Monday, 14 November 2022

O φτωχός ο Φίλιππος στο χωράφι απόκρευε..!

 Γράμμα του Γιώργου Παληγεώργου από το Αγρίνιο





    Συγύριζε το σπίτι, έβγαινε στην αυλή και στο κήπο, κάτι ν’ αφήκει, κάτι να πάρει· πάλε ματάμπαινε στο σπίτι σύμπαε τη φωτιά κι όλο μουρμούραε μοναχή της, μα τι έλεε δεν καθάριζε ο μικρός γιος της. Μια δυο φορές όμως καθάρισε καλά πως έλεε, «ου φτουχός ο Φίλιππους στου χουράφ’ απόκριυι» και σα ματασήμωσε στη φωτιά κι άνοιξε το καπάκι της κατσαρόλας να ιδεί πως πάει το βράσιμο - κρέας πρόβειο μαγείρευε - τη ρώτησε ο μικρός.

    - Ποιος Φίλιππας ρε μάνα;

    - Είναι τ’ Άϊ Φ’λίπ’ καμάρι μ’ σήμιρα κι απουκρεύουμι για τα Χριστούγινα,· να κρέας βράζου, τ’ αποκρίθηκε.

    - Και γιατί λες έτσι; ματαρώτησε ο μικρός.

    - Πως λέου, πιδί μ’;

    - Λες, «ου φτουχός ου Φίλιππους στου χουράφ’ απόκριυι», γιατί, επέμεινε ο μικρός.

    - Έτσ’ λέει πιδί μ’ ου φτωχός ου κόσμους σήμιρα, έτσ’ έλιγαν κι οι παλιοί, έτσ’ λέμι κι τώρα, φτουχοί είμαστι, τι θέλ’ς να πούμι; τ’ απάντησε.

    - Για το Φίλιππο που ήτανε μαθητής του Χριστού, λες, συνέχισε να ρωτάει ο μικρός.

    - Γι’ αυτόνι λέου, του είπε κοφτά, μπας και σταματήσει να ρωτάει.

    - Και γιατί απόκρευε στο χωράφι ο Απόστολος Φίλιππος;

    - Ήτανι φτουχός ου άνθρουπους πιδί μ’ κι νια χρουνιά σα σήμιρα απουκριές, όργουνι μι τα βόιδια, για να τελέψ’ τ' απουσπόρια κι σφίγγουνταν απ' τουν πόνο, ότ’ απ' ανέχεια, δε δύνουνταν να πάει κάτι τις στο κουνάκι τ’, για ν' αποκρέψ’ η φαμιλιά τ’. Κι εκεί πόστυβι (που έστυβε) του νου τ’, τούρθι η ιδέα να κόψ’ ένα μιρί (μερί) απ' του καλό του βόιδ’, να του πάει στ’ φαμελιά τ’ αποβραδίς ν’ απουκρέψ’νι. Έτσι έκαμι ου φτουχός ου Φίλιππους κι πήι του ταΐν’ (ταΐνι) κι απόκριψανι κι χόρτασανι. Ύπνους όμους, δεν τουν κόλλ’σι ούλ’ νύχτα του φουκαρά, ότ’ σκέβουνταν αν θ' αντέξ’ του μαχιρουμένου του ζουντανό. Μι του χάραμα, σα ματαπήι στου χουράφ’, ηύρι του βόιδ’ γιρό(γερό), νάχ’ (να έχει) θριμμένου (θρεμμένο) του μιρί τ’, σαν πρι του μαχιρώσ’.

    - Αυτά τάλεγαν τότε που ο κόσμος δεν πάαινε στο σχολείο, είπε ο μικρός.

    - Εγώ ξέρω πως οι μαθητές του Χριστού δεν ήτανε γεωργοί· ήτανε ψαράδες στη λίμνη Γεννησαρέτ που τη λένε και Τιβεριάδα ή θάλασσα της Γαλιλαίας γιατί είναι μεγάλη. Ούτε βόδια είχανε. Ο Φίλιππος ήτανε φίλος του άλογου, που το λένε και ίππο, δηλαδή φίλος του ίππου - Φίλιππος, γι’ αυτό γράφεται με δύο πι.

    - Άι ξιφόρτουσέ μι πιδί μ’, μι κουλάζις χρουνιάρα μέρα, άι ξιφόρτουσέ μι.

    Σημείωση: Η ιστορία αυτή δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στις 14 Νοεμβρίου 2020 στο προφίλ του συγγραφέα στο Facebook. Περιλαμβάνεται στη συλλογή διηγημάτων “Χωρίς βαλίτσα”, έκδοση Άπαρσις 2022.

No comments:

Post a Comment