Wednesday 24 June 2020

Η αύρα στο άβατο


Γράμμα του Γιώργου Παληγεώργου από το Αγρίνιο




Μονή Καρακάλου

     Καθισμένος, μ’ ένα βιβλίο στο χέρι, στο κιόσκι έξω απ’ το μοναστήρι, άφηνε το βλέμμα του πέρα ως την ανατολή, π’ αχνό κοντύλι ζωγράφιζε τη Θάσο πάνω στο γαλάζιο και γεύονταν την αύρα. Κι έπαιρνε τον αντικατοπτρισμό σαν απόκριση κι αντίδωρο της θαλάσσης κι ανάπλαθε εικόνες απ’ τον παρελθόν κι έφκιανε φαντασίες για το μέλλον και γύριζε στο τώρα, πούβλεπε το ποδάρι του Άθωνα να λούζεται στα νερά του πελάγου.

     - Τι διαβάζετε; ρώτησε ο μοναχός τον επισκέπτη σιγανά, σχεδόν με άφωνη ευγένεια!Τον είχε πλησιάσει αθόρυβα, όπως τόχανε πολλοί Αγιονορείτες καλογέροι σα φυσικό, μα ήτανε απ’ την πολλήν άσκηση. Ήτανε νέος αψηλός, ωραία βαλμένος μεσ’ το ράσο του, με το σκούφο του τον καλογερικό, γλυκύς και ξανθός και τα μάτια ίδια γαλανά με τ’ αθάρι του Αιγαίου. «Αχ παιδάκι μου, ο Χριστούλης θάτανε και σούδωκε ευλογία!» τούπε μια γιαγιά, όταν αργότερα της είπε την ιστορία. Και τονε κράτησε στο νου του τον καλόγερο και πού και πού τονε στοχάζεται.

Μονή Ιβήρων

     - Διαβάζω το «Φτωχούλη του Θεού», μα έχει εδώ μέσα πολλά κι αντίνομα και με κουράζει και συνεχώς γυρίζω πίσω και ξαναδιαβάζω κομμάτια πούχω ξεχάσει, του απάντησε δείχνοντάς του το βιβλίο.
     - Τόχω διαβάσει, μ’ αρέσει η λογοτεχνία κι αυτός ο συγγραφέας ιδιαίτερα, του είπε o καλόγερος, και τούφερε χαρούμενο ξάφνιασμα με την ευρύτητα του μυαλού του.
     - Αλήθεια; Πότε; ρώτησε αυθόρμητα ο επισκέπτης.
     - Πριν μπω στο περιβόλι της Παναγιάς, πάνε κάποια χρόνια, τ’ αποκρίθηκε. Όμως να σας αφήσω να συνεχίσετε το διάβασμά σας, να συνεχίσω κι εγώ το διακόνημα, είπε κι αθόρυβα ξαφανίστηκε, θέλοντας, φαίνεται, η συζήτηση να σταματήσει εκεί.

Σκήτη Προδρόμου

     Έμεινε για κάμποσην ώρα ο επισκέπτης να γυρεύει υλικά, να ενώσει τα σύγχρονα, τα κοσμικά ψαξίματα του νου με τον καλόγερο που μόλις πριν είχε γνωρίσει, μα άκρη δε ηύρε! Πώς, απόρησε, τούτη η ανατολή η ορθόδοξη κυλάει αντάμα με τη δύση του Άγιου Φραγκίσκου; Μα άκρη δε ηύρε! Κι αναρωτήθη ακόμα, άραγε όλοι οι Άγιοι μοιάζουνε μεταξύ τους ή είναι λογιώ-λογιώ; Μα άκρη δε ηύρε! Τόσοι γραφιάδες πολλά πραματεύτηκαν, μα άκρη δεν ηύρανε, σκέφτηκε κι άφησε το συλλογισμό του μισό.
     Περιεργάστηκε ο επισκέπτης το μοναστήρι, σωστό οχυρό και ρωτούσε να μάθει γι’ αυτό. Και τούρχονταν πως αργάτες, καλογεράκια αμούστακα, το θεμέλιωσαν στη γης και μαστόροι, κρεμασμένοι απ’ τον ουρανό, τόσο αψηλά ανέβασαν τον πύργο του. Κι άκουγε διαρκώς και μονότονα τον ίδιο χαιρετισμό, ανάμεσα στους μοναχούς κι ανάμεσα στους προσκυνητές και τους μοναχούς.

Μεγίστη Λαύρα

     - Ευλογείται
     - Ο Κύριος
     - ………………
     - Ευλογείται
     - Ο Κύριος
     - ………………
     Πήγε στον εσπερινό, στο κάλεσμα του τάλαντου και του σήμαντρου και περιπλανήθηκε με τους ψαλμούς μελωδικά! Λαίμαργα, σχεδόν μ’ αμαρτωλή περιέργεια κοιτούσε και κάποιους ανάπηρους και παραμορφωμένους καλογέρους, γέροντες ν’ ασπάζονται εικόνες, να γονατίζουν, να υπάρχουν και να μηδενίζουνται, καθώς τα κόκαλά τους κόντευαν να βγούνε στη φόρα τρυπώντας τη φτενή σάρκα τους. Κοιτούσε τα μάτια τους, λειωμένα βόλια μεσ’ τις φάτνες τους, που φαίνονταν πως θα πέσουν στο δάπεδο φορές ή φορές θα χωθούν στο κρανίο τους.

Εγκαταλείποντας την Ουρανούπολη

     Πήγε στην τράπεζα κι έφαγε παρέα μ’ αγνώστους. Προσκυνητές, περίεργους, αγύρτες, ψυχασθενείς κι άλλους με τη λαχτάρα της γνώσης της άσκησης και της πνευματικότητας. Και του φάνηκαν το ίδιο αδερφικοί κι αυτοί που ανυπόκριτα πίστευαν κι αυτοί που αληθινά αμφισβητούσαν. Και του φάνηκαν το ίδιο κενοί κι αυτοί που υποκριτικά σταυροκοπούταν κι αυτοί που έμεναν στην τυφλή άρνηση. Και καλύτεροι του φάνηκαν αυτοί που μιλούσανε ελάχιστα κι είχανε γαλήνη στα βλέμματά τους. Κυριεμένος απ’ την αίστηση του σταματημένου χρόνου βρήκε την πειθώ της λιτής πόρεψης και την αλήθεια στο ψωμί και στις άλλες ατόφιες γεύσεις τις αναλείωτες, απ’ τους μπαξέδες και τ’ αμπέλια, που στον έξω κόσμο από παλιά έχουν χαθεί. ’Πως οι καρποί οι πανάρχαιοι και της αμόλυντης γης τα γεννήματα! ’Πως η ευλογία του κρασιού και το λευτέρωμα του νου! Κι απ’ τον απόδειπνο ως τον ύπνο έβλεπε του Όρους τις κορφές ν’ αγγίζουν τ’ άστρι.
     Η ώρα τέσσερις το πρωί πήγε στον όρθρο κι είδε μικρό σημαδάκι φλόγας στα κατασκότεινα του Ναού, το μονοκέρι, στο χαροποιό πένθος, να δένει τον ξέκοσμο ψίθυρο του μοναχού, πάνω στου κείμενου τη διδαχή και πέρα απ’ τη Μικρασία ο ήλιος ν’ ακούει την ανάγκη της ζωής και να φέρνει με το λεβάντε σιγά-σιγά τη μέρα.

Μονή Κουτλουμουσίου

     Και ξαναβγήκε στο φως κι είδε το γίγαντα τον Άθω να σαρκώνεται και τα σκοτεινά νερά ξανά να γίνουνται Αιγαίο. Και τους τραχείς γκρεμούς να μερεύουν με μονοπάτια σύρματα, και κρεμαστά ποτάμια! Κι είδε το κυπαρίσσι χίλιω χρονώ! Χίλια χρόνια πριν φυτεύτηκε! Χίλια χρόνια πριν! Κι αυτός ο κορμός του, που δύσκολα αγκαλιάζεται, άντρες πολλοί χρειάζονται, ίσκιωσε τους αιώνες!.
     Κι είδε την τέχνη στην άψαχτη ψυχή τ’ ανθρώπου, πως δείχνει στις μουσικές, στις ζωγραφιές, στ’ αρχιτεκτονήματα και στον βωβό έρωτα! Κι ανακάλεσε γραφές, σε οδοιπορικά και προσκυνήματα, του Θεοτοκά, του Πεντζίκη και του Κόντογλου, του Μπαστιά και του Σικελιανού και του πρωτομάστορα της Ασκητικής πού ήξερε να οικοδομάει την άβυσσο, και «μπήκε» για λίγο στη συντροφιά τους. Κι όπως η σκιά του Άθως απλώνονταν στου Αιγαίου τα νερά, θυμήθηκε πως λένε, Σκιάθος είναι η σκιά του Άθως κι έφερε «εμπρός» του τα ξαδέρφια, τους Αλέξανδρους τους Σκιαθίτες, να γράφουν για το Όρος με κατάνυξη, τον Παπαδιαμάντη και τον Μωραϊτίδη.

Αρσανάς Ιβήρων

     Κι είδε χρυσάφι, χρυσάφι πολύ, απλωμένο και σφίχτηκε κι έκανε πίσω και δε μίλησε, ότι και στη διαστροφή και στο σκανδάλισμα, ως είναι η ψεύτικη ή η αληθινή λατρεία του χρυσού, απάντηση είναι η σιωπή! Τ’ αρχέτυπο του Μίδα σε παραλλαγή! «Ου γάρ οίδασι τι ποιούσι !», βουβά αναλογίστη!
     Κι είδε επισκέπτη μαραμένο, που ήταν πατέρας μοναχού, πως τόχε βάρος που ο γιος του κλείστηκε στο Όρος και πούνιωθε συνάμα αμαρτωλός ότι είχε τέτοιες σκέψεις. Είδε επισκέπτη μαραμένο, που ήταν αδερφός μοναχού, πως είχε πόνο ανυπόφερτο, που ο αδερφός του κλείστηκε στο Όρος. Κι είδε καΐκι γεμάτο γυναίκες, που ήταν των μοναχών μανάδες κι αδερφάδες κι ίσως παλιές αγάπες απελπισμένες, να ξεκινάει απ’ την Ουρανούπολη, να περιπλέει από μακριά του Άθωνα τη χερσόνησο, τα μοναστήρια τις σκήτες και τα καλύβια και να φτάνει ως την Ιερισσό. Γυναίκες της οδύνης, μάταιο σημάδι της λαχτάρας και της καρδιάς τους να ζητούν, πίσω απ’ το άβατο.

Μονή Αγίου Παντελεήμονα

     Και μπρος τ’ αναπάντητο αίνιγμα της αναχώρησης τ’ Αγιονορείτη, ο επισκέπτης, με σκέψεις κι ερωτήσεις και με τη λίγη γνώση που δίνουν της ιστορίας οι γραφές, ξέτασε γνώμες πολλές και βρήκε σ’ όλες απροσδιόριστο το όριο του δέους και της ελπίδας. Και βρήκε την αθωότητα άλλες φορές σα σιγουριά και δύναμη κι άλλες φορές σαν ανημπόρια της σκέψης, σαν απόγνωση. Κι ένιωσε το πως …λυγάει ο άνθρωπος και πέφτει στη λάσπη.. και σηκώνεται και λυγάει ξανά κι αντέχει και ξανασηκώνεται και προχωράει κι ας μη ξέρει ως που θα φτάσει! Κι έψαχνε σημάδια τ’ ανθρώπινου ντορού προς την αθανασία, που ο μοναχός την είπε σωτηρία. Κι έβανε λέξεις στη σειρά να βρει το νήμα και το νόημα… καταλαγή, παρηγοριά, λύτρωση…! Και θυμήθηκε τον πρωτομάστορα πούχε το θάρρος να λέει τι συλλογάται… «Πώς μπορείς να φτάσεις στο σπλάχνο της άββυσος και να την καρπίσεις; Αυτό δεν μπορεί να ειπωθεί, να στριμωχτεί σε λόγια, να υποταχτεί σε νόμους. Καθένας έχει τη λύτρωση τη δική του, απόλυτα ελεύτερος».
     Μα ένιωσε πάνω απ’ όλα την ατολμία και το φόβο ν’ αγαπηθεί και να υμνηθεί το μισό της ζωής, πούναι η γυναίκα, πούναι η καρδιά και τ’ άνθος! Μόνη γυναίκα, λένε κει, η Παναγιά και μόνο αυτή υμνείται! Η Αντιφωνήτρα, είπανε, δε θέλει άλλες γυναίκες στο περβόλι της κι έκαμαν τ’ άβατο επίσημη απαγόρευση με χρυσόβουλα και φιρμάνια και ρήτρες συνταγματικές! «Αγράμματος είμαι. Τι να σας πω;», απάντησε ένας ασκητής με όλη την απλότητα, όταν ρωτήθηκε γιατί δεν έρχονται γυναίκες στο Άγιον Όρος.«Παιδιά μου. Το αλάτι βγαίνει από το νερό, αλλά αν πέσει μέσα στο νερό, λειώνει και χάνεται. Έτσι και οι μοναχοί γεννιούνται από τις γυναίκες, αλλά αν πέσουν μέσα στις κακές γυναίκες, διαλύονται και χάνονται». «Μισογυνισμός!», σχολίασε ψιθυριστά, με λύπη γέρος προσκυνητής. Μα ρίζωμα αιώνων τ’ άβατο, απ’ τον καιρό του Τσιμισκή, συνήθεια γίνηκε και τόπανε παράδοση. Παράδοση μισή!

Εγκαταλείποντας το Όρος

     Κι ως έπεφτε η μυροβόλος σιωπή, άφησε ο επισκέπτης λεύτερο το νου, σαν τα πουλιά, που άβατο δεν κατέχουν. Κι έμπαινε στ’ Όρος κι έβγαινε η φαντασία του κι έφτανε σε πολιτείες και χωριά, που στήναν μεγαλοβδομαδιάτικες σκηνές μ’ αρώματα, σαν που σκορπάνε οι πασχαλιές, τη φρίκη των ήλων να σκεπάσουν. Και πάνωθέ του, η απορία μετέωρη, ως πότε οι άνθρωποι θα ξακολουθούν να μπήγουν καρφιά σε γνώμες που απρόοπτα ανθίζουν; Ως πότε οι μεγάλες προφάσεις θα υπηρετούν το χειμασμό του κόσμου; Ποια άνοιξη θα το μπορέσει να ανθρωπέψει τον άνθρωπο; Πώς τόσα χρόνια αμέτρητα το δρόμο τους χάνουν μυριάδες προσευχές; Μα σκέφτηκε ότι είναι σιμά η θυσία με την ανάσταση κι αναπαμένα δόθηκε στη ρέμβη του πελάγου!
     - Τι κοιτάτε; τονε ρώτησε σιγανά ο νέος μοναχός, ο αψηλός, ο ωραία βαλμένος μεσ’ το ράσο του, με το σκούφο του τον καλογερικό, γλυκύς και ξανθός με τα μάτια ίδια γαλανά με τ’ αθάρι του Αιγαίου.

Αγναντεύοντας απ' το κιόσκι το Αιγαίο

     - Το Αιγαίο κοιτάω, απάντησε ο επισκέπτης.
     - Και τι βλέπετε; τονε ρώτησε ξανά.
     - Τη ζωή να σκοντάφτει, να πονεί, να γεννάει! Το γύφτο να λαλεί κι ο Θεός να χαίρεται! Την πλάνη και την αλήθεια να χορεύουν μαζί! Τη ζωή να προχωράει, να μην περιμένει!
     - Τι άλλο βλέπετε;
     - Μια ωραία γυναίκα, μόνη, του είπε. Μια ωραία γυναίκα πόχει αφημένα τα μαλλιά της ’πως ο λόγος κι αύρα της θαλάσσης
     - Και τι ζητάτε; συνέχισε να τονε ρωτάει.
     - Θέλω να μου τραγουδήσει, να ξυπνήσει το μέσα μου, να της τραγουδήσω κι εγώ, να σμίξουμε οι δυο σε μια ανάσα, του είπε ξωμολογητικά.
     Του μοναχού η σιωπή έλεος και συνοδειά στη φωνή του!
     - Όμως εκείνη δε με ξέρει, συνέχισε σχεδόν ντροπαλά, ο επισκέπτης. Πρέπει να βγω απ’ το άβατο, να πάω κοντά της να με δει, να με δεχτεί! Να ζεχτώ το βαθύ χτυποκάρδι μου!

Μια χαραμάδα στο Αιγαίο

     Ο μοναχός έδειξε το συμμερισμό του με λυπημένο μειδίαμα στο βλέμμα του! Σάμπως ο νους του κι η καρδιά, σε μυστική αντάμωση, πέρα απ’ το άβατο να σμίγαν. Σα νάκρυβε έναν μισοσβησμένο πόθο, μια μαχαιριά, δυο μάτια αλησμόνητα, ένα χαμένο ιδανικό ή μια παλιά πικρία. Σα νάλεγε … κάτι, ίσως το ξόρκι του διαβόλου, ίσως το μυστικό μιας προσευχής, ίσως αμήν!
     - Ευλογείται! αιτήθηκε κατά το τυπικό, φεύγοντας απ’ το Όρος ο επισκέπτης.
     - Ο Κύριος! αντέδωσε ο μοναχός. Του χρόνου θα σας περιμένω ξανά, του είπε και δίνοντάς του δυο βιβλία με μαρτύρια Αθωνιτών Αγίων, τον ασπάστηκε και σιωπηλά τον κατευόδωσε με το χέρι απλωμένο στην ελεγεία τ’ αποχωρισμού!
     Η αύρα περνούσε μέσα απ’ το περβόλι του πένθιμου Άθωνα και μέσα απ’ του μοναχού τη γενειάδα κι απ’ τα μαλλιά του που ξέφευγαν απ’ το σκούφο τον καλογερικό κι ο επισκέπτης πρόσφερνε την ευχή τ’ αποχαιρετισμού.
     - Καλές υπομονές αδερφέ, καλές υπομονές γέροντα!

     Σημείωση: Η ιστορία αυτή δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στις 25/4/2019 στο προφίλ του συγγραφέα στο Facebook.

No comments:

Post a Comment