Το νεκροταφείο ήταν γεμάτο, όλοι σχεδόν οι κάτοικοι της πόλης ήταν παρόντες. Όλοι τους ήρθαν ν’ αποχαιρετήσουν το άτυχο κορίτσι. Οι περισσότεροι ήταν δακρυσμένοι, αλλά και οι υπόλοιποι, παρ' όλο που δεν είχαν δακρύσει, με κόπο έκρυβαν τη συγκίνησή τους. Αμίλητοι είχαν παρακολουθήσει την εξόδιο ακολουθία μέσα στα κλάματα των συμμαθητριών του κοριτσιού και στους σπαραχτικούς λυγμούς της κυρίας Ελευθερίας. Δίπλα στο φέρετρο στεκόταν ο πατέρας της, ο καπετάν Μάρκος, αμίλητος, αγέρωχος, σαν όλα αυτά που συνέβησαν να μην τον αφορούσαν, σαν να ήταν όλα ξένα γι αυτόν.
Τελειώνοντας η τελετή συνόδευσαν τη νεκρή ψηλά στον λόφο, στο νεκροταφείο που ήταν στο πίσω μέρος του μοναστηριού. Ο καπετάν Μάρκος, αλύγιστος, δεν έριξε ούτε μια ματιά προς το μέρος της γυναίκας του. Κοίταζε απλά το φέρετρο της κόρης του, που εκείνη την στιγμή το σκέπαζαν για να το κατεβάσουν στον τάφο. Ένας, ένας όλοι οι κάτοικοι της περιοχής πέρασαν μπροστά απ’ το φέρετρο ρίχνοντας μια τελευταία ματιά στη Μελίνα. Ακολουθώντας το έθιμο της περιοχής η νεκρή ήταν ντυμένη νύφη.
Όταν τοποθέτησαν το φέρετρο στον τάφο ο καπετάν Μάρκος έκανε αργά μεταβολή χωρίς να πει τίποτα, χωρίς να κοιτάξει κανένα. Με αργά βήματα προχώρησε προς την αυλή του μοναστηριού. Διέσχισε τον προαύλιο χώρο και πήρε τον δρόμο της επιστροφής προς την πόλη. Κανείς δεν τόλμησε να του μιλήσει, τον άφησαν όλοι ήσυχο καταλαβαίνοντας τον πόνο του. Αυτός με αργό αλλά σταθερό βηματισμό κατηφόρισε τον δρόμο προς το λιμανάκι. Ο γέρο Κληματσάς τον ακολούθησε από μακριά. Δεν ήθελε να τον ενοχλήσει, εξάλλου δεν είχε τίποτα κατά νου να του πει. Όταν ο καπετάν Μάρκος έφτασε στο λιμανάκι, μπήκε στο σπίτι του, έβγαλε τα ρούχα του, φόρεσε ένα πρόχειρο παντελόνι και μια μπλούζα που χρησιμοποιούσε όταν ψάρευε. Έβαλε σ’ ένα γυάλινο μπουκάλι τσικουδιά και ξυπόλυτος, αφού έλυσε τα σχοινιά, πήδηξε ανάλαφρα στη βάρκα του.
Εκείνη τη στιγμή έφτασε στο λιμανάκι ο Κληματσάς. Μόλις είδε τον Μάρκο μέσα στη βάρκα έτρεξε προς το μέρος του. Ο Μάρκος όμως με μια κίνηση των κουπιών απομακρύνθηκε προς το στόμιο του λιμανιού. Μ’ ένα κούνημα του κεφαλιού του, χαιρέτησε τον γέροντα και βγήκε στ’ ανοιχτά. Ο γέρος του φώναζε χειρονομώντας στην άκρη της προβλήτας. Του κάκου όμως, ο ψαράς δεν του έδωσε καμιά σημασία. Άφησε τα κουπιά στη μέσα μεριά της βάρκας στερεωμένα στους σκαρμούς και σήκωσε το πανί. Η βάρκα βγήκε στο πέλαγος. Βοηθούμενη απ’ τον άνεμο έσκιζε τα κύματα με χάρη. Ο γέρος στην άκρη της προβλήτας σταμάτησε να του φωνάζει, σταμάτησε να χειρονομεί. Κοίταζε με απογοήτευση τη βάρκα που απομακρυνόταν κι άρχισε να μουρμουρίζει. Δίπλα του στην άκρη του λιμανιού υπήρχαν κι άλλες βάρκες. Δεν τολμούσε όμως να μπει σε καμιά, δεν ήξερε πώς να τις χειριστεί, δεν είχε μπει ποτέ του σε βάρκα. Αυτός ήταν βουνίσιος. Η θάλασσα τού ήταν άγνωστη, τον τρόμαζε. Μα αυτή τη στιγμή τον τρόμαζε ακόμα πιο πολύ η συμπεριφορά του καπετάν Μάρκου. Το κούνημα του κεφαλιού του ήταν σαν χαιρετισμός και το σκοτεινό βλέμμα που του έριξε δεν προμηνούσε τίποτα καλό. Έβλεπε τη βάρκα ν’ απομακρύνεται ανήμπορος να κάνει οτιδήποτε. Τα κύματα έξω απ’ το λιμανάκι ήταν μεγάλα για τα μέτρα του. Τα κοίταζε καθώς άφριζαν στις άκρες τους δημιουργώντας την ψευδαίσθηση ότι ήταν το κατάλληλο φόντο για το άσπρο πανί της βάρκας. Στην άκρη του δεξιού βραχίονα του μικρού λιμανιού υπήρχε μια μεταλλική κατασκευή με μια σκάλα στο πλάι της και στην κορυφή υπήρχε μια ισχυρή λάμπα, που τις σκοτεινές μέρες την άναβαν και χρησίμευε σαν φάρος. Χωρίς καν να το σκεφτεί ο γέροντας άρχισε ν’ ανεβαίνει τη σκάλα κρατώντας την δυνατά με τα χέρια του. Έφτασε στην κορυφή και στήριξε τα πόδια του στο πλάτωμα που δημιουργούσε η μεταλλική κατασκευή δίπλα στην τεράστια λάμπα. Στηρίχτηκε στη μεταλλική κουπαστή που υπήρχε εκεί ακουμπώντας την πλάτη του στην κυρίως κολώνα. Απ’ αυτό το ύψος έβλεπε τη βάρκα να χορεύει πάνω στα κύματα και τον Μάρκο να κάθεται στην τιμονιέρα και να πίνει κάθε τόσο από ένα μπουκάλι που είχε στο δεξί του χέρι. Χωρίς καν να το καταλάβει άρχισε να μουρμουρίζει ένα λυπητερό τραγούδι, ένα θρήνο που έβγαινε αβίαστα από μέσα του. Δεν άκουγε το τραγούδι του ούτε τον άνεμο που δυνάμωνε. Ασυναίσθητα κοίταζε τη βάρκα και σιγοτραγουδούσε. Ένα τραγούδι αργόσυρτο, θλιμμένο. Σιγοτραγουδούσε και κοίταζε τη βάρκα που απομακρυνόταν μόνος, απομονωμένος πάνω στον μεταλλικό φάρο.
Ήξερε πολύ καλά πού πήγαινε και τι θα έκανε ο Μάρκος. Ήταν τόσο σίγουρος, όσο κι ανήμπορος να επέμβει. Με αργές κινήσεις έπιασε τα κιάλια που είχε μόνιμα κρεμασμένα μ’ ένα δερμάτινο κορδόνι γύρω απ’ τον λαιμό του. Τα έφερε μπροστά απ’ τα μάτια του, τα εστίασε πάνω στον Μάρκο και τον παρακολουθούσε με κάθε λεπτομέρεια.
Ο καπετάν Μάρκος άκουγε τον Κληματσά να του φωνάζει, μα δεν του έδωσε καμιά σημασία, ούτε καν γύρισε να τον κοιτάξει. Πήδηξε στη βάρκα του κι ανοίχτηκε προς το στόμιο του κόλπου αφήνοντας πίσω του το λιμανάκι. Είχε δώσει ρότα στη βάρκα του προς τ’ ανοιχτά του κόλπου, όπως είχε κάνει χιλιάδες φορές στο παρελθόν. Κάθε κίνηση, του ήταν οικεία, τέντωνε και γύριζε το πανί της βάρκας του, ανάλογα με τη φορά του ανέμου. Η βάρκα του έσκιζε το κύμα με ταχύτητα. Άφησε γρήγορα την ασφάλεια του κόλπου, πέρασε την ξέρα κι ανοίχτηκε στο πέλαγος. Πολύ γρήγορα ένιωσε το μπουγάζι να φουσκώνει με δύναμη το πανί. Αδιαφόρησε, δεν τον ένοιαζε τίποτα. Το πλεούμενο έγειρε επικίνδυνα, αλλά στο τέλος ισορρόπησε. Μετά από λίγο κατέβασε το πανί και φρόντισε με το τιμόνι να έχει πρίμα τον καιρό ακολουθώντας το θαλάσσιο ρεύμα. Ανασήκωσε με το δεξί του χέρι το ναυτικό του καπέλο, χάιδεψε τα σγουρά του μαλλιά, κοίταξε προς τη στεριά. Κάτω απ’ το περίγραμμα των βουνών διέκρινε καθαρά τα σπίτια του τόπου του. Πολύχρωμα, μικρά, σαν ψεύτικα. Ξεχώριζε την πλατεία, το ταχυδρομείο, τα πάντα. Για μια στιγμή του φάνηκε πως ήταν παιγνίδια της φαντασίας του. Δεν ήταν δυνατό να βλέπει τόσες λεπτομέρειες. Χαμογέλασε πικρά… Κούνησε το κεφάλι του. Φυσικά ήταν όλα της φαντασίας του. Άπλωσε το χέρι του στη θάλασσα, γέμισε τη χούφτα του μ’ αλμυρό νερό. Το έφερε στο στόμα του, το κράτησε για λίγο, ένιωσε την αλμύρα να του καίει τον ουρανίσκο και μετά το κατάπιε. Είχε την αίσθηση πως εκείνη την στιγμή ήταν στην εκκλησία κι έπαιρνε την άγια μετάληψη.
«Ναι», σκέφτηκε, «ναι, μεταλαβιά είναι αυτό που κάνω, μεταλαβιά με θαλασσινό νερό». Πριν καν τελειώσει τη σκέψη του μια γαλήνη τον κυρίευσε. Σηκώθηκε ήρεμος, στάθηκε στη μέση της βάρκας, έσκυψε κι έβγαλε την τάπα απ’ τον πάτο της. Τύλιξε τα πόδια του με το σχοινί της άγκυρας και σηκώθηκε όρθιος. Έσπρωξε το κασκέτο του προς το πίσω μέρος του κεφαλιού. Το νερό έμπαινε με ορμή. Τέντωσε το κορμί του, άνοιξε τα χέρια του σαν να ήταν φτερούγες πουλιού. Ένιωσε το μπουγάζι να του χαϊδεύει το πρόσωπο. Ηρέμησε. Το άγγιγμά του ήταν οικείο. Η βάρκα βούλιαζε και τον έπαιρνε μαζί της. Δεν έκανε καμιά κίνηση. Έμεινε με τεντωμένα τα χέρια, ενώ τον κατάπινε η θάλασσα, η δεύτερη αγάπη του. Λίγο πριν τον καταπιεί τελείως φώναξε.
No comments:
Post a Comment