Γράμμα της Ελένης Δημητριάδου από τη Θεσσαλονίκη
Ο “ναυαγός” (Φωτογραφία Α. Βογιατζή, Αρχείο Γ. Κανατά)
Καλοκαίρι
του 1962. Έχουμε αφήσει πίσω μας στη Βέροια
το μπαμπά να δουλεύει και να ζεσταίνεται,
κι εμείς οι τρεις - η μαμά, η αδελφή μου
η Φιφή κι εγώ - το σκάμε για τη Χαλκιδική.
Διακοπές και μπάνια στις Καλύβες, ίσα
κάτω από τον Πολύγυρο την πατρίδα της
μαμάς, παρέα με τη θεία Χρυσάνθη και το
γιό της το Γιαννάκη. Ο εξάδελφός μου ο
Γιαννάκης είναι το καμάρι της οικογένειας.
Φοιτητής Ιατρικής, πολύ έξυπνος, άριστος
στα γράμματα. Και πολύ καλός, και πολύ
τον αγαπώ.
Ξενοδοχεία
ούτε στη φαντασία μας. Νοικιάζουμε στον
επάνω όροφο ενός δίπατου σπιτιού που
μας τον παραχωρούν οι νοικοκυραίοι, οι
οποίοι περιορίζονται στο ισόγειο.
Μόλις
τελείωσα την πρώτη τάξη του Δημοτικού.
Είμαι πια μεγάλη, αλλά ακόμη είμαι κι η
πιο μικρή. Κάνω παρέα με την αδελφή μου,
που με περνάει 6 χρόνια και με το Γιαννάκη,
όταν ξεκλέβει λίγο χρόνο από τα διαβάσματά
του. Είναι κι ο γιος της νοικοκυράς,
κοντά στην ηλικία μου. Αλλά αυτός φαίνεται
σαν μεγάλος, ξέρει τα πάντα για το χωριό
και για τη θάλασσα. Και το βλέμμα του
είναι σταθερό. Δεν ρωτάει και δεν
περιμένει απαντήσεις. Είναι πολύ ζωηρός
και λέει και κακές λέξεις, αλλά κάνει
δουλειές και θελήματα. Φαίνεται γερό
σκαρί. Όλη μέρα τριγυρνάει ξυπόλητος
κι έχει γίνει μαύρος σαν αραπάκι.
Καμιά
φορά τον παίρνουμε μαζί μας στο μπάνιο
και πλατσουρίζουμε παρέα. Είναι ατρόμητος
και κολυμπάει σα δελφίνι. Όχι μ’ εκείνη
τη σαμπρέλα που μου δίνουν εμένα. Αλλά
εγώ υποψιάζομαι πως έρχεται μαζί μας
για να τον αφήνουμε να παίζει μ’ εκείνη
τη μεγάλη πλαστική μπάλα που αγοράσαμε
φέτος για τη θάλασσα. Έχει ένα σωρό
χρώματα και τη φουσκώνουμε με το στόμα
και την ασφαλίζουμε με κάτι σαν κουμπάκι.
Είναι τόσο ελαφριά, που όταν φυσάει
πρέπει να προσέχεις μη σου ξεφύγει και
την πάρει η θάλασσα, και μετά ποιος
ακούει τη μαμά. Άσε που θα κλαίω όλη μέρα
από τη λύπη μου. Φέτος μου πήραν κι ένα
καινούργιο μαγιό. Είναι κατακόκκινο
και γεμάτο μικρές σούρες σαν σφηκοφωλιές.
Η αδελφή μου, που πάει πια Γυμνάσιο, έχει
ένα πολύ κομψό, ελαστικό, με χρωματιστές
πιτσιλιές.
23-7-1962.
Στις Καλύβες με τη Φιφή, το Γιαννάκη και
το γιο της νοικοκυράς μας.
Ο
γιος της νοικοκυράς μας ξέρει να
καβαλικεύει και το γάιδαρό τους, σωστός
καβαλάρης, χωρίς βοήθεια χωρίς τίποτε.
Εγώ τον θαυμάζω και ζηλεύω και ζητάω να
μ’ ανεβάσουν και μένα επάνω. Μια μέρα
μου έκαναν την χάρη. Με πήρε αγκαλιά ο
Γιαννάκης και μ’ ανέβασε πάνω στη σέλα.
Είχαν μαζευτεί όλοι τους να θαυμάσουν
την αμαζόνα. Γιατί γελούσαν όμως, δεν
μπορούσα να το καταλάβω. Εγώ στρογγυλοκάθισα,
έκανα λίγο να παλαντζάρω, αλλά συγκρατήθηκα,
πήρα τα γκέμια και μια μεγάλη ανάσα, κι
ατένισα τον ορίζοντα. Η χαρά μου ήταν
τόση που δεν λέγεται. Αυτός ο γάιδαρος
όμως δεν έλεγε να ξεκινήσει κι αφού
κάθισα για αρκετή ώρα και χόρτασα, με
ξαναπήρε ο Γιαννάκης στα χέρια του και
με προσγείωσε. Και μαζί και το όνειρο
να καλπάσω πάνω στην άμμο. Εδώ που τα
λέμε είχα κι ένα μικρό φόβο. Αλλά δεν
τον μαρτύρησα και γελούσα κι εγώ μαζί
με τους άλλους. Και τελικά μάλλον
ανακουφίστηκα που πάτησα σε στέρεο
έδαφος.
Τ’
απογεύματα, που ο ήλιος χαμηλώνει κι
αρχίζει να δροσίζει, κάνουμε βόλτες με
τη Φιφή στην παραλία. Η άμμος είναι
ατέλειωτη και γεμάτη θησαυρούς. Κογχύλια
μικρά και μεγάλα, αστερίες, βοτσαλάκια
σε όλα τα χρώματα. Μια μέρα η Φιφή βρήκε
ένα τεράστιο κογχύλι σαν αυτά που βάζεις
στο αυτί σου κι ακούς τη θάλασσα. Το
πήγαμε σπίτι κι από τότε η μαμά το
χρησιμοποιεί για μπιμπελό.
Καμιά
φορά οι βόλτες μας φέρνουν λίγο πιο
πέρα, στη σπηλιά του “ναυαγού”. Έτσι
τον λέμε με τη Φιφή. Εγώ τον φοβάμαι
αυτόν τον ναυαγό, αλλά μου φαίνεται κι
άκακος και δεν ξέρω τι να κάνω με δαύτον.
Η σπηλιά του, ένας χωμάτινος βράχος,
ξεπροβάλλει μέσα από την άμμο στρογγυλή
κι όμορφη. Την έχει σκάψει μόνος του, με
πολύ κόπο, κι έχει κάνει εκεί το σπιτάκι
του. Άκου σπίτι στην σπηλιά! Στήριξε
περίτεχνα το άνοιγμά της και της έβαλε
μια πόρτα ξύλινη. Έχει φίλο έναν πανέμορφο
σκύλο, που μας κουνάει την ουρά κάθε
φορά που μας βλέπει. Λένε ότι δεν είναι
από τα μέρη μας, αλλά πως ήρθε με μια
βάρκα από ένα νησί και ξέμεινε εκεί.
Κάτι έχει πάρει το αυτί μου από κουβέντες
των μεγάλων για κάποια γυναίκα που τον
άφησε, κι αυτός στεναχωρήθηκε τόσο που
πήρε των ομματιών του και δεν ξαναγύρισε
στο νησί του.
Ο ναυαγός με το σκύλο του μπροστά στη σπηλιά του, παρέα με το Γ. Χαρέλη, κάτοικο Καλύβων (“Παλιές φωτογραφίες του Πολυγύρου”, Φωτογραφία Α. Βογιατζή, Αρχείο Μ. Χαρέλη)
Μοιάζει
σαν να βγήκε από κάποια ταινία, από αυτές
τις ξένες με κάτι γέροντες προφήτες που
ζούσαν στην έρημο, με γένια και μαλλιά
μακριά κι αχτένιστα. Είναι ξυπόλητος,
φοράει ένα παντελόνι φαρδύ σαν βράκα
ψαράδικη, που το δένει με ένα σπάγκο
γύρω από τη μέση του, κι από πάνω μια
ξεχειλωμένη φανέλα. Αν και τα ρούχα του
είναι παλιά, είναι καθαρά. Όπως καθαρή
και τριζάτη – δε θα το πιστέψετε – είναι
κι η σπηλιά του. Να φανταστείτε μια φορά
που του πήγαμε φαγητό σε ένα πιάτο που
μας έδωσε η μαμά, επέμενε να το πλύνει
για να μας το δώσει καθαρό. Εγώ, για καλό
και για κακό, δε μπήκα μέσα, γιατί όπως
σας είπα τον φοβάμαι. Πλησίασα όμως πολύ
στο άνοιγμα, κι είδα ότι κάτω το χώμα
ήταν όμορφα πατημένο, κι είχε κι ένα
τραπέζι γεμάτο με διάφορα πράγματα. Η
αδελφή μου, που μπήκε μέσα, έλεγε ότι
όλα ήταν τακτοποιημένα και καθαρά. Και
μας μιλούσε σαν κανονικός άνθρωπος!
Μάλιστα! Αυτό το τελευταίο δεν μπορούσα
να το χωνέψω κι έγινα ακόμη πιο
αναποφάσιστη. Να τον φοβάμαι ή να μην
τον φοβάμαι;
Οι
ντόπιοι δεν τον φοβούνται καθόλου. Ίσα
– ίσα, τον αγαπούν! Λένε ότι είναι
καλοκάγαθος και τον βοηθούν όσο μπορούν.
Του φέρνουν φαγητό και ρούχα, κι ίσως
είναι τα μόνα που
έχει ανάγκη. Καμιά φορά ανάβει φωτιά με
θαλασσόξυλα και μαγειρεύει στην παραλία.
Ο Γιαννάκης μας διηγήθηκε πως όταν
κάποτε πλησίασαν παιδιά την ώρα που
μαγείρευε, τους είπε: «Προσέξτε
μη ρίξετε την κατσαρόλα! Έχω βάλει 100
δράμια λάδι!». Πράγμα
που μ΄ έκανε να καταλάβω ότι για τον
ναυαγό ήταν πολύτιμη και σπάνια αυτή η
ποσότητα λαδιού, κι άρχισα από τότε να
τον λυπάμαι.
.
Οι
διακοπές μου, εκείνο το καλοκαίρι του
’62, σημαδεύτηκαν από την παρουσία του
«ναυαγού». Από τότε και μέχρι σήμερα
κάθε φορά που ακούω ή διαβάζω κάτι για
τις Καλύβες, είναι αδύνατο να μη τρέξει
η σκέψη μου στο γραφικό εκείνο ερημίτη.
Για
τους ντόπιους ήταν ο Κυριάκος «ο
κουμπάρος» - ή «κμπάρος» κατά τη συνήθεια
των Χαλκιδιωτών να κόβουν τα φωνήεντα.
Του είχαν κολλήσει αυτή την προσωνυμία
γιατί τους αποκαλούσε όλους «κουμπάρε».
Ήρθε κι έμεινε, και τον καλοδέχτηκαν
όλοι. Εκεί, στην παραλία των Καλυβών με
τα ελάχιστα σπίτια, που τότε ήταν σχεδόν
έρημη σαν κι αυτόν. Κι έγινε ένα με την
άμμο, τα κογχύλια, τη θάλασσα, τον ουρανό
και τον φρέσκο αέρα. Αερικό! Αυτό ήταν
για μένα! Βγαλμένος από τα παραμύθια
που διάβαζα, ένας Ροβινσώνας Κρούσος,
ένας ήρωας βασανισμένος και σοφός, ένας
ερημίτης, ένας ασκητής.
Ότι απέμεινε σήμερα από τη σπηλιά του ναυαγού (“Παλιές φωτογραφίες του Πολυγύρου”)
Ήμουν
φοιτήτρια στα μέσα του ’70, όταν
επισκεφτήκαμε τις Καλύβες με την
οικογένεια της αδελφής μου και κάποια
ξαδέλφια μας από τον Πολύγυρο. Θυμάμαι
ότι ξεκλέψαμε λίγο χρόνο με τη Φιφή και
περιπλανηθήκαμε στην παραλία, αναπολώντας
εκείνο το καλοκαίρι του ’62. Η παραλία
έρημη όπως παλιά, αλλά τώρα ήταν γεμάτη
με βουναλάκια από ξεραμένα κατάμαυρα
φύκια που την ασχήμαιναν και δυσκόλευαν
τη διαδρομή μας. Κι ύστερα φανερώθηκε
μπροστά μας. Η σπηλιά του ναυαγού.
Πλησιάσαμε με δέος. Έρημη κι αδειανή.
Χωρίς τον ένοικό της, χωρίς ζωή, ξεγυμνωμένη
από τη μαγεία της. Κι ήταν η πρώτη φορά
που την αντίκρισα χωρίς φόβο.
Αυτές
τις μέρες, μια ανάρτηση στις «Παλιές
φωτογραφίες του Πολυγύρου» τράβηξε την
προσοχή μου. Η φωτογραφία του ναυαγού
έξω από τη σπηλιά του ζωντάνεψε μέσα
μου, μαζί με τη μαγεία των επτά μου
χρόνων, κι όλες τις θύμησες από εκείνο
το καλοκαίρι του ’62. Ο ναυαγός μου
αναδύθηκε από την ομίχλες του μυαλού
και της παιδικής φαντασίας. Απέκτησε
επιτέλους πρόσωπο και σώμα. Κι η σπηλιά
πίσω του, ανάδυε θαρρείς το περασμένο
της μεγαλείο. Από το σημείωμα που
συνόδευσε την ανάρτηση, έμαθα ότι ήρθε
στις Καλύβες στη δεκαετία του ’50 από
κάποιο νησί του Βορείου Αιγαίου κι
έμεινε εκεί μέχρι το τέλος της ζωής του,
στις αρχές της δεκαετίας του ’70.
No comments:
Post a Comment