Γράμμα της Φρίντας Μαράκη από την Πραιτώρια Ηρακλείου Κρήτης
Γνώρισα
τον Αντρέα, τα παιδιά που περιγράφει
στα διηγήματά του και τους άλλους μας
συμμαθητές λίγο μετά την πρωτοχρονιά
του 1971, όταν βρέθηκα με μεταγραφή στο
εξατάξιο τότε γυμνάσιο Κισσάμου.
Ξεχωριστός από τότε. Ζωηρός, έξυπνος,
σκανταλιάρης, αυθεντικός, δυνατό
και θαρραλέο παιδί, εξαίρετος αθλητής.
Οι στενές παρέες μας ήταν διαφορετικές,
όμως είχα την ευκαιρία ν’ αναγνωρίσω
σε διάφορες περιστάσεις πολλά καλά
στοιχεία του χαρακτήρα του. Μετά το
σχολείο χαθήκαμε. Ώσπου πριν ένα χρόνο
περίπου «έπεσα» σ’ ένα διήγημα, που
είχε δημοσιεύσει στο διαδίκτυο. Ήταν
ένα απ’ τα πρώτα του διηγήματα, που
αφορούσαν την παλιά του γειτονιά και
τα παιδικά του χρόνια. Χάρηκα τόσο πολύ
που ξαναβρεθήκαμε και που εξακολουθούσε
να είναι ξεχωριστός μ’ έναν άλλο τρόπο.
Έκτοτε επικοινωνούμε συχνά και μαθαίνουμε
ο ένας τη «διαδρομή» του άλλου.
Η
αλήθεια είναι πως δεν έζησα άμεσα και
δεν έμαθα τότε τις περισσότερες απ’
τις ιστορίες που περιγράφει στα
«Κισσαμίτικα» διηγήματα, αλλά επίσης
είμαι σίγουρη ότι δεν μας τις έχει πει
όλες ακόμη. Ήταν τόσο αεικίνητος, που
αποκλείεται να πρόλαβε να κάνει μόνο
αυτά. Έχουν περάσει αρκετά χρόνια από
εκείνη την εποχή και πολλές στιγμές της
μαθητικής μου ζωής τις είχα ήδη λησμονήσει.
Διαβάζοντας τις ιστορίες του Αντρέα
(μικρά διαμαντάκια σε υπέροχα ελληνικά)
ξαναέζησα την ομορφιά της εποχής και
της νιότης μας. Ένιωσα να με πλημμυρίζει
η αδελφική αγάπη που είχα στους συμμαθητές
και συμμαθήτριές μου. Βρήκα στις διηγήσεις
του κομμάτια απ’ τον Αντρέα, από μένα,
απ’ όλους μας. Έκλαψα, γέλασα, ένιωσα
χιλιάδες συναισθήματα. Σκληρές εικόνες
που δημιούργησε η μοίρα για πρόσωπα
αγαπημένα σκοτείνιασαν το χαμόγελό
μου, αλλά και εικόνες τρυφερές, γλυκές,
νοσταλγικές ζωντάνεψαν στο μυαλό μου.
Εικόνες από μέρη αγαπημένα, αλλά κυρίως
από παιδιά αγαπημένα. Και εικόνες από
μεγάλους που γνώρισα κι εκτίμησα και
κάποιους απ’ αυτούς αγάπησα επίσης.
Μεταξύ τους αρκετοί απ’ τους καθηγητές
μας.
Η Φρίντα Μαράκη
«Ταξίδεψα»
στα παλιά λημέρια. Βρέθηκα στους δρόμους
και τα σοκάκια της κωμόπολης, στον
Κορφαλώνα, στον Μαύρο Μόλο, στον Παρθενώνα
της Κισσάμου, στο μικρό καφενεδάκι
απέναντι στο σχολείο και φυσικά στο
σχολείο. Βρέθηκα πάλι νοερά μέσα στην
τάξη παρέα με τον Πσιπσή που χαμογελούσε
στραβά, με τον Κωστή που έσκυβε πάνω απ’
τα τετράδια κι έπεφτε το μαύρο τσουλούφι
του, με τον Γιώργο που ήταν ο καλύτερος
μαθητής, με την Ιωάννα που είχε υπέροχα
πράσινα μάτια, με τη Μαίρη και την
Ελένη που ήταν οι καλύτερες φίλες μου.
Είδα τον Αντρέα, τη μικρότερη αδελφή
μου κι άλλα παιδιά να διακρίνονται στους
σχολικούς αθλητικούς αγώνες. Είδα τον
Σπύρο και την Κατερίνα, ερωτευμένους
από τότε, να είναι αχώριστοι στα
διαλείμματα. Έμαθα κι άλλες κατεργαριές
του Αντρέα και της υπόλοιπης παρέας: Τα
ξέφρενα γλέντια, τις «παράνομες»
εκδρομές, την καντάδα με την άδοξη
κατάληξη, πώς φαγώθηκαν τα καΐσια
του Σπύρου, ποιες κοροϊδίες ακολούθησαν
αυτούς που δοκίμασαν κρέας γαϊδάρου
κ.τ.λ.
Χιλιάδες
εικόνες που είχαν μπει στην άκρη του
μυαλού μου ζωντάνεψαν ξαφνικά είτε
επειδή τις περιέγραφε ο Αντρέας είτε
επειδή οι ιστορίες του, που κατά κάποιο
τρόπο είναι ιστορίες όλων μας, έγιναν
θρυαλλίδα που πυροδότησε τη μνήμη μου.
Είδα τον Δημητρό να καίει κρυφά το
βιβλίο των Αρχαίων, γιατί όπως είπε τον
κάψανε κι αυτά. Τον Αντώνη να τρώει ένα
χαστούκι απ’ τον καθηγητή που μόλις
έμπαινε στην τάξη, για να θυμάται, λέει,
να κάθεται ήσυχος την υπόλοιπη ώρα.
Πόνεσα ξανά απ’ το χαστούκι της
γυμνάστριας που μας έδειχνε τον
Κερκυραίικο χορό, ενώ εγώ κοίταζα ένα
φορτηγό που περνούσε απ’ τον δρόμο.
Ο συγγραφέας Ανδρέας Μαρολαχάκης
Θυμήθηκα
τον Σεβασμιότατο Ειρηναίο, μεγαλειώδη
εξ αιτίας της απλότητάς του, να φροντίζει
τις ζωές και τις ψυχές των ανθρώπων
προσφέροντας έμπρακτη αγάπη, προσωπική
εργασία και υλικά αγαθά. Την κυρία Ε.Σ.
(φιλόλογο) αυστηρή, αλλά αποτελεσματική
μέσα στην τάξη (καθόλου αυστηρή όμως
στις εξετάσεις του Αντρέα). Τον κύριο
Α.Σ. εξαιρετικό μαθηματικό (δυστυχώς
για τη δημόσια εκπαίδευση παραιτήθηκε
για ν’ ανοίξει φροντιστήριο). Την κυρία
Ε.Κ. να δείχνει απέραντη υπομονή στις
αταξίες των παιδιών την ώρα που προσπαθούσε
να μας μάθει Αγγλικά και να ματαιοπονεί
προσπαθώντας να δημιουργήσει μια σωστή
χορωδία του σχολείου. Την κυρία Ε.Ζ.
(φιλόλογο) να διδάσκει μέσα στην τάξη
μ’ ενθουσιασμό. Γνώριζα την αγάπη που
είχε για τη δουλειά της και τα παιδιά
κι έβλεπα στα μάτια της το φως
που «έκαιγε» μέσα της. Τους γυμναστές
που ο ένας μετά τον άλλο διέθεταν πολύ
χρόνο για να κάνουν τα παιδιά ν’ αγαπήσουν
την άθληση κι όσα μπορούσαν να πάρουν
διακρίσεις. Όλους τους καθηγητές
τους θυμήθηκα. Ακόμα κι αν δεν θυμήθηκα
ακριβώς τη μορφή τους, θυμήθηκα με
ακρίβεια πώς μ’ έκαναν να νιώθω.
Πέρα από κάποιες εξαιρέσεις οι καθηγητές
μας ήταν προσιτοί στα παιδιά κι
αξιοπρεπείς (το λιγότερο) στη δουλειά
τους. Ξέρω πως κάποιοι απ’ τους συμμαθητές
μου δεν είχαν την ίδια γνώμη, αλλά πιστεύω
ότι δεν είχαν γνωρίσει άλλα σχολεία,
πραγματικά «αυταρχικά».
«Ξεχύθηκε»
λοιπόν ο νους μου και ταξίδεψε στα χρόνια
της νιότης μας. Με «όχημα» την πένα του
Αντρέα, που περιγράφει τόπους, χαρακτήρες
και καταστάσεις. Και η περιγραφή του
μοναδική. Δεν προσπάθησε να διανθίσει
τη γραφή του με όμορφα λόγια, παρά μόνο
με ό,τι ακριβώς αισθανόταν. Ήταν για
άλλη μια φορά ο εαυτός του. Με γλώσσα
απλή, απόθεσε στα χέρια μας όλη τη νιότη
μας κι ένα κομμάτι απ’ την ψυχή του.
Εξέθεσε τα γεγονότα και περιέγραψε
χαρακτήρες με μια παρθένα ματιά, ένα
είδος αθωότητας. Όπως άρμοζε στην
αθωότητα των χρόνων μας. Ο τρόπος που
μίλησε για τους αγαπημένους του
φίλους-συμμαθητές είναι τρυφερός,
γλυκός, συγκινητικός, μα ταυτόχρονα
ρεαλιστικός. Είναι ο τρόπος του
Αντρέα.
Η Φρίντα Μαράκη
Κατάφερε
ν’ αναδώσει όλο το άρωμα τις εποχής,
τις συνήθειες των μικρών και των μεγάλων,
ακόμα και το πολιτικό κλίμα της χώρας.
Κατάφερε να μας κάνει να συγκινηθούμε
απέραντα για όλους τους φίλους που άδικα
χάθηκαν. Ν’ αναπολήσουμε μερικά απ’
τα πιο ανέμελα χρόνια της ζωής μας. Να
χαμογελάσουμε στο παιδί που πάντα
κρύβεται μέσα μας, όμως μερικές φορές
η πορεία της ζωής μας κάνει να το ξεχνάμε.
Να βασίσουμε κουράγιο και πείσμα και
χαρά στην αστείρευτη δύναμη που
διαθέταμε σαν έφηβοι. Να κοιτάξουμε με
νέο μάτι τα προβλήματα που όλοι λίγο
πολύ έχουμε. Με τη σιγουριά και το θάρρος
του εφήβου. Κατάφερε να ξαναγίνουμε
«νέοι».
Σ’
ευχαριστώ, Αντρέα, για την υπέροχη βόλτα
στα ανέμελα χρόνια μας.
Σ’
ευχαριστώ γι αυτό το ταξίδι. Θα περιμένω
με ανυπομονησία το επόμενο.
Σημείωση: Η παραπάνω ιστορία, περιλαμβάνεται ως επίλογος, στο βιβλίο του Ανδρέα Μαρολαχάκη "Ιστορίες από την Κίσσαμο" που κυκλοφόρησε πρόσφατα σε ιδιωτική έκδοση.
No comments:
Post a Comment