Γράμμα του Γιώργου Παληγεώργου από το Αγρίνιο
Οι ήχοι που τον ξύπναγαν γνώριμοί του, πάσα πρωί οι ίδιοι· το άναμα της φωτιάς στο μπουχαρί – μπ’χαρί έλεγαν το τζάκι – το ράδιο άκοπο συνήθειο του πατέρα του κι ένας χτύπος γλήγορος – η μάνα του π’ ανακάτευε αλεύρι και νερό και λίγο αλάτι, να κάμει το κουρκούτι για τις πρωϊνές τηγανίτες.
Όσο να ντυθεί και να νυφτεί είχανε τηγανιστεί οι πρώτες. Το φρέσκο λάδι απ’ τις ελιές τους στο μαυροτήγανο, απά στην πυροστιά τσιτσίριζε και με κάθε κουταλιά κουρκούτι που έπεφτε, γένονταν αίφνης μια ζωγραφιά περίεργη κι αμέσως μετά μια τηγανίτα ροδοκόκκινη. Καμία τηγανίτα δεν ήταν στο σχήμα ίδια με τις άλλες, όλες τους ξεχωριστές.
Στο τραπέζι, στη μέση του χειμωνιάτικου, μια πιατέλα με τηγανίτες πασπαλειμμένες με ζάχαρη, πού να βρεθεί το μέλι; Έτρωγε τρεις-τέσσερις τηγανίτες και μια στο χέρι καθώς έφευγε για το σχολείο, με τη σάκα στ’ άλλο χέρι παραμάσχαλα.
Οι τηγανίτες είχαν άλλη γέψη με το λάδι, λεπτότερη κι ανάλαφρη· με το ξύγκι είχαν γέψη αψιά και βαριά κι η μυρωδιά τους πιο βαριά κι αυτή, αλλά ήτανε πλιότερο σαρκερές.
Φορές με τα μεγάλα κρύα, σαν είχαν ροκίσιο αλεύρι (καλαμποκάλευρο) έφκιαναν για πρωινό και καμιά μπαζίνα με ξύγκι και κρεμμύδια – έπεφτε καμιά φορά και καμιά τσιγαρίδα μέσα κι έκαναν πανηγύρι.
Σα ζύγωνε στο σχολείο τήραε τα χνώτα των άλλων παιδιών που έφκιαναν συγνεφάκια μπροστά στα πρόσωπά τους και σα σίμωνε πλιότερο καταλάβαινε ποια παιδιά είχανε φάει τηγανίτες, ότι είχανε ζάχαρη στα μάγουλά τους και ποια είχανε φάει μπαζίνα ότι μύριζε το χνώτο τους καμένο κρεμμύδι.
Σημείωση: Η ιστορία αυτή δημσιεύτηκε για πρώτη φορά στις19 Νοεμβρίου 2020 στο προφίλ του συγγραφέα στο Facebook.
No comments:
Post a Comment