Sunday 18 December 2022

Χορογραφία... για πέντε. Κεφάλαιο X

 Γράμμα της Ανατολής Μελίδου από τη Θεσσαλονίκη





Όταν βρέθηκε στην Πόλη τα ξέχασε όλα

    Δημοσιεύουμε σήμερα το 10ο κεφάλαιο του συλλογικού μας μυθιστορήματος "Χορογραφία... για πέντε"


    Γιαγιά μου, μουρμούρισε, γιαγιά μου... τι θα έκανα αν δεν είχα και σένα. Και την έσφιξε στην αγκαλιά της. Τα δάκρυα της μούσκεψαν τα μάγουλα της ηλικιωμένης και έμειναν για λίγο έτσι, σφιχταγκαλιασμένες. “Έλα σήκω”, την μάλωσε τρυφερά η γιαγιά Στεργιάνα, “πρέπει να αφήσουμε τους μελοδραματισμούς για την ώρα. Έχουμε τόσα γεγονότα, πρέπει να τα βάλουμε σε μια σειρά”. Ή να προσπαθήσουμε, σκέφτηκε.

    Όσο και να αγαπούσε την Ευδοκία, άλλες ήταν τώρα οι προτεραιότητες της. Ένοιωθε πως όσο ο χρόνος, της το επέτρεπε, έπρεπε να ξεδιαλύνει η υπόθεση, όσο πιο γρήγορα γίνονταν. Τουλάχιστον όσο της επέτρεπαν τα πόδια και το μυαλό της. Είχε συναίσθηση της ηλικίας της, ήξερε ότι ανά πάσα στιγμή μπορεί να έφευγε από τον μάταιο τούτο κόσμο και δεν ήθελε να αφήσει την εγγονή της, όπως την αποκαλούσε, βορά στις ορέξεις των κάθε λογής θηρίων που είχαν αρχίσει να την περικυκλώνουν.

    Στην λίστα της πρώτος ο Καρατζόγλου. Είχανε προηγούμενα από την υπόθεση με το σπίτι της, το κόκκινο σπίτι, αλλά τώρα η κατάσταση γινόταν πραγματικά επικίνδυνη. Καλά κρυμμένα μυστικά άρχισαν να βγαίνουν στην επιφάνεια και το κοριτσάκι της κινδύνευε.

    Στο μυαλό της μυριάδες σκέψεις, παλιές ιστορίες, συναντήσεις, γεγονότα, άτομα που νόμιζε πως δεν θα ξανάβλεπε... η Ευδοκία μωρό. Όλα ένα κουβάρι μέσα της.

    Πρέπει να τηλεφωνήσω στην Δόξα, σκέφτηκε, και μόνο στην σκέψη της κόπηκε η ανάσα. Πώς θα ξετύλιγε το κουβάρι, χωρίς απώλειες; Χωρίς να πληγώσει για ακόμη μία φορά την αγαπημένη της Ευδοκία; Δάκρυα της ήρθαν στα μάτια και δεν έκανε καμία κίνηση να τα σκουπίσει. Η Ευδοκία συνέχισε να την αγκαλιάζει. Ένοιωσε τώρα, αυτή τα μάγουλα της να μουσκεύονται από τα δάκρυα της γιαγιάς της.

    Γιαγιά μου, μουρμούρισε... σε μπλέκω και σένα με όλα αυτά τα μυστήρια, ενώ θα έπρεπε να σε προστατεύω. Της σκούπισε τα μάτια τρυφερά με τα χέρια της, φιλώντας την στα μαλλιά. Γιαγιά μου, ξανάπε, τι θα έκανα αν δεν είχα κι εσένα. Της έκανε μια αγκαλιά και σηκώθηκε. Ήθελε λίγο να περπατήσει, να βάλει τις σκέψεις της σε μία σειρά. Όσο αυτό γινόταν.

--//--

    Είχε αρχίσει να σουρουπώνει όταν βγήκε από το σπίτι της γιαγιάς Στεργιάνας. Άφησε το κόκκινο σπίτι και την Εβραϊκή Συναγωγή πίσω της και πήρε την ανηφόρα. Χλωμά φώτα είχαν αρχίσει δειλά δειλά να φωτίζουν τα στενοσόκκακα. Ένα κύμα θλίψης την πλάκωσε και έκοψε την ανάσα της. Κοντοστάθηκε κάτω από έναν φανοστάτη. Για μια στιγμή ένοιωσε πως δεν ήταν μόνη, πως κάποιος την παρακολουθούσε. Κοίταξε γύρω της τρομαγμένη. Δεν είδε τίποτε. Ανοησίες, σκέφτηκε, άρχισα να παραλογίζομαι. Συνέχισε τον ανήφορο.


Ένιωσε τη δροσιά να την τυλίγει


    Σαν σε όνειρο πέρναγαν εικόνες από το προηγούμενο διάστημα. Και η ζωή της άνω κάτω. Να σκεφτώ κάτι όμορφο, γιατί θα τρελαθώ, είπε σχεδόν μεγαλόφωνα.

    Και άρχισε να θυμάται το ταξίδι στην Πόλη. Πόσο χαρούμενη ήταν όταν επιτέλους αποφάσισε να πάει στην Κωνσταντινούπολη. Είχε αρχίσει να ξεφυλλίζει ταξιδιωτικά έντυπα, να διαβάζει την ιστορία της Πόλης, να σχεδιάζει διαδρομές που θα έκανε όταν θα βρισκόταν εκεί.

    Το πρόγραμμα του ταξιδιωτικού γραφείου, τους άφηνε πολλές ώρες, κυρίως το απόγευμα ελεύθερες. Και είχε μια διαδρομή για κάθε μέρα. Δεν φοβόταν. Εξάλλου δεν θα ήταν μόνη. Μαζί της θα ήταν και η καλύτερη της φίλη, η πιο έμπιστη. Η Πάμελα. Για να πούμε την αλήθεια, αυτή ήταν που την παρότρυνε για το ταξίδι αυτό. Η Πάμελα είχε πάει αρκετές φορές στην Πόλη, για αναψυχή, όπως έλεγε.


Την πασμίνα που αγόρασε από το Καπαλί Τσαρσί


    Και μαζί θα τριγύρναγαν στους δρόμους, στις γέφυρες, στην Ασιατική πλευρά, ακόμη και στα Πριγκηπόνησα θα πήγαιναν. Εξάλλου η Πάμελα μίλαγε και λίγα τουρκικά. Λίγα, όσο να μπορεί να συννενοηθεί. Έτσι της είχε πει. Τελευταία στιγμή όμως το ανέβαλε. Μόλις το προηγούμενο βράδυ της εκδρομής, είχε έρθει στο σπίτι της Ευδοκίας. Της φάνηκε νευρική, βιαστική, ίσως και λίγο τρομαγμένη, τώρα που το ξανασκέφτεται. Ότι είναι κουρασμένη, ότι είχε ένα σημαντικό ραντεβού που το είχε ξεχάσει. Δικαιολογίες της είχε πει, τότε η Ευδοκία. Όλα αυτά μπορούν να ξεπεραστούν.

    Και ήθελε κι αυτή να αναβάλει το ταξίδι της. Η Πάμελα όμως επέμενε. Πιεστικά μάλλον. Όχι, αυτή πρέπει να πάει. Εξάλλου θα ήταν κι άλλοι μαζί της. Στο γκρουπ η Ευδοκία ήξερε τους περισσότερους. Όσο για τις βόλτες, θα τις έκανε μόνη της. Δεν υπήρχε κανένας κίνδυνος. Να, η Πάμελα της είχε κάνει και σχεδιαγράμματα. Το δέχτηκε με βαριά καρδιά. Και όταν βρέθηκε στην Πόλη, τα ξέχασε όλα. Τόσο είχε γοητευτεί από την Πόλη των Πόλεων. Και ένιωσε πως περπατούσε σε δρόμους δικούς της, ξεχασμένους. Σαν να ήταν κομμάτι κι αυτή, της Πόλης. Της είχε φανεί παράξενο τότε, αλλά το δέχτηκε. Σαν να ήταν στο σωστό μέρος.

--//--

    Της ερχόταν στο μυαλό λεπτομέρειες, που είχε ξεχάσει. Το περιστατικό με τον Οσμάνογλου τα είχε επισκιάσει όλα. Τώρα όμως σιγά σιγά εικόνες ξεχασμένες ξαναεμφανίζονταν. Εικόνες από τις απογευματινές περιπλανήσεις της. Μόνη της με ένα κουλούρι στο χέρι και τριγύρναγε χωρίς σκοπό.

    Συχνά έβγαινε από την διαδρομή που είχε σχεδιάσει στο μυαλό της και χανόταν σε γειτονιές απόμερες, ρούφαγε κάθε στιγμή και ένοιωθε ελεύθερη για πρώτη φορά στην ζωή της. Κι ας ήταν περίεργο όλο αυτό, είχε αφεθεί και το απολάμβανε.

    Όπως και την επίσκεψη της στην Βασιλική Κιστέρνα. Είχε πάει σε ώρα που δεν είχε πολύ κόσμο. Με το που βρέθηκε στο μισοσκόταδο της στέρνας ρίγησε και ένοιωσε την δροσιά να την τυλίγει. Έριξε πάνω της την πασμίνα που είχε αγοράσει λίγο πριν από το Καπαλί Τσαρσί. Περπατούσε αφηρημένη και θαύμαζε τους κίονες. Ξαφνιασμένη από την τόση ομορφιά σταμάτησε μπροστά στα γοργόνεια με την ανάποδη κεφαλή της Μέδουσας. Έβγαλε την φωτογραφική της μηχανή, μια μικρούλα που κουβαλούσε στην τσάντα της. Τότε μόνο πρόσεξε μία γυναίκα, σχεδόν δίπλα της. Γύρω στα πενήντα, περιποιημένη, με έναν ελαφρύ κότσο στα μαλλιά. Της χαμογέλασε. Προσφέρθηκε να την βγάλει μερικές φωτογραφίες με την Μέδουσα. Η Ευδοκία δέχτηκε με προθυμία. Εξάλλου ήταν ευκαιρία. Πώς αλλιώς θα φωτογραφιζόταν παρέα με τα μνημεία, έτσι μόνη της που ήταν; Ευχαρίστησε την γυναίκα με ένα χαμόγελο και προχώρησε. Την έβλεπε όμως την συμπαθητική κυρία. Προχώραγαν σχεδόν μαζί επάνω στην μεταλλική γέφυρα, περνοδιαβαίνοντας την Κιστέρνα. Στην έξοδο την ξανάδε.

    Δεν έδωσε όμως σημασία. Και συνέχισε την βόλτα της.

    Τα σκεφτόταν όλα αυτά η Ευδοκία, τώρα σχεδόν έξι μήνες μετά. Και απορούσε πως είχε ξεχάσει τόσες λεπτομέρειες.

    Αναστέναξε. Κάτι όμως την ενοχλούσε.

    Πήρε το κινητό της και κάλεσε την φίλη της. Την Πάμελα.


Μια συνάντηση σ' ένα μικρό καφέ


    Της έδωσε ραντεβού στο σπίτι της. Εξάλλου σε λίγο έφτανε. Ήθελε να διευκρινήσει γιατί τελικά η φίλη της δεν ήρθε σε εκείνο το ταξίδι. Μήπως κάτι της διέφευγε; Έπρεπε να την δει επειγόντως.

--//--

    Ο Αστυνόμος όσο και να προσπαθούσε να συγκεντρωθεί στα γεγονότα δεν τα κατάφερνε. Ο νους του γύρναγε όλο στα παλιά. Για κάποιο λόγο που δεν μπορούσε να εξηγήσει η Dolunay ερχόταν συνέχεια στη σκέψη του. Ή μάλλον για να ακριβολογούμε, δεν έφευγε ποτέ.

    Οι φωτογραφίες της Ευδοκίας από την Πόλη, τον ξαναγύρισαν πίσω, εκεί από όπου δεν είχε φύγει ποτέ, αλλά τώρα με περισσότερη ορμή. Σαν όλα όσα συνέβησαν τότε να είχαν γίνει μόλις χτες.

    Ποτέ δεν την είχε ξεπεράσει την Dolunay, αυτός ήταν ο έρωτας της ζωής του. Και καθώς συνέβη ότι συνέβη και εσπευσμένα τον μετέθεσαν, ή μάλλον τον εξόρισαν στην μικρή επαρχιακή πόλη του Βορρά, ένοιωθε πως η προσωπική ζωή του είχε πια τελειώσει. Κάποιες περιστασιακές σχέσεις, δεν σήμαιναν τίποτε απολύτως γι’ αυτόν. Στην ουσία είχε αποφασίσει πως μόνος του θα συνέχιζε την ζωή του. Και αυτό έκανε.

    Στην Πόλη η σχέση του με την Dolunay είχε κρατήσει για αρκετό διάστημα. Πάνω από χρόνο. Και η μεταξύ τους σχέση γινόταν όλο και πιο στενή. Ήταν σίγουρος τότε πως τίποτε δεν θα μπορούσε να τους χωρίσει.

    Ήταν νέος, φέρελπις, είχε όνειρα και φιλοδοξίες. Όλα ανοίγονταν μπροστά του με τις καλύτερες προοπτικές. Στην δε προσωπική του ζωή, αυτό που ζούσε ήταν ένα θαύμα. Ερωτευμένος ως εκεί που δεν πάει, ένιωθε πως ο ντουνιάς όλος ήταν δικός του. Έτσι να γύριζε το χέρι του, θα ‘φερνε τα πάνω κάτω. Τόσο δυνατός αισθανόταν. Κι ας του λέγαν οι συνάδερφοί του στο γραφείο, οι τουρκομαθείς, για τον yalan dunya (ψεύτη ντουνιά) και ότι πρέπει να είναι προσεκτικός σε όλα του τα βήματα. Κούναγε το κεφάλι ότι δήθεν συμφωνούσε μαζί τους, μέσα του όμως άλλα πίστευε.


Πήγε νωρίτερα για να κόψει κίνηση


    Αυτός μόνος του θα κατακτούσε τον κόσμο όλο. Ήθελε όλα να τα ζήσει στο έπακρο. Και βιαζόταν. Ήταν η βιάση της νιότης. Και του έρωτα. Και του ότι τα θέλω όλα. Και τα θέλω τώρα.

    Δεν χρειάστηκε ιδιαίτερη προσπάθεια για να μπλέξει. Ένα μικρό σπρωξιματάκι μόνο.

--//--

    Ήταν ένα βράδυ που είχε ραντεβού με την αγαπημένη του, και την βρήκε σε κακή κατάσταση. Με μάτια κατακόκκινα και πρόσωπο πρησμένο από το κλάμα.

    Ανησύχησε. Ρώτησε και ξαναρώτησε τι ήταν αυτό που της είχε φέρει τόση ταραχή. Ήθελε να βοηθήσει αλλά και να μάθει τι ήταν αυτό που ταλάνιζε την όμορφη Dolunay. Μέχρι τώρα ελάχιστα του είχε πει, για την προσωπική της ζωή. Μόνο ότι ο πατέρας της είχε Τούρκικες ρίζες, ενώ η μητέρα της Ελληνοαρμένικες. Για αδέρφια δεν του είχε αναφέρει ποτέ τίποτα. Μετά από πολλή επιμονή εκ μέρους του η Dolunay του εκμυστηρεύθηκε, ότι είχε έναν μεγαλύτερο αδερφό από την πλευρά του πατέρα της. Μεγάλωσαν μαζί καθώς η μητέρα του είχε πεθάνει στην γέννα. Γι’ αυτό ο πατέρας της παντρεύτηκε άρον άρον την μητέρα της. Ήθελε μία μάνα για τον γιό του. Δεν υπήρχε έρωτας ή το ελάχιστο ενδιαφέρον για την νέα του γυναίκα. Μόνο μία άτυπη συμφωνία ανάμεσα τους. Η μητέρα της, καταγόταν από μουσουλμανική οικογένεια που είχε έρθει από την Δυτική Μακεδονία στην ανταλλαγή. Μικρό κοριτσάκι ήταν τότε η γιαγιά της Dolunay. Ελληνόσπορους τους φώναζαν ειρωνικά. Τους εγκατέστησαν σε προάστια έξω από την Άγκυρα, σε σπίτια εγκαταλελειμμένα και τους αφήσαν στην τύχη τους. Δυσκολεύτηκαν να ορθοποδήσουν. Τα κατάφεραν όμως με κόπο πολύ και πολλή δουλειά. Η μάνα της Dolunay μίλαγε τα Ελληνικά σαν μητρική γλώσσα, ήθελε πολύ να σπουδάσει. Δεν τα κατάφερε. Έπρεπε να δουλεύει. Όπου εύρισκε. Και ήταν κοντά στα τριάντα όταν γνώρισε τον πατέρα της. Μικρόδειχνε όμως. Πολύ μεγάλη για την τούρκικη κοινωνία, ήταν δύσκολο να βρει κάποιον σύζυγο. Έτσι όταν βρέθηκε ο χήρος με το παιδί, της φάνηκε σαν σανίδα σωτηρίας. Ντελικανής και σε καλή οικονομική κατάσταση. Ο γάμος έγινε πολύ γρήγορα. Και γρήγορα ήρθε και η Dolunay. Πανσέληνος. Έτσι ήθελε η μάνα της να την πουν. Γιατί ένα βράδυ με πανσέληνο έφυγαν από την μικρή τους πόλη, εκεί στα βόρεια της Μακεδονίας. Για την πανσέληνο που σαν αυτήν δεν είχε άλλη, της μίλαγε και η γιαγιά της, όλη την ώρα. Και την νανούριζε με τραγούδια ελληνικά και με προσευχές. Της είχε φορέσει κι ένα μικρό σταυρουδάκι χρυσό στο λαιμό, όταν γεννήθηκε. Το έβγαλε γρήγορα η μητέρα της Dolunay, δεν ήθελε να το δει ο άνδρας της. Μα το κράταγε φυλαχτό πολύτιμο, δίπλα στο μωρό. Έτσι έμαθε και η Dolunay, και αργότερα, πολύ αργότερα το ξαναφόρεσε το σταυρουδάκι. Μόνο που το έκρυβε.

    Με τον αδερφό της μεγάλωσαν μαζί. Σαν δίδυμα. Εξάλλου ήταν μικρή η διαφορά ηλικίας τους. Κι ας ήταν ετεροθαλή αδέρφια. Ήταν δεμένοι περισσότερο κι από αμφιθαλή αδέρφια. Όταν τους παράτησε ο πατέρας τους, ο μικρός έμεινε μαζί τους. Και μαζί συνέχισαν την ζωή τους. Μόνο που δέθηκαν ακόμη περισσότερο. Και είχε μπλέξει ο αδερφός της με παρέες κακές και περίεργες. Όλο σκεφτικό τον έβλεπε το τελευταίο διάστημα και προβληματισμένο. Και ανησυχούσε πολύ. Μέχρι που ένα βράδυ, της εξομολογήθηκε την αλήθεια. Χωρίς να το καταλάβει, έμπλεξε με μία σπείρα ναρκωτικών. Μικρά θελήματα στην αρχή, μεταφορές περίεργων δεμάτων, νυχτερινά μπαρ, γυναίκες πανέμορφες, εύκολο χρήμα. Οι αντιστάσεις του δεν ήταν δυνατές. Και τώρα του ζητούσαν να μεταφέρει ένα μεγάλο ποσό στην Ελλάδα. Εμπλεκόταν κι ένας δικηγόρος. Έλληνας. Φοβόταν ο αδερφός της. Ξαφνικά αυτό του φαινόταν πολύ διακινδυνευμένο. Και δεν ήθελε να το διεκπεραιώσει. Τον απειλούσαν όμως. Η δουλειά έπρεπε να γίνει. Αλλιώς δεν έβλεπε καλά το κεφάλι του. Διαφορετικά τα φανταζόταν τα πράγματα. Όλα όμως έχουν το τίμημα τους. Δεν το έχουν; Και ήξερε βέβαια η Dolunay όταν τα διηγούνταν στον αστυνόμο ότι όλα αυτά ήταν παράνομα και παράλογα και ότι ζητούσε πολλά, όμως δεν είχε κανέναν άλλον στον κόσμο, μόνο αυτόν, τον Γιώργο και τον αδερφό της και ζητούσε την βοήθεια του. Ένοιωθε ο Γιώργος ένα κάψιμο μέσα του. Του ήρθαν πολύ ξαφνικά όλα αυτά. Έπεσε στην κυριολεξία από τα σύννεφα. Τα ροζ σύννεφα, στα οποία ζούσε τον τελευταίο χρόνο. Και μπερδεύτηκε.

    Από την άλλη δεν μπορούσε να βλέπει την Dolunay σ’ αυτήν την απελπιστική κατάσταση. Υποσχέθηκε ότι θα το σκεφτόταν. Τι να σκεφτόταν, έπρεπε γρήγορα να κινηθούν, η Dolunay επέμενε. Τουλάχιστον να κανόνιζε μία συνάντηση με τον αδερφό της. Ίσως εκείνος να τον έπειθε τον Γιώργο. Παρ’ όλο που η λογική του, του έλεγε να αρνηθεί, μπροστά στο ικετευτικό βλέμμα της αγαπημένης του ο Γιώργος υπέκυψε. Μία συνάντηση θα είναι σκέφτηκε. Μικρό το κακό. Και μετά βλέπουμε. Θα βρω τρόπο να ξεφύγω. Και έτσι δέχτηκε. Μία συνάντηση σε ένα μικρό καφέ της οδού Ιστικλάλ. Και όσο πιο σύντομη γινόταν, διευκρίνησε.

    Η Dolunay έπεσε στην αγκαλιά του με ανακούφιση. “Ευχαριστώ, ευχαριστώ” του έλεγε, “μου κάνεις το μεγαλύτερο δώρο”.

    Το ραντεβού κανονίστηκε για την επόμενη κιόλας ημέρα. Δεν υπήρχε καιρός για χάσιμο.

    Την συγκεκριμένη ώρα ο αστυνόμος έφτασε στο μέρος που είχαν συνεννοηθεί. Για να είμαστε ειλικρινείς, έφτασε νωρίτερα. Ήθελε να εποπτεύσει τον χώρο, να “κόψει κίνηση”, όπως λέγαν μεταξύ τους στην υπηρεσία. Καθόλου δεν του άρεσε όλη αυτή η ιστορία. Μία συνάντηση και ένα όχι. Έτσι το φανταζόταν. Διάλεξε ένα γωνιακό μέρος, κάπως απόμερο, ούτως ώστε να μπορεί να ελέγχει όλους όσους μπαινόβγαιναν στο καφέ μπαρ. Μετά από κανέναν εικοσάλεπτο αναμονής, τους είδε. Μπήκε πρώτη η Dolunay και από πίσω της ένας άνδρας μετρίου αναστήματος με μουστάκι και πρώιμη αρχή φαλάκρας.

    Η Dolunay τον είδε πρώτη και έγνεψε με το χέρι. Διέσχισαν τον χώρο και έφτασαν στο τραπέζι του.

    “Καλησπέρα”, είπε η κοπέλα, “να σου συστήσω τον αδερφό μου”.

    Σηκώθηκε ο Γιώργος.

    Ο νεαρός κοίταγε εξεταστικά και λίγο φοβισμένα. “Ο αδερφός μου” ξανάπε η Dolunay.

    Και γυρνώντας στο μέρος του αδερφού της.

    “Ο Γιώργος”.

    Ο νεαρός έδωσε το χέρι του.

    “Μεσούτ”, είπε με χαμηλή φωνή. “Μεσούτ Οσμάνογλου”.


    Τέλος 10ου κεφαλαίου.

    Τη σκυτάλη παίρνει ο Παντελής Γουλάρας.

    Σημείωση ιστολογίου: Η παραπάνω ιστορία είναι προϊόν μυθοπλασίας. Πρόσωπα και γεγονότα είναι πέρα για πέρα φανταστικά. Οποιαδήποτε ομοιότητα με πραγματικά πρόσωπα, γεγονότα και καταστάσεις είναι εντελώς συμπτωματική.

No comments:

Post a Comment