Γράμμα του Γιώργου Παληγεώργου από το Αγρίνιο
Στρίβει αγάλι ο Αλωνάρης...
(Φωτογραφία από το ktsardaklis.blogspot)
Στρίβει
αγάλι ο Αλωνάρης, να πάει να κρεμάσει
το καπέλο του στο καρφί του χρόνου, κι
αυτός κάθεται στο καραούλι να ιδεί τ’
αστέρια ν’ ασκώνονται απάνω απ’ το
χωριό κι απάνω απ’ τον κάμπο και το
λόγγο- το φεγγάρι στη χάση του- κι αγρικάει
τους ασίγαστους τζίτζικες και τα
τριζόνια, που χτυπάνε το χαβά τους, ‘πως
άκοπα οι ψυχές των ανθρώπων.
Φκιάνει
φαντασίες ανάκατες με μνήμες κι αποθυμιές
κι αγάπες χαμένες για τους παλιούς
Αλωνάρηδες, μα πλιότερες φαντασίες για
τους Αλωνάρηδες που θα κοπιάσουν σα
μπροστά· θέλει να βγάλει την καρδιά του
στο σιγαλό μαΐστρο, να ξεπικράνει απ’
τα πικρά συναπαντήματα που σύλλαχε στις
στράτες του ίσαμε τώρα.
Γυρίζει
ο νους του σε καράβια και σε τρένα, σ’
αερόπλανα και σ’ αυτοκίνητα, σε σούστες
και σε πατημασιές αλόγων κι ανυψώνεται
η φαντασία του ως τ’ αψηλότερα κλαριά
κι ως τ’ αψηλότερα καμπαναριά κι ως τις
τρανές χαρές του κόσμου κι ύστερα
χαμπηλώνει ως το διπλωμένο άνθρωπο κι
ως το ξερό χορτάρι. Γυρίζει ο νους του,
αποσταίνει, μα δε σιγάζει…
Πάει να κρεμάσει το καπέλο του στο καρφί του χρόνου...
(Φωτογραφία από το design district)
Γυρίζει
σπίτι, αμαναχός-έμεινε αμαναχός του-,
βάνει ένα ούζο και κάθεται στο τραπέζι
της κουζίνας, τηράει πέρα μακριά τα φώτα
ως τ’ Αγρίνιο, ψιθυρίζει λίγο, σαν
κάποιον να βλέπει χιλιόμετρα μακριά κι
ύστερα σωπαίνει-ξέρει κανένας δεν τον
ακούει-·πίνει μια γουλιά ούζο νερωμένο
κι απέ σωπαίνει.
Τραβάει
την τράπουλα σιμά του κι αρχίζει να
ρίχνει τα χαρτιά, να μαντέψει τι θα
ξημερώσει; «τι θα ξημερώσει; Για με ο
ήλιος πάει βασίλεψε, δεν έχει παρακάτω»,
μονολογεί. Μα συνεχίζει να ρίχνει τα
χαρτιά, θέλει να ιδεί αν μπορούν ν’
αλλάξουν και τα γενομένα, τα περασμένα
που δε λένε να περάσουν, π’ ολοένα είναι
μέσα του, είναι στο μυαλό του, είναι
μπροστά του κι ας έχουν χαθεί τα πρόσωπα
στο βάθος μιας ανήλεης απουσίας. Τα
πρόσωπα που φεύγοντας πήραν μαζί τους
τα τραγούδια- δεν τραγουδάει πια!
Γυρίζει ο νους του σε καράβια...
(Φωτογραφία από το Pinterest)
Βάνει
πάλε την τράπουλα με τάξη στην άκρα του
τραπεζιού, μην τύχει και ζήσει και ταχιά
και τη ματαχρειαστεί ν’ ματαμαντέψει
τα μελλούμενα και να ματαχαϊδέψει τα
περασμένα. Πλένει το ποτήρι του απ’ το
ούζο και το βάνει στη θέση του, μη τύχει
και πεθάνει και πούνε πως ήταν άτσαλος
και ρέμπελος ή μην τύχη και ζήσει ταχιά,
να ματαπιεί ένα ούζο νερωμένο.
Κάνει
να πάει να ξαπλώσει στο γιατάκι του-τόχει
από νωρίς έτοιμο-, μα ύπνο δεν έχει· «πώς
θα περάσει η νύχτα;», αναρωτιέται. Μ’
άξαφνα κάτι ακούει, ένα θόρυβο που
επαναλαμβάνεται κι όλο ζυγώνει! Είναι
βήματα που κατεβαίνουν τα σκαλιά της
αυλής, κάποιος έρχεται!
-
Ποιος είναι;
-
Εγώ είμαι, εγώ, του είπα, εγώ είμαι πατέρα,
επανέλαβα κι άνοιξα την πόρτα.
-
Παιδί μου, είπε και μ’ έσφιξε στην
αγκαλιά του μ’ εκείνη την παλιά του
απίστευτη δύναμη της άσβεστης νιότης
του. Είμαι καλά παιδί μου, μην ανησυχείς,
μούπε και με φίλησε σαν τότε που έλειπα
για καιρό πολύ!
Τραβάει την τράπουλα σιμά του...
(Φωτογραφία από το europolitis)
Άφησε
την ανάσα του να ηρεμήσει στον ώμο μου
κι ύστερα με κράτησε στιβαρά απ’ τα δυο
μου μπράτσα και μ’ εξέταζε ολόκληρο κι
εγώ ρουφούσα τη μυρωδιά του κι έβλεπα
τη ματιά του αχόρταγα, προσπαθώντας να
καταλάβω το μέγεθος της στιγμής.
-
Είμαι καλά παιδί μου, μη βάνεις έγνοια
για μένα, τι με τηράς έτσι; με ρώτησε
γελώντας· να, έλα να πιούμε απόνα ούζο,
μούπε κι έβαλε την μπουκάλα και δυο
ποτήρια στο τραπέζι. Να, φάε και μια
ντομάτα απ’ τον κήπο!
-
Ένα τραγούδι θέλω, ένα τραγούδι θέλω
από σε, να ψάξω τη φωνή σου, να ψάξω πούθε
έρχεται η ψυχή σου!
Και
κίνησε να λέει κελαηδιστά, «Γιώργη μ’
ήρθαν οι φίλοι σου κι αδερφοποιτοί σου.
Σαν ήρθαν, καλώς ήρθανε, βάλ' τους να
φαν, να πιούνε…» και γιόμισε νιότη η
μορφή του κι γιόμισε έρωτα το βλέμμα
του και γιόμισα ψυχή απ’ τη φωνή του…
κι έβαλε κι άλλο ούζο…
-
Σειρά σου τώρα παιδί μου, πιάσε κι εσύ
ένα τραγούδι, μούπε κι ύψωσε το ποτήρι
του, να μου δείξει τη στράτα της γενιάς.
Σειρά σου, απάνω σου το τραγούδι, απάνω
σου κι η ευθύνη τώρα, μούπε και με τήραξε
όλος προσμονή!
Πήγα
να πιάσω ένα παλιό τραγούδι του, μα
κόμπος και μόρα με πλάκωσε κι η φωνή μου
δεν έβγαινε. Δε μπόρεσα ν’ αποκριθώ,
ότι άξαφνα βρέθηκα στο ξύπνιο κι η
αντάμωσή του έπαψε να υπάρχει, αφήνοντάς
μου μια ταραχή στ’ αστήθι και μια θολάδα
σύγνεφου στο νου κι έμεινα να χρωστάω
το τραγούδι.
Κάθε
που στρίβει ο Αλωνάρης και πάει να
κρεμάσει το καπέλο του στο καρφί του
χρόνου, έρχεται γελαστός να πιούμε ούζο,
να φάμε ντομάτα απ’ το κήπο, να ρίξει
τα χαρτιά, να πούμε για τα παλιά και τις
γενιές πόχουν διαβεί, να μου πει να μην
ανησυχώ, πως είναι καλά, να πούμε ένα
τραγούδι, ότι, Αλωνάρη 29, έπαψε για πάντα
να πονεί…
Ο
Αλωνάρης πάει και φέτο να κρεμάσει το
καπέλο του και παίρνω το ντορό του…
Κι
αχάει στ’ αφτί μου ‘κείνη η παλιά απορία
των μεγάλων, φόντε περπάταγα άπληρος
και με ρώταγαν, «τίνος είσαι;» κι
αποκρίνεται τώρα αντίς μου το μάρμαρο
κάτω απ’ τον ίσκιο του κυπαρισσιού και
λέει τ’ όνομά του και πλάι του συμπληρώνει
ολάκερη τη δρασκελιά του, (20 Μάη 1922
– 29 Ιούλη 2006).
Ταξιδεύω
σωπαίνοντας σε τούτον το σιγαλό
μαΐστρο π’ αναδεύει το κρεμασμένο
καπέλο τ’ Αλωνάρη και φκιάνω φαντασίες
για τάβλες φρέσκες και κάνω να πιάσω
ένα τραγούδι, ‘πως ο ορισμός της γενιάς,
«Παλιά μου χρόνια και καιροί που ήσαστε
περασμένα…», να προλάβω ν’ αποκριθώ
στο τραγούδι που χρωστάω. Όχι πως θα
λησμονήσω ποτέ, μα να ‘ξακολουθήσει η
αράδιαση του κόσμου…, να ‘ξακολουθήσουν
τα τραγούδια…
Σημείωση: Η παραπάνω ιστορία δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στις 28/7/2019 στο προφίλ του συγγραφέα στο Facebook.
No comments:
Post a Comment