Γράμμα του Νίκου Κύρκου από τη Θεσσαλονίκη
Περπατάει στους άδειους δρόμους, μισοζαλισμένος από το κρασί, καμπουριαστός - σχεδόν εβδομηντάρης - ανατριχιάζοντας από την ψύχρα της νοεμβριάτικης νύχτας. Σαν την ανατριχίλα πού 'νοιωσε εκείνο το πρωινό, βγαίνοντας από το Πολυτεχνείο μαζί με ένα τσούρμο αμήχανων και φοβισμένων παιδιών, αντικρίζοντας την κάνη ενός τανκ σχεδόν πάνω στη μούρη του, μέσα σε ένα πανδαιμόνιο θορύβων. Αγουροξυπνημένος, ακόμα δεν καταλάβαινε τί ακριβώς γινόταν.
"Ξύπνα σύντροφε. Βγαίνουμε".
Μόλις
πριν, καληνύχτισε την Άννα, τον Κώστα
τον Λευτέρη τον Πάνο και δυο τρεις άλλους
αγαπημένους, παλιούς συμφοιτητές έξω
από το ταβερνάκι του "Πλάτανου".
"Και του χρόνου".
Πολλές φορές σκέφτηκε να μην ξαναπάει σ'αυτές τις μαζώξεις, κάθε επέτειο της 17 Νοέμβρη. Είχε γίνει θεσμός πια και οι θεσμοί του φέρναν αλλεργία. Τραγουδάμε, νοσταλγούμε, μα κάπου πλαδαριάζει η κατάσταση σκέφτεται. Και κυρίως, είναι που οι περισσότεροι άλλαξαν. Άλλαξαν τόσο, που δεν έχεις πια τίποτα να πείς μ'αυτούς.
Περπατάει και είναι ακόμα θυμωμένος.
Εντάξει βρε Χάμπο μου - πολύ καλό μυαλό, άρτι αφιχθείς εκ Βρυξελών - παλιέ μου αριστεριστή και νυν τεχνοκράτη ορθολογιστή.
"Τα μνημόνια ήταν απαραίτητα".
Εσύ πήρες το δρόμο σου. Μα εμείς, οι λίγοι που μείναμε, αλλιώς μετρήσαμε την ζωή. Πιό αγαπησιάρικα, πιό συναισθηματικά, με αριστερές ευαισθησίες για πάντα. Χωρίς βλέψεις για ανόητες επαγγελματικές καριέρες, με τα λάθη μας, με τις αποτυχίες μας στους πρόωρους γάμους μας, με τις αντισυμβατικές μας επιλογές. Ήσουν και συ μαζί μας τότε.
Τώρα; Πού να καταλάβεις...
Περπατάει και στο νου του έρχονται οι στίχοι από ένα τραγούδι του Σωκράτη, τότε που ήταν μαζί στο Λιόγερμα:
“Καληνύχτα μαλάκα. Η ζωή έχει πλάκα
Έχει γούστο και φλόγα, είναι κάτι σαν ρόδα
σε πατάει και σε παίρνει, μόνο ίχνη σου σέρνει...”
Μπαίνει
στο πατρικό σπίτι. Τώρα, μένει μόνος.
Τότε, του άνοιξε ο πατέρας του μες την αγωνία.
"Η μάνα σου θα πεθάνει από την ανησυχία της. Έπρεπε να μας ειδοποιήσεις".
Είχε φύγει από το σπίτι το πρωί της Παρασκευής για την σχολή. Δευτεροετής φοιτητής, ημιπολιτικοποιημένος προς την αριστερά, επηρεασμένος και από ένα προοδευτικό οικογενειακό περιβάλλον, μόλις στρατολογημένος από τον Θωμά στον Ρήγα, γεμάτος με μια δυναμική αθωότητα, ήξερε ότι εκείνη την ημέρα θα γινόταν η κατάληψη του Πολυτεχνείου.
"Σήμερα ρίχνουμε την χούντα!"
Μπαίνει στην κατάληψη και ζει σε όλη της την ένταση τον ονειρικό οργασμό της εξέγερσης. Ερωτευμένος με την Βάσω εκείνον τον καιρό, την συναντάει στην συνέλευση της σχολής της. Δεν την αφήνει ρούπι. Κολλητός μαζί της.
"Έρωτας και Επανάσταση". Μαγεία!
Αποκαμωμένοι, τα ξημερώματα του Σάββατου, ξαπλώνουν σε ένα τραπέζι. Μόλις τους παίρνει ο ύπνος, τους ξυπνούν.
"Ξύπνα σύντροφε. Βγαίνουμε".
Στην έξοδο, ένας ασφαλίτης αρπάζει από τα μαλλιά την Βάσω και αυτός, χωρίς να το πολυσκεφτεί, ορμά και πιάνει τα χέρια του για να τον εμποδίσει.
Αφήνει την κοπέλα και ρίχνεται σ'αυτόν, αφηνιασμένος, βρίζοντας χυδαία. Τρώει το ξύλο της χρονιάς του. Ένα φανταράκι του κάνει χώρο και φεύγει τρέχοντας κακήν κακώς από τον κλοιό, προς το πάρκο του Πανεπιστημίου. Πηγαίνει στο σπίτι της Βάσως και φοβούμενος μη τον συλλάβουν, μα περισσότερο για να είναι μαζί της, μένει εκεί 2-3 μέρες.
Το
πρόσωπο του πατέρα του σιγά σιγά
γαληνεύει. "Έλα πές μου τα όλα. Τί
έγινε;"
Διακρίνει σ'αυτόν ένα ίχνος χαμόγελου ανακούφισης, ικανοποίησης και περιφάνειας. Ή έτσι νομίζει.
Ταλαιπωρημένος, πέφτει ξερός στο κρεβάτι του και κοιμάται για ώρες ατέλειωτες...
Ξεζουμάρισμα και fade out
...πέφτω ξερός στο κρεβάτι μου και κοιμάμαι για ώρες ατέλειωτες...
Θεσσαλονίκη
16 Νοέμβρη 2022
No comments:
Post a Comment