Saturday 9 October 2021

Ένα παλιό ποίημα

 Γράμμα του Ανδρέα Μαρολαχάκη από τη Χαράδρα της Ημαθίας





    Κάποτε στα νιάτα μου είχα μπαρκάρει. Διάβαζα πάρα πολύ Καββαδία, όπως όλοι σχεδόν οι ναυτικοί. Είχα μια περιπέτεια. Ήθελα κάτι να γράψω και έγραψα αυτό το ποίημα. Χαμένο για χρόνια, το βρήκα καθώς έψαχνα ένα τετράδιο με συνταγές της μάνας μου. Ήθελα να το δώσω σε κάποιον που μου το ζήτησε… και βρήκα αυτό σ' ένα τετράδιο που το είχε φυλάξει η μάνα μου.


Μόνος και βλέπω στο παράθυρο εικόνα,

βροχή κι αέρας που θυμίζουν τον χειμώνα,

η μορφή σου στο μυαλό μου κλειδωμένη

κι εσύ εικόνα θολή, στο χρόνο παγωμένη.


Τρόπους να ψάχνω απ' τον βάλτο να ξεφύγω ,

λύση ειναι εύκολη φτάνει εσένα να αποφύγω,

ορίζοντες είναι ανοιχτοί θαλάσιοι οι δρόμοι

σεισάχθεια τα βάρη π' χουν οι δικοί μου ώμοι.


Εκεί μπροστά στο απέραντο η λήθη περισσεύει,

για τα πολλά τ' ασήμαντα, για τ' άλλα αγριεύει,

θεριεύει γίνεται μπελάς και το μυαλό μου πνίγει

μα το φευγιό στη θάλασσα λυτρωμό δεν δίνει.


Οι ελπίδες μου και ενδιασμοί παλεύουν και νικάνε,

αυτοί που και στην στεριά για τον έρωτα πεινάνε,

εκεί όλοι οι φίλοι μου ήτανε, σκυλιά των καραβιών,

μαζί τους εγώ δεν πήγαινα σε σπιτια λιμανιών.


Γι' αυτό όλοι με κοροιδεύανε παράξενο με είπαν,

ούτε ποτά μου άρεσαν και οι καπνοί που πίναν,

ώσπου μια μέρα φθάσαμε έξω απ' το Καμπάνι

σ' ένα μικρό, παράξενο και εξωτικό λιμάνι.


Το πλοίο θα έμενε μέρες πολλές μέσα στο καρνάγιο,

κι εγώ τριγύριζα εκεί όμοιος του λιμανιού ναυάγιο ,

εκεί μια μικρούλα γνώρισα με μπούρκα και τουρμπάνι,

και το όνομα της παράξενο, εξωτικό, κάτι σαν Ρωξάνη.


Μαζί μέρες και νύχτες έζησα πολλές κι ήταν κολασμένες,

και οι ψυχές μας νόμιζα πολύ πως ήταν μονιασμένες,

η μνήμη πάντα ζωντανή ερχόταν σαν γρήγορη μπαρκέτα,

μόνος τα βράδια τη σκεπτόμουνα χωμένος στην κουκέτα.


Για μένα ήταν ο άγγελος και ο φύλακας συγχρόνως,

μα και στην μικρή Πακιστανή την έπνιγε ο πόνος,

νομίζω πως με αγάπαγε κρυφά, χωρίς να μου το λέει,

πολλές φορες την άκουγα σιωπηλά να κλαίει.


Προς το καρνάγιο κοίταζε του πλοίου την αντένα,

και σημάδια έψαχνε φευγιού, χωρίς να δει κανένα,

την λάντζα την κιαλάριζε αυγή πριν να κοστάρω

και λέξεις περίμενε να δει το πόσο την γουστάρω.


Αυτή πάντα με πήγαινε κρυφά σε μια αλτάνα

ανιζέτα και αράκ σιωπηλά με πότιζε αράδα

και το μυαλό μου μούδιαζε κα βούλιαζε στη λήθη

κόσμος πολύς με τριγύριζε με έπνιγαν τα πλήθη.


Η μέθη έπαιζε στο νου μου, περίεργα παιγνίδια

παντού όμως και πάντοτε μου φαίνονταν τα ίδια

και ο καπνός με μάγευε, με βούλιαζε σε εκείνη

η μικρή με κοίταζε χωρίς ποτέ της να με κρίνει.


Μόνη της με στοίβαζε σε δώμα μικρό και βρωμερό

ράκος ανθρώπινο γινόμουνα με πάθος τρομερό

τις φλόγες πάντα έσβηνα νηφάλιος πριν γίνω

και όμως δεν σταμάτησα το αλκοόλ να πίνω.


Πρωί η ανάσα να βρωμά στυφή ήταν η γλώσσα

δέκα ποτήρια μέτρησα,δεν ξέρω αν ήταν τόσα

αναρωτιέμαι πόσα εγω να κατάπινα βιδάνια

και πόσα άλλα κάπνισα περίεργα βοτάνια.


Η μικρή μου έβαζε κομπρέσες στο κεφάλι

εγω ζητούσα τα ποτά και το καπνό μου πάλι

με το κορμί να φλέγεται μόνο του να τρέμει

δεν ήξερα που ήμουνα, τι θέλω τι μου πρέπει


Η γλίνα που με τύλιγε ξανά ερχόταν πάλι

χωρίς ντροπή εκτύπαγα στον τοίχο το κεφάλι

ήξερα πως την έβαζα σε μεγάλη φασαρία

μεγάλος ήταν ο κίνδυνος η πίστη κι η σαρία.


Το τσούρμο πάντα με έβρισκε να χάνομαι να λιώνω

με μάζευε, δεν με άφηνε μόνο αργά να τελειώνω

με άρπαζε και με έκρυβε στου πλοίου την σεντίνα

με εφιάλτες κι όνειρα στου έρωτα την πείνα.


Το πλοίο έφυγε και εγω κοιμόμουν στην κουβέρτα

χωρίς λιγάκι να την δω χωρίς να πω κουβέντα

το τζόβενο μου είχε πει πως την είδε να κοιτάζει

το πλοίο που χανότανε και κάτι να φωνάζει.


Της τύχης μου ήταν γνωστό και πάλι να μαγκάρω

ήξερα πως εμένα φώναζε, μαζί μου να την πάρω

εγώ τότε βρισκόμουνα μακριά πέρα στην λίνια

κι αυτή θε να ψηνότανε στην άμμο στα χαμσίνια.


Κι ο τρίτος ήρθε να μου πει πως ήταν βατσιμάνης

όταν φωνές κι αυτός άκουσε της άμοιρης Ρωξάνης

μα εγώ δεν ήμουν γεμιτζής, λυπόμουν που δεν είχα

αφορμή για να την δω στο γιατάκι που κατείχα


Και εσύ πάντα να έρχεσαι και μακριά να φεύγεις

λες και ήμουν ο άρρωστος που πρέπει να αποφεύγεις

No comments:

Post a Comment