Η περσινή καντινούλα που εμφανίστηκε πέρσι τέτοια μέρα κι έφυγε με τις πρώτες βροχές και τα κρύα του φθινοπώρου, ήρθε πάλι απόψε.
Ήρθε
αργά το βράδυ παίζοντας την Γιολάντα
στα
μεγάφωνα και μου χτυπούσε ο καντινιέρης
τα κουδούνια να κατέβω.
-
Άντε παππού Δημήτρη κατέβα αργήσαμε.
Πέντε-πέντε,
τα κατέβηκα τα σκαλιά.
Με
περίμενε μ'
όλα τα φώτα και την μηχανή αναμμένη.
-
Να κεράσω παγωτάκι...;
...και
μου έδωσε ένα χωνάκι παγωτό φράουλα,
φούξια-ρόζ όσο τίποτε στο κόσμο.
Φύγαμε
μέσα στην άδεια πόλη τρώγοντας παγωτό
φράουλα, με την μουσική τέρμα και την
χαρά ότι δεν μας έβλεπε και δεν μας
άκουγε κανείς, και με τα αδέσποτα της
γειτονιάς να μας ακολουθούνε πίσω μας
σαν τα ξωτικά.
Έκανε
μια έτσι με το τιμόνι και μπήκαμε στην
Κυριώτισσα.
- Άντε, μου λέει, σήμερα θα σε πάω να δεις κόσμο και ντουνιά, και με μιας όλα τα σπίτια γύρω μας άλλαξαν, μέχρι κι ο δρόμος έγινε καλντερίμι και ταρακουνιόταν η καντινούλα πάνω στα λιθάρια.
Με
περνούσε από την γειτονιά μου, η κυρά
Ρίτσα η μάνα μου, κοπέλα με νιάτα
φορτωμένη, βγήκε στο μπαλκονάκι μας να
δεί αν έρχομαι από το σχολείο κι ο πατέρας
μου ανέβαινε τα σκαλιά, φορτωμένος
πράγματα όπως πάντα.
«Να
μην γυρνάς στο σπίτι μ' άδεια χέρια»,
λέγαν στα αγόρια τους τότε, οι μανάδες.
Γεμιστά
είχε φτιάξει η δική μου μάνα και μύριζε
μέχρι τον δρόμο.
Κρυφά
έβγαζε ένα πιάτο από την πίσω πόρτα, να
φάει ο έρμος ο Μήτρης ο Νανταλής,
καθισμένος στα σκαλιά, ντυμένος με
τσουβάλια στην απόλυτη φτώχεια, αλλά
ανεξήγητα, πάντα καλός και γελαστός.
Είχε
τέτοιο κόσμο τότε...
-
Κατέβα να σε φιλέψουμε, του είπα του
καντινιέρη.
-
Άλλη φορά, μου είπε σήμερα κερνάω εγώ.
Κερνάω
αναμνήσεις.
Όμορφες
αναμνήσεις.
Μόνο
όμορφες.
-
Και γιατί σήμερα παρακαλώ;
-
Γιατί σήμερα Δημητρό έγινες παππούς.
Με
είδε που βούρκωσα και πάτησε φρένο.
Χτυπώντας με στην πλάτη μου λέει:
-
Τα ομορφότερα δάκρυα είναι της χαράς.
-
Κλάψε
από χαρά γιατί το δικαιούσαι.
-
Κλάψε
και χαμογέλα μαζί και θα δεις που θα σε
πάω τώρα.
Πάτησε
γκάζι και με γύρναγε στην παιδική μου
ηλικία.
Στο
σπίτι των παππούδων μου πλάι στο ποτάμι
και το μεγάλο πλατάνι στην άκρη της
αυλής μας. Στο πατρικό μου με πήγε, να
δω την γιαγιά μου την Χρυσούλα, να φοράει
ακόμα Βλάχικα μακρυά ρούχα και να έχει
βάλει πίτα να ψήνεται στην γάστρα και
τον παππού μου να με φωνάζει άλλη μια
φορά.
- Διάβασε βρε!. Διάβασε να μάθεις γράμματα, να γίνεις άνθρωπος...
Ήταν
εκεί στο ποτάμι όλοι οι παιδικοί μου
φίλοι.
Ξυπόλυτοι
μέσα στο νερό, μέχρι το γόνατο, να
μαζεύουν καραβίδες. Το φουγάρο του
αλευρόμυλου του Μάρκου, πετούσε άσπρη
αντάρα στον ουρανό και φορτηγά
μπαινοβγαίναν στην αυλή του, με την
μεγάλη μουριά στο κέντρο, φορτωμένη
μούρα και μέλισσες που κάναν θόρυβο,
ίδιο με τα φορτηγά.
Σε
μια εκατόφυλλη τριανταφυλλιά από κάτω,
ο Ζούκωφ, έξω απο ενα Τζαμί που είχε
γίνει φροντιστήριο μαθηματικών, έλυνε
εξισώσεις, μασούσε μαστίχα Χίου κι
άκουγε κεμεντζέ στο ράδιο, ανιστορώντας
την Τραπεζούντα και τα μεγάλα μήλα του
σπιτιού που αφήσανε στον Πόντο.
Τα
σπίτια διώροφα γύρω γύρω.
Σαχνισιά
με δαντέλες στα παράθυρα και ανθισμένα
αγιοκλήματα στους μαντρότοιχους.
Οι
πόρτες βαριές, να ανοίγουν και να
σκουντάν την κουδούνα, που κρεμόταν
πίσω τους, σημάδι ότι έμπαινε κάποιος.
Παιδιά
παντού.
Πολλά
παιδιά στην γειτονιά μου, με μια φέτα
ψωμί-τυρι στο χέρι και με κανένα
μπισκοτολούκουμο τριαντάφυλλο.
Φωνές
στο δρόμο, ομιλίες μέσα από τα ανοιχτά
παράθυρα, Καζαντζίδης και Τζένη Βάνου
στα ραδιόφωνα και κρεπαρισμένα μαλλιά,
σχεδόν βαλσαμωμένα με λακ. 'Οχι like... Λακ
χύμα.
Όλα
ήταν χύμα τότε.
Στο
μπακάλη, στον μανάβη, στον χασάπη, χύμα.
Και
η ζωή έτσι φαινόταν... χύμα. Αλλά δεν
ήταν.
Δεν
ήταν καθόλου χύμα.
Είχε
σειρά η ζωή τότε.
Ο
παππάς περνούσε και τρέχαμε με την...
σειρά, να του φιλήσουμε το χέρι που
μοσχομύριζε θυμίαμα, χωρίς να σκεφτόμαστε
αν ήταν καλός παπάς...
-
Άντε να σε πάω κι από το σχολείο σου,
...και πήγαμε στο τρίτο και τέταρτο με τις ανθισμενες ακακίες, τις ψηλοτάβανες αίθουσες, με τους ήρωες της επανάστασης στην σειρά στον τοίχο, σαν το Βλαχοσόι μου, που με περίμεναν καθιστοί στις γιορτές, να τους παρω χειραψία έναν έναν. Κι απέναντι το... Τζαμί με τον ζωγραφιστό τρούλο, που ακόμα είχε ανοιχτές τις πόρτες και μέσα λειτουργούσε ένας μαραγκός.
Ανεβήκαμε στριφογυρίζοντας στον μιναρέ και βγήκαμε από το πορτάκι στο κυκλικό μπαλκόνι σαν Χοτζάδες.
-
Να κοίτα μου λέει, η πόλη που έπαιζες
μικρός...
-
Εντάξει
μη σκας, μικρός δεν είσαι, αλλά μπορείς
ακόμα να παίζεις αν θέλεις. Ε;
(Είχε
καταλάβει την σκέψη μου ο καντινιέρης).
-
Μπορώ ρε φίλε; μπορώ; του είπα.
Ήρθε
η εποχή να ξαναπαίξω.
Να
παίξω με την εγγονή μου!
Πάτησε μια και με έφερε στην κλινική, στην πόρτα από έξω, να περιμένουμε να έρθει το μωρό μας, σαν σήμερα κι ακούστηκε η μαμμή να φωνάζει:
-
Ποιός είναι ο μπαμπάς του κοριτσιού;
-
Εγώ! Φώναξα, μαζί με το γαμπρό μου, και
γέλασαν όλοι.
-
Ο μπαμπάς του μωρού κύριε Δημήτρη...
-
Του κοριτσιού ο μπαμπάς ρωτήσατε, κι
εκεί μέσα γέννησε το δικό μου το κορίτσι,
είπα και δεν σήκωνα αμφισβήτηση.
Για
το δικό μου το κορίτσι φώναξα: “Εγω!”
Γέλασε
κι ο καντινιέρης μαζί μου.
-
Δίκιο έχεις, μου είπε.
Οι
άντρες έξω από την πόρτα περιμένουν,
ο ένας να γεννηθεί το κορίτσι του κι ο
άλλος να γεννήσει το κορίτσι του.
Οι
παππούδες που έχουν κόρη κι εγγονή
έχουν δυο χαρές, να χαίρονται και να
κλαίνε, διπλά.
-
Γι
αυτό να κλαις από χαρά, δυο φορές.
-
Είναι
η σειρά σου.
Και
έτσι έφυγε η καντινούλα μέσα στο ήσυχο
απόγευμα, με τα μεγάφωνα να παίζουν
Donde Estas, Donde Estas Yolanda, κερνώντας στα
αδέσποτα της πόλης, παγωτό φράουλα,
χωρίς να την ακούει και να την βλέπει
κανείς. Παρά μόνον εγώ και ίσως η εγγονή
μου, που της άρεζαν οι φράουλες από την
κοιλιά της μάνας της και σπάει την μέση
της και κουνιέται μ αυτό το Κουβανέζικο
τραγούδι!
No comments:
Post a Comment