Thursday 14 October 2021

Το Μακροβούτι

 Γράμμα της Ανατολής Μελίδου από τη Θεσσαλονίκη





    Αναπνέετε... Μην αναπνέετε...”

    “Αναπνέετε... Μην αναπνέετε...”

    Μέσα στον μαγνήτη, και η φωνή που έδινε τις εντολές, σαν να ερχόταν μέσα από τούνελ. Να σκέφτομαι ωραία πράγματα, η τελευταία συμβουλή. Πενήντα πέντε λεπτά η εξέταση. Ούτε καν μια ώρα.

    Να σκέφτομαι ωραία πράγματα. Και μια να κρατάω την αναπνοή μου, μια να την αφήνω.

    “Αναπνέετε... Μην αναπνέετε...”

    Μην αναπνέετε... Αυτήν την φορά σαν να κράτησε παραπάνω. Νόμιζα ότι σε λίγο θα εκραγώ. Άρα το τούνελ θα είναι μεγάλο. Κράταγα την αναπνοή μου και έτσι μέτραγα το μήκος τους. Στην αρχή ήταν τα μικρά. Μια ανάσα, κι αν. Τα αγαπούσα τα τούνελ. Πρέπει να ήταν δέκα επτά ή δέκα εννιά. Δεν θυμάμαι πια.

    Μέναμε στην Κοζάνη τότε. Και οι παππούδες, από την πλευρά της μάνας στην Βέροια. Πηγαίναμε συχνά να τους επισκεφτούμε. Η διαδρομή με το λεωφορείο πιο σύντομη. Μία ώρα. Και την προτιμούσε η μάνα. Είχε όμως μόνο βουνά. Βουνά και στροφές.

    Λάτρευα να πηγαίνουμε με το τραίνο. Και κράταγε η διαδρομή τεσσεράμισι ώρες. Σχεδόν μισή μέρα. Ήταν για μένα γιορτή. Ταξίδι ολόκληρο. Γεμάτο εικόνες. Άνθρωποι με τις βαλίτσες στα χέρια. Αποχαιρετισμοί. Αγκαλιές.



    Παρακάλαγα την μάνα. Και μου το ‘κανε το χατίρι πολλές φορές. Κι ας κουραζόταν περισσότερο στην διαδρομή. Γιατί η αδερφούλα μου μικρή και σκανδαλιάρα.

    Το σπίτι μας ήταν σχεδόν δίπλα στον Σταθμό. Ήξερα τα δρομολόγια, περίμενα πολλές φορές δίπλα στις ράγες, να δω το τραίνο να περνά. Μου άρεσε να βλέπω αυτούς που κάθονταν δίπλα στα παράθυρα, σκυμμένοι. Φανταζόμουν ιστορίες διάφορες. Και αν τύχαινε κανένας επιβάτης να ήταν όρθιος, δίπλα σε ένα ανοιχτό παράθυρο, κούναγα το χέρι μου και χαιρέταγα χαρούμενη.

    Ξεκινάγαμε από την Κοζάνη. Περνάγαμε στην αρχή από χωριά διάφορα, έβλεπα τα ονόματα τους γραμμένα στους σταθμούς. Συνήθως εκεί δεν σταμάταγε το τραίνο. Ή αν είχε κάποια στάση, θα ανέβαιναν ένα ή δύο άτομα. Σιγά σιγά όμως μεγάλωναν οι προορισμοί. Και άρχιζε η πολυκοσμία.

    Πτολεμαΐδα, Περδίκκας, Φιλώτας...

    Και η μεγάλη στάση στο Αμύνταιο. Εκεί περιμέναμε την ανταπόκριση από την Φλώρινα. Φάνταζε η Φλώρινα σαν μέρος εξωτικό και πολύ μακρινό. Να έχει δικό της τρένο και να περιμένουμε την ανταπόκριση.



    Κατέβαιναν οι επιβάτες, λίγο να ξεμουδιάσουν, να κάνουν ένα τσιγάρο. Μετά το Αμύνταιο και αφού όλοι είχαμε τακτοποιηθεί, άρχιζαν οι σήραγγες. Και άρχιζα κι εγώ το μέτρημα. Μικρές στην αρχή. Μια ανάσα. Μετά οι λίγο μεγαλύτερες. Κράταγα την αναπνοή μου, όσο μπορούσα. Με μάλωνε η μάνα. Θα σκάσεις παιδάκι μου. Κατακόκκινη έχεις γίνει.

    Εγώ όμως συνέχιζα. Ήταν το παιχνίδι μου με το σκοτάδι. Δεν φοβόμουν. Περίμενα το φως να αρχίζει να αχνοφαίνεται πρώτα στα τοιχώματα της σήραγγας, λες κι αυτά πέρναγαν δίπλα μας με μεγάλη ταχύτητα. Και ότι εμείς είμαστε ακούνητοι και σταθεροί. Άσε που ήμασταν και διπλοί, γιατί τα πρόσωπά μας διαγράφονταν πάνω στα τζάμια.

    Και μετά το φως...

    Λίγο πριν το τέλος οι δύο μεγαλύτερες. Εκεί, αποδεχόμουν την ήττα μου. Όσο και να κράταγα την αναπνοή μου, η σήραγγα δεν τελείωνε. Και ανέπνεα, στα κλεφτά θαρρείς, με μικρές ανάσες, γρήγορες και κοφτές.

    Ανάμεσα στις δύο μεγάλες σήραγγες, μία σιδερένια γέφυρα. Βγαίναμε από το ένα βουνό και μπαίναμε στο άλλο.

    Έβλεπα κάτω το άνοιγμα και ένοιωθα ότι πέταγα.

    Το πιο όμορφο μέρος όμως της διαδρομής ήταν αμέσως μετά.

    Κατεβαίναμε κάτω, προς τον κάμπο, αφήναμε πίσω τα βουνά.



    Και ξεπρόβαλε μπροστά μας η λίμνη. Αχ! Αυτή η λίμνη! Η λίμνη μου. Έτσι την ένοιωθα. Κι ας ξέχναγα πάντα το όνομά της. Μέχρι που μου είπε ο παππούς το μυστικό. Βέροια και Βεγορίτιδα. Να θυμάσαι ότι αρχίζουν με την ίδια συλλαβή. Και δεν την ξαναξέχασα. Κι ήταν μια λίμνη πανέμορφη. Περίμενα πώς και πώς να αρχίσει το τραίνο να κινείται δίπλα της.

    Τα παρατηρούσα όλα με προσοχή μεγάλη. Και ήξερα πια, πως σε μια στροφή της διαδρομής, δίπλα στις καλαμιές, είχε κύκνους. Κύκνους πανέμορφους, αρχοντικούς. Κατάλευκοι, κάνανε τις βόλτες τους αμέριμνοι και μεγαλοπρεπείς. Και μια φορά, ορκιζόμουν ότι είχα δει έναν κύκνο και ήταν μαύρος. Αλλά δεν με πίστευε κανείς. Η φαντασία αυτού του παιδιού οργιάζει, λέγανε. Κι όμως θυμάμαι τον μαύρο κύκνο σαν νάταν τώρα. Τόση εντύπωση μου είχε προκαλέσει.

    Μετά τους κύκνους, οι αγριόπαπιες. Ζήλευα τα μακροβούτια τους. Έψαχνα να τις βρω, να δω να ξεπροβάλουν από το νερό. Κάποιες φορές τις προλάβαινα, κάποιες όχι. Το τραίνο έτρεχε...



    Το νησάκι, μετά. Γιατί η λίμνη, είχε στο κέντρο της ένα νησάκι. Και ζήλευα τότε. Ήθελα κι εγώ να ζω εκεί. Και είχε επάνω έναν μιναρέ. Κανείς δεν με πήρε στα σοβαρά όταν το ανέφερα. “Τι θα κάνουμε με σένα;” ήταν η απάντηση. Μόνο ο παππούς με πίστευε. Ναι, έχει επάνω ένα τζαμί. Σωστά είδες. Την επόμενη φορά να ψάξεις καλύτερα. Μπορεί να δεις και το κιρκινέζι.

    Τι ήταν πάλι αυτό το κιρκινέζι; Γεράκι, αλλά το πιο όμορφο γεράκι που υπάρχει. Και μπορεί το γεράκι να μην το είδα ποτέ, το όνομά του όμως δεν το ξέχασα.

    Και έμεινα να αγαπώ το όνομα...

    Τέλειωνε η παραλίμνια διαδρομή μας, όταν φτάναμε στην Άρνισσα.

    Η Έδεσσα μετά. Εκεί η στάση ήταν μεγαλύτερη. Και ο σταθμός επίσης. Από τα ανοιχτά παράθυρα αγοράζαμε σουβλάκια. Μία φέτα ψωμί, κομμένη λίγο διαγώνια και επάνω το σουβλάκι. Έτρωγα το ψωμάκι με αλάτι και ρίγανη και πέταγα το κρέας. Και ήταν το πιο νόστιμο ψωμάκι που υπήρχε.

    Σκύδρα, Επισκοπή, Νάουσα... φτάσαμε!

    Στον σταθμό της Βέροιας, μας περίμενε ο παππούς. Ψηλός, με το καβουράκι του, ξεχώριζε ανάμεσα στο πλήθος.

    - Παππού, φώναζα δυνατά, ήρθα! Και γύριζε, ότι δήθεν, τότε μας πρόσεξε και με έπαιρνε στην αγκαλιά του. Ήμουνα χαρούμενη, δεν ήθελα να βρίσκομαι πουθενά αλλού. Είχα τόσα να διηγηθώ.

---

    - Καλά είστε; η φωνή από την άκρη του τούνελ με επανέφερε. Τελειώσαμε. Όλα πήγαν μια χαρά.

    Ναι, σκέφτομαι, όλα μια χαρά. Κι ας φοβόμουν τον μαγνήτη. Τελικά μαγνήτισε το πιο όμορφο ταξίδι των παιδικών μου χρόνων. Και μόνο γι’ αυτό άξιζε.

    Σαν ένα όμορφο μακροβούτι, όπως οι αγριόπαπιες!

No comments:

Post a Comment