Γράμμα του Γιώργου Πριόβολου από τον Καταρράκτη της Άρτας
Το χάλασμα παλιό κατώι που πάνω του ήταν το σπιτάκι
Στέκει
εδώ και 43 χρόνια μισογκρεμισμένο,
ερειπωμένο, πνιγμένο μέσα στα βάτα, και
τις τσουκνίδες.
Και
όμως εδώ ήταν το πατρικό σπίτι, στο χωριό
που γεννήθηκε ο πατέρας Βασίλης, τα άλλα
δύο αδέλφια και οι τρεις αδελφές. Στον
Καταρράκτη Άρτας, στα Τζουμέρκα. Η γιαγιά
Ρίνα έμεινε χήρα από νωρίς. Ο παππούς
Γιώργος, νέος συμμετείχε σε εκστρατευτικό
σώμα της Ελλάδος στην Τουρκία.
Αιχμαλωτίστηκε, και όταν γύρισε πάλι
στην πατρίδα, ήταν ήδη πολύ ταλαιπωρημένος
και ασθενής. Το 1943 ανεβαίνοντας από την
Άρτα στο χωριό πέθανε από ημιπληγία*.
Ο παππούς Γιώργος Πριόβολος
Έτσι,
όλη η ευθύνη της οικογένειας, έπεσε στον
προπάππου μου τον Νικόλα. Αμυδρές εικόνες
έχω, όταν μικρός τον κρατούσα από το
χέρι, να πάει μέχρι την τουαλέτα, σε
κάποιο εξωτερικό χώρο του σπιτιού.
Οι καταρράκτες που έδωσαν το όνομα στο χωριό. Φωτογραφία της δεκαετίας του 60
Ας
επανέλθω στο κατώι. Το 1967 ένα μεγάλος
σεισμός καταστροφικός κατέστρεψε τα
σπίτια του χωριού αλλά και στα Τζουμέρκα
γενικότερα.
Η γιαγιά Ρίνα
Ήμουνα
15 χρονών.
Πάνω
σ' αυτό το κατώι ήταν το πατρικό σπιτάκι.
Πετρόκτιστο με σκεπή από μαύρη πέτρα.
Δεν άντεξε...
Μια
ξύλινη πόρτα και ένα βαρύ μεταλλικό
κλειδί τεράστιο, που ο θόρυβος της παλιάς
κλειδαριάς ήταν χαρακτηριστικός, όταν
κλείδωνε ή ξεκλείδωνε.
Ένα
δώμα όλο και όλο το σπίτι. Σαράντα περίπου
τετραγωνικά χωρίς κουζίνα, τουαλέτα.
Στη μέση το παλιό τζάκι, με την γάστρα
κρεμασμένη ή την μαύρη εξωτερικά χάλκινη
κατσαρόλα. Εκεί γίνονταν το μαγείρεμα
το χειμώνα ή το ψήσιμο φαγητού, ψωμιού
καλαμποκίσιου κυρίως ή ζυμωτού (σταρένιο).
Η "κουζίνα"
Αριστερά
και δεξιά, δύο στρώματα απλωμένα στο
ξύλινο πάτωμα. Φτιαγμένα από άχυρα. Εκεί
κοιμόνταν άνθρωποι και ναι ήταν τέλεια.
Δύο μικρά ντιβάνια, εκείνα με το σουμιέ,
στις δύο άκρες για να κοιμηθούν ακόμη
δύο άτομα.
Στην πλατεία του χωριού
Αυτονόητη
λοιπόν για μία περίπου 10μελή οικογένεια
η στρωματσάδα. Ήταν αναπόφευκτη.
Και
στην μέση του τοίχου απέναντι από το
τζάκι, το αμπάρι. Ξύλινο, τεράστιο μου
φαινόνταν σαν παιδί.
Ήταν
γεμάτο με καλαμπόκι, έτοιμο να πάει στο
μύλο για το άλεσμα και κάπου μέσα κάποιο
βαζάκι γλυκό καρυδάκι ή νεραντζάκι
κρυμμένο, να μην το ανακαλύψουμε εγώ
και ο αδελφός μου.
Το "ψυγείο"
Έξω
από την πόρτα θυμάμαι το ψυγείο... της
εποχής. Ένα μεταλλικό κουβούκλιο με
σίτα, κρεμασμένο από ένα σημείο στον
τοίχο, που το λέγαμε φανάρι. Εκεί λοιπόν
έμπαιναν διάφορα φαγητά, για την
στοιχειώδη συντήρηση, με την σχετική
χαμηλή θερμοκρασία του περιβάλλοντος
αλλά και την προφύλαξη από έντομα, όπως
μέλισσες, σφήκες αλλά κυρίως τις μύγες,
άφθονες το καλοκαίρι.
Ο φωτισμός
Ο
φωτισμός... του σπιτιού, 1-2 λάμπες
πετρελαίου, με το λαμπόγυαλο να διαχέει
το λιγοστό φως μέσα στο χώρο. Και όμως
ήταν αρκετό.
Το σίδερο
Το
παλιό βαρύ σίδερο, που γεμάτο με αναμμένα
κάρβουνα ήταν υπεραρκετό, για να
σιδερωθούν τα λιγοστά τότε ρούχα που
υπήρχαν. Όλη μέρα με ένα σορτσάκι-παντελονάκι
και ένα φανελλάκι.
Η βρύση στ' Αμπέλια
Βρύση
βέβαια δεν υπήρχε στο σπίτι. Σε όλο τον
οικισμό Αμπέλια – έτσι λέγεται μέχρι
σήμερα – μόνο μία βρύση σε κάποιο σημείο
διακόσια περίπου μέτρα από το σπίτι. Το
νερό τρέχει με μεγάλη πίεση, πολύ κρύο
ασταμάτητα. Εκεί η γιαγιά Ρίνα με τον
τενεκέ στο κεφάλι που ακουμπάει πάνω
σε ένα πάνινο κατασκεύασμα-μαξιλαράκι,
μεταφέρει το νερό για τις ανάγκες του
σπιτιού (λάντζα, μαγείρεμα) και από κοντά
εγώ με το χάλκινο τσκάλι (τσουκάλι) με
κρύο φρέσκο νερό για να πίνουμε.
Η πλατεία του χωριού με την εκκλησία της Κοίμησης της Θεοτόκου
Από
μία εξωτερική σκαλίτσα πέτρινη,
κατεβαίνοντας, βρισκόμαστε στην λάκα
(χωράφι 3 στρεμμάτων περίπου). Η γιαγιά
το καλλιεργούσε, ξεκινώντας από Φεβρουάριο
την προετοιμασία, με καλαμπόκι ή τριφύλι.
Όταν
άρχιζαν τα ποτίσματα, ο νεροφόρος
υπεύθυνος για την διανομή του νερού,
από τα αυλάκια τα κακοτράχαλα που
διέσχιζαν όλο το χωριό, όταν έρχονταν
η σειρά του καθενός, έδινε την εντολή
για να ποτίσει. Έτσι με τον κόφτη (λάσπη
και πέτρες συνήθως) γινόταν η εκτροπή
του νερού μέσα στις λάκες-χωράφια, για
όσες ώρες χρειάζονταν να ποτιστούν
επαρκώς.
Άλλη μια άποψη της πλατείας του χωριού
Στο
κατώι λοιπόν οδηγείσαι από μια πόρτα
μικρή, που δεν κλειδώνει και ένα παράθυρο
μικρό σαν πολεμίστρα για να φωτίζει ο
χώρος. Εδώ λοιπόν είναι οι δύο κατσίκες,
που κάθε πρωί αρμέγοντάς τις γέμιζε τη
λεκάνη φρέσκο γάλα.
Σε
μία τρύπα μέσα στον πέτρινο τοίχο το
κοτέτσι για 2-3 κότες. Κάθε μέρα το αυγό
έτοιμο για να τηγανιστεί με λίγο φρέσκο
βούτυρο και με λίγη πρέντζα (μυζήθρα).
Ένα πεντανόστιμο γεύμα.
Επίσης
το δικό μου σπεσιαλιτέ... το αυγό χτυπητό
με ζάχαρη στο ποτήρι. Ένα χορταστικό
γεύμα για δύναμη. Και με λίγο κακάο
έτοιμο το τσικολάτο...
Το
απόγευμα μια μεγάλη φέτα ψωμί, με λαδάκι
και ζάχαρη, ήταν πάντα απόλαυση. Αν
υπήρχε κάπου-κάπου και θρεψίνη πολύ πιο
ωραία.
Η σφεντόνα
Το
κυνήγι με τη σφεντόνα ήταν σε ημερήσια
διάταξη. Και το θήραμα διάφορα πουλάκια
(βαρυκοκοτάκια, κιτριναδάκια, συκοφάγοι,
τσόνια**, κοτσύφια). Ήταν ένα νόστιμο
γεύμα μαζί με αυγά στο τηγάνι ή με ρυζάκι
στο κατσαρολάκι. Γιατί βέβαια εκείνη
την εποχή, κρέας στην φωτιά, μόνο την
Κυριακή υπήρχε στο τραπέζι.
Λϊγα
μέτρα πιο εκεί από το κατώι, το μικρό
κηπάρι. Ούτε 3-4 τετραγωνικά. Πεντανόστιμα
φασολάκια, λάχανα, κρεμμύδια, κομοντόρια
(μικρές ντομάτες).
Και
πιο πέρα, δέκα περίπου μέτρα από τα
σκαλιά του σπιτιού, η καλοκαιρινή
κουζίνα...
Κάτω
από μία σκαμνιά (μουριά). Ένας μαντρότοιχος
κατασκευασμένος με πέτρες ατάκτως
τοποθετημένες σε σχήμα Πι, ένα μέτρο
περίπου η κάθε πλευρά.
Εκεί
κρεμασμένο από μία αλυσίδα στο δένδρο,
το τσουκάλι και η γάστρα. Κανένα σκέπαστρο.
Και κάτω στο σταχτωμένο έδαφος να ανάβει
η φωτιά με την πυροστιά για να μπει η
κατσαρόλα ή να γίνει η κουλούρα η
καλαμποκίσια με κουτπόφυλλα (φύλλα
κουτσουπιάς) πάνω στα οποία η γιαγιά
την τοποθετούσε.
Το μοναστήρι της Αγίας Αικατερίνης, δεκαετία 50-60
Και
τα φρούτα του καλοκαιριού. Ποιος μανάβης
τότε... Πεντανόστιμα λοιπόν σκάμνα
(μούρα) από την σκαμνιά που προστάτευε
την καλοκαιρινή κουζίνα.
Σεντόνι
– τίναγμα και γεμάτο το σεντόνι μπούνες...
Περιμένοντας
να γίνουν τα βύσινα, τα κεράσια, τα μήλα,
τα σύκα. Κάποια στιγμή θα είναι έτοιμες
οι ρόκες*** (καλαμπόκια) για ψήσιμο. Πριν
μαζευτούν για να ξεραθούν και αφού
ξεπριστούν, να είναι έτοιμα τα κλωνιά,
για να γίνουν αλεύρι.
Έχουν
σειρά τα άγρια βατόμουρα και τα κράνα,
για να γίνει το κλασικό ποτό αλλά και
να ξεραθούν, να υπάρχουν για το χειμώνα.
Κάποια
φορά οι γονείς μου θα στείλουν διάφορα
τρόφιμα και μαζί και ένα-δυο καρπούζια.
Χαράς ευαγγέλια...
Το
καρπούζι θα μπει κάτω από την βρύση του
οικισμού, για ώρες να το χτυπάει το κρύο
νερό. Το καρπούζι ή αλλοιώς κρυοντούρι****
ή χειμουνκό*****.
Άλλα
φρούτα της εποχής ήταν τα τζάνερα
(κορόμηλα) τα απίδια (αχλάδια) και τα
γκόρτσα.
Το καρναβαλάκι
Από αριστερά μπροστά, ο αδερφός μου, εγώ και ένας ξάδερφος. Πίσω ένας συγγενής
Έτσι
κύλησαν τα παιδικά μου χρόνια όλα τα
καλοκαίρια (3 περίπου μήνες) μέχρι τη
χρονιά που δυστυχώς γκρεμίστηκε το
σπιτάκι μας. Ερχόμουνα μαζί με τον αδελφό
μου συνοδεία κάποιου συγχωριανού μετά
από ένα ταξίδι 7-8 ωρών σε κακοτράχαλο
δρόμο με το καρναβαλάκι (το αυτοκίνητο
της γραμμής του χωριού) με οδηγό του τον
συγχωρεμένο Μπαλάσκα Γρηγόρη. Το
αυτοκίνητο ήταν μετατροπή γερμανικού
οχήματος της κατοχής σε επιβατικό 15
θέσεων. Μετρούσε την ταχύτητα σε ΜΑΩ.
Ο πατέρας μου Βασίλης στο μηχάνημα της μηχανοκαλλιέργειας
Η μητέρα μου, 94 χρονών σήμερα
Οι
γονείς μου εργαζόμενοι και οι δυο στην
Άρτα. Η μάνα γνωστή μοδίστρα της πόλης
και ο πατέρας υπάλληλος στην υπηρεσία
της μηχανοκαλλιέργειας (ΥΕΒ Πρέβεζας).
Η πλατεία του χωριού μου με την εκκλησία της Κοίμησης της Θεοτόκου στη δεκαετία του 60
Τα
χρόνια αυτά είναι γεμάτα με εικόνες
όμορφες που αναπολώ. Γι' αυτό λατρεύω
αυτόν τον τόπο που παραμένει Πανέμορφος!
*Ημιπληγία
= εγκεφαλικό
**Τσόνια
= μικρόσωμο πουλί που μοιάζει με σπουργίτι
***ρόκες
= καλαμπόκια (ποικιλίες κατσάνκο και
καραβίσιο)
****κρυοντούρι
= πολύ κρύο καρπούζι που παγώνει το στόμα
και τα δόντια
*****χειμουνκό
= κρύο καρπούζι που θυμίζει το κρύο του
χειμώνα
No comments:
Post a Comment