Wednesday, 13 May 2020

Χρυσάνθη


Γράμμα των Ελένης Δημητριάδου και Ανατολής Μελίδου από τη Θεσσαλονίκη




Φωτογραφία Ανατολής Μελίδου

     Γιώργη,

     Αυτό είναι το τρίτο γράμμα που σου στέλνω.

     Από την ώρα που έφυγες, τίποτε άλλο δεν κάνω, παρά μόνο να σε σκέπτομαι και να ετοιμάζομαι για το φευγιό.

     Γιατί το ξέρεις, χωρίς εσένα, ζωή δεν έχει στον τόπο αυτό. Ο Θύμιος της Χρήσταινας, στο γράμμα που έστειλε στη μάνα του, γράφει πως είστε μαζί, πως κοιμάστε στο ίδιο δωμάτιο και πως πιάσατε δουλειά στη φάμπρικα.

     Γιώργη μου, γιατί δεν απαντάς στα γράμματα που σούστειλα;


     Ανησυχώ, μπας και με ξέχασες εκεί στα ξένα. Κάνω υπομονή, όπως συμφωνήσαμε και περιμένω να μου κάνεις την πρόσκληση που υποσχέθηκες. Ένας χρόνος σχεδόν που λείπεις, και στο χωριό αρχίσαν να μας συζητάνε. Πως με ξέχασες, πως βρήκες άλλη γυναίκα, πως έριξες μαύρη πέτρα πίσω σου. Όμως εγώ δεν τα πιστεύω.

     Θυμάμαι τα λόγια που μούλεγες το τελευταίο βράδυ πριν φύγεις. Στην αυλή καθόμασταν, κάτω από την κερασιά. Κι ότι είχαν μεστώσει τα πρώτα κεράσια. Έκοψες ένα και μου τόδωσες στο στόμα. «Κόκκινο σαν τα χείλη σου», μούπες κι εγώ είχα γίνει όλη κατακόκκινη. «Του χρόνου δε θάσαι εδώ, να τα δεις να ωριμάζουν. Μαζί θα είμαστε στο νέο τόπο, μαζί θα αρχίσουμε μια καινούργια ζωή», μούδωσες υπόσχεση.

     Και σήμερα το πρωί, σαν βγήκα στην αυλή κι είδα να κοκκινίζουν τα πρώτα κεράσια, ζαλίστηκα. Ζαλίστηκα, αλλά δάγκωσα τα χείλη μου και κρατήθηκα. Μόνον έτρεξα στο δάσκαλο, να γράψει αυτό το γράμμα.

     Γιώργη, απάντησέ μου, αγάπη μου γλυκιά και μην με ταλαιπωρείς άλλο. Η ντροπή μου περίσσεψε.

     Η αρραβωνιαστικιά σου
     Χρυσάνθη.



Φωτογραφία Ανατολής Μελίδου

     Γιώργη,

     Χθες κατέβηκα στη Βέροια. Θα πήγαινε ο μπάρμπας μου για τις δουλειές του και τον παρακάλεσα να με πάρει μαζί του. Θέλει λέει να ενώσει όλα τα χωράφια του για να έχει καλύτερη σοδειά. Οι δουλειές του πάνε πολύ καλά τελευταία. Και πήρε κι εκείνο το μηχάνημα που το λένε πικάπ για να ακούς μουσική.

     Τον είπα να με πάρει μαζί του. Ήθελα Γιώργη μου να δω την πόλη που σε πήρε από μένα και σ’ έστειλε στα ξένα. Σαν χθες θυμάμαι που έφυγες με τ΄ άλλα παλληκάρια να πάτε να σας δουν στην Επιτροπή. «Σαν τα ζωντανά θα μας διαλέξουν», μου έλεγες. Αλλά δε φοβόσουν. Ήσουν γερός και δυνατός, θα σε ’παιρναν στα σίγουρα.

     Άφησα το μπάρμπα μου και τριγύρναγα στους δρόμους. Σε ποιον απ’ όλους άραγε έγινε το ξεδιάλεγμα; Έφτασα κοντά στη Μητρόπολη, μπήκα μέσα, άναψα ένα κερί και παρακάλεσα για σένα. Και μ’ έπιασαν τα κλάματα.

     Κι όπως κατέβαινα για το Πρακτορείο, μπήκα σ΄ ένα δισκάδικο. «Θέλω τραγούδια που να μιλάνε για ξενιτειά», είπα στον άνθρωπο. Ήταν μέσα κι ένα κορίτσι και κάτι λέγανε για ξένη μουσική. Φορούσε κοντή φούστα κι ήταν πολύ μοντέρνα. Με κοίταξε λοξά και σαν να γέλασε μαζί μου. Και δεν ήξερα γιατί από όλα γέλασε. Για τα τραγούδια που ζήτησα, που είπα «πλάκα» κι όχι «δίσκο» που τον λένε οι μορφωμένοι, για το φόρεμά μου το χωριάτικο; Αλλά δε μ΄ ένοιαξε Γιώργη. Πήρα όλο λαχτάρα την πλάκα. Θα την έδινα στο μπάρμπα μου να την βάζει ν’ ακούω και να σε σκέφτομαι, σα νάμαι κι εγώ κοντά σου.

     Αυτά κι άλλα πολλά θα σου ’γραφα σήμερα, σαν γυρνούσα από τη Βέροια. Μα σαν έφτασα στο Πρακτορείο, είδα τον μπάρμπα μου να μιλάει με το Δημητρό, το συγχωριανό μας που έχει το παλικάρι του ξενιτεμένο σαν και σένα.

     «Χρυσάνθη μου», μου λέει ο μπάρμπας μου, «αυτόν τον Γιώργη να τον ξεχάσεις. Αρραβωνιάστηκε μια Γερμανίδα από τη φάμπρικα και δεν θα ξαναγυρίσει». Πάγωσα Γιώργη μου, μα δεν έκλαψα. Έσφιξα την πλάκα στην αγκαλιά μου σαν να ’σφιγγα εσένα και την κράτησα έτσι σφικτά σε όλο το δρόμο.

     Να είσαι καλά Γιώργη μου, μη σε νοιάζει για μένα. Κι αν σου γράφω σήμερα είναι για να σου πω εγώ «αντίο», μιας κι εσύ δεν είχες θάρρος να μου το πεις.

     Μόνο να ξέρεις πως τα κεράσια ξεθύμαναν πια. Του χρόνου πάλι Γιώργη μου, με το καλό, το δέντρο θα ξαναγεμίσει. Κι εγώ θα μένω εδώ να το βλέπω και να θυμάμαι.

     Χρυσάνθη.

No comments:

Post a Comment