάρ’
απάν’ στ’ άλλου, μούλεγε και μ’ έπαιρνε
μαζί του, για ψίχα βόηθειο, ο πατέρας,
μα πλιότερο για συντροφιά και να με
βλέπει πως μεγαλώνω.
-
Δε μπορού ν’ ασκώσου τα λ’θάρια, τούλεγα.
-
Τα λ’θάρια έρχουντι απού μουναχά τ’ς,
άμα τα μαυλίσεις, μούλεε γελώντας.
Σήκωνε
τεράστιες πέτρες μ’ ευκολία και τις
έβανε στη θέση τους στη μάντρα· τις
εξέταζε γύρω-γύρω κι αφού έβρισκε τα
καταλληλότερα σημεία τους, τις σήκωνε
με μια ανάσα και τις κόλλαε στ’ αστήθι
του και απέ τις απίθωνε στη μεριά που
ήθελε και τις έσιαζε. Εμένα μου ζήταε
κανένα λιθαράκι για σφήνα, να πάρει τα
ίσια του το χτίσιμο και να στερεωθούν
καλά τα πιο μεγάλα λιθάρια. Φορές μούλεε
να αλλάξω θέση στο ράμμα και το τέντωνα
πιο πέρα, να είναι στην ευθεία της
υπόλοιπης μάντρας το μερεμέτι ή να
μετακινήσω το νήμα, να είναι ολούθε
κατακόρυφη η μάντρα-όχι πως δε λόξευε
εδώ κι εκεί η μάντρα.
Καμιά
φορά μερακλώνονταν, άμα έβλεπε και πάει
καλά το χτίσιμο κι έπαιρνε κάνα τραγούδι,
«Απ’ τον καιρό που έβγαλες τα μαύρα σου
τα ρούχα, έσβησε όλος ο σεβντάς μεσ’
στην καρδιά που σούχα..»
-
Άι πες κι συ κάνα τραγ’δάκ’, μούλεε
πειραχτικά.
-
Δεν ξέρου, τούλεγα ντροπαλά και τον
τήραγα ψιμογελώντας.
-
Ε τότι καμάρ’ τράβα φέρι το παγούρ’,
να πιούμι λίγου νιράκ’, με πρόσταζε
γλυκά.
Το
μεσημέρι σταμάταε κι ανεβαίναμε στο
σπίτι να φάμε, την ώρα που φώναζε η μάνα
πως το φαΐ ήταν έτοιμο. Εκείνος ζήταε
ένα ούζο, προτού πάρει το πιάτο μπροστά
του· μ’ ένα ουζάκι παρασολάει η
αποσταμάρα, έλεε και γλύκαινε η ματιά
του. Αφού απότρωε, έπεφτε για λίγο, ίσια
για δυο ροχαλητά, έλεε χαμογελώντας.
Τ’
απομεσήμερο, σαν έπεφταν τ’ απόσκια, η
δουλειά ήτανε ευκολότερη και προχώραε
γληγορότερα το σήκωμα της ξερολιθιάς.
Ίσαμε το δειλινό το μερεμέτι ήτανε
έτοιμο, σπάνια να έμενε κάτι λίγο για
την άλλη μέρα. Σαν τέλειωνε το μερεμέτι,
πάλε μερακλώνονταν ο πατέρας και
ματάρχιζε το τραγούδι «… φόρα τα μαύρα
φόρα τα, γιατί σου πάνε τρέλα και με τα
μαύρα σα φορείς στην αγκαλιά μου έλα».
Άκουε κι η μάνα και γέλαε και τονε ρώταε
πειραχτικά,
-
Ποια γριά χήρα έχ’ς μιρακλουθεί;
-
Είνι κι νιες χήρες κι καλόκαρδις, είνι
κι ανήπαντρις μαυρουφόρις, της αποκρίνονταν
κι εκείνος γελαστά.
Φαίνονταν
αλλιώς το χρώμα στο φρέσκο χτίσιμο, αλλά
με τις πρώτες δυνατές βροχάδες η μάντρα
γένονταν ολούθε το ίδιο χρώμα. Καθόμουνα
φορές, ύστερα από καιρό πολύ κι ύστερα
από χρόνια και τήραγα τις πέτρες μια-μια
στη μάντρα και θυμόμουνα πώς είχε μπει
στη μεριά της η κάθε μια, ποια μέρα ήτανε
και ποια χρονιά, ποιες κουβέντες λέγαμε,
ποιο τραγούδι είχε πάρει ο πατέρας, τι
φαΐ είχαμε, ποιοι διαβάτες πέρασαν, τι
καιρό έκανε, ένα γαϊτάνι λεπτομέρειες·
κάθε πέτρα και μια μνήμη, μια μάντρα
ανάμνησες.
Δίπλα
στο σπίτι ήτανε το Δημοτικό Σχολείο και
μια χρονιά είχε φέρει ένας μηχανικός
ένα μπουλούκι μαστόρους Ηπειρώτες,
καμιά εικοσαριά νοματαίους, να κάμουν
το περιμάντρωμα με πέτρα, γύρω απ’ όλο
το προαύλιό του. Μαστόροι μερακλήδες
από μικροί στο πελέκι της πέτρας, που
κουβέντιαζαν καθημερνά με τον πατέρα
κι έλεγαν για τα βάσανά τους, για τους
ξενιτεμούς τους και τους τόπους που
δούλεψαν. Πολιτική κουβέντα δεν άνοιγαν,
ότι τότε στα 1968, όλα τάσκιαζε η φοβέρα…
Ό,τι είχαν να πουν το έλεγαν μέσα απ’
την κουβέντα της πέτρας, ‘πως πέτρινα
και τα χρόνια. Το πλείστο όμως κουβέντιαζαν
για την πέτρα. Έβλεπαν και τον τόπο που
ήτανε γιομάτος πέτρες, έβλεπαν και τον
πατέρα που πάλευε άκοπα με μάντρες και
με πεζούλες ξερολιθιές και τον ορμήνευαν.
Ο πατέρας τους φίλευε κάνα ούζο και
δροσερό νερό.
Η
πέτρα είναι σαν τον άνθρωπο, σαν την
καρδιά τ’ ανθρώπου, έλεγαν. Πρέπει να
ιδείς την καρδιά της, τα νερά της, τα
χούϊα της, τις ιδιοτροπίες της, τις
καλοσύνες της. Δε στέργουν όλες οι πέτρες
για όλες τις δουλειές. Αλλά άμα στέρξει
η πέτρα κάνει θάματα σε χέρια μαστορικά.
Έχουμε φκιάσει εμείς και σπίτια κι
εκκλησιές και γιοφύρια και βρύσες και
πηγάδια και στέρνες κι αλώνια και
καλντερίμια. Μόνο κάστρα δε φκιάσαμαν,
αλλά άμα έρθει τέτοια περίσταση και το
κάστρο θα το καταφέρουμε. Πέτρα νάχουμε
κι όλα τα φκιάνουμε, πέτρες και δάκρυα,
να τις κολλάμε αναμετάξυ τους, έλεε μ’
αναστεναγμό ένας μάστορας.
Εγώ
καθόμουνα κι αγόραζα κουβέντες, άλλες
τις καταλάβαινα, άλλες όχι. Πότε γέλαγε
ο πατέρας με τους μαστόρους, πότε
κουβέντιαζαν συλλοϊσμένοι. Είχανε πει
για την πέτρα της υπομονής, είχανε πει
πως κι ο πόνος πετρώνει σαν κάνεις την
καρδιά σου πέτρα, είχανε πει για τη
μυλόπετρα π’ όλα τ’ αλέθει, για την
πέτρα και τ’ ανάθεμα, για τον πετροπόλεμο,
για την πέτρα που γελάει, για τη μαύρη
πέτρα. Άμα ήθελαν να πουν για κάνα διάολο,
έλεγαν όποια πέτρα κι αν σηκώσεις αυτόν
το διάολο θα βρεις από κάτω κι άμα έλεγαν
για καμιά πεταχτούλα μορφωνιά, έλεγαν
η πέτρα του σκανδάλου και γέλαγαν.
«Διαμάντι
δαχτυλίδι, αμάν, φορείς στο χέρι σου
μελαχρινούλα μου κι απάνω γράφει η
πέτρα, αμάν, θα γένω ταίρι σου, μελαχρινούλα
μου», τραγούδαε ένας μάστορας μερακλής,
άκοπα.
Όπου
πάτησε ποδάρι ανθρώπου κι όπου διαφέντεψε
η ανάγκη, η πέτρα ήταν ο πρώτος σύμμαχος
της ζωής. Κάθε λιθιά, κάθε ζωνάρα, κάθε
πεζούλα, κάθε μάντρα ξερολίθι είν’
αχνάρια μιας αιώνιας πορείας. Κάπως
έτσι, έλεε κι ο δάσκαλος, έφτασε ο άνθρωπος
στην εποχή του λίθου. Κάπως έτσι άνοιξε
το δρόμο για τους κατοπινούς πολιτισμούς,
λένε κάποιοι σημερνοί ρέχτες μελετητές,
που ζηλεύουν τις παλιές ξερολιθιές και
τα παλιά μαστορέματα. Κάθε χτίσμα, λένε,
δείχνει το μέγεθος της ανάγκης, κάθε
μέγεθος δείχνει τι αρκεί στον άνθρωπο
και τι περσσεύει.
Σε
μια μεριά της η μάντρα φαίνονταν πολύ
γερή κι αποφάσισαν ο πατέρας κι η μάνα
να χτίσουν εκεί φούρνο με πλίνθες
τσιμεντένιες και ταράτσα από πάνω του·
ως τότε είχαμε ένα φούρνο πήλινο στην
πίσω μεριά της αυλής. Φώναξαν κι ένα
μάστορα απ’ το χωριό -φερτός ήτανε κι
αυτός δηλαδή απ’ τη φτώχια-, συμφώνησε
κι αυτός με το σημείο που του έδειξαν
και χτίστηκε ο φούρνος ωραίος και
μεγάλος, όπως είχε σχεδιαστεί κι όλοι
ήταν χαρούμενοι.
Η
μάνα πήγε προσεχτικά και γκρέμισε τον
παλιό πήλινο φούρνο, γιατί εκεί θυμόταν
πως είχε χάσει τη βέρα της, όταν άπλωνε
με την παλάμη της τον πηλό στη ράχη του.
Σε μια στιγμή με φώναξε η μάνα, είχε
φωτιστεί το πρόσωπό της και μ’ αγκάλιασε,
πρώτη φορά την είδα τόσο χαρούμενη.
-
Να τ’ η βέρα, να τ’ άθικτ’, τ’ν ήβρα
μέσ’ στουν ξιραμένο πηλό, δεν παθαίν’
τίπουτι του γνήσιου χρυσό, του λένι κι
οι χρυσ’κοί, μου είπε.
Την
καθάρισε και την ξανάβαλε στον δεξί
παράμεσο και ξανάνιωσε μέσα της θαραπαή.
Ήταν
σίγουρη η μάνα ότι την είχε χάσει εκεί
και τόχε και σε κακό να χάσει τη βέρα
της. Έλεγαν πως το χάσιμο της βέρας
σημαίνει χωρισμό ή θάνατο. Ο κύριος
λόγος που ήθελε να χτίσουμε νέο φούρνο
και να γκρεμίσουμε τον παλιό, ήταν να
ψάξει να βρει τη βέρα της. Ο Πατέρας δε
συμμερίζονταν τέτοιες προλήψεις, όμως
της έκανε το χατίρι κι έχτισαν το νέο
φούρνο. Χάρηκε κι αυτός σαν την είδε
τόσο χαρούμενη που είχε βρει τη βέρα
της, αν κι ο ίδιος βέρα και δαχτυλίδι
ποτέ δεν έβαλε στο χέρι του.
Την
ερχόμενη άνοιξη παρ’ όλες τις δυνατές
βροχές η μάντρα άντεξε σ’ όλο το μάκρος
της κι ο πατέρας πείραξε τη μάνα και της
είπε,
-
Είδες πόσο γιρή είν’ η μάντρα; είχα καλό
τσιράκι, εννοώντας εμένα.
-
Γιρή είνι η μάντρα, νάνι κι αυτό γιρό,
ν’ αξήν’ γλήγουρα, να σι ξαπουσταίν’
κι ισένα, τ’ αποκρίθηκε ‘κείνη.
Πέρασε
όλάκερη η άνοιξη, πέρασε και το καλοκαίρι
κι η μάντρα εκεί γερή κι ο φούρνος, που
η μια άκρα του πάταε στη μάντρα, ωραίος
κι ασβεστωμένος, στόλιζε την αυλή. Κάθε
βδομάδα ή μάνα έβγανε φρέσκο ψωμί και
μοσχομύριζε ο τόπος, γεμιστά, μπριάμ κι
άλλα φαγητά φούρνου κι αιστανόμασταν
προνομιούχοι πούχαμε τόσο καλό φούρνο.
Η
μάνα κάποια στιγμή τέλος Αυγούστου
ανημπόρεψε, δεν είχα καταλάβει καλά από
τι, αλλά μου φάνηκε ότι δεν είναι κάτι
ανησυχητικό κι ηρέμησα. Μετά από λίγες
μέρες είχε φύγει απ’ το μυαλό μας η
ανημπόρια της.
Ο
καιρός προχώραε, τα σχολεία άρχισαν, η
μάνα συγυρίζονταν στη αυλή, όσο ήτανε
καλός ο καιρός, έψηνε και καμιά ρόκα
καλαμπόκι στο φούρνο και γευόμουνα κι
εγώ. Ο πατέρας, εκείνη τη χρονιά, δεν
μπήκε στον κόπο κάπου να μερεμετίσει
τη μάντρα, ότι ούτε ένα λιθαράκι της δε
σπάραξε απ’ τη μεριά του.
Μπήκε
ο Οκτώβριος και κάποια μέρα άρχισαν οι
βροχές. Ένα βράδυ άστραφτε και μπουμπούνιζε
τρομερά, έτριζε κι σειόταν ο τόπος,
ολονυχτίς δυνατή βροχή, αναστάλαχτο!
Τα
ξημερώματα ακούσαμε ένα πολύ δυνατό
θόρυβο κι αμέσως κάτι να σωριάζεται. Η
μάνα πετάχτηκε απ’ το κρεβάτι τρομαγμένη,
φωνάζοντας, αχ, θα πεθάνω, πάει ο φούρνος,
έπεσε! είπε και βγήκε απ’ την πόρτα, να
ρίξει μια ματιά στο φούρνο και στη
μάντρα.
Ένα
μικρό μέρος της μάντρας στη μεριά που
πάταε η μια άκρα του φούρνου είχε
σπορίσει, παίρνοντας μαζί και το μισό
φούρνο. Σ’ εκείνη τη μεριά ποτέ δεν είχε
ξαναπέσει η μάντρα. Ετούτη τη φορά,
θέλεις απ’ τα χρόνια, θέλεις κι απ’ το
βάρος του φούρνου, θέλεις απ’ την
πρωτόφαντη νεροποντή, δεν άντεξε.
Τότε
έλεγαν οι παλιοί, από πρόληψη, αν πέσει
ο φούρνος, κάποιος του σπιτιού πεθαίνει.
Η μάνα αυτό τόχε πάρει σα σημάδι για τον
εαυτό της.
-
Θα πεθάνω, είπε πάλε η μάνα μετά από
λίγο.
-
Δε θέλου να λες έτσ’, αντέδρασα με πολύ
πόνο.
-
Καλά πιδάκι μ’, δε ματαλέου, μου είπε
πικρά.
-
Θα τα ματαφκιάσουμε, είπε ο πατέρας,
μόλις κάνει λιακάδα, προσπαθώντας να
μας γκαρδιώσει.
Μετά
από λίγες μέρες, σα στέγνωσε ο τόπος, ο
πατέρας καθάρισε όλη τη μεριά της μάντρας
που είχε σωριαστεί μαζί με το σωριασμένο
φούρνο. Κι εγώ σα σχόλαγα απ’ το σχολείο
τονε βόηθαγα, να ματαχτίσουμε τη μάντρα,
είχα πάρει το κολάι. Αυτή τη φορά φκιάσαμε
και θέμελο βαθύ κι απ’ την απέξω μεριά
της μάντρας φκιάσαμε κι αντιστήριγμα
με σίδερα και τσιμέντο, την αρμολοΐσαμε
κιόλας, όχι όπως πριν ξερολίθι, και στην
κορφή της πάλε ρίξαμε πολύ τσιμέντο
σενάζ, για να δέσει στέρεα. Αφού την
τελειώσαμε, ξαναφωνάξαμε το μάστορα να
ματασηκώσει καινούριο φούρνο στην ίδια
μεριά. Η μάντρα πια ήταν αθάνατη, όπως
είπαν ο πατέρας με το μάστορα.
Σε
λίγες μέρες ο φούρνος ήτανε πάλι έτοιμος
κι η μάντρα φαίνονταν όμορφη και γερή
με το δυνατό τσιμεντένιο αντιστήριγμά
της. Η μάνα πάλε ασβέστωσε το φούρνο κι
ένα γύρο κι όλα ήταν καλύτερα από πριν
και το ψωμί νοστιμότερο και η αυλή
ομορφότερη.
Μετά
από λίγο καιρό, η μάνα ανημπόρεψε πάλε
άξαφνα και ξημερώνοντας τα Χριστούγεννα
ξεψύχησε· μούρθε πολύ απότομα η μαχαιριά.
Ρε μάνα, γιατί είχες πει πως θα πεθάνεις
επειδή έπεσε ο φούρνος; μονολογούσα
καιρό μέσα μου κι έφερνα γύρω απ’ το
φούρνο και κουβέντιαζα με τα λιθάρια
της μάντρας. Τήραγα κάθε τόσο, προπαντός
άμα έβρεχε, αν όλα είναι σωστά στη θέση
τους, να προκάνω το κακό, μη και ξεφύγει
καμιά σφήνα μικρή απ’ τη μάντρα και
πέσει και τούτος ο φούρνος και πεθάνει
κι ο πατέρας και μείνω καταμόναχος-
άπλερο σχολιαρόπαιδο.
[1]
Λιάστρα= κατασκευή με πασάλους και
καδρόνια, όπου απλώνονταν οι αρμάθες
του καπνού για λιάσιμο
[2]
Σπόριζε(σπορίζω) η μάντρα=γκρεμίζονταν
η μάντρα, σκόρπιζαν οι πέτρες της
Σημείωση:
Η παραπάνω ιστορία δημοσιεύτηκε για
πρώτη φορά την Τρίτη 27/8/19 στο προφίλ του
συγγραφέα στο Facebook
Εξαιρετικό μπράβο!!!!!!
ReplyDelete