Tuesday 22 November 2022

Χορογραφία... για πέντε. Κεφάλαιο IX

 Γράμμα του Ανδρέα Μαρολαχάκη από τη Χαράδρα Ημαθίας




Εκείνο που τον σημάδεψε ήταν η επίσκεψη στη Βασιλική Κιστέρνα


    Δημοσιεύουμε σήμερα το 9ο κεφάλαιο του συλλογικού μας μυθιστορήματος "Χορογραφία... για πέντε"


    Ο Άλκης με τον Ίκαρο αμέσως μετά τη σύσκεψη πήγαν στο «αρχείο» μη γνωρίζοντας στην ουσία τι ακριβώς θα έπρεπε να ψάξουν. Η μυρωδιά της «κλεισούρας» από την κακή εξαέρωση της αίθουσας καθώς και η χαρακτηριστική μυρωδιά παλιού χαρτιού κυριαρχούσε παντού. Ο Άλκης βλαστήμησε μέσα απ' τα δόντια του την τύχη του. Πάντα είχε την εντύπωση πως η δουλειά του στην αστυνομία θα ήταν μια δουλειά που τη χαρακτήριζε η δράση. Σιχαινόταν όλες τις δουλειές γραφείου και προσπαθούσε με κάθε τρόπο να τις αποφεύγει. Εκείνο όμως που κυριολεκτικά τον βασάνιζε ήταν όταν θα έπρεπε να ψάχνει παλιές υποθέσεις στο αρχείο.

    Κοίταξε με τρόμο σχεδόν τα ράφια με τους φακέλους και ανατρίχιασε. Οι παλιοκαιρίτικοι φάκελοι ομοιόμορφοι σε μπλε-σιέλ χρώμα τοποθετημένοι στα ράφια καταλάμβαναν τον μεγαλύτερο χώρο της αίθουσας με το παραλληλόγραμμο σχήμα. Τους φακέλους τους είχαν καταχωρήσει με αυστηρά χρονολογική σειρά, ενώ παράλληλα σ' ένα χοντρό βιβλίο ήταν γραμμένα με αλφαβητική σειρά τα ονόματα όλων, όσων για κάποιο λόγο είχαν αναμειχθεί σε κάποια υπόθεση και ακριβώς δίπλα στ' όνομα καθενός, τα στοιχεία του φακέλου στον οποίο θα το έβρισκε κάποιος. Στο εσωτερικό του σκληρού εξωφύλλου κάθε φακέλου, υπήρχε κολλημένο σημείωμα, με μια περίληψη της υπόθεσης για την οποία είχε δημιουργηθεί ο συγκεκριμένος φάκελος. Επίσης ήταν γραμμένος ο αριθμός πρωτοκόλλου, απ' το βιβλίο συμβάντων και, σε περίπτωση που η υπόθεση είχε πάει στην εισαγγελία, υπήρχε ο ανάλογος αριθμός πρωτοκόλλου μαζί με το πρακτικό παράδοσης-παραλαβής.



Κοίταξε με τρόμο τα ράφια με τους φακέλους


    Οι φάκελοι που περιείχαν υποθέσεις που είχαν «κλείσει», επειδή είχε αποφανθεί τελεσίδικα η δικαιοσύνη γι αυτές, καταλάμβαναν το μεγαλύτερο τμήμα του θαλάμου και ήταν αρχειοθετημένοι στο βάθος του. Αυτοί που δεν είχαν κλείσει και ήταν σε εκκρεμότητα ήταν τοποθετημένοι με τέτοιον τρόπο ώστε να υπάρχει μ' ευκολία η πρόσβαση σ' αυτούς. Οτιδήποτε εύρισκαν θα το έδιναν στον αρχειοφύλακα, έναν κατώτερο αξιωματικό της αστυνομίας κι αυτός θα φρόντιζε να βγάλει φωτοαντίγραφα από τα έγραφα που χρησιμοποιούσαν και θα επέστρεφε τα πρωτότυπα στη θέση τους. Το όλο σύστημα ήταν τελείως αναχρονιστικό και χρονοβόρο σε ό,τι αφορούσε την έρευνα. Ήδη είχε αρχίσει η σταδιακή ψηφιοποίηση, αλλά μέχρι να ολοκληρωθεί θα χρειαζόταν πολύ χρόνος και τεράστιες εργατοώρες.

    Ο Άλκης κοίταξε με την άκρη του ματιού του τον Ίκαρο, που είχε ήδη έναν φάκελο μπροστά του και τον μελετούσε με προσοχή κρατώντας κάποιες σημειώσεις σ' ένα τετράδιο που είχε μαζί του. «Χαρτοπόντικας του κερατά!» σκέφτηκε με αηδία ο Άλκης δίνοντας στον συνάδελφό του έναν επιθετικό προσδιορισμό, που έλεγαν οι μάχιμοι αστυνομικοί γι αυτούς που στελέχωναν τα γραφεία της υπηρεσίας. Αμέσως μετάνιωσε. Δεν αντιπαθούσε τον συνάδελφό του, απλά μισούσε καθετί που είχε να κάνει με τις δουλειές γραφείου και σε τελική ανάλυση μισούσε τη γραφειοκρατία που πλεόναζε στην υπηρεσία.

    Θυμήθηκε έναν καθηγητή της αστυνομίας που έλεγε με ειρωνική διάθεση: «Στη διεκπεραίωση των ερευνών δεν πρέπει να είσαστε μόνο αποτελεσματικοί, θα πρέπει να είστε και νόμιμοι». Τότε δεν ήταν σε θέση να καταλάβει την έννοια της νομιμότητας. Γι' αυτόν το ένστικτο ήταν αυτό που είχε σημασία και σ' αυτό έδινε προτεραιότητα στις έρευνες που έκανε. Ο καθηγητής σε κάθε περίπτωση έλεγε, πως η πλειοψηφία των ανεξιχνίαστων υποθέσεων, θα βρει λύση σε βάθος χρόνου, από τη μελέτη των φακέλων. Αυτό δυσκολευόταν να το δεχτεί ο Άλκης. Πώς είναι δυνατόν, σκεφτόταν, σε υπόθεση που εκκρεμούσε χρόνια και σχεδόν είχε ξεχαστεί, να βρει κάποιος άκρη με τη μελέτη του φακέλου της! Αυτό ήταν μια διαχρονική απορία που δεν μπορούσε με κανένα τρόπο ν' αποδεχθεί.


Αυτή τη φορά δεν απολάμβανε τον καφέ της


    Κοίταξε και πάλι τον Ίκαρο και απόρησε που τον έβλεπε να ψάχνει με τόση όρεξη τα έγγραφα που είχε μπροστά του και να σημειώνει κάθε τόσο πάνω στο τετράδιο ό,τι θεωρούσε σημαντικό ή όποια πιθανή απορία είχε. Βλαστήμησε μέσα απ' τα δόντια του και βάλθηκε να διαβάζει τις περιλήψεις των υποθέσεων που νόμιζε ότι θα είχαν κάποια σύνδεση με το πρόβλημα που τους απασχολούσε. Αυτό ήταν μια χρονοβόρα διαδικασία και, κυρίως για τον Άλκη, βαρετή. Στην αρχή όλα όσα έβλεπε του ήταν αδιάφορα και συνέχιζε να φυλλομετρά το χειρόγραφο βιβλίο μηχανικά χωρίς κανένα σχέδιο. Είχε αρχίσει να εκνευρίζεται, όταν το βλέμμα του έπεσε σε μια σημείωση που αναφερόταν στην εβραϊκή συνοικία. Αμέσως σαν να ενεργοποιήθηκε ένα είδος συναγερμού μέσα του, ζήτησε τον συγκεκριμένο φάκελο, τον άνοιξε πάνω στο τραπέζι και βάλθηκε να τον μελετά με προσοχή

 --//--

    Η Φρόσω ένιωσε μεγάλη ικανοποίηση, όταν ο προϊστάμενος του τμήματος της έδωσε προσωπικά εντολή να συμπληρώσει και να ερευνήσει ηλεκτρονικά την υπόθεση που απασχολούσε το σύνολο της τοπικής αστυνομίας. Μπορεί να ήταν πεπειραμένη σε ό,τι αφορούσε τα ηλεκτρονικά, υστερούσε όμως στην ανάλυση των αστυνομικών υποθέσεων. Αφού φόρτωσε τον υπολογιστή με όσες πληροφορίες είχε στη διάθεσή της, μπήκε στον κεντρικό υπολογιστή της αστυνομίας και με τη διαβάθμιση που είχε, αντέγραφε πληροφορίες που νόμιζε πως θα της ήταν χρήσιμες και τις καταχωρούσε στον φάκελο που ήδη είχε ξεκινήσει. Συμπλήρωσε ό,τι είχε σχέση με τα χθεσινά γεγονότα, τη διακοπή της εκδήλωσης, τα πάντα σε ότι αφορούσε την ΜΚΟ, τους παρευρισκόμενους, καθώς αναλυτικά και όλους τους εργαζόμενους που την κρίσιμη στιγμή ήταν παρόντες.

Η δουλειά της ήταν χρονοβόρα, ενώ η ίδια συγχρόνως απαιτούσε άμεσα αποτελέσματα. Ήξερε πολύ καλά πως από τη δική της αποτελεσματικότητα, εξαρτιόταν κατά μεγάλο μέρος η εξιχνίαση του εγκλήματος, που απασχολούσε όλο σχεδόν το αστυνομικό τμήμα. Στην αρχή έκανε τα πάντα με σχέδιο κι ενθουσιασμό. Φόρτωνε το πρόγραμμα του υπολογιστή με όλα τα δεδομένα της υπόθεσης και συνδυαστικά συμπλήρωνε όσα πιθανώς είχαν σχέση με τα πρόσωπα της υπόθεσης τόσο στο παρόν όσο και στο παρελθόν.

    Όσο περνούσαν οι εργατοώρες, μια ελαφριά κόπωση την τύλιγε και άρχισε να παραβιάζει το αρχικό της πρόγραμμα και να συμπληρώνει τον φάκελο με δευτερεύουσες πληροφορίες, που σε πρώτη ανάγνωση δεν είχαν σχέση με το πρόβλημα που την απασχολούσε ή είχαν ελάχιστη σχέση. Έκανε διάφορους συνδυασμούς σύμφωνα με τα πρωτόκολλα που είχε διδαχτεί, αλλά δεν έμενε σ' αυτά, άρχισε ν' αυτοσχεδιάζει ακολουθώντας το ένστικτό της και φόρτωνε τον υπολογιστή με πληροφορίες φαινομενικά ασήμαντες αλλά και με όλα τα πρόσωπα που είχαν έστω κι ελάχιστη επαφή με το θύμα.


Παραδόθηκε στον ύπνο πάνω στην πάνινη πολυθρόνα της


    Παραβίαζε κατά πολύ τα ωράρια της στην υπηρεσία και σηκωνόταν από το γραφείο της όταν τα μάτια της θόλωναν και καταλάβαινε πως δεν θα μπορούσε να είναι αποτελεσματική στην έρευνά της. Πρώτη πήγαινε στην υπηρεσία της και τελευταία έφευγε. Άρχισε ν' αναρωτιέται αν αυτό που έκανε το έκανε από καθήκον που είχε προς την υπηρεσία της ή αν είχε κάποιον προσωπικό λόγο. «Ανοησίες!», έδωσε αυτόματα την απάντηση στο ερώτημα που η ίδια είχε θέσει στον εαυτό της, «ανοησίες!» Έκανε το καθήκον της και τίποτα παραπάνω. Καθησυχασμένη με την εξήγηση που έδωσε στον εαυτό της, έκλεισε τον ηλεκτρονικό υπολογιστή, αφού πρώτα πήρε back up και ενημέρωσε ένα στικάκι ασφαλίζοντας έτσι όσο καλύτερα μπορούσε τον φάκελο. Κλείδωσε το στικάκι στον φοριαμό ασφαλείας που βρισκόταν πίσω από το γραφείο της, πήρε τα προσωπικά της είδη και βγήκε στον δρόμο.

 --//--

    Ο Καρατζόγλου βγήκε από το αστυνομικό τμήμα μουρμουρίζοντας μέσα απ' τα δόντια του. Ήταν σίγουρος πως θα μπορούσε να επιβληθεί εύκολα στον αστυνομικό διευθυντή και να τον αναγκάσει να στρέψει τις έρευνες στο χακάρισμα της χθεσινής παρουσίασης. Παραξενεύτηκε με την απόλυτη ηρεμία του αστυνομικού και κυρίως με τον τρόπο που κατάφερε να τον συμμαζέψει, όταν φώναζε και απειλούσε μέσα στο κτίριο. Αυτό είχε να το νιώσει από την αρχή της καριέρας του. Είχε συνηθίσει πλέον να τον αντιμετωπίζουν με σεβασμό, αν όχι με δέος, σε όλες του τις επαγγελματικές επισκέψεις στα κατά τόπους αστυνομικά τμήματα. Αφού τελικά έκανε τ' αυτονόητα, δηλαδή μήνυση κατ' αγνώστων για την ηλεκτρονική επέμβαση κατά τη διάρκεια της παρουσίασης, έφυγε σχεδόν μουδιασμένος από το αστυνομικό τμήμα και σκεφτόταν την περίπτωση να στριμώξει τον διευθυντή με τα πολιτικά μέσα που είχε στη διάθεσή του. Παρ’ όλο που δεν είχε εχθρική αντιμετώπιση, ένιωθε «τσαλακωμένος» με τον τρόπο που τον πήρε από τους διαδρόμους στο γραφείο του ο Παπαδόπουλος.

    Βγήκε από το κτίριο προβληματισμένος. Πριν ακόμη φτάσει στο πεζοδρόμιο, έφτασε δίπλα του το πολυτελές αυτοκίνητο με τον οδηγό να κρατά αναμμένη τη μηχανή, ενώ συγχρόνως ο σωματοφύλακάς του, που τον περίμενε, άνοιξε την πίσω πόρτα του αυτοκινήτου για να μπει ο δικηγόρος, ενώ ο ίδιος με γρήγορες κινήσεις κάθισε στη θέση του συνοδηγού. Το αυτοκίνητο ξεκίνησε με σταθερή ταχύτητα, ενώ ήδη ο δικηγόρος με το σύστημα επικοινωνίας που διέθετε το όχημα ζητούσε από τους συνεργάτες του να μάθουν τα πάντα για τον διευθυντή της αστυνομίας. Με ένα ακόμη τηλεφώνημα ζήτησε από βασικό πολιτικό του φίλο τη δυνατότητα να λάβει γνώση του υπηρεσιακού φακέλου του αστυνομικού. Στις αντιρρήσεις του πολιτικού απάντησε κοφτά και με καθαρά επιθετική διάθεση απαίτησε να γίνει αυτό που του ζητούσε άμεσα. Χωρίς να δώσει σημασία στην εύλογη σιωπή του συνομιλητή του, έκλεισε με μια απότομη κίνηση το τηλέφωνό του και το πέταξε με μια περιφρονητική διάθεση δίπλα, στο κάθισμα του αυτοκινήτου. «Πάμε Θεσσαλονίκη», είπε απότομα στον οδηγό, ο οποίος χωρίς να σχολιάσει το παραμικρό πήρε τον δρόμο για την έξοδο από την πόλη.

--//--

    Η Στεργιάνα έπινε αμίλητη τον καφέ της στο μπαλκόνι του σπιτιού της, όπως συνήθιζε πάντα τέτοια ώρα να κάνει, μόνο που αυτή τη φορά ούτε απολάμβανε τον καφέ της ούτε παρατηρούσε την κίνηση του κόσμου πάνω στον λιθόστρωτο δρόμο. Δεν είχε πάρει στα χέρια της ούτε ένα από τα αγαπημένα της κουλουράκια κανέλας, που πάντα συνόδευαν αυτή την απογευματινή της απόλαυση. Ήταν σκεπτική κι ένιωθε μια αβεβαιότητα να την τυλίγει, πράγμα που συνέβη λίγες φορές στη ζωή της. Όταν είδε την Ευδοκία με τον αστυνομικό, κατάλαβε πως κανένα μυστικό δεν θα μπορούσε να μείνει κρυφό, τουλάχιστον όχι για πολύ. Δεν ήξερε τι ήταν καλό και τι όχι. Ήθελε να βοηθήσει το «κορίτσι» της, όπως της άρεσε να την αποκαλεί, αλλά αυτή τη στιγμή και ύστερα από την τροπή που πήραν τα γεγονότα, δεν ήταν σε θέση να καταλάβει ποιο ήταν το σωστό και ποιο το λάθος. Θυμήθηκε τον τρόπο που είχε προσπαθήσει να εμποδίσει αυτή και τον αστυνομικό να κατεβούν στο υπόγειο κι αισθάνθηκε ντροπή για τους αφελείς χειρισμούς της. Ήξερε πολύ καλά πως αργά ή γρήγορα κάποιος θα εύρισκε την κρυψώνα και κανείς δεν θα μπορούσε να εμποδίσει την αλήθεια, όποια κι αν ήταν αυτή. Η πείρα της και τα δύσκολα χρόνια που είχε ζήσει την είχαν κάνει σοφή, αλλά όταν έπρεπε ν' αποφασίσει σε κάποιο προσωπικό θέμα η κρίση της ποτέ δεν ήταν σωστή. «Ανάθεμα στα γεράματα!» μουρμούρισε και ήπιε μια γουλιά από τον πικρό καφέ της, «ανάθεμα στην ανημποριά μου!» σκέφτηκε με πίκρα. Ένιωθε πολύ αδύναμη για να προσπαθήσει να επέμβει στη ζωή και στις επιλογές της Ευδοκίας. Το αγαπούσε αυτό το κοριτσάκι! Παρ’ όλο που ήταν πλέον ολόκληρη γυναίκα, γι αυτήν θα ήταν πάντα κοριτσάκι. 

    Κοίταξε το διπλανό κτίριο και το αμέσως απέναντι. Ήταν δύο διαφορετικά κτίρια που κατασκευάστηκαν στις αρχές του προ-προηγούμενου αιώνα.  Ο αρχιτέκτονας που είχε έρθει από τη Γαλλία τα είχε σχεδιάσει και μέχρι ένα σημείο είχε και την επίβλεψη της κατασκευής. Η Στεργιάνα ήταν η μόνη απ' τους επιζώντες κατοίκους της συνοικίας που γνώριζε για την υπόγεια επικοινωνία μεταξύ αυτών των τριών κατοικιών χωρίς όμως να είναι σίγουρη αν υπήρχε και με άλλες κατοικίες. Η περιοχή από την εποχή της οθωμανικής κυριαρχίας είχε μια σχετική αυτονομία και οι κάτοικοι της συνοικίας με το που νύχτωνε έκλειναν τις πύλες στα τρία άκρα της και έτσι κατά κάποιον τρόπο απομονωνόταν απ' την υπόλοιπη πόλη. Φυσικά το ίδιο συνέβαινε και στη χριστιανική συνοικία της πόλης, αλλά στην εβραϊκή το ποτάμι βοηθούσε να γίνει σχεδόν απροσπέλαστη. Ρούφηξε μ' ευχαρίστηση τον καφέ της και άφησε τον εαυτό της ελεύθερο να βυθιστεί στο παρελθόν. Χωρίς να πιεστεί το μυαλό της, ταξίδεψε ανεξέλεγκτα στο παρελθόν χωρίς να κάνει καμία προσπάθεια να «συρράψει» και να καθοδηγήσει τις αναμνήσεις της. Ο ήλιος έπεφτε πάνω στην ανοιχτή κουρτίνα του μπαλκονιού της και γρήγορα μια γλυκιά ζέστη τη χαλάρωσε κι έκλεισε νικημένη τα μάτια της και παραδόθηκε σ' έναν ύπνο εκεί πάνω στην πάνινη πολυθρόνα της. 

 

--//--

    Η Ευδοκία ήταν απόλυτα ξαφνιασμένη κι αυτό δεν έκανε καμία προσπάθεια να το κρύψει. Ο αστυνομικός παρακολουθούσε σιωπηλός τις αντιδράσεις της και με την εμπειρία του καταλάβαινε πως η έκπληξή της ήταν γνήσια και αυθόρμητη. Δίπλωσε με προσοχή τα δύο σημειώματα και τα έβαλε στην εσωτερική τσέπη που είχε το ελαφρύ σακάκι που φορούσε. «Θα τα δώσω στα εργαστήρια της υπηρεσίας και θα πάρεις αντίγραφα, μόλις τα παραλάβουν οι εμπειρογνώμονες της αστυνομίας», της είπε. Την κοίταξε για λίγο σκεπτικός και συνέχισε: «Καλό θα είναι να μη συζητήσεις με κανέναν για τα ευρήματά μας». Η Ευδοκία έγνεψε καταφατικά με το κεφάλι ανήμπορη να πει οτιδήποτε. Το σημείωμα του εραστή της την είχε ξαφνιάσει τόσο πολύ, που ένιωθε να μπερδεύεται και να μη μπορεί να βγάλει κανένα λογικό συμπέρασμα. Ακολούθησε μηχανικά τον αστυνομικό, ο οποίος χαιρέτισε την κα Στεργιάνα κι έφυγε προς το αστυνομικό τμήμα.

    Σε όλη τη διαδρομή σκεφτόταν τα νέα στοιχεία που είχε στη διάθεσή του κι ένιωθε ακόμη πιο μπερδεμένος. Τίποτα απ' όλα όσα έμαθε δεν βοηθούσε στην επίλυση του προβλήματος. Αντίθετα όλα ήταν ασύνδετα, διέφεραν χρονικά και δεν ήταν καθόλου σίγουρος για το αν υπήρχε σχέση μεταξύ τους. Θυμήθηκε την είσοδο του Καρατζόγλου στο αστυνομικό τμήμα και αναρωτήθηκε για τη σκοπιμότητα αυτής της ενέργειας. Του φαινόταν περιττή η φασαρία που προκάλεσε ο μεγαλοδικηγόρος, γιατί η αστυνομία της πόλης μόνο επικουρική συμβολή είχε στην εκδήλωση, καθώς υπήρχε η ασφάλεια του υπουργού, που είχε τον κύριο λόγο στα μέτρα που θα λαμβάνονταν, όπως και η ιδιωτική ασφάλεια του ιδιοκτήτη. Ο ίδιος είχε θεωρήσει την παρουσία του στην όλη εκδήλωση σαν μια βαρετή κοινωνική υποχρέωση και μόνο η παρουσία του υπουργού τον ανάγκασε να παραβρεθεί μ' ελάχιστους υφισταμένους του. Όλα αυτά με πολιτικά, χωρίς καμία επίσημη ιδιότητα. Κάλυπταν τον χώρο, ενώ στην ουσία δεν είχαν τη δυνατότητα να επιβάλλουν το παραμικρό μέτρο στους παραβρισκόμενους. Αναρωτήθηκε για τη σκοπιμότητα της ξαφνικής επέμβασης του ιδιοκτήτη της ΜΚΟ και τι ακριβώς ήθελε να επιτύχει.


Σταμάτησε να δει την κεφαλή της Μέδουσας που ήταν τοποθετημένη ανάποδα


    Με αυτές τις σκέψεις μπήκε στο αστυνομικό τμήμα και κατευθύνθηκε αμίλητος προς το γραφείο του. Φώναξε τη Φρόσω, η οποία εμφανίστηκε αμέσως με φανερή κόπωση και κόκκινα μάτια. «Πάρε αυτά», της είπε και της έδωσε τα δύο σημειώματα. «Θέλω να βγάλεις δύο αντίγραφα και να τα δώσεις στα εργαστήρια για εξέταση. Θα ήθελα να τα δει και κάποιος γραφολόγος και να εξεταστεί η πιθανή ημερομηνία που γράφτηκε το καθένα. Γενικά θέλω κάθε πιθανή πληροφορία που θα μπορούσε ν' ανιχνεύσει το εγκληματολογικό εργαστήριο». Η Φρόσω πήρε στα χέρια της τα σημειώματα και τους έριξε μια βιαστική ματιά ξαφνιασμένη από τις εντολές του προϊσταμένου της. Έφυγε αμίλητη προς το γραφείο της χωρίς να πει τίποτα. «Να μη με ενοχλήσει κανείς!» ήταν η τελευταία εντολή του διευθυντή της.

    Ο Παπαδόπουλος παρήγγειλε καφέ κι ένα λιτό σάντουιτς από τη διπλανή καφετέρια και βούλιαξε στην πολυθρόνα του γραφείου του με τις σκέψεις να καλπάζουν. Πήρε στα χέρια του τις φωτογραφίες της Ευδοκίας, αυτές που είχε βγάλει στην Πόλη και τις εξέτασε με προσοχή. Το φόντο των φωτογραφιών ήταν γνώριμο και σε μερικές στάθηκε λίγο παραπάνω κοιτάζοντας με προσοχή την τοποθεσία στην οποία πόζαρε η κοπέλα χωρίς να δίνει ιδιαίτερη σημασία στην ίδια. Σταμάτησε για μια στιγμή και μάζεψε τις φωτό απ' το γραφείο του, όταν άκουσε ένα δισταχτικό κτύπημα στην πόρτα. Μπήκε μέσα ο σερβιτόρος της καφετέριας. Του έκανε νόημα ν' αφήσει την παραγγελία στο μικρό τραπεζάκι που ήταν δίπλα στο γραφείο του κι αφού τον ευχαρίστησε, τον πλήρωσε και του ζήτησε να κλείσει την πόρτα. Πήρε το φλιτζάνι με τον καφέ και ρούφηξε μ' ευχαρίστηση μια γερή γουλιά, ενώ έστρεψε όλη την προσοχή του στις φωτογραφίες.

    Με μια απότομη κίνηση σηκώθηκε, πήγε στον φοριαμό ασφαλείας που είχε στο πίσω μέρος του γραφείου του, σχημάτισε τον κωδικό της κλειδαριάς και τον άνοιξε. Για μια στιγμή έμεινε αναποφάσιστος, σκεπτικός, σαν κάτι να τον προβλημάτιζε. Έσκυψε, πήρε στα χέρια του τον χαρτοφύλακα με τα σκληρά τοιχώματα, αυτόν που είχε αγοράσει όταν υπηρετούσε στην Πόλη, τον έβαλε πάνω στην άκρη του γραφείου του, σχημάτισε τον αριθμό ασφαλείας και τον άνοιξε. Έβγαλε από μέσα ένα μεγάλο μπεζ φάκελο, κατέβασε τον χαρτοφύλακα στο έδαφος και πήρε στα χέρια του ένα πακέτο με φωτογραφίες που τις συγκρατούσε ένα λαστιχάκι. Κοίταξε για λίγο με νοσταλγία το πακέτο με τις φωτογραφίες, ενώ η σκέψη του κάλπαζε σε άλλες εποχές. Τέντωσε το σώμα του πάνω στην πολυθρόνα και με τα χέρια του έκανε ένα ελαφρύ μασάζ στον αυχένα του κι αμέσως ένιωσε να χαλαρώνει σε απίστευτο βαθμό. Τέντωσε τα πόδια του κι έκλεισε τα μάτια του αναπολώντας μια εποχή που νόμιζε ότι οριστικά την είχε θάψει βαθιά μέσα στη μνήμη του. 


Έκανε έναν καφέ και βγήκε στο μπαλκόνι


    Ανεξέλεγκτα το μυαλό του ταξίδεψε στον χρόνο, τότε που σαν νεαρός αξιωματικός τοποθετήθηκε στην ασφάλεια του Ελληνικού προξενείου στην Κωνσταντινούπολη. Ήταν νέος τότε με όνειρα και φιλοδοξίες να κάνει καριέρα σ' αυτόν τον τομέα, με μελλοντική προοπτική να υπηρετήσει στις ελληνικές πρεσβείες και στα προξενεία ανά τον κόσμο. Βολεύτηκε άνετα στο διαμέρισμα που του είχε παραχωρήσει, έναντι ενός συμβολικού ενοικίου, η υπηρεσία και με όλο τον ελεύθερο χρόνο που είχε στη διάθεσή του, βάλθηκε να γνωρίσει την Πόλη. Ξαφνικά βρέθηκε σε μια τεράστια πόλη που ο πληθυσμός της ήταν μεγαλύτερος από τον πληθυσμό της χώρας του. Προμηθεύτηκε έναν λεπτομερέστατο αστικό χάρτη και με αυτόν «εξερευνούσε» τις συνοικίες και τις τουριστικές περιοχές της. Εκτός από το Ταξίμ, που λόγω της δουλειάς του το έβλεπε καθημερινά, αγαπημένες εξορμήσεις ήταν το Ακσαράι, το Καπαλί τσαρσί, η Αγία Σοφιά, το Μπλε Τζαμί, ο Βόσπορος, ο πύργος του Γαλατά, τα Θεοδοσιανά τείχη, το Φανάρι με το πατριαρχείο, η Αιγυπτιακή αγορά, ακόμη και οι περιθωριακές συνοικίες με το πλήθος των ανθρώπων που προσπαθούσαν εναγωνίως να βγάλουν λίγες λίρες για να μπορέσουν να θρέψουν την οικογένειά τους κάνοντας κυριολεκτικά δουλειές του ποδαριού.

    Εκείνο που τον σημάδεψε, χωρίς να το καταλάβει στην αρχή, ήταν η επίσκεψη του στη Βασιλική Κιστέρνα, την Κιστέρνα του Ίλλου ή Γερεμπατάν Σαρνιτζί όπως την έλεγαν πλέον οι Τούρκοι. Η Κιστέρνα είναι μια υπόγεια δεξαμενή που κατασκεύασε αρχικά ο Flavius Valerius Aurelius Constantinus, ο γνωστός μας Μέγας Κωνσταντίνος, όταν έκτιζε την πόλη, για την υδροδότησή της. Μετά την καταστροφή της κατά τη διάρκεια της στάσης του Νίκα, ξαναχτίστηκε από τον Ιουστινιανό κι από τότε υδροδοτεί ανελλιπώς την πόλη. Ο Παπαδόπουλος ήθελε οπωσδήποτε να δει αυτή την κατασκευή κι ένα μεσημέρι του Αυγούστου αποφάσισε να την επισκεφτεί. Η δεξαμενή ήταν πολύ κοντά στην Αγιά Σοφιά, τις χώριζαν 150 μέτρα στην περιοχή Σουλτάν Αχμέτ στο ιστορικό κέντρο.

    Με το που κατέβηκε τα λίγα μέτρα απ' την επιφάνεια της γης και μπήκε στο μισοσκόταδο της στέρνας ρίγησε κι ένιωσε μια δροσιά να τον τυλίγει. Θαύμαζε την κατασκευή που στηριζόταν σε 336 κίονες, όπως έλεγε το τουριστικό φυλλάδιο που είχε προμηθευτεί. Αφηρημένος περπατούσε πάνω στη στενή, μεταλλική γέφυρα που προφανώς είχε κατασκευαστεί για να εξυπηρετεί τους τουρίστες, όταν ξαφνιασμένος σταμάτησε απότομα για να δει τα δύο γοργόνεια με την κεφαλή της Μέδουσας, που ήταν το ένα τοποθετημένο ανάποδα και το άλλο στο πλάι.

    Η απότομη στάση ανάγκασε τη γυναίκα που ερχόταν πίσω του να μην προλάβει να συγκρατηθεί και να πέσει κυριολεκτικά πάνω του. Με τα καλά αντανακλαστικά του συγκράτησε τη γυναίκα κι έπιασε κυριολεκτικά στον αέρα την τσάντα της λίγο πριν πέσει στο νερό της δεξαμενής. Ντροπιασμένος ζήτησε στ' αγγλικά συγνώμη. Χωρίς να περιμένει κάποια απάντηση από τη γυναίκα, της έδωσε την τσάντα στα χέρια και συνέχισε να περπατά με προσοχή πάνω στη γέφυρα.

    Λίγα μέτρα πιο κάτω στο πλάτωμα σταμάτησε και θαύμαζε τις τεράστιες κεφαλές της Μέδουσας και αναρωτιόταν γιατί οι κατασκευαστές τις χρησιμοποίησαν στο κτίσιμο της δεξαμενής. Η απάντηση ήταν απλή. Σε μια εποχή φανατικών χριστιανών κανείς δεν έδινε σημασία στις δοξασίες και στην καλλιτεχνική ποιότητα των παγανιστών. Τα γοργόνεια ήταν τεράστιες μονολιθικές κατασκευές και με τον όγκο και κυρίως το βάρος τους, ήταν χρήσιμα στο κτίσιμο. Ήταν γνωστό πως οι περισσότεροι χριστιανικοί ναοί κτίστηκαν βασικά με υλικά των αρχαίων κτισμάτων.

    Πριν προλάβει να ολοκληρώσει τις σκέψεις του, το βλέμμα του έπεσε στη γυναίκα με την οποία άθελά του είχε συγκρουστεί. Την κοίταξε για λίγα δευτερόλεπτα και του κόπηκε η ανάσα. Αυτό που έβλεπε ξεπερνούσε κάθε στάνταρ που είχε οριοθετήσει με το μυαλό του για μια γυναίκα. Ψηλή, λεπτή, ευκίνητη, με μια χάρη που δεν μπορούσε να προσδιορίσει τι ακριβώς του θύμιζε κι ένα πρόσωπο που του θύμιζε αρχαίο άγαλμα. Ακόμη και το κτένισμα των μαλλιών της ήταν τόσο πολύπλοκο, που του φάνηκε να έχει ομοιότητα με το κτένισμα των Καρυάτιδων. Φορούσε ένα μεταξωτό κουστούμι, σε μπεζ απόχρωση, μ' ένα ελαφρώς πιο σκούρο πουκάμισο. Στα χέρια της κρατούσε με άνεση την τσάντα και φορούσε ασορτί παπούτσια. Αμήχανος έψαχνε κάποιο τρόπο να την προσεγγίσει, αλλά εκείνη τη στιγμή τίποτα έξυπνο δεν του ερχόταν να πει και απελπισμένος την κοίταζε σαν μαγεμένος. Αυτή χαμογέλασε και νόμισε πως φωτίστηκε όλη η δεξαμενή! «Ευχαριστώ για τη βοήθεια» του είπε στ' αγγλικά και αμέσως ένα κύμα ευφορίας ένιωσε να τον πλημυρίζει. «Δεν έκανα τίποτα! Εξ άλλου εγώ έφταιγα», άκουσε τον εαυτό του να ψελλίζει στην ίδια γλώσσα, ενώ συγχρόνως προσπαθούσε να καταλάβει αν η συνομιλήτριά του συνοδευόταν. Πολύ γρήγορα κατάλαβε ότι ήταν μόνη της και το ηθικό του αναπτερώθηκε, γιατί ήξερε πολύ καλά ότι ήταν πολύ δύσκολο, αν όχι αδύνατο, να πιάσει κάποιος άνδρας κουβέντα με συνοδευόμενη γυναίκα, ειδικά στην Τουρκία.

    «Γιώργος Παπαδόπουλος», της είπε προσπαθώντας να συστηθεί, όταν η κυρία σε πολύ καλά Ελληνικά του είπε: «Α! Έλληνας είστε;» Στην ουσία δεν ρώτησε, απλά το πιστοποίησε. Πριν προλάβει να συνέλθει από την έκπληξη του, την άκουσε να συνεχίζει με χαμηλή φωνή, που στ' αυτιά του έμοιαζε με κελάρυσμα. «Dolunay Aksu» είπε απλώνοντας συγχρόνως το χέρι της. Ασυναίσθητα της έπιασε το χέρι, ενώ αναρωτιόταν πώς ήταν δυνατόν μια γυναίκα της Τουρκίας να δίνει με τόση ευκολία το χέρι της σ' έναν άγνωστο άντρα. «Dolunay», σκέφτηκε και ανατρίχιασε. «Dolunay, δηλαδή Πανσέληνος». Η πανσέληνος (κάθε πανσέληνος) ήταν κάτι σαν πλατωνικός έρωτας γι αυτόν. Με κάποιον δισταγμό της πρότεινε να πιούν παρέα ένα τσάι στο καφέ που ήταν δίπλα στην Αγιά Σοφιά. «Τώρα θ' αρνηθεί», σκέφτηκε με απογοήτευση, η Dolunay όμως δέχτηκε και αυτό τον ξάφνιασε θετικά.

    Σε λίγο κουβέντιαζαν φιλικά και αντάλλασαν πληροφορίες για τη ζωή τους. Το καφέ δεν είχε καμία σχέση με τα καφέ της πατρίδας του. Καναπέδες ξύλινοι, στρωμένοι με χωριάτικες πατανίες, που αντί να δίνουν ένα φολκλορικό στυλ στο καφέ, έδιναν ένα τελείως κακόγουστο θέαμα με τα χαμηλά τραπεζάκια που κάθε άλλο παρά βολικά ήταν. Η Dolunay (όπως του είπε) είχε Τούρκικες ρίζες από τη μεριά του πατέρα της και Ελληνοαρμένικες από την πλευρά της μητέρας της. Είχε σπουδάσει στην Αγγλία και την Αμερική. Γρήγορα έμαθε πως ο πατέρας της εγκατέλειψε τη μητέρα της και πως μεγάλωσε με τη γιαγιά της και την προγιαγιά της από την πλευρά της μάνας της.

    Ο ίδιος απέφυγε να της πει την ιδιότητά του και ότι υπηρετούσε στο Ελληνικό προξενείο. Αυτό ήταν μια πάγια σύσταση της υπηρεσίας του, απέφευγαν να δημοσιοποιούν την πραγματική τους ταυτότητα στους ξένους. Νιώθοντας μια περίεργη έξαψη ρουφούσε χωρίς καμία επεξεργασία ότι του έλεγε και σε κάθε χαμόγελό της νόμιζε πως άστραφτε και η μέρα γινόταν ακόμη πιο φωτεινή. Ο Γιώργος ένιωθε παράξενα, ποτέ καμία γυναίκα δεν του δημιούργησε τέτοια αναστάτωση. Την κοίταζε και νόμιζε πως τη γνώριζε από πάντα. Ήταν μια στιγμή που πίστεψε ότι ήταν kismet (γραφτό) να συναντηθούν και να γνωριστούν μ' αυτόν τον τρόπο. Χαμογέλασε αχνά, του φαινόταν παράξενο που δεχόταν ανατολίτικες θεωρίες όπως τη συγκεκριμένη αραβική. «Τελικά ασπαζόμαστε και δεχόμαστε ότι μας βολεύει κατά περίπτωση», σκέφτηκε.

    Χαμογέλασε ακόμη πιο πλατιά με αυτή την αταβιστική σκέψη, πράγμα που δεν πέρασε απαρατήρητο από τη συνομιλήτριά του, που του είπε χαμογελώντας κι αυτή. «Τι σκέφτεσαι; Γιατί χαμογελάς;» Η ερώτησή της τον επανέφερε στην πραγματικότητα και με μια αξιοθαύμαστη ετοιμότητα της απάντησε. «Ευχαριστώ την τύχη μου, γιατί είχα την ευκαιρία να σε γνωρίσω». Το είπε και χαμογέλασε πλατιά δείχνοντας την πραγματική του ευχαρίστηση. Ένιωσε μια άγρια χαρά όταν του είπε πως για τους επόμενους έξι μήνες θα παρακολουθούσε μια σειρά σεμιναρίων για ξένες γλώσσες στο πανεπιστήμιο της Κωνσταντινούπολης.

    Δεν μπορούσε να θυμηθεί πόσες ώρες κάθισαν στο καφέ. Τη συνόδεψε μέχρι τη στάση του τραμ κι έδωσαν ραντεβού για την επομένη μπροστά στο κτίριο του πανεπιστημίου. Την είδε να υψώνει το χέρι της και να τον χαιρετά μέσα από το τραμ, που έφυγε στριγκλίζοντας πάνω στις ράγες λόγω της ανηφόρας προς το Aksaray. Έβλεπε το τραμ ν' απομακρύνεται κι ένα σφίξιμο στο στομάχι τον κυρίεψε. Νόμιζε πως κάτι δικό του απομακρυνόταν. Στην υπηρεσία του δεν ανέφερε τίποτα γι αυτή τη συνάντησή του. Αν και δεν υπήρχε κάποιο επίσημο πρωτόκολλο πάνω σ αυτό το θέμα, τους είχαν γίνει αυστηρές συστάσεις ν' αναφέρουν οποιαδήποτε επαφή που θα είχαν με ντόπιους και αλλοδαπούς στην Πόλη. Ο Γιώργος όμως δεν μπορούσε να κατατάξει τη γνωριμία του μ' αυτή τη γυναίκα σαν μια απλή επαφή. Γι αυτόν η γνωριμία τους ήταν ανεπάντεχη συγκυρία. Η συνάντησή τους σε αυτό το ιστορικό μέρος ήταν γι αυτόν ό,τι καλύτερο του είχε συμβεί από την πρώτη μέρα που πάτησε το πόδι του στην Πόλη, πίστεψε πως η μοίρα είχε φροντίσει γι αυτή τη γνωριμία. 

    Ο ίδιος ήταν λάτρης της ιστορίας κι ένιωθε κολλημένος με καθετί αρχαιοελληνικό ή ακόμη με καθετί ιστορικό. Η τοποθέτησή του στην Πόλη ήταν ότι πιο καλό θα περίμενε να του τύχει στην καριέρα του. Από τις πρώτες μέρες της παραμονής του ένιωθε πως η Κωνσταντινούπολη τον μάγευε και σταδιακά τον κατακτούσε. Ήταν γι' αυτόν μια πόλη μυθική, κρυμμένη πίσω από ιστορικά στοιχεία και παραδόσεις που τον είχαν μαγέψει από την εφηβεία του. Θυμόταν τη γιαγιά του, όταν του περιέγραφε την Πόλη των Πόλεων, τη δική τους Πόλη έστω κι αν δεν τους ανήκε πλέον, έστω κι αν ήταν πόλη άλλου κράτους. Ήταν μια τοποθεσία που, αν και δεν είχε ζήσει εκεί ποτέ στο παρελθόν, και μόνο στο άκουσμα του ονόματός της ένιωθε μια ανεξήγητη νοσταλγία. Απίστευτες ήταν οι βόλτες που έκανε στο ιστορικό κέντρο και αποτελούσαν γι αυτόν μια γνωριμία με την ιστορία, ένιωθε σαν να του συστηνόταν η ίδια η Κωνσταντινούπολη. Θεώρησε τη γνωριμία του με την Dolunay σαν εύνοια της τύχης, ποτέ δεν είχε νιώσει κάτι παρόμοιο γι' άλλη γυναίκα, αισθανόταν σαν έφηβος που δεν μπορούσε να διαχειριστεί τα συναισθήματα του. Οι λίγες ώρες που μεσολαβούσαν μέχρι το επόμενό τους ραντεβού του φάνηκαν ατελείωτες. Όταν κατάλαβε ότι οι συνάδελφοι από την υπηρεσία τον κοίταζαν παραξενεμένοι, ηρέμησε κι έβαλε τα συναισθήματά του σε μια τάξη.

    Την περίμενε στο πεζοδρόμιο ακριβώς απέναντι από το πανεπιστήμιο. Χάζευε τα τεράστια σκαλιστά μάρμαρα, απομεινάρια κάποιου άλλου ένδοξου παρελθόντος και αναρωτιόταν τι να συμβόλιζαν άραγε αυτά που έβλεπε, όταν μύρισε το άρωμά της. Δεν χρειάστηκε να γυρίσει για να σιγουρευτεί, ήταν βέβαιος ότι ήταν δίπλα του. Στράφηκε προς το μέρος της και χαμογέλασε χαρούμενος με αυτό που αντίκρισε. Η Dolunay στεκόταν απέναντι του μ' ένα χαμόγελο που άστραφτε μέσα στον μεσημεριάτικο ήλιο. Ντυμένη με τζιν και λευκό πουκάμισο έμοιαζε σχεδόν σαν κοριτσάκι. Κρατούσε μια μεγάλη τσάντα στο χρώμα του φυσικού δέρματος (που σίγουρα μέσα είχε τα βιβλία με τις σημειώσεις της) και αναλόγου χρώματος στρωτά παπούτσια. Έδειχνε καθαρά αυτό που ήταν, δηλαδή μια νεαρή φοιτήτρια. «Γεια σου», του είπε στα ελληνικά, «περίμενες πολύ;»

    Ο Γιώργος ένιωθε μια πρωτόγνωρη χαρά που την είχε συναντήσει ξανά και σχεδόν δεν άκουσε την ερώτηση. Σαν να ξύπνησε ξαφνικά από ένα λήθαργο της απάντησε: «Όχι, όχι! Πριν λίγα λεπτά ήρθα». Την κοίταζε και ένιωθε ενοχή σαν να έκανε εκείνη τη στιγμή κάτι ξεδιάντροπο, όταν την άκουσε να του λέει. «Έχεις κάποιο πρόγραμμα; Θέλεις να πάμε σε κάποιο συγκεκριμένο μέρος;» «Αυτό το αφήνω αποκλειστικά σε σένα», της είπε χαμογελώντας. Του ανταπέδωσε το χαμόγελο και του είπε: «Πάμε λοιπόν!» Περπάτησαν ο ένας δίπλα στον άλλο κουβεντιάζοντας σαν δυο παλιοί φίλοι. Οι τυχαίες επαφές των σωμάτων τους καθώς περπατούσαν δημιουργούσαν μια μικρή αλλά ευχάριστη αναστάτωση στον Γιώργο, πράγμα που η Dolunay δεν έδειχνε ν' αντιλαμβάνεται.

    Η βόλτα τους ήταν χαλαρή και ανέμελη. Η γυναίκα τού μιλούσε για τους δρόμους που διέσχιζαν και για ό,τι ήξερε από την ιστορία της περιοχής. Κάποιες φορές δυσκολευόταν να βρει την κατάλληλη λέξη στα ελληνικά και τότε επιστράτευε την ανάλογη έννοια στ' αγγλικά. Τον οδήγησε μέσα από το Καπαλί Τσαρσίμε τους εμπόρους να προσπαθούν φορτικά να τους πουλήσουν την πραμάτεια τους, ρούχα «μαϊμού» και ντόπιας προέλευσης, ναργιλέδες και διάφορα μικροαντικείμενα. Ακόμη και χρυσοχοεία μαζί με μαγαζάκια που πουλούσαν χαλιά στριμώχνονταν στους στενούς διαδρόμους ανάμεσα στο πλήθος των επισκεπτών. Του εξήγησε πως λίγα μόνο χρόνια μετά την κατάληψη της πόλης από τον Fatih Sultan Mehmed τα εν λόγω μαγαζάκια κτίστηκαν για να στεγάσουν τ' άλογα του Πορθητή. Ο Γιώργος την κοίταξε παραξενεμένος, μα δεν είπε τίποτα, απλά αναρωτήθηκε ποια τεχνογνωσία μπορούσαν να έχουν οι κατακτητές της Πόλης εκείνη την εποχή, για να μπορέσουν να φέρουν σε πέρας ένα τέτοιο έργο.

    Με πολύ αργό ρυθμό λόγω της πολυκοσμίας διέσχισαν τη σκεπαστή αγορά και πέρασαν στην Αιγυπτιακή αγορά, με εμπόρους να διαλαλούν τα εμπορεύματά τους, κυρίως μπαχαρικά και αποξηραμένα φρούτα, τρόφιμα, αλλά και «μαϊμού» ρούχα, όπως και ηλεκτρονικά. Φορτικά οι ιδιοκτήτες και οι υπάλληλοι των μαγαζιών προσπαθούσαν να τραβήξουν την προσοχή των περιηγητών με την ελπίδα να καταφέρουν να πουλήσουν τα εμπορεύματά τους. Διέσχιζαν χαλαρά την αγορά, ενώ άκουγαν παζάρια και συνομιλίες σε κάθε πιθανή γλώσσα που ήξεραν.

    Πέρασαν στο Eminonu. Το λιμάνι έσφυζε από ζωή με τα φέρι μποτ και τα άλλα πλοία να διασχίζουν τα νερά, με τις σφυρίχτρες τους να ουρλιάζουν κατά περίσταση. Ο Γιώργος είχε εντυπωσιαστεί με όλα όσα έβλεπε για πρώτη φορά. Ξαφνιάστηκε μόλις αντίκρισε τον μεσαιωνικό πύργο του Γαλατά και αμέσως έβγαλε από το τσαντάκι του τη φωτογραφική μηχανή. Τράβηξε πολλές φωτογραφίες έχοντας σαν στόχο εκτός από τα τοπία και τη συνοδό του. Πολύ γρήγορα η γυναίκα το αντιλήφθηκε και χαμογέλασε με συγκατάβαση χωρίς να δυσανασχετήσει.

    Έφτασαν στην περίεργη γέφυρα του Γαλατά, που ενώνει το Eminonu με το Karakoy, ενώνει δηλαδή τις δύο ακτές της ευρωπαϊκής πλευράς της χώρας. Εντυπωσιάστηκε με το πλήθος των ερασιτεχνών ψαράδων, που υπομονετικά έριχναν τις δολωμένες πετονιές τους στα νερά του Βοσπόρου. Έντεχνα η Dolunay τον οδήγησε κάτω από τη γέφυρα και αντίκρισε μια σειρά από ψαροταβέρνες με τα γκαρσόνια να προσπαθούν να προσεγγίσουν τον κάθε τουρίστα ή ντόπιο που περνούσε από δίπλα τους. Διάλεξε ένα τραπέζι δίπλα στο στηθαίο με εκπληκτική θέα στον Βόσπορο. Σε λίγο τους σέρβιραν, αρχικά balik ekmek, το διάσημο «βρώμικο» σάντουιτς με ψάρι και στη συνέχεια τα θαλασσινά που παρήγγειλε η Dolunay. Απέναντι τους έβλεπαν αμυδρά το Suleymaniye Cami και την Αγία Σοφία υπό γωνία. Έφαγαν με όρεξη τους ψαρομεζέδες, κουβεντιάζοντας χαλαρά σαν να ήταν παλιοί γνώριμοι. Κάθε φορά που η γυναίκα χαμογελούσε, ο Γιώργος αισθανόταν ένα κύμα ενθουσιασμού να τον πλημυρίζει και νόμιζε πως το κάθε χαμόγελο, η κάθε ματιά της ήταν γι αυτόν. Αυτή ήταν η πρώτη τους έξοδος.

    Ακολούθησαν κι άλλες με επισκέψεις σε κάθε αξιοθέατο της Πόλης. Ένα δειλινό, ενώ απολάμβαναν το ποτό τους σ' ένα καφέ πάνω από τη γέφυρα των 15 Μαρτύρων και κάτω από το φως της πανσελήνου, έσκυψε και τη φίλησε. Αυτή ανταποκρίθηκε. Αυτό το φιλί ο Γιώργος το θυμόταν πάντα, σχεδόν ένιωθε κάθε φορά το άρωμά της και τη γεύση των χειλιών της. Έγιναν ζευγάρι και ήταν η καλύτερη περίοδος της ζωής του. Aπό τα χρόνια που σπούδαζε ήταν ο μόνος απ' τη σχολή που είχε τις λιγότερες σχέσεις με γυναίκες, για την ακρίβεια είχε ελάχιστες σχέσεις και γι αυτό γινόταν τακτικά αντικείμενο σχολίων από τους συμφοιτητές του. Όταν προσπαθούσε να τους εξηγήσει ότι στα πιστεύω του ήταν η επιλογή και όχι η συλλογή των γυναικών, τον αντιμετώπιζαν με γέλια που σε μερικές περιπτώσεις έφταναν στον χλευασμό. Βασικά ούτε η επιλογή ήταν κριτήριο για αυτόν, περίμενε πάντα να νιώσει αυτό που έλεγε, να αισθανθεί κάποιο «κλικ» για μια γυναίκα και μετά να ενδιαφερθεί. Η Dolunay ήταν ότι καλύτερο του είχε τύχει μέχρι τότε στη ζωή του. Απολάμβανε τον έρωτά του μαζί της, σίγουρος ότι η «επιλογή» του ήταν αυτή τη φορά η καλύτερη, η μοναδική, αυτή που περίμενε και φανταζόταν πως θα εύρισκε κάποια στιγμή στη ζωή του. Κάποιες στιγμές αναρωτιόταν αν κι αυτή ένιωθε κάτι ανάλογο γι αυτόν. Παρ’ όλο που ποτέ δεν του έδειξε κάτι αντίθετο, πάντα είχε στην άκρη του μυαλού του μια μικρή αμφιβολία και αυτό τον βασάνιζε. Όταν όμως βρισκόταν μαζί, κάθε αμφιβολία εξαφανιζόταν και ζούσε τις «στιγμές» μαζί της σαν να ήταν οι τελευταίες, σαν να μη υπήρχαν άλλες.

    «Dolunay!» σκέφτηκε και χαμογέλασε αμυδρά τεντώνοντας το σώμα του πάνω στην καρέκλα κι έκλεισε τα μάτια του σαν να περίμενε να την ξαναδεί. 

    Ένα απότομο κτύπημα στην πόρτα ξάφνιασε τον Γιώργο. Κατέβασε απότομα τα πόδια του από το γραφείο και η ονειροφαντασία εξαφανίστηκε αμέσως κι αυτός προσγειώθηκε στην πραγματικότητα. «Εμπρός!» είπε βαριεστημένα, βλαστημώντας μέσα του που του διέκοψαν το ταξίδι. Η πόρτα άνοιξε και μπήκε μέσα διστακτικά η Φρόσω και με απαλή φωνή είπε: «Συγνώμη αστυνόμε. Έπρεπε να σε δω, γιατί συμβαίνει κάτι παράξενο». Την κοίταξε με τα φρύδια του να σχηματίζουν ερωτηματικό χωρίς όμως να της πει κάτι και η Φρόσω, αφού πήρε μια βαθιά ανάσα, συνέχισε. «Έκανα έναν καινούργιο φάκελο στον υπολογιστή και τον «φόρτωσα» με όλα τα στοιχεία που έχουμε, τόσο για την τωρινή υπόθεση όσο και για τις υποθέσεις που έχουμε υποψία ότι ίσως έχουν κάποια σχέση. Περιέχει στοιχεία για πρόσωπα, γεγονότα και για την περιοχή της εβραϊκής συνοικίας».

    Ο αστυνόμος συνέχιζε να την κοιτάζει αμίλητος περιμένοντας με υπομονή να δει πού θα καταλήξει η υφισταμένη του. Η Φρόσω συνέχισε πάντα με χαμηλή φωνή. «Όταν ζητάω από τον υπολογιστή να μου κάνει «σύνδεση» προσώπων και γεγονότων με τις τοποθεσίες, μου βγάζει ένα όνομα να συνδέεται κατά πλειοψηφία με τα ζητούμενα του φακέλου, χωρίς όμως να δείχνει ξεκάθαρα τον λόγο και τον τρόπο ανάμειξης». Σταμάτησε για μια στιγμή για να πάρει μια βαθιά ανάσα, αλλά και να δει αν κέντρισε το ενδιαφέρον του προϊσταμένου της. Ο αστυνόμος την κοίταζε υπομονετικά, αλλά εξακολουθούσε να μένει αμίλητος, μη φανερώνοντας ούτε στο ελάχιστο το ενδιαφέρον του για όσα του έλεγε. «Το πρόσωπο που είναι αναμεμειγμένο στα περισσότερα δεδομένα είναι ο Καρατζόγλου».

    Σταμάτησε απότομα την ενημέρωση σαν να περίμενε κάποια αντίδραση από τον συνομιλητή της. Ο αστυνόμος την κοίταξε ψυχρά χωρίς να φανερώνει ότι αυτά που του είπε του έκαναν εντύπωση. Μετά από μια μικρή παύση, της είπε: «Να μου κάνεις μια λεπτομερή αναφορά γι αυτά που σου δείχνει ο υπολογιστής με απόλυτη εχεμύθεια. Δεν θέλω να μάθει κανείς, εκτός από μένα, για τον φάκελο που δημιούργησες ούτε για τα πιθανά συμπεράσματα που θα βγουν από τις ενέργειές σου. Θα δίνεις αναφορά μόνο σε μένα με άκρα μυστικότητα». Η Φρόσω ξαφνιάστηκε με την απαίτηση του προϊσταμένου της. Αυτό ήταν κάτι ασυνήθιστο και ξέφευγε από τα πρωτόκολλα λειτουργίας ενός αστυνομικού τμήματος, ωστόσο κούνησε καταφατικά το κεφάλι της χωρίς να εκφράσει καμία αντίρρηση. «Όπως διατάζεις αστυνόμε», είπε ψυχρά και βγήκε από το γραφείο.

--//--

    Ο Άλκης φυλλομετρούσε τον φάκελο που είχε μπροστά του κι άρχισε κι αυτός να κρατά σημειώσεις στο μπλοκάκι που είχε δίπλα του. Υπήρχε μια καταγγελία από τη Στεργιάνα Τόσκα εναντίον του Καρατζόγλου για απειλή και χρήση λεκτικής βίας, όταν ο δικηγόρος προσπάθησε ανεπιτυχώς ν' αγοράσει την ιδιοκτησία της ηλικιωμένης κυρίας. Η υπόθεση δεν έφτασε ποτέ στα δικαστήρια, αλλά από τις αρχικές καταθέσεις τόσο των αυτοπτών μαρτύρων όσο και της κας Στεργιάνας ήταν φανερό πως αρχικά υπήρχαν λόγοι δίωξης, σταδιακά όμως οι μάρτυρες άλλαξαν την αρχική κατάθεσή τους και στις νέες καταθέσεις κυριαρχούσαν το «δεν είδα», «δεν άκουσα» και «δεν κατάλαβα». Έμεινε στο τέλος μόνο η κατάθεση της γηραιάς κυρίας, που ερχόταν σε αντίθεση με την άποψη του μεγαλοδικηγόρου. Αναγκαστικά η υπόθεση μπήκε στο αρχείο, εξ άλλου κανείς εισαγγελέας δεν είχε διάθεση με τόσα λίγα στοιχεία να πάει κόντρα στον Καρατζόγλου.

    Ο Άλκης πήρε στα χέρια του ένα λεπτομερή χάρτη της εβραϊκής συνοικίας και τον παρατηρούσε γι αρκετή ώρα. Πολύ γρήγορα κατάλαβε πως η ιδιοκτησία της κας Στεργιάνας είχε μια μικρή πρόσβαση στον κεντρικό δρόμο της συνοικίας και ήταν κυριολεκτικά κυκλωμένη από τις ιδιοκτησίες του μεγαλοδικηγόρου. Περιφερειακά στα όρια της ιδιοκτησίας της ηλικιωμένης κυρίας εφαπτόταν τα όρια των ιδιοκτησιών του δικηγόρου. Κοίταζε τον χάρτη σκεπτικός προσπαθώντας να καταλάβει τι μπορεί να σημαίνει αυτό που έβλεπε αποτυπωμένο στο σχεδιάγραμμα. Βασικά δεν έβλεπε κάτι παράνομο, αλλά το αστυνομικό του ένστικτο του έδειχνε πως κάτι υπήρχε. Έγραψε τις σκέψεις του στο πρόχειρο σημειωματάριο και συνέχισε να ελέγχει τον φάκελο με μεγαλύτερη προσοχή, δίνοντας περισσή σημασία σε κάθε λεπτομέρεια.

--//--

    Ο μεγαλοδικηγόρος μπήκε φουριόζος στο γραφείο του στον ένατο όροφο, στην οικοδομή που βρισκόταν πολύ κοντά στα Δικαστήρια Θεσσαλονίκης. Το γραφείο του καταλάμβανε όλο τον όροφο, χωρισμένο σε χώρο υποδοχής και ανεξάρτητες αίθουσες για τους συνεργάτες του. Το προσωπικό του γραφείο ήταν τεράστιο, με απίστευτη θέα προς τον Θερμαϊκό κόλπο. Ζήτησε καφέ από τη γραμματέα του κι έδωσε εντολή στο τηλεφωνικό κέντρο να μην ενοχληθεί για κανέναν λόγο. Άφησε την τσάντα του στο τεράστιο δρύινο τραπέζι και κάθισε στη δερμάτινη πολυθρόνα πίσω από το σκαλιστό τραπέζι που χρησιμοποιούσε για γραφείο. Μόλις του σερβίρανε τον καφέ, σηκώθηκε και κλείδωσε την πόρτα, διασφαλίζοντας μ' αυτόν τον τρόπο ότι κανείς δεν θα τον ενοχλούσε. Ήπιε μια γερή γουλιά από τον γαλλικό καφέ κι έκλεισε για μια στιγμή τα μάτια του προσπαθώντας να βάλει σε τάξη τις σκέψεις του και ν' αξιολογήσει τα γεγονότα που τον ενδιέφεραν. Όλες τις μεγάλες υποθέσεις τις είχε αφήσει στους συνεργάτες του, αυτός απλά θα ενημερωνόταν στις εβδομαδιαίες συγκεντρώσεις και θα έδινε πιθανές κατευθύνσεις και οδηγίες. Επί του παρόντος τον απασχολούσαν τα γεγονότα της εβραϊκής συνοικίας στην πόλη που μεγάλωσε, ο φόνος του Παπαδόπουλου και η απίστευτη τροπή που είχε πάρει η εκδήλωση που με τόσο κόπο ετοίμαζε και τα οφέλη που περίμενε από αυτή τα οποία γύρισαν εναντίον του. Το στραπάτσο που έπαθε με το «χακάρισμα» των ηλεκτρονικών συσκευών ήταν κάτι που ξεπερνούσε κάθε φαντασία. Προσπαθούσε να σκεφτεί ποιος θα μπορούσε ν' αναλάβει και να εκτελέσει μια τόσο δύσκολη επιχείρηση και δεν μπορούσε να καταλήξει πουθενά. Ο κατάλογος των εχθρών του ήταν ατελείωτος, αλλά δεν μπορούσε να καταλήξει στο ποιος είχε τη δυνατότητα να οργανώσει μια τέτοια επιχείρηση, γιατί στην ουσία όλο αυτό το «κάζο» ήταν μια καλά οργανωμένη δουλειά, που απαιτούσε τόλμη και εξειδικευμένα άτομα για την εκτέλεση. Είχε ζητήσει εξηγήσεις από την εταιρεία που κάλυπτε ηλεκτρονικά την εκδήλωση, είχε κάνει μήνυση κατ' αγνώστων και είχε ζητήσει ευθύνες από τον επί κεφαλής της ιδιωτικής ασφαλείας που είχε για την προστασία του. Οι εχθροί του ήταν πάρα πολλοί και δεν ήταν σε θέση έτσι απλά να κάνει την παραμικρή αξιολόγηση, εξ άλλου μέσα σ' αυτούς θα έπρεπε να βάλει και μια ολόκληρη στρατιά από ανταγωνιστές στο επάγγελμα, αλλά κι ένα σωρό πολιτικούς, που για διαφόρους λόγους ήταν ενοχλημένοι από κάποια ενέργειά του στο παρελθόν. «Σκατά!» είπε δυνατά εξωτερικεύοντας τις σκέψεις του. «Σκατά κι απόσκατα!» Ο κατάλογος των υπόπτων ήταν τόσο μεγάλος που θα ήταν απίθανο να μπορέσει να τον βάλει σε τάξη. 

    Πήρε στο χέρι του το πιο ασφαλές τηλέφωνο από τις τρεις συσκευές που είχε πάνω στο γραφείο του, σχημάτισε έναν αριθμό χωρίς να συμβουλευθεί καμία σημείωση και σε λίγο μιλούσε με τον υπουργό προϊστάμενο του Γιώργου Παπαδόπουλου. Αφού στην αρχή μίλησαν κοινότυπα ρωτώντας ο ένας τον άλλο (χωρίς να το εννοούν) για υγεία και διάθεση, ο δικηγόρος ζήτησε από τον υπουργό μια χάρη υπενθυμίζοντάς του την υποχρέωση που του είχε από το παρελθόν. «Μ' ενδιαφέρει ο διοικητής της πόλης που ζω», του είπε χωρίς περιστροφές. «Θέλω να ξέρω τα πάντα γι αυτόν, θέλω να μάθω τις δυνατότητές του και κυρίως τις αδυναμίες του».

    Για μια στιγμή σιώπησε ακούγοντας με προσοχή στην αρχή και με βαριεστιμάρα στη συνέχεια τις αντιρρήσεις του συνομιλητή του. Ήξερε πολύ καλά πως ο υπουργός στο τέλος θα υποχωρούσε και θα του έκανε (αν και διστακτικά) την εξυπηρέτηση που του ζητούσε. Βέβαια πρώτα αναγκάστηκε να του υπενθυμίσει τις τόσες φορές που βοήθησε στις δυσκολίες και «αναποδιές» που είχαν τύχει στον πολιτικό, καθώς και την εχεμύθεια που είχε δείξει ο δικηγόρος καλύπτοντάς τον απόλυτα.

    Έβαλε το ακουστικό πάνω στη συσκευή σίγουρος πως ο υπουργός θα έκανε με τον καλύτερο τρόπο αυτά που του ζήτησε. Έμεινε για λίγο σκεφτικός, παίζοντας μηχανικά με τα δάκτυλα του δεξιού του χεριού πάνω στο γραφείο έναν ασύμμετρο ρυθμό. Αυτό έκανε πάντα όταν βρισκόταν σε αδιέξοδο, όταν ήταν στριμωγμένος σε μια υπόθεση, τα χέρια του ασυναίσθητα έκαναν κινήσεις που πρόδιδαν τον πανικό του.

    Με μια αποφασιστική κίνηση άνοιξε τον φορητό ηλεκτρονικό υπολογιστή κι επιχείρησε να κάνει τηλεσυνομιλία με την Ανδρονίκη. Σ' ελάχιστα δευτερόλεπτα εμφανίστηκε στην οθόνη η συνεργάτις του και τη ρώτησε ευθέως για πιθανές εξελίξεις. Η γυναίκα με τη σοβαρότητα που τη χαρακτήριζε, του ανάφερε όλα όσα είχαν γίνει από τη φυγή του και μετά. Στην ουσία δεν του είπε τίποτα ουσιαστικό και ο ίδιος ήξερε πολύ καλά πως δεν μπορούσε να έχει κάτι να του πει, την άφησε όμως να προσπαθεί να του εξηγήσει τ' ανεξήγητα και στο τέλος της είπε με κοφτή φωνή. «Ανδρονίκη, θέλω κάθε πληροφορία που θα μπορούσες να έχεις για τον αστυνομικό διευθυντή. Να πιέσεις τον Δημοσθένη Μπέλα, τον δημοσιογράφο, να γράφει από εδώ και πέρα θετικά σχόλια τόσο για την ΜΚΟ, όσο και για μένα. Σε περίπτωση που νομίζεις ότι δεν μπορείς να το διαχειριστείς, να με ενημερώσεις άμεσα. Κάλεσε τον τεχνικό, τον Σωτήρη και πες του πως ότι κι αν ανακαλύψει, θα πρέπει να το αναφέρει σε μένα και μόνο σε μένα. Στην ανάγκη απείλησέ τον αν χρειαστεί ή και τάξε του μια καλοπληρωμένη θέση στον οργανισμό μας. Πρόσεξε! Είναι απόλυτα σημαντικό να μάθω τι συνέβη πριν από κάθε άλλον και κυρίως πριν από την αστυνομία».

    Έκανε μια παύση περιμένοντας μια κάποια πιθανή αντίδραση από τη συνομιλήτρια του, η Ανδρονίκη όμως παρέμεινε σιωπηλή κι αυτός συνέχισε. «Πρέπει να βρίσκομαι ένα βήμα πριν απ' όλους και κυρίως απ' την αστυνομία». Τόνισε ιδιαίτερα την τελευταία λέξη έτσι ώστε να μην υπάρχει καμία αμφιβολία για το τι ακριβώς ζητούσε. «Προσπάθησε να καταλάβεις τι ακριβώς ξέρει η Αλίκη για την υπόθεση. Θεωρώ πως είναι αρκετά έξυπνη για να μην κατάλαβε τι έγινε. Πιθανόν να μην έχει συμμετοχή, αλλά ποτέ δεν μπορεί κάποιος να είναι βέβαιος. Μην ξεχνάς πως κανείς δεν είναι αθώος, μέχρι αυτό ν' αποδειχτεί». Η γυναίκα του απάντησε καταφατικά και του έδειξε πως κατάλαβε απολύτως τη συνομιλία τους. Ο Καρατζόγλου τερμάτισε την τηλεσυνομιλία κι έγειρε χαλαρά στην πολυθρόνα. 

    Η Ανδρονίκη πέρασε σ' ένα στικάκι που κουβαλούσε πάντα μαζί της τη μαγνητοσκόπηση της συνδιάλεξης που είχε με τον προϊστάμενό της, όπως έκανε πάντα και για λίγο έμεινε σκεφτική προσπαθώντας να καταλάβει τι κρυβόταν πίσω από τις εντολές του δικηγόρου. Ο Καρατζόγλου ζήτησε από τη γραμματέα του να βρει τον υπεύθυνο ασφαλείας και να του στείλουν το υλικό από τις κάμερες παρακολούθησης απ' όλη την εκδήλωση κατευθείαν στον υπολογιστή του ώστε να μπορεί ν' αναλύσει τα γεγονότα και τα πρόσωπα ό ίδιος. Τόνισε πως το ήθελε αμοντάριστο από όλες τις κάμερες. Απέφυγε να μιλήσει ο ίδιος προσωπικά στον επικεφαλής της ασφαλείας του στέλνοντάς του μ’ αυτόν τον τρόπο τη δυσαρέσκειά του για ότι συνέβη . Σε λίγο όλη του η προσοχή εστιάστηκε πάνω στην οθόνη του υπολογιστή παρακολουθώντας το υλικό από τη βιντεοσκόπηση κάθε κάμερας που υπήρχε στον χώρο της αίθουσας αλλά και γενικά σε όλο το κτήριο. Οι εικόνες με τη σειρά τους εναλλάσσονταν βουβές στην αρχή μπροστά στα μάτια του που έψαχναν με προσοχή κάθε κίνηση, ενώ άνοιξε και τον ήχο στη συνέχεια. Ήταν πολύ έμπειρος στην ανάλυση γεγονότων και οι κάμερες τον βοηθούσαν απόλυτα, γιατί δεν ήταν απλές μαρτυρίες κάποιων, αλλά η απόλυτη καταγραφή των γεγονότων. Η έμφυτη καχυποψία που πάντα τον διέκρινε δεν του επέτρεπε να βασιστεί στις αναλύσεις κάποιου τρίτου. Φυσικά στο τέλος θ' άκουγε και εισηγήσεις όλων των ειδικών που είχε στη διάθεσή του, αλλά πρωτίστως ήθελε να έχει μια δική του άποψη.

 --//--

 

    Η Ευδοκία αμέσως μετά την αναχώρηση του αστυνομικού ένιωθε τελείως άδεια σαν να μην είχε καθόλου ενέργεια, σαν να ανάρρωνε από κάποια αρρώστια που την είχε κρατήσει μεγάλο χρονικό διάστημα στο κρεβάτι. Ανέβηκε με αργά βήματα στο σπίτι, κατευθύνθηκε προς το μπαλκόνι και κάθισε στην πάνινη πολυθρόνα δίπλα στη γιαγιά της που την κοίταζε αμίλητη. Φόρεσε τα σκούρα της γυαλιά κι έστρεψε το πρόσωπό της προς τον δρόμο σαν να παρατηρούσε κάτι, ενώ στην ουσία δεν ήθελε να δείξει την ταραχή της στην ηλικιωμένη γυναίκα. Πήρε μηχανικά ένα τσιγάρο, το άναψε και ρούφηξε με απληστία τον καπνό, έβγαλε με δύναμη το δηλητήριο από τα πνευμόνια της κι ένιωθε να της φεύγει μαζί με τον καπνό κι ένα μέρος απ' το στρες που είχε.

    Αφού χαλάρωσε λίγο, στράφηκε προς το μέρος της ηλικιωμένης γυναίκας και της είπε με χαμηλή φωνή: «Ήξερες γιαγιά για την ύπαρξη των σημειωμάτων στο κασελάκι;» Η Στεργιάνα την κοίταξε με φανερή έκπληξη και με κόπο κατάφερε να ψελλίσει. «Ποια σημειώματα; Ήξερα για το κασελάκι. Το περιεχόμενο του, όλα τ' αντικείμενα τα έδωσα στον Γιώργο τον Παπαδόπουλο, ήταν όλα δικαιωματικά δικά του. Το κασελάκι, το μόνο αντικείμενο που κράτησα μετά την ανακαίνιση του σπιτιού, ήταν άδειο. Απλά ο συγχωρεμένος μου ζήτησε να το κρατήσω ανέπαφο, γιατί όπως είπε το ήθελε για ενθύμιο. Εξ άλλου τα πόδια μου δεν με βοηθάνε να κάνω εξερευνήσεις στο υπόγειο».

    Σταμάτησε για να πάρει μια μικρή ανάσα και με προσπάθεια να κρύψει τον βήχα που την έπνιγε εκείνη τη στιγμή από την προσπάθεια που έκανε για να μιλήσει. Η Ευδοκία την κοίταζε συλλογισμένη. Παρ’ όλο που βασικά την πίστευε, μια καχυποψία που κυριαρχούσε μέσα της μετά από τα τελευταία γεγονότα την είχε κάνει δύσπιστη προς όλους και προς όλα. Σκέφτηκε τον Γιώργο, τον Γιώργο της και ανεξέλεγκτα δάκρυα άρχισαν να κυλούν βρέχοντας το πρόσωπό της. Δεν έκανε καμία προσπάθεια να τα σκουπίσει, τ' άφησε να κυλούν κάτω από τα μαύρα της γυαλιά και αναστέναξε βαθιά. «Κλάψε γλυκιά μου», της είπε η γριά. «Κλάψε, αυτό θα σε ανακουφίσει. Το δάκρυ ξεπλένει την ψυχή, θα ξαλαφρώσεις». 

    Η Ευδοκία ένιωθε να πνίγεται, για πρώτη φορά βρισκόταν σε τέτοια θέση, αδύναμη χωρίς να μπορεί ν' αποφασίσει για το τι θα έπρεπε να κάνει, για το πώς θα έπρεπε ν' αντιμετωπίσει τα γεγονότα. Μέσα σε λίγες μέρες είχαν ανατραπεί τα πάντα στη ζωή της. Έβλεπε πως τα γεγονότα την προσπερνούσαν χωρίς αυτή να μπορεί να επέμβει, χωρίς στην ουσία να μπορεί να κάνει έστω και το ελάχιστο για να τα εμποδίσει ή έστω να μπορέσει να τ' αξιολογήσει. Στο μυαλό της ήρθε ο αστυνομικός διευθυντής και αναρωτήθηκε αν έκανε καλά που τον εμπιστεύτηκε. Γενικά είχε μια έμφυτη απέχθεια για κάθε μορφή εξουσίας και ειδικά για την αστυνομία. Αυτά που είχε μάθει τελευταία για τους γονείς της τη συγκλόνισαν και την αποπροσανατόλισαν από την καθημερινότητα της. Δρούσαν όλα αθροιστικά πολλαπλασιάζοντας τα προβλήματα που θα μπορούσε και θ' άντεχε ν' αντιμετωπίσει. Ξαφνικά είδε τον έρωτά της με τον Γιώργο να μετατρέπεται σ' εφιάλτη κι ένιωθε πως η μοίρα έπαιζε ένα παιχνίδι μαζί της. Άρχισε να καταλαβαίνει πως η ψυχρή συμπεριφορά των τελευταίων ημερών του Γιώργου ήταν αποτέλεσμα του γεγονότος πως αυτός είχε μάθει τη συγγένεια που είχαν. Τώρα καταλάβαινε τον Γολγοθά που μόνος του περνούσε ο αγαπημένος της. Εκ των υστέρων δικαιολογούσε το γενικό φέρσιμό του κι ένιωθε ένα κύμα δυστυχίας να την πλημυρίζει. Οι ενοχές για τη συμπεριφορά της εκείνη την εποχή την πλημύριζαν χωρίς να μπορεί έστω και στο ελάχιστο να δικαιολογήσει τον εαυτό της. Η Στεργιάνα, σαν να κατάλαβε το αδιέξοδο της «εγγονής» της, της είπε με χαμηλή φωνή. «Κοριτσάκι μου να ξέρεις πως πάντα μετά την καταιγίδα έρχεται η γαλήνη. Όλα θα τα ξεπεράσεις. Ο άνθρωπος είναι φτιαγμένος ν' αντέχει τα πάντα. Κάνε υπομονή, όλα περαστικά είναι». Η νεαρή γυναίκα την κοίταξε για λίγο ξαφνιασμένη και μετά σηκώθηκε και με μια αυθόρμητη κίνηση αγκάλιασε τη γιαγιά της. Εκείνη τη στιγμή συνειδητοποίησε πως η Στεργιάνα ήταν ο μόνος δικός της άνθρωπος πλέον στη ζωή.

--//--

    Η Πάμελα έβγαλε με αηδία το συντηρητικό κουστούμι από πάνω της και το πέταξε στο καλάθι με τ' άπλυτα. Όσο το φορούσε νόμιζε πως ήταν μασκαρεμένη σε κάτι άλλο από αυτό που ήταν στην πραγματικότητα. Στην εκδήλωση νόμιζε πως, αντί για κουστούμι, φορούσε μεσαιωνική πανοπλία που τη δυσκόλευε σε κάθε της κίνηση. Έβαλε ένα μακό μπλουζάκι κι ένα πρόχειρο σορτς. Έκανε έναν κρύο καφέ και βγήκε στο μπαλκόνι της ανάβοντας ένα τσιγάρο. Κάθισε στην πάνινη πολυθρόνα και απολάμβανε τον καφέ τραβώντας ελαφριές ρουφηξιές από το τσιγάρο της. Σκέφτηκε τα γεγονότα που έγιναν στην εκδήλωση της ΜΚΟ και χαμογέλασε σαρδόνια.

    Με κόπο είχε προσπαθήσει να κρύψει το χαμόγελο και την άγρια χαρά που την είχε κυριεύσει, όταν οι οθόνες έγραψαν το μήνυμα με τις ευθείες κατηγορίες κατά του μεγαλοδικηγόρου. Δεν φοβόταν μην τυχόν τη δει κάποιος να χαμογελάει σε ζωντανό timing, κανείς τότε δεν πρόσεχε κανέναν, όλοι τους ήταν έκπληκτοι με το συμβάν. Αλλά η ίδια είχε την ετοιμότητα να καταλάβει πως παντού στην αίθουσα υπήρχαν κάμερες και αυτές θα ήταν αδιάψευστος μάρτυρας της συμπεριφοράς όλων των παρευρισκομένων. Τώρα μακριά από κάμερες χαμογελούσε ευχαριστημένη με το κάζο όλης της εκδήλωσης και κυρίως ένιωθε ικανοποίηση που βρέθηκε κάποιος να κατηγορήσει ευθέως τον Καρατζόγλου.

    Αντιπαθούσε τον δικηγόρο και όλα όσα εκπροσωπούσε, κυρίως όμως σιχαινόταν την υποκρισία που περιέβαλε αυτόν και τους εκπροσώπους του. Αυτό το image που έβγαζε προς τα έξω και ο τρόπος που προσπαθούσε να επιβάλλει την έξωθεν καλή εικόνα την έκανε ν' αηδιάζει. Ήξερε πολύ καλά τι ακριβώς εκπροσωπούσε ο δικηγόρος, όπως ήξερε και πολύ καλά τι ακριβώς ήταν η ίδια. Με τη μόνη διαφορά ότι αυτή δεν προσπαθούσε να δείξει μια άλλη ψεύτικη εικόνα απ' ό,τι ήταν. Ήταν τραγουδίστρια β΄ διαλογής κι έκανε περιστασιακά κονσομασιόν ανάλογα με τις συνθήκες και δεν ντρεπόταν καθόλου γι αυτό. Αυτή ήταν η ζωή της, την είχε αποδεχτεί κι αισθανόταν καλά μετά από αυτή την αποδοχή. Το ότι πολλοί έλεγαν πίσω από την πλάτη της ότι ήταν πουτάνα δεν την ένοιαζε καθόλου. Ποτέ δεν πήγε με κάποιον με μόνο κίνητρο τα χρήματα. Πήγαινε με όσους της άρεσαν, χωρίς όμως ποτέ ν' αρνηθεί ένα κάποιο δωράκι που της έδιναν στο τέλος. Δεν ήταν βέβαιη αν αυτός ο τρόπος ζωής την έκανε πουτάνα, αλλά στην τελική ούτε που την ένοιαζε. Πίστευε πως ήταν πιο καθαρή από τη «γκιόσα» που είχε σαν υπεύθυνη στην ΜΚΟ ο Καρατζόγλου. Σιχαινόταν τις υποκριτικές της παρατηρήσεις και τις υποδείξεις της για καλή συμπεριφορά. Αηδίαζε με όλα τα «δήθεν» και τα «πρέπει» που προσπαθούσε να της επιβάλλει κάθε φορά που συναντιόνταν. Αναγνώριζε βέβαια ότι η ΜΚΟ και ο δικηγόρος την είχαν βοηθήσει στο παρελθόν για να σταθεί στα πόδια της.

    Εκείνο όμως που δεν ήξερε κανείς άλλος, ούτε καν η «γκιόσα», ήταν πως το διαμέρισμα που έμενε ήταν ιδιοκτησία μιας απ' τις πολλές εταιρίες συμφερόντων του Καρατζόγλου και πως αυτός την επισκεπτόταν σε τακτά χρονικά διαστήματα με απόλυτη μυστικότητα. Χαμογέλασε πικρά. Δεν ήταν και τόσο φιλάνθρωπος ο δικηγόρος, το αντίτιμο για το ενοίκιο του διαμερίσματος ήταν το κρεβάτι της. Τον σιχαινόταν αλλά και τον φοβόταν συγχρόνως, ήξερε πολύ καλά τι ήταν ικανός να κάνει. Είχε δει με τα μάτια της ανθρώπους να καταστρέφονται, απλά επειδή του πήγαν κόντρα. Αυτό που έγινε στην εκδήλωση της άρεσε και ικανοποιούσε μέχρι ένα σημείο το μίσος που ένιωθε για τον «ευεργέτη» της. Αναρωτιόταν μήπως αυτό το γεγονός ήταν η αρχή του τέλους για την αυτοκρατορία του. Χαμογέλασε με ελπίδα, αυτό ήταν κάτι που ήλπιζε και παρακαλούσε να συμβεί, αλλά ήξερε πολύ καλά πως ήταν ένα όνειρο που πολύ δύσκολα θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί.

    Το μυαλό της πήγε στην Ευδοκία και στα προβλήματα που αντιμετώπιζε η φίλη της. Δεν θα ήθελε σε καμία περίπτωση να βρισκόταν στη θέση της. Γνώριζε τον μπασκετμπολίστα, όπως τον γνώριζαν όλοι στην πόλη, κάποτε ήταν πολύ σημαντικός και αναγνωρίσιμος. Είχε χαρεί όταν έμαθε πως οι δυο τους ήταν ζευγάρι. Πίστευε πως η φίλη της άξιζε μια καλύτερη τύχη και αυτή την τύχη ίσως να την έβρισκε μαζί με τον Γιώργο. Η εξέλιξη των πραγμάτων την ξάφνιασε και τακτικά αναρωτιόταν για το κίνητρο του φόνου. Θυμόταν ένα τηλεφώνημα του Γιώργου στον Καρατζόγλου που άκουσε σε μια συνάντηση που είχε με τον δικηγόρο στο διαμέρισμά της και αναρωτιόταν αν είχε κάποια σχέση αυτός με το έγκλημα. Ήταν στο μπάνιο όταν κτύπησε το τηλέφωνο και απάντησε ο Καρατζόγλου χωρίς να πάρει ιδιαίτερες προφυλάξεις, γιατί νόμιζε πως δεν ήταν σε θέση ν' ακούσει. Αυτή όμως είχε κολλήσει το αυτί της στην πόρτα του μπάνιου και άκουσε τα πάντα, με τη μόνη διαφορά πως δεν μπορούσε ν' αξιολογήσει αυτά που άκουσε. Βλαστήμησε ανάμεσα στα δόντια της και σκέφτηκε ξανά όλα αυτά που άκουσε.


Τέλος 9ου κεφαλαίου.

    Τη σκυτάλη παίρνει Ανατολή Μελίδου.

    Σημείωση ιστολογίου: Η παραπάνω ιστορία είναι προϊόν μυθοπλασίας. Πρόσωπα και γεγονότα είναι πέρα για πέρα φανταστικά. Οποιαδήποτε ομοιότητα με πραγματικά πρόσωπα, γεγονότα και καταστάσεις είναι εντελώς συμπτωματική.

No comments:

Post a Comment