Γράμμα του Γιώργου Παληγεώργου από το Αγρίνιο
...πρώτο το γαϊδούρι το λάιο και πίσω τα μουλάρια...
Πάσα
βράδυ, με που ξεκάμπαε τ’ άστρι το
σημαδιακό, φορτώναμε τα μουλάρια με
τσόλια γιομάτα καπνό και κινάγαμε για
το χωριό, ότι με το σκοτάδι η βλεπή
παραδίνονταν κι η δουλειά τέλευε. Βάναμε
και στο γαϊδούρι κλαρί για τις γίδες
και τα μανάρια και κάνα τσόλι γιομάτο
αγριόβλητα και γλιστρίδα κι από κοντά
εμείς· τα ποδάρια μας ήξεραν το δρόμο
ακόμα και στα εφτά σκοτάδια, το ίδιο και
τα ποδάρια των ζωντανών.
Μ’
άρεζε να τηράω τον ουρανό μέσα απ’ τα
κλαριά – βελανιδιές κι ελιές στης Άι
Παρασκευής το γκρεμό – κι έβλεπα το
φέγγος και μόρχονταν ότι μας παίρνουν
στο κοντό τ’ αστέρια και το φεγγάρι,
ότι μόλο το περπάτημα όλο σιμά μας ήτανε
το φέγγος. Οι γονέοι κουβέντιαζαν, ότι
κάτεχαν πως με την κουβέντα μικραίνει
η στράτα κι ο αποσταμός. Πάσα βράδυ,
ίσαμε π’ απομαζώναμε τον καπνό, το ίδιο
συναγώϊ.
Κι
έλεγαν για σκιωτικά και για νεράιδες,
για το σαϊτάν ασκέρι κι ένα σωρό πράματα,
που μούφερναν τρόμο στιγμές, μα ήθελα
κι όλας να τ’ ακούω, να μαθαίνω.
...ότι με την κουβέντα μικραίνει η στράτα κι ο αποσταμός
Κι
ο κύρης άρχισε κάποια βραδιά, καθώς
μπροστά τα πράματα φορτωμένα, πρώτο το
γαϊδούρι το λάιο και πίσω τα μουλάρια
και παραπίσω εμείς πεζούρα, να λέει για
κάποιον πόμεινε κουτσός για χρόνια, για
το πως έπαθε και για το πως μετά έγιανε.
Πάαινε, είπε, ο καημένος ο διαβάτης τη
στράτα του και κάποια στιγμή απόστασε
κι απίθωσε το κορμί στη ρίζα μιας αγριλιάς
ψίχα ν’ αναπαυτεί κι αδ’ εκεί τον πήρε
ο ύπνος. Εκείνη την ώρα, που ραχάτιαζε
ο έρμος, διάβαινε και το σαϊτάν ασκέρι
και τον ηύρε παραδομένο.
-
Τι λέτε να τον κάνουμε αυτόν εδώ; ρώτησε
τ’ ασκέρι του ο αρχιδιάολος.
-
Ό,τι αποφασίσεις εσύ, έκραξαν οι
παρακατιανοί διαόλοι.
-
Βγάλε μια τρίχα απ’ τα μαλλιά σου,
διάταξε το νιότερο διάολο ο αρχιδιάολος
και πέρασέ την κάτω απ’ τ’ ανύχι του
μεγάλου δάχτυλου του δεξιού ποδαριού
του και φτάστην ως την πισωμεριά της
φτέρνας του.
Ο
νιότερος διάολος εχτέλεσε την προσταγή
του αρχιδιάολου και το σαϊτάν ασκέρι
ματακίνησε τη στράτα του.
...φορτώναμε τα μουλάρια με τσόλια...
Ξύπνησε
από ώρα κι ο έρμος ο διαβάτης και πάει
να βάλει το ποδάρι να πατήσει, να σταθεί
κι υπόφερνε απ’ τον πόνο. Τρόμαξε να
φτάσει στο χωριό. Πέρασαν χρόνια και το
ποδάρι τόσερνε, δεν το πάταε σαν πρώτα,
έμεινε κουτσός.
Χρόνια
μετά, κάποιος προεστός που περνιόταν
για σοφός, ρώτησε τον κουτσό:
-
Πως έπαθε το ποδάρι σου ξαφνικά, αφού
πρωτύτερα ήτανε γερό;
-
Αποκοιμήθηκα κάτω από μια αγριλιά κι
εκεί μ’ ηύρε το πονίδι, απλωήθη ο φουκαράς
ο κουτσός.
-
Θα θυμηθείς τη μέρα και την ώρα που
κοιμήθηκες στην αγριλιά και θα ματαπάς
να ματακοιμηθείς πάλε, τον ορμήνεψε ο
προεστός. Κάνα σκιωτικό σόβαλε το πονίδι,
τούπε και συμπλήρωσε, άμα σε ζυγώσει
τίποτε εκεί που θα πλααίνεις, δε θ’
ανασάνεις. Το πονίδι θα στο πάρει το
σκιωτικό ή μπορεί και το σαϊτάν ασκέρι.
...πρώτο το γαϊδούρι... πίσω τα μουλάρια... και παραπίσω εμείς πεζούρα...
Έτσι
έκαμε ο έρμος ο κουτσός, έδωσε-πήρε,
θυμήθηκε τη μέρα και την ώρα που είχε
αποκοιμηθεί στη ρίζα της αγριελιάς και
ματαπήε και ξάπλωσε αδ’ εκεί. Σε λίγο
πέρασε το σαϊτάν ασκέρι και στάθηκε από
πάνω του κι ο αρχιδιάολος ρώτησε:
-
Τι έχει ετούτος και κοιμάτε τόσα χρόνια
σε τούτη τη ρίζα;
-
Τούχα βάλει μια τρίχα απ’ τα μαλλιά
μου, απ’ τ’ ανύχι του μεγάλου δάκχτυλου
ως την πισωμεριά της φτέρνας του στο
δεξί του ποδάρι και δε μπορεί να
περπατήσει, εξήγησε ο νιότερος διάολος.
-
Βγάλε την τρίχα απ’ το ποδάρι του, μπορεί
να τη χρειαστούμε γι’ άλλονε, διάταξε
ο αρχιδιάολος.
...ήξεραν το δρόμο... τα ποδάρια των ζωντανών...
Ο
νιότερος διάολος έβγαλε την τρίχα απ’
τον έρμο τον κουτσό και το σαϊτάν ασκέρι
‘ξαφανίστηκε. Ο κουτσός που άκουγε τα
καθέκαστα, μα άχνα δεν έβγανε όλη την
ώρα που ήτανε από πάνω του οι διαόλοι,
σηκώθηκε και περπάταγε όπως παλιά, χωρίς
να νιώθει το παραμικρό απ’ το πονίδι
που τον βασάνιζε τόσα χρόνια.
Κοντεύαμε
να φτάσουμε στο χωριό, όσο ν’ αποσώσει
την ιστορία ο κύρης. Είχανε δίκιο πόλεγαν
οι μεγαλύτεροι πως, με την κουβέντα
μικραίνει η στράτα. Όμως εμένα με βασάνιζε
η ανησυχία, μη μου τύχει και μ’ εύρουνε
μόνο στη στράτα οι σατανάδες και τι θα
γένω;
-
Τώρα διαβαίνει από δω το σαϊτάν ασκέρι;
ρώτησα τον κύρη μου.
-
Από δω και πέρα δε διαβαίνουν οι διαόλοι,
μη σκιάζεσαι, είναι δεκαπενταύγουστος
τώρα, μούπε, δεν κοτάνε.
Σημείωση: Η παραπάνω ιστορία δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά, την 1 Αυγούστου 2019, στο προφίλ του συγγραφέα στο Facebook.
No comments:
Post a Comment