Γράμμα των: Παντελή Γουλάρα από το Δουβλίνο, Λένας Χ. Δημητριάδου από τη Θεσσαλονίκη, Άρτεμης Καλογήρου από το Λιτόχωρο Πιερίας, Ανδρέα Μαρολαχάκη από τη Χαράδρα Ημαθίας και Ανατολής Μελίδου από τη Θεσσαλονίκη
Κεφάλαιο VI
Έκπληκτος τον κοίταξε ο Διευθυντής.
“Ώστε μας έλεγε ψέματα η κυρία; Νομίζω ότι πρέπει να την καλέσουμε πάλι εδώ. Τι γίνεται με την τσάντα της;”
“Δεν έχει και πολλά πράγματα. Καλλυντικά, ταυτότητα, κινητό, τσιγάρα, αναπτήρα. Τα έχουμε φωτογραφίσει όλα. Πήραμε αποτυπώματα από όλα. Πήραμε αποτυπώματα και από την τσάντα, μέσα έξω. Δεν υπάρχουν άλλα εκτός από τα δικά της”.
“Το κινητό το ελέγξαμε”.
“Βέβαια. Έχουμε μεταφέρει όλα τα στοιχεία που υπάρχουν σ' αυτό. Στις επαφές όλα τα ονόματα που υπάρχουν είναι με ονοματεπώνυμο. Όλα είναι ανθρώπων της δουλειάς της καθώς και συμπολιτών μας που κανένας δεν ανήκε στον κύκλο του θύματος. Ανάμεσά τους και το όνομα της Πάμελας, που συναντήθηκε μαζί της σήμερα. Υπάρχουν δύο πιο προσωπικοί αριθμοί τηλεφώνου. Στον ένα γράφει απλώς Γιώργος, χωρίς άλλα στοιχεία. Γνωρίζουμε ότι είναι του θύματος. Στον άλλο απλώς τη λέξη ¨γιαγιά¨”.
“Ώστε υπάρχουν και συγγενείς... Ξέρουμε το όνομα;”
“Όχι. Είναι κινητό και δεν μας το δίνει η τηλεφωνική εταιρία. Ζήτησα και περιμένω την άδεια από την εισαγγελία για να το πάρουμε”.
“Εν τω μεταξύ μπορούμε να το καλέσουμε, δεν νομίζεις;”
Ο Άλκης έδωσε τον αριθμό στον Διευθυντή κι αυτός άρχισε να τον σχηματίζει στα πλήκτρα του σταθερού τηλεφώνου στο γραφείο του. Ήξερε ότι δεν υπήρχε περίπτωση να εμφανιστεί ο αριθμός του στην οθόνη του συνομιλητή του.
“Παρακαλώ;” ακούστηκε μια γυναικεία φωνή, από την άλλη πλευρά της γραμμής κι ο Διευθυντής βιάστηκε να κατεβάσει το ακουστικό.
Μια φωνή γνωστή, παρά την μικρή αλλοίωση λόγω τηλεφώνου, που την άκουσε μάλλον πρόσφατα. Αλλά πού και πώς;
“Υπήρχε τίποτα άλλο στο κινητό Άλκη;”
“Φωτογραφίες κε Διευθυντά. Πολλές φωτογραφίες”.
Άρχισε να του τις δείχνει. Η Ευδοκία αγκαλιά με τον Παπαδόπουλο. Στη θάλασσα, στο βουνό, σε πόλη, μέρα ή νύχτα. Φωτογραφίες των δυο τους ή του Παπαδόπουλου μονάχου. Και πιο κάτω, μια σειρά φωτογραφίες από την Κωνσταντινούπολη. Αγια-Σοφιά, Μπλε Τζαμί, τείχη, απομεινάρια της Βυζαντινής εποχής, εκκλησιές, Πατριαρχείο, Πριγκηπονήσια, Πλατεία Ταξίμ, Τοπ Καπί, η μεγάλη λεωφόρος του Πέραν γνωστή και ως Ιστικλάλ, το παλιό κόκκινο τραμ κι ένα σωρό άλλες φωτογραφίες.
“Το ξέρω το μέρος. Βλέπεις νεώτερος υπηρέτησα στο Ελληνικό Προξενείο της Πόλης. Φαίνεται ότι πριν λίγο καιρό ταξίδεψε κι αυτή στην Πόλη και μάλιστα μόνη της. Δεν φαίνεται πουθενά το θύμα σ' αυτές τις φωτογραφίες. Ενδιαφέρον. Ίσως να σημαίνει κάτι, ίσως και όχι. Προς το παρόν κάνε μια λίστα με το περιεχόμενο της τσάντας Άλκη και κάλεσε την Παπαδοπούλου αύριο το πρωί να της τη δώσουμε πίσω. Μ' αυτό το πρόσχημα θα της κάνουμε μερικές ερωτήσεις ακόμα”.
--//--
Δεν είχε πάει 9 η ώρα το πρωί την άλλη μέρα όταν χτύπησε η πόρτα της Ευδοκίας. Ένα περιπολικό την περίμενε μπροστά στην πόρτα της. Ετοιμάστηκε βιαστικά και ακολούθησε τον αστυνομικό που την περίμενε.
Ο Διευθυντής και ο Άλκης την καλωσόρισαν μόλις μπήκε μέσα στο Τμήμα.
“Ήρθε η ώρα να σου δώσουμε πίσω την τσάντα σου Ευδοκία” είπε ο Διευθυντής. “Άλκη φέρε την τσάντα και το πρακτικό παράδοσης – παραλαβής” πρόσθεσε απευθυνόμενος προς τον Υπαστυνόμο.
Ήρθε η τσάντα κι ο Άλκης άρχισε να διαβάζει από ένα φύλλο χαρτί:
“Η υπογράφουσα Ευδοκία Παπαδοπούλου, παρέλαβα σήμερα (ο Άλκης πρόσθεσε την ημερομηνία με το χέρι) από το Αστυνομικό τμήμα της πόλης μας τα παρακάτω είδη...
Τσάντα μικρού μεγέθους, τύπου φακέλου, χρώματος ροζ, μάρκας “Valentino”
(“Μαϊμού αλλά καλοφτιαγμένη μαϊμού”, σχολίασε ο Διευθυντής)
στην οποία περιέχονται
Κραγιόν χρώματος κόκκινου
Μέικαπ σχήματος αχιβάδας με εσωτερικό καθρεφτάκι
Ένα μικρό μπουκαλάκι με άρωμα αγνώστου προέλευσης
Αστυνομική ταυτότητα στο όνομα Ευδοκία Παπαδοπούλου
Κινητό τηλέφωνο μάρκας “Nokia”
Ένα πακέτο τσιγάρα μάρκας “Marlboro” από το οποίο λείπουν 3 τεμάχια.
Ένας αναπτήρας μάρκας “Zippo”.
“Zippo; Λίγο ασυνήθιστο για γυναίκα” είπε ο Διευθυντής.
“Δώρο του Γιώργου” απάντησε αμέσως η Ευδοκία.
Παραξενεύτηκε. Είχε την εντύπωση πως άλλο τσαντάκι είχε πάρει μαζί της εκείνη την ημέρα. Δεν είπε τίποτα.
Πήρε στα χέρια της το χαρτί και το διάβασε προσεχτικά. “Μόνο αυτά ήταν;” ρώτησε.
“Γιατί είχες κι άλλα;” τσίμπησε αμέσως ο Άλκης.
Βιάστηκε να απαντήσει. “Όχι, απλώς δεν θυμόμουν καθόλου τι υπήρχε μέσα στην τσάντα”.
(“Ελπίζω να μην δημιούργησα υποψίες” σκέφτηκε.)
Υπέγραψε το χαρτί κι ετοιμάστηκε να φύγει...
“Μια τελευταία ερώτηση Ευδοκία. Δεν έχεις κανέναν συγγενή;”
“Όχι. Οι γονείς μου πέθαναν όταν ήμουν μικρή. Δεν γνώρισα καθόλου τους παππούδες και τις γιαγιάδες. Με μεγάλωσε μια ξαδέρφη της γιαγιάς μου, που την φωνάζω γιαγιά, αλλά δεν έχουμε πολλές σχέσεις. Γιατί;”
“Τίποτα. Έτσι από περιέργεια ρώτησα” απάντησε ο Διευθυντής.
Πήρε την τσάντα στα χέρια της, είπε ένα ξερό “γεια” και στράφηκε προς την πόρτα. Τη σταμάτησε ο Διευθυντής.
“Γιατί δεν μας είπες ότι ξαναπήγες στο σπίτι του θύματος Ευδοκία;”
Χαμογέλασε. “Μπορεί εγώ να μην το είπα, αλλά εσείς το ξέρετε ήδη” είπε και κοίταξε με νόημα τον Άλκη. “Το κατάλαβα ότι μας παρακολουθούσες Υπαστυνόμε. Ήμουν σίγουρη ότι θα έτρεχες να το πεις αμέσως στον Διευθυντή σου”. Έκανε μια μικρή παύση και συνέχισε. “Είναι κακό Αστυνόμε που γύρισα να πάρω την τσάντα μου;” Και συνέχισε διηγούμενη τα γεγονότα, όπως ακριβώς συνέβησαν. Δεν παρέλειψε να πει και για την Πάμελα που ήταν απ' έξω και την είδε.
Τελείωσε, είδε ότι δεν την χρειάζονταν άλλο, χαιρέτησε κι έφυγε. Μόνο όταν έφτασε στο σπίτι της, έκλεισε την πόρτα πίσω της, πήρε βαθιά ανάσα και βύθισε το χέρι στην τσάντα. Έψαξε καλά τον πάτο της. Εκεί μαζί με το υλικό που κρατούσε σταθερή τη βάση της τσάντας, το χέρι της έπιασε τον χάρτη. Έβγαλε ένα στεναγμό ανακούφησης. Ο χάρτης ήταν εκεί. Η κασέτα όμως; Έλειπε.
Έκανε έναν καφέ, άναψε ένα τσιγάρο και κάθισε να σκεφτεί. Ο χάρτης που ήταν σημαντικός, παρέμεινε στα χέρια της. Η κασέτα ήταν σημαντική; Δεν είχε ιδέα. Κάτι της έλεγε μέσα της ότι το περιεχόμενο της κασέτας ήταν σημαντικό. Ίσως ο τρόπος που έφτασε στα χέρια της, ίσως η τύχη του ιδιοκτήτη της, ίσως η προσπάθεια που έκανε μέχρι να την φέρει εδώ. Ποιος να ξέρει; Τώρα όμως η κασέτα είχε χαθεί. Και μαζί της κάθε πιθανότητα να μάθει τι ήταν γραμμένο στην ταινία.
--//--
Ήταν περίπου 6 μήνες πριν. Δεν είχε γνωρίσει ακόμα το Γιώργο. Μαζί με καμιά πενηνταριά συμπολίτες της βρέθηκαν σε εκδρομή στην Κωνσταντινούπολη, με το πολύ γνωστό πρακτορείο του Μανώλη Αποστόλου. Πέντε γεμάτες μέρες, έτσι για να χορτάσουν τη Βασιλεύουσα. Και πού δεν πήγαν... Κι ο Αποστόλου αποδείχτηκε πολύ καλός οργανωτής. Και τα αξιοθέατα είδαν, και ψώνια έκαναν... και βόλτες έκαναν... και στο Πατριαρχείο πήγαν... και στα Πριγκηπονήσια πήγαν. Αγόρασε την τσάντα από το Καπαλί τσαρσί. Είχε δίκιο ο Αστυνόμος. Μαϊμού ήταν αλλά καλοφτιαγμένη μαϊμού. Δεν ξεχώριζε από τη γνήσια.
Προτελευταίο απόγευμα της εκδρομής και περπατούσε αμέριμνα στην άλλοτε Μεγάλη Λεωφόρο του Πέραν που οι Τούρκοι την ονομάζουν Ιστικλάλ. Χάζευε δεξιά αριστερά, τον κόσμο, τα μαγαζιά, τους νέους που έπαιζαν μουσική και χόρευαν στο δρόμο, κάτι σαλτιμπάγκους που έκαναν διάφορα νούμερα, δεν άκουσε το καμπανάκι που χτυπούσε έντονα. Ίσως και να το άκουσε αλλά δεν έδωσε σημασία μιας και δεν της ήταν γνωστός ο ήχος. Κι εκεί ξαφνικά ένας άνδρας έπεσε πάνω της με δύναμη και την παρέσυρε στην αριστερή πλευρά του δρόμου.
Τρόμαξε. Γύρισε να δει, να διαμαρτυρηθεί και τότε κατάλαβε. Λίγα δευτερόλεπτα ακόμα και το τραμ θα την είχε κάνει λιώμα. Το παλιό κόκκινο τραμ που ακόμα το διατηρούν σ' αυτή την λεωφόρο της Πόλης για τουριστικούς λόγους. Προσπάθησε να δει προς το μέρος του σωτήρα της. Είδε έναν άνδρα μέτριου αναστήματος, με μουστάκι και φαλάκρα να της κάνει ένα νεύμα με το κεφάλι του. Θέλησε να τον ευχαριστήσει αλλά δεν πρόλαβε, εξαφανίστηκε μέσα στο πλήθος. Σήκωσε την τσάντα με τα ψώνια που είχε πέσει λίγο παραπέρα και γύρισε πίσω στο ξενοδοχείο της που βρίσκονταν πολύ κοντά στην πλατεία Ταξίμ.
Το πρωί της τελευταίας μέρας ετοιμάστηκε να κατεβεί στον τόπο συνάντησης του γκρουπ, στο φουαγιέ του ξενοδοχείου Savoy όπου έμεναν. Ήταν η μέρα της επίσκεψης στην Αγια-Σοφιά. Άνοιξε την τσάντα με τα ψώνια που είχε χθες, κι έβγαλε τα διάφορα δωράκια που αγόρασε για τον εαυτό της και για λίγους φίλους. Πήρε την όμορφη ροζ τσάντα που αγόρασε κι ετοιμάστηκε να βάλει εκεί τα πράγματα που θα έπαιρνε μαζί της, για την τελευταία περιήγηση. Και τότε την είδε. Μια κασέτα ανάμεσα στα σουβενίρ. Μια κασέτα απ' αυτές που βάζαμε στα κασετόφωνα στις δεκαετίες του '70, του '80, ακόμα και του '90. Που περνούσαμε το στυλό ανάμεσα στις τρύπες και προσπαθούσαμε να τις γυρίσουμε εκεί που θέλαμε. Που κόβονταν η ταινία τους και την κολλούσαμε με κολλητική ταινία. Τέτοιες κασέτες είχε χρόνια να δει.
Πώς βρέθηκε αυτή ανάμεσα στα σουβενίρ; Δεν είχε ιδέα. Δεν το πολυσκέφτηκε. Την ακούμπησε πάνω στο τραπέζι, πήρε τα πράγματα που ήθελε στην τσάντα της, βγήκε από το δωμάτιο, πήρε το ασανσέρ και κατέβηκε κάτω. Αφού πήρε το πρωινό της κάθησε σ' έναν καναπέ στο φουαγιέ και περίμενε και τους υπόλοιπους συνταξιδιώτες της. Απέναντί της παρατήρησε ότι κάθονταν δύο περίεργοι τύποι, καρικατούρες μυστικών αστυνομικών, που την κοιτούσαν έντονα, αλλά κάθε που γύριζε το κεφάλι της προς τα κει, γυρνούσαν αλλού το βλέμμα τους. Παραξενεύτηκε αλλά δεν έδωσε παραπάνω σημασία.
Πάνω στο τραπεζάκι, μπροστά στον καναπέ βρίσκονταν 5-6 εφημερίδες. Σημερινή ημερομηνία. Για να σκοτώσει την ώρα της, πήρε μία και την άνοιξε. Ήταν η “Χουριέτ”. Πάγωσε βλέποντας την μεγάλη πρωτοσέλιδη φωτογραφία της εφημερίδας. Ο χθεσινός άνδρας, ο σωτήρας της. Κατάφερε να διαβάσει το όνομα από κάτω. Μεσούτ Οσμάνογλου. Δεν είχε ιδέα όμως τι έγραφε. Δεν ήξερε καθόλου τουρκικά. Γύρισε κι έδειξε την εφημερίδα στον Αποστόλου που καθόταν παραδίπλα. Ήξερε ότι αυτός μιλούσε τη γλώσσα.
“Κύριε Μανώλη τι γράφει εδώ;” ρώτησε.
Ο Αποστόλου διάβασε για λίγο την εφημερίδα και μετέφρασε.
“Ο Μεσούτ Οσμάνογλου βρέθηκε χθες το βράδυ νεκρός στο πάρκο του Γκιουλχανέ. Η αστυνομία υποψιάζεται ότι είναι ξεκαθάρισμα λογαριασμών μεταξύ συμμοριών”.
Κούνησε το κεφάλι του. “Γίνονται πολλά τέτοια εδώ” πρόσθεσε.
Τον ευχαρίστησε, άφησε κάτω την εφημερίδα, σηκώθηκε κι ανέβηκε βιαστικά στο δωμάτιό της. Πήρε την κασέτα, την έβαλε στην τσάντα της και ξανακατέβηκε. Χωρίς να ξέρει γιατί, ήταν σίγουρη ότι την κασέτα την έβαλε στην τσάντα της ο Οσμάνογλου.
Φτάνοντας κάτω παρατήρησε ότι οι δυο περίεργοι τύποι είχαν εξαφανιστεί.
--//--
Η μέρα συνεχίστηκε, όπως όλες οι άλλες μέρες της εκδρομής. Μόνο που αυτή στο μυαλό της είχε την κασέτα. Άκουγε μηχανικά την ξενάγηση, έβγαζε φωτογραφίες σαν αυτόματο, αλλά η σκέψη της έτρεχε. Βγαίνοντας απ' την Αγια-Σοφιά, πήγε στο περίπτερο απέναντι από την είσοδο κι αγόρασε μια δυνατή κολλητική ταινία. Σιγά – σιγά ένα σχέδιο είχε αρχίσει να σχηματίζεται μέσα της. Κρατούσε σφιχτά της τσάντα της μη τυχόν και της την αρπάξει κάποιος, μην τυχόν και χαθεί. Δεν πήρε είδηση τους δυο τύπους που από μακριά την παρακολουθούσαν όπου κι αν πήγαινε.
--//--
Πρωί-πρωί την επομένη, ετομάστηκαν για το ταξίδι της επιστροφής. Φόρτωσε τη βαλίτσα της στο λεωφορείο, ανέβηκε και κάθησε στη θέση της, δίπλα στο παράθυρο, λίγο πιο πίσω από τη μέση του λεωφορείου. Οι δυο περίεργοι τύποι ήταν εκεί, έξω από το λεωφορείο και κοιτούσαν έντονα προς το μέρος της. Έσφιξε την τσάντα της. Κάτι έπρεπε να κάνει με την κασέτα. Άρχισε να πιστεύει ότι αυτοί οι δυο τύποι παρακολουθούσαν αυτήν και η αιτία ήταν η κασέτα.
Δεν άργησαν να ξεκινήσουν. Κουρασμένοι οι περισσότεροι συνταξιδιώτες της συνέχιζαν στο λεωφορείο τον βραδινό ύπνο τους. Κάπου στα μισά της διαδρομής, σηκώθηκε από τη θέση της, και με πρόσχημα ότι ζαλίζονταν ζήτησε να αλλάξει για λίγο θέση με την συνταξιδιώτισσά της που κάθονταν στη δεύτερη σειρά. Αυτή το δέχτηκε χωρίς δεύτερη κουβέντα. Κάθισε στην καινούργια θέση της, έβγαλε την κασέτα και την κόλλησε καλά με την κολλητική ταινία, κάτω από το κάθισμα. Κανένας από τους κοιμώμενους συνταξιδιώτες δεν το πήρε είδηση κι ο οδηγός δεν είχε οπτική επαφή μαζί της. Ικανοποιημένη από το αποτέλεσμα κάθισε λίγη ώρα ακόμα στη θέση αυτή και λίγο πριν φτάσουν στα σύνορα, γύρισε στην θέση της, ευχαρίστησε την συνταξιδιώτισσα για την εξυπηρέτηση και κάθισε περιμένοντας τη συνέχεια.
Φτάνοντας στα σύνορα, εκεί που σταμάτησαν για τον έλεγχο, να σου οι δύο περίεργοι τύποι ξανά. Και να κοιτάζουν πάλι προς τη θέση της. Προφανώς έτρεξαν με μεγαλύτερη ταχύτητα απ' το λεωφορείο και τους περίμεναν. Μπήκαν μέσα στο λεωφορείο, δήλωσαν στα ελληνικά, ότι είναι αστυνομικοί και ζήτησαν από τους επιβάτες να κατεβούν όλοι κάτω. Κατέβηκαν και περίμεναν έξω από το λεωφορείο, ενώ οι δυο, κατά δήλωσή τους, αστυνομικοί έψαχναν τα καθίσματα.
Τους είδε να ψάχνουν προσεχτικά τη θέση της, της διπλανή θέση, την πίσω απ' αυτή και την μπροστά απ' αυτήν. Να ψάχνουν ξανά και ξανά. Επεκτάθηκαν και στις απέναντι θέσεις. Έψαξαν το ράφι πάνω από τις θέσεις, κάτω από τις θέσεις, πίσω από τις θέσεις, δίπλα στις θέσεις. Έψαξαν παντού, αλλά δεν πλησιάσαν καν στις πρώτες θέσεις. Κατέβηκαν κάτω και ζήτησαν από την Ευδοκία να πάρει τη βαλίτσα της και να τους ακολουθήσει. Μπήκαν σ' ένα απομονωμένο δωμάτιο στο τελωνείο και της ζήτησαν να ανοίξει τη βαλίτσα. Υπάκουσε κι αυτοί την έκαναν φύλλο-φτερό. Δεν άφησαν τίποτα που να μην το ψάξουν. Κι όταν τελείωσαν συνέχισαν με την τσάντα της και με σωματική έρευνα.
Υπέμενε καρτερικά όλη αυτή την ταλαιπωρία. Ήξερε τι έψαχναν και ήξερε επίσης ότι αυτό που έψαχναν ήταν σε ασφαλές σημείο. Κάποια στιγμή, τελείωσαν, είπαν κάτι μεταξύ τους στα τουρκικά, της ζήτησαν συγγνώμη και την άφησαν να φύγει με τις αποσκευές της. Όταν γύρισε, όλοι βρίσκονταν μέσα στο λεωφορείο και την περίμεναν. Χωρίς να πει τίποτα, έβαλε πίσω στη μπαγκαζιέρα τη βαλίτσα της, ανέβηκε και κάθισε στη θέση της. Κανένας δεν τη ρώτησε τίποτα, σε κανέναν δεν είχε όρεξη να μιλήσει.
Φτάνοντας στην πατρίδα, περίμενε να κατεβούν όλοι για να κατεβεί τελευταία. Έσκυψε στη δεύτερη θέση, ξεκόλλησε από κάτω της την κασέτα, την έριξε στην τσάντα της και κατέβηκε τις σκάλες του λεωφορείου. Χαιρέτησε τους συνταξιδιώτες και τον Αποστόλου και πήρε ταξί για το σπίτι.
Κάπου είχε παραχωμένο ένα παλιό κασετόφωνο. Έψαξε στην αποθήκη του σπιτιού και το βρήκε σ' ένα κουτί, μαζί με βιβλία, κάτω από κάτι παλιές άχρηστες καρέκλες. Ήλπιζε ότι η σκόνη δεν θα το είχε καταστρέψει εντελώς. Έβαλε μέσα την κασέτα και πάτησε το play. Παραξενεύτηκε ακούγοντας ροκ μουσική. Το ήξερε πολύ καλά αυτό το κομμάτι. Ήταν το Child in time των Deep Purple. Και λίγο πριν αρχίσει το δεύτερο μέρος του τραγουδιού, διακόπτονταν απότομα και μια βαθιά ανδρική φωνή άρχισε να μιλάει σε τουρκική γλώσσα. Κατάλαβε μόνο τις πρώτες λέξεις. Ben Mesut Osmanoglu (είμαι ο Μεσούτ Οσμάνογλου). Τίποτα από τα υπόλοιπα που διαρκούσαν σε όλη την έκταση της κασέτας. Ένιωσε απογοήτευση.
Κι εκεί που τελείωνε η κασέτα, νόμισε αναπάντεχα πως άκουσε το όνομα Γιώργος Παπαδόπουλος και μάλιστα όχι μια, αλλά τρεις φορές. Υπέθεσε πως δεν άκουσε καλά. Γύρισε λίγο πίσω την ταινία και την ξαναέβαλε να παίξει. Όχι, δεν ήταν ιδέα της. Πραγματικά το άκουσε. Τι μπορούσε όμως να σημαίνει μέσα σε μια ολόκληρη αφήγηση σε μια ξένη γλώσσα; Κι ακόμη τι μπορούσε να σημαίνει ακούγοντας ένα άλλο όνομα, από κάποιον που είχε δολοφονηθεί σε μια άλλη χώρα; Και τι σήμαινε η εισαγωγή με το πολύ γνωστό τραγούδι; Ήταν τυχαίο ή μήπως ήταν ευθεία παραπομπή στον Ψυχρό Πόλεμο από τον οποίο ήταν εμπνευσμένο το τραγούδι; Ή μήπως πάλι ήταν έμμεση αναφορά στο μυθιστόρημα του Ian McEwan με τον ίδιο τίτλο, που πρόσφατα είχε διαβάσει και μιλούσε για την απαγωγή ενός παιδιού; Προβληματισμένη έβγαλε την κασέτα απ' το κασετόφωνο και την έβαλε στο συρτάρι του κομοδίνου. Και μετά την ξέχασε.
--//--
Την ξέχασε μέχρι να γνωρίσει τον Γιώργο προσωπικά και μέχρι εκείνο το μοιραίο βράδυ. Είχε μάθει ότι ο Γιώργος μιλούσε τουρκικά, γιατί στη διάρκεια της μπασκετικής του καριέρας είχε παίξει μερικά χρόνια και σε μια τουρκική ομάδα. Την πήρε μαζί της μήπως και βρει την ευκαιρία να την ακούσει μαζί του, εν μέρει για να καταλάβει τι λέει και εν μέρει να τον ενημερώσει μη τυχόν και το όνομα που ακούγονταν ήταν γι' αυτόν. Άδικος κόπος. Ούτε καν την έβγαλε από την τσάντα. Πώς και γιατί όμως είχε χαθεί τώρα;
--//--
Πρωί πρωί μόλις έφτασε στο γραφείο του ο Άλκης βρήκε ένα σημείωμα πάνω στο γραφείο του. “Πριν ξεκινήσεις στη μέρα σου έλα στο γραφείο μου. Γιώργος”. Ήταν φανερό ότι ο Διευθυντής τον ήθελε στο γραφείο του. Κατευθύνθηκε αμέσως εκεί.
“Πώς πάει η έρευνα Άλκη;” ήταν η πρώτη ερώτηση πριν ακόμα κλείσει την πόρτα πίσω του.
“Δύσκολα τα πράγματα κε Διευθυντά”. Ήταν η απάντηση. “Πολλές πληροφορίες άσχετες μεταξύ τους που μας μπερδεύουν περισσότερο”.
“Κάτσε να ανακεφαλαιώσουμε. Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Έχουμε έναν φόνο. Τι λέει ο ιατροδικαστής;”
“Είναι σίγουρο ότι η αιτία θανάτου ήταν η σφαίρα που μπήκε σχεδόν εξ επαφής από το στόμα, διεπέρασε τον εγκέφαλο και βγήκε από την πίσω πλευρά. Όμως ανιχνεύτηκε και αναισθητικό στο αίμα του. Όπως και ένα μικρό σημαδάκι από ένεση πλάγια στον αυχένα που μάλλον δείχνει το σημείο εισόδου του αναισθητικού. Λογικά υποθέτουμε ότι δεν είχε τις αισθήσεις του όταν πυροβολήθηκε”.
“Γνωρίζουμε τίποτα για το όπλο;”
“Από τη βαλιστική έρευνα προέκυψε ότι ήταν όπλο της αστυνομίας. Όπλο κλεμμένο πριν 25 χρόνια στη Θεσσαλονίκη από αστυνομικό, που αργότερα βγήκε στη σύνταξη και έχει πεθάνει πριν τρία χρόνια. Το παράδοξο είναι ότι λεγόταν κι αυτός Γιώργος Παπαδόπουλος. Η χήρα του ζει ακόμα στη Θεσσαλονίκη, οδός Τσιμισκή 55. Το όνομά της είναι Δόξα Παπαδοπούλου. Υποθέτω ότι το Δόξα βγαίνει από το Ευδοξία.
“Πάρα πολλές συμπτώσεις που δεν μ' αρέσουν Άλκη αλλά και δεν μπορώ να τις συνδέσω μεταξύ τους. Άλλα στοιχεία;”
“Η ώρα θανάτου προσδιορίζεται μεταξύ 6 και 8 το πρωί”.
“Αυτό οριακά βάζει και την Παπαδοπούλου μέσα στους υπόπτους. Πολύ περισσότερο αν το αναισθητικό δόθηκε νωρίτερα”.
“Μάλλον θα έλεγα ότι είναι η μόνη ύποπτη μέχρι στιγμής κε Διευθυντά. Και μόνο που μας είπε ψέματα για το θέμα της επιστροφής της στο σπίτι του θύματος την επιβαρύνει ιδιαίτερα”.
“Όχι Άλκη. Δεν είναι η μόνη. Είναι και η Πάμελα που βρίσκονταν έξω από το σπίτι στις 10 η ώρα μαζί και ο άγνωστος πελάτης της. Τι γύρευαν τέτοια ώρα μέσα σ' ένα αυτοκίνητο έξω απο το σπίτι του θύματος;”
“Χμμ...”
“Κι αν θέλουμε να είμαστε δίκαιοι, ύποπτος είναι κι ο σπιτονοικοκύρης και η συμβία του, αλλά κι εγώ ο ίδιος ο συγκάτοικός του. Δεν λέω ότι το έκαναν αυτοί ή εγώ, αλλά όλα πρέπει να τα σκεφτόμαστε”.
Έμειναν λίγο σκεφτικοί.
“Από την Εβραϊκή γειτονιά βγήκε τίποτα;” Ρώτησε ο Διευθυντής.
“Ίσως θέλει λίγο περισσότερο ψάξιμο το θέμα της καταγωγής του θύματος. Όπως και τα θέματα κληρονομιών και περιουσιών σ' εκείνη την τριγωνική συνοικία”.
“Για τον Καρατζόγλου ξέρουμε τίποτα; Πώς απόκτησε την περιουσία του; Τι υποθέσεις αναλαμβάνει; Έχει καμιά απ' αυτές σχέση με παλιές εβραϊκές περιουσίες;”
“Είναι κάτι που ψάχνουμε κε Διευθυντά. Βρήκαμε ότι έχει μακρινή Κωνσταντινουπολίτικη καταγωγή. Ο πατέρας του ήρθε στην Ελλάδα μετά τα γεγονότα του '55. Αντίθετα η μητέρα του κατάγεται από ντόπια ευκατάστατη οικογένεια, που κι αυτή όμως έχει κάποιες ρίζες στην Πόλη”.
“Να μην αργούμε. Ήδη έχουμε και πολιτικές πιέσεις. Μπήκε κι ο υπουργός αθλητισμού στη μέση. Παλιό μέλος της εθνικής ο Παπαδόπουλος βλέπεις”.
Μεσολάβησαν λίγα δευτερόλεπτα σιωπής.
“Άλκη πώς θα σου φαινόταν η σκέψη ότι μπορεί να μην ήταν αυτός ο στόχος;”
“Αλλά;”
“Να ήμουν εγώ. Και κατά λάθος αντί να έλθουν σε μένα πήγαν στον συγκάτοικο”.
Εμβρόντητος τον κοίταξε ο Άλκης.
“Αυτό αλλάζει τα πάντα” είπε μόλις κατάφερε να συνέλθει από την έκπληξη. “Όμως γιατί;”
Προτού προλάβει να απαντήσει ο Διευθυντής, ένα ελαφρύ χτύπημα ακούστηκε στην πόρτα. Χωρίς να περιμένει απάντηση, η πόρτα άνοιξε και το κεφάλι της Φρόσως φάνηκε στο άνοιγμα.
“Κύριε Διευθυντά” είπε. “Έχουμε το όνομα που αντιστοιχεί στο τηλέφωνο με την ένδειξη ¨γιαγιά¨. Λέγεται Στεργιάνα Τόσκα”...
Κεφάλαιο VII
“Ώστε λοιπόν, Στεργιάνα Τόσκα”, ψιθύρισε ο αστυνόμος κι άρχισε να τρίβει το μούτρο του. Ήταν αξύριστος εδώ και δύο μέρες. Αυτές οι συμπτώσεις και τα απανωτά στοιχεία τον έκαναν να τρελαίνεται.
Το κεφάλι του θύματος με τη σφαίρα, του είχε γίνει εμμονή. Δούλευε ακόμα με μολύβι και χαρτί.
“Έχουμε και λέμε”, μουρμούρισε στον Άλκη, αλλά μάλλον μιλούσε στον εαυτό του. Πήρε μια κόλα αναφοράς με ρίγες, το μισοφαγωμένο του μολύβι καλά ξυμένο και σημείωσε:
Ευδοκία Παπαδοπούλου: Γκόμενα, ίσως η τελευταία επαφή. Επιστρέφει στον τόπο του εγκλήματος.
Μικρός Παπαδόπουλος: Βρίσκει το θύμα. Φιλικές σχέσεις μαζί του.
Γιάννης Παπαδόπουλος: Σπιτονοικοκύρης, πατέρας του μικρού.
Γιώργος Παπαδόπουλος: Αστυνόμος, συγκάτοικος, συνονόματος του θύματος.
Γιώργος Παπαδόπουλος: Κάτοχος του φονικού όπλου που του εκλάπη, αποβιώσας.
Δόξα Παπαδοπούλου: χήρα, κάτοικος Θεσσαλονίκης
Στεργιάνα Τόσκα: Γιαγιά της Ευδοκίας, κάτοικος οικίας στην τριγωνική εβραϊκή συνοικία.
Πάμελα: Φίλη της Ευδοκίας. Βρίσκεται έξω από το σπίτι του θύματος κατά την ώρα του φόνου.
Καρατζόγλου: Ισχυρός και δαιμόνιος δικηγόρος, γείτονας της Στεργιάνας. Εποφθαλμιά το σπίτι της.
Προσπάθησε να κάνει ένα διάγραμμα για να συνδέσει όλα αυτά τα πρόσωπα. Σχεδίαζε ξανά και ξανά. Τζίφος! Δεν υπήρχε λογική εξήγηση. Πέταξε το χαρτί μέσα σε ένα συρτάρι και βγήκε από το γραφείο του.
“Μη με ενοχλήσει κανείς”, είπε στη Φρόσω. “Εκτός αν βρεθεί ο δολοφόνος”, συμπλήρωσε με μια γκριμάτσα αυτοσαρκασμού.
Κατέβηκε τα σκαλιά και τράβηξε για την περιφερειακή λεωφόρο με τα δέντρα. Εκείνη την ώρα ήταν σχεδόν έρημη. Οι ηλικιωμένοι είχαν κάνει τον περίπατό τους και είχαν επιστρέψει στο σπιτάκι τους. Μια αγέλη από αδέσποτα σκυλιά τον υποδέχτηκε γαυγίζοντας. Τα προσπέρασε και συνέχισε να περπατάει. Οι Παπαδοπουλαίοι και οι επαφές τους, στριφογύριζαν στο κεφάλι του χορεύοντας ταγκό. Το θύμα με την Ευδοκία, η Ευδοκία με την Πάμελα, η γιαγιά με την Ευδοκία, ο Καρατζόγλου με τη γιαγιά Στεργιάνα, ο σπιτονοικοκύρης με το γιό του, ο πεθαμένος αστυνομικός με το κλεμμένο του περίστροφο. Κι αυτός να διευθύνει την ορχήστρα. Τα άτιμα κομμάτια του πάζλ δεν έλεγαν να κολλήσουν. Κι οι ανώτεροι και όλοι οι άλλοι να τον πιέζουν.
Η σκέψη του πήγε στην Πόλη. Για την ακρίβεια δεν έφυγε ποτέ από κει, από τα παλιά. Τότε που ήταν νέος, ωραίος, με γνωριμίες υψηλές, πολλά υποσχόμενος. Η θέση στo πρoξενείο ήταν μια αρχή. Το μέλλον του προμηνυόταν λαμπρό. Ονειρευόταν να γνωρίσει όλες τις μεγάλες πρωτεύουσες του κόσμου, να συναντήσει προσωπικότητες, να ανοίξουν οι ορίζοντες της μέχρι τότε περιορισμένης ζωής του. Αν δεν γινόταν εκείνη η στραβή που τον απομάκρυνε από το προξενείο της Πόλης και από κάθε άλλο προξενείο ή πρεσβεία! Χάθηκαν μεμιάς τα όνειρα και κατέληξε αστυνομικός της επαρχίας. Ωστόσο παράπονο δεν είχε. Πήρε τις προαγωγές του, η πόλη ήσυχη σχετικά, έχαιρε εκτίμησης στον κόσμο. Κι ο ίδιος συνήθισε και ησύχασε. Οικογένεια δεν έκανε. Ήθελε κάτι να μείνει που να θυμίζει τον παλιό του ανεξάρτητο εαυτό. Ώσπου ήρθαν αυτές οι φωτογραφίες της Ευδοκίας Παπαδοπούλου να χαμογελά μπροστά από αγαπημένα μέρη και τον έπνιξε ένα αίσθημα ανάμεικτο με νοσταλγία, πικρία, παραίτηση.
“Ουφ!”. Αναστέναξε για να διώξει το βάρος που πλάκωνε τις τελευταίες μέρες το στήθος του.
Έριξε
μια ματιά στον κάμπο που έχασκε ίσα κάτω
καταπράσινος. Κάπου μακριά είδε να
ασημίζει το ποτάμι που έτρεφε το χώμα
και το γέμιζε καρπούς. Χαμογέλασε στον
εαυτό του.
“Άσε τους συναισθηματισμούς, παλιόγερε”, ψιθύρισε.
--//--
Η Ευδοκία μέρες τώρα δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Ήταν που χάθηκε ο Γιώργος με αυτό τον τραγικό τρόπο. Ήταν που δεν μπόρεσε να κάνει κάτι για να το αποτρέψει. Ήταν το μυστήριο με τη χαμένη κασέτα. Ένιωθε μια αόρατη απειλή να την ακολουθεί σε κάθε βήμα. Κι όσο οι σκέψεις στριφογύριζαν στο όμορφο κεφάλι της, άρχισε να φοβάται για τη ζωή της, μήπως θα έχει το τέλος του Γιώργου. Και όλα αυτά την ώρα που κρεμόταν από πάνω η απειλή της σύλληψής της, μιας και ήταν η βασική ύποπτη για τη δολοφονία του.
Δεν ήθελε να μιλήσει για τους φόβους της στη γιαγιά Στεργιάνα. Γιατί να την ταράξει περισσότερο; Την ήθελε νηφάλια και γερή, το αποκούμπι της. Να μπορεί να μιλάει μαζί της για τα παλιά, για όσα θυμόταν και για όσα δεν θυμόταν. Να κάνουν μαζί σενάρια και να καταστρώνουν σχέδια ενάντια σε εχθρούς γνωστούς ή άλλους που δεν είχαν φανερωθεί ακόμη.
“Πες μου γιαγιά πάλι την ιστορία. Προσπάθησε να θυμηθείς κάτι ακόμη, κι ας μην έχει καμία σχέση με όλα τούτα. Έλα σε παρακαλώ γιαγιά μου!”, ρωτούσε και ξαναρωτούσε.
“Εκείνα τα πράγματα που είπες πως φέρανε στο κατώι οι εβραίοι γείτονες, ξέρεις τι ήταν; Τα πήραν μετά που βρήκαν σπίτι; Πού άφησαν την οικοσκευή τους όταν έφυγαν για το Άουσβιτς;».
“Δεν τα θυμάμαι καλά, κόρη μου. Έχω μια θολή εικόνα από κάτι μικρές κασέλες που στοιβάχτηκαν στο κατώι, αλλά μπορεί να είναι και όνειρο”.
“Τι έχει τώρα το υπόγειο;”, ρώτησε η Ευδοκία.
“Μετά την αναπαλαίωση απόμεινε άδειο. Νάναι καλά οι άνθρωποι που πέταξαν όλη τη σαβούρα και καθάρισε ο τόπος”.
“Πάμε κάτω να δούμε;”, πήγε να ρωτήσει, αλλά συγκρατήθηκε την τελευταία στιγμή. Η ηλικία της γιαγιάς και το άσθμα της την απέκλειαν από τέτοια ημιυπόγεια ταξίδια.
Το σκοτεινό κατώι! Ο μπαμπούλας της παιδικής της ηλικίας. Ποτέ δεν τόλμησε να κατέβει εκεί κάτω. Φοβόταν τα σκοτάδια, τα ποντίκια που νόμιζε πως αλώνιζαν, τους απόκοσμους ήχους που στο κεφαλάκι της έπαιρναν τερατώδεις διαστάσεις. Τώρα το πράγμα δεν έπαιρνε αναβολή. Θα κατέβαινε κάτω ο κόσμος να χαλούσε. Πάτησε το διακόπτη και κατέβηκε τα λιγοστά σκαλοπάτια. Αυτό που πρόβαλε μπροστά της δεν είχε καμία σχέση με τα όνειρά της. Τρεις λάμπες φώτιζαν ένα μεγάλο κενό χώρο. Το φως σχημάτιζε σκιερές γωνιές κι έκανε τους πέτρινους τοίχους να λάμπουν αρχοντικά. Η αίσθηση της κλεισούρας δεν μείωνε τη γοητεία του χώρου. Δεν φαινόταν πουθενά ίχνος σκόνης ή βρωμιάς. Λες κι ο χρόνος το είχε ξεχάσει. Σε μια μισοσκότεινη κόγχη, μερικά ράφια από χοντρό ξύλο έχασκαν άδεια.
“Άνθρακας ο θησαυρός”, μουρμούρισε. Έκανε να φύγει και τότε αυθόρμητα άνοιξε το φακό του κινητού της και τον έριξε πάνω στα παλιά ξύλα. Μια ανεπαίσθητη σκιά, ίσα που πρόβαλε πάνω από το τελευταίο ράφι, που άγγιζε σχεδόν την οροφή. Κρεμάστηκε από τα κάτω ράφια και τεντώθηκε για να δει καλύτερα. Στον τοίχο σχηματιζόταν μια μικρή εσοχή, σαν να έλειπε μια πέτρα. Έριξε το φως. Τίποτε.
Ανέβηκε απογοητευμένη στο σπίτι. Ίσα που σωριάστηκε σε μια καρέκλα και αμέσως πετάχτηκε όρθια. Πήρε τη μεταλλική σκάλα της γιαγιάς, άρπαξε το σιδερένιο ραβδί που στεκόταν δίπλα στο τζάκι, η γιαγιά το έλεγε “μασιά”, και ξανακατέβηκε.
“Πού πας κορίτσι μου; Πρόσεχε μην πέσεις. Δε θα βρεις τίποτε”, φώναζε ξοπίσω της η Στεργιάνα.
Ούτε που την άκουσε. Ανέβηκε μέχρι το τελευταίο ράφι. Τώρα έβλεπε καθαρά την εσοχή. Πήρε τη σιδερένια βέργα και άρχισε να κτυπάει τα τοιχώματα μήπως και ανοίξει η σπηλιά του Αλαντίν. Ένας μεταλλικός ήχος ίσα που ακούστηκε από τα αριστερά. Ψηλάφισε μια επίπεδη επιφάνεια, σαν να ήταν κάτι σφηνωμένο. Προσπάθησε να το τραβήξει. Δεν ήταν καθόλου εύκολο. Πείσμωσε. Άρχισε να παλεύει με σπασμένα νύχια και γδαρμένες παλάμες. Και κάποτε επιτέλους, πρόβαλε στο φως ένα κουτί σκουριασμένο, σαν μικροσκοπικό κασελάκι.
Κεφάλαιο VIII
Η Ευδοκία πάλευε να ανοίξει το κασελάκι αλλά ήταν αδύνατον, χρειαζόταν κάποιο εργαλείο για να σπάσει την κλειδαριά. Ξαφνικά χτύπησε υπενθύμιση στο τηλέφωνο της, έπρεπε να φύγει γρήγορα για να ετοιμαστεί για εκείνη την ανυπόφορη εκδήλωση, για ακόμη μια φορά έπρεπε να προσποιηθεί και δεν είχε καμία διάθεση να το κάνει.
--//--
Η Αλίκη Παπαδοπούλου περιφερόταν όλο ενθουσιασμό στους χώρους του διατηρητέου κτιρίου όπου εργαζόταν τους δύο τελευταίους μήνες. Παρόλο που δύο μήνες τώρα εργάζονταν εκεί δεν είχε την ευκαιρία να περιπλανηθεί σε όλο το κτίριο. Είχε προσληφθεί στην ΜΚΟ σαν δικηγόρος και νομικός σύμβουλος κακοποιημένων γυναικών. Είχε πολύ απαιτητική δουλειά αλλά ήταν ακριβώς στο αντικείμενο των σπουδών της και το όνειρο της από τότε που ήταν παιδί, να βοηθάει άλλους ανθρώπους. Το βιογραφικό της ήταν πλούσιο. Απόφοιτος της Νομικής Αθηνών, με μεταπτυχιακό στην εγκληματολογία και ειδίκευση στην έμφυλη βία. Η Ερευνητική της εργασία εκπονήθηκε στο Πανεπιστήμιο της Κωνσταντινούπολης με πεδίο έρευνας την έμφυλη βία στις Μουσουλμανικές κοινωνίες με εξάμηνη πρακτική εργασία στο ίδιο ερευνητικό κέντρο στην Κωνσταντινούπολη όπου απέκτησε την κατάλληλη εμπειρία. Όλα αυτά τα προσόντα της εξασφάλισαν την εργασία στην ΜΚΟ (Μη Κυβερνητική Οργάνωση) με την επωνυμία “Κέντρο Αλληλεγγύης Κακοποιημένων Γυναικών”.
Ήταν ενθουσιασμένη με την εργασία της και κυρίως με την εμπιστοσύνη που της είχε δείξει κυρίως ο Πρόεδρος, ο δικηγόρος Θεοφάνης Καρατζόγλου. Ο θαυμασμός της για αυτόν τον άνθρωπο και για την προσφορά του την έκανε να τον σέβεται απόλυτα, ώστε να παραβλέπει κάποιες απότομες συμπεριφορές του τον τελευταίο καιρό. Θα έχει τρεχάματα ο άνθρωπος σκέφτηκε, εξάλλου έχει αφιερώσει όλη του την ζωή στην συνδρομή στις δύστυχες αυτές γυναίκες, που δέχονται επιβλαβείς πράξεις κατά της αξιοπρέπειας και της ακεραιότητας τους.
Στην ΜΚΟ που εργάζεται τα περιστατικά που αντιμετωπίζουν καθημερινά έχουν απειλές τέτοιων πράξεων, εξαναγκασμό και στέρηση ελευθερίας, άσκηση κοινωνικού ελέγχου τιμωρίας και «σωφρονισμού» στις γυναίκες που τις υφίστανται.
Η δουλειά της είναι δύσκολη, γιατί όσο και να προσπαθεί να μην επηρεαστεί από την δυσκολία αυτών των γυναικών, η καθημερινή τριβή μαζί τους κάνει το έργο της πολύ επίπονο, ωστόσο όταν γυρίζει στο σπίτι της νοιώθει πλήρης και ικανοποιημένη με τον εαυτό της, που για ακόμη μια μέρα βοήθησε κάποιον άνθρωπο.
Η αρχική γνωριμία ήταν με την διοίκηση και στην συνέχεια, είχε άριστη συνεργασία με τις συναδέλφισσες της ψυχολόγους και κοινωνιολόγους και με τις εργαζόμενες στο τηλεφωνικό κέντρο, που είναι το πρώτο βήμα αρωγής και πολύτιμης βοήθειας στην κακοποίηση που καταγγέλλεται.
Τα γραφεία οι χώροι υποδοχής, οι ξενώνες για βραχύχρονη φιλοξενία για τις γυναίκες αυτές, όλοι οι χώροι είναι απίστευτης αισθητικής πράγμα που βοηθάει πολύ στην ψυχολογία και των εργαζομένων αλλά κυρίως των συμβουλευόμενων γυναικών. Το κτίριο είναι μια αναστηλωμένη «έπαυλη» υψηλής αρχιτεκτονικής. Βρίσκεται στην κορυφή λόφου που δεσπόζει στην πόλη, κτισμένο με πολλές ευρωπαϊκές επιδράσεις. Οι εξωτερικές όψεις, οι εσωτερικοί χώροι με τα υπέροχα παλαιά μαρμάρινα πλακόστρωτα δάπεδα με κεραμικές διακοσμήσεις είναι εντυπωσιακά. Τα κουφώματα και οι πόρτες, ξύλινα χειροποίητα με απίθανα σχέδια αυθεντικά. Ο φωτισμός εσωτερικά και εξωτερικά αναδεικνύει πραγματικά την ομορφιά αυτού του κτιρίου.
Η Αλίκη είχε την τύχη, όταν ήταν ακόμη μαθήτρια στο Λύκειο πριν αρκετά χρόνια να επισκεφτεί το κτίριο. Είχε μια φιλεναδίτσα συμμαθήτρια και βοηθούσαν την μητέρα της που ήταν αρχιτέκτονας και είχε αναλάβει την αποτύπωση του κτιρίου. Η αρχιτέκτονας τους είχε ξεναγήσει στους χώρους που είχαν υποστεί μεγάλες ζημίες από την εγκατάλειψη και την φθορά του χρόνου. Τότε ονειρεύονταν πως θα μπορούσαν να είναι οι σάλες του σπιτιού γεμάτες κόσμο και όμορφες κυρίες με εντυπωσιακές τουαλέτες σαν τις πριγκίπισσες. Η ιστορία του κτιρίου πολύ ιδιαίτερη. Το κτίριο κατασκευάστηκε το 1924 από Βέλγους Μηχανικούς και Αρχιτέκτονες. Κατασκευάστηκε κατά παραγγελία για να στεγάσει την οικογένεια του βιομήχανου ιδιοκτήτη του εργοστασίου παραγωγής ρεύματος της περιοχής. Το κτίριο έχει τρία επίπεδα και συνολικό εμβαδόν 600 τ.μ. Διαθέτει τουλάχιστον 11 ευρύχωρους χώρους. Στεγασμένες βεράντες και δύο ταράτσες. Εξωτερικά έχει κήπους με παρτέρια και ένα παλιό σιντριβάνι. Το 1941 το κτίριο επιτάχθηκε από τους Γερμανούς εισβολείς και χρησιμοποιήθηκε σαν έδρα της Γερμανικής διοίκησης, της περιβόητης Κομαντατούρ.
Πριν μερικά χρόνια η «Έπαυλις» αγοράστηκε από τον Καρατζόγλου και αναστηλώθηκε για την στέγαση της ΜΚΟ. Στο ισόγειο από την πλευρά της στεγασμένης εισόδου, βρίσκονται οι χώροι υποδοχής και τα γραφεία των εργαζομένων. Στον όροφο στεγάζονται οι χώροι βραχύχρονης φιλοξενίας των συμβουλευόμενων γυναικών, στο υπόγειο που λόγω κλίσης του εδάφους είναι ισόγειο από την πλευρά του κήπου, στεγάζονται οι χώροι της Τραπεζαρίας, της κουζίνας και βοηθητικοί χώροι. Στην Σοφίτα επάνω στην σκεπή, έχει το γραφείο του ο Καρατζόγλου ο Πρόεδρος της ΜΚΟ.
Στο ισόγειο από την πλευρά του κήπου υπάρχει μια μεγάλη αίθουσα εκδηλώσεων, έκτασης 50 τετραγωνικών μέτρων με έξοδο κινδύνου στον κήπο. Η αίθουσα έχει εννέα τζαμαρίες μεγάλες με παραδοσιακά ξύλινα κουφώματα, με πανέμορφα σχέδια. Στον χώρο αυτό ανατέθηκε από την Διοίκηση της ΜΚΟ στην Αλίκη, η οργάνωση μιας εκδήλωσης βράβευσης του Καρατζόγλου για την κοινωνική του δράση, και πιο συγκεκριμένα, για την συνολική του προσφορά για την προστασία και επανένταξη των κακοποιημένων γυναικών στην κοινωνία. Η τελετή βράβευσης γίνεται από την Γενική Γραμματεία Οικογενειακής Πολιτικής και Ισότητας των δύο φύλων, που ανήκει στο Υπουργείο Εργασίας.
Η συνάντηση με την αυστηρή αλλά και πολύ τυπική Αντιπρόεδρο της ΜΚΟ, Ανδρονίκη Ευγενίδου ήταν πάντα ψαρωτική για την Αλίκη. Την κάλεσε στο επιβλητικό και πάντα λίγο σκοτεινό γραφείο της και της παρέδωσε την λίστα με τις υποχρεώσεις προκειμένου να οργανωθεί μια άρτια εκδήλωση για την βράβευση του Καρατζόγλου για το συνολικό έργο του. Την απονομή της βράβευσης θα κάνει ο Υπουργός εργασίας και θα παρίστανται οι αρχές του τόπου, οι δημοσιογράφοι από τις εφημερίδες και όλα τα τηλεοπτικά κανάλια της χώρας όπως καταλαβαίνεις Αλίκη της είπε αυστηρά η Ανδρονίκη, πρέπει να είναι όλα άψογα εκείνη την βραδιά.
Η Αλίκη ακόμη νιώθει ένα τρέμουλο όταν θυμάται τις σαφείς και αυστηρές εντολές της.
«Αλίκη, θα βρεις κέτερινγκ που θα αναλάβει τα ποτά και τα κεράσματα των καλεσμένων. Θα κανονίσεις να υπάρχουν καρτελάκια πάνω στα καθίσματα με τα ονόματα όλων των καλεσμένων.
Η εκδήλωση έχει συγκεκριμένο πρόγραμμα, θα ξεκινήσει με μια ολιγόλεπτη ομιλία που θα κάνω εγώ, για να παρουσιάσω το συλλογικό έργο της ΜΚΟ και θα τονίσω τον πρωταρχικό ρόλο του Προέδρου μας. Στην συνέχεια θα πάρουν τον λόγο δύο καλεσμένες. Είναι δύο γυναίκες που έχουν ευεργετηθεί από την ΜΚΟ και πρωτίστως από τον Πρόεδρο. Έχουν βοηθηθεί και φιλοξενηθεί από την ΜΚΟ και μολονότι δεν κοινοποιούνται τα ονόματα όσων έχουν ευεργετηθεί οι δύο αυτές γυναίκες έχουν μια πιο στενή σχέση με την ΜΚΟ και θα μιλήσουν γιατί πραγματικά το θέλουν, για να εκδηλώσουν την ευγνωμοσύνη τους. Ο Πρόεδρος θα πει δύο λόγια και ο Υπουργός θα κάνει την βράβευση.
Θα υπάρχει οθόνη προβολής και με το κομπιούτερ θα προβάλλονται εικόνες από την δράση της ΜΚΟ. Θα βρεις ένα τεχνικό για την εγκατάσταση του κομπιούτερ, της οθόνης, της μεγαφωνικής εγκατάστασης και θα αναλάβει την βιντεοσκόπηση και πρακτικογράφο για την καταγραφή της εκδήλωσης. Αυτή είναι η κάτοψη του χώρου για τους τεχνικούς που θα πρέπει να τοποθετήσουν τις υποδοχές ηλεκτρικού ρεύματος για τα μηχανήματά τους, αλλά και για την Αστυνομία που θα φροντίσει για την ασφάλεια των προσκεκλημένων»
Η Αλίκη έφυγε ενθουσιασμένη αλλά και αγχωμένη από το γραφείο της αντιπροέδρου και στρώθηκε αμέσως στην δουλειά για να οργανώσει την τέλεια εκδήλωση.
--//--
Μετά από λίγο στο γραφείο της Αντιπροέδρου μπήκαν η Ευδοκία και η Πάμελα. Η Ανδρονίκη όπως πάντοτε είναι ξινή και πολύ αυστηρή και αυταρχική μαζί τους.
«Καλώς ήλθατε. Γνωρίζω ότι ενημερωθήκατε για την εκδήλωση που πρόκειται να συμμετέχετε. Θέλω να προσέξετε πολύ αυτά που θα σας πω και να ακολουθήσετε τους κανόνες μου κατά γράμμα, αλλιώς ο κύριος Καρατζόγλου δεν θα είναι ευχαριστημένος και ξέρετε πολύ καλά και οι δύο τι γίνεται όταν δεν είναι χαρούμενος. Εδώ σας έχω γράψει δύο λογάκια που θα πείτε. Δεν θα αποκαλύψετε φυσικά τίποτε από την προσωπική σας ζωή και την εργασία σας. Σας έχω αγοράσει και τα ρούχα που θα φορέσετε. Είναι κουστούμια και χαμηλοτάκουνα παπούτσια που είμαι σίγουρη ότι δεν έχετε στην ντουλάπα σας. Το λευκό κουστούμι είναι για την Ευδοκία και το μπλε για την Πάμελα. Τα μαλλιά τραβηγμένα και το μακιγιάζ ελαφρύ παρακαλώ».
Η Ευδοκία δεν ήθελε με τίποτε να παραβρεθεί σε αυτό το καραγκιοζλίκι για εκδήλωση, όμως έχει εμπλοκή στον φόνο του Γιώργου και η επιμονή της Ανδρόνικης δεν της άφηνε πολλά περιθώρια. Αλλά και τούτο πάλι να τους ορίσει και την ενδυματολογική τους παρουσίαση και μάλιστα με ρούχα που δεν είναι της αρεσκείας τους ήταν εντελώς εξωφρενικό, δεν είχε όμως επιλογή έπρεπε να φορέσει το προσωπείο της καλής συμβουλευόμενης και να παραστεί.
--//--
Η Αλίκη έχει φροντίσει με κάθε λεπτομέρεια ό,τι αφορά την εκδήλωση. Από νωρίς το απόγευμα μαζί με τον Σωτήρη, τον τεχνικό των κομπιούτερ, φρόντισαν για την εγκατάσταση, την οθόνη, τα μεγάφωνα, όλα υπό έλεγχο. Ο Σωτήρης είναι ένας πολυτάλαντος στον τομέα του τεχνικός, είναι ο καλύτερος που θα μπορούσε να βρει.
Το κέτερινγκ έχει στήσει τα τραπέζια με τα κεράσματα, τα ποτά και τα αναψυκτικά. Οι καρέκλες με τα ονόματα των καλεσμένων όλα στην θέση τους.
Η ώρα πλησιάζει. Τα φώτα όλα αναμμένα. Οι φωτογράφοι έχουν στήσει τις κάμερες έξω από την είσοδο στο κτήριο.
Η Αντιπρόεδρος βρίσκεται στην είσοδο του κτιρίου από την πλευρά του πάρκινγκ για να υποδεχθεί τους καλεσμένους. Ο Πρόεδρος πίνει ένα ουίσκι για να χαλαρώσει στην είσοδο της αίθουσας εκδηλώσεων.
Σιγά σιγά έρχονται οι προσκεκλημένοι. Ο Περιφερειάρχης, ο Αντιπεριφερειάρχης, η Δήμαρχος και ο Αστυνομικός Διευθυντής μαζί με τον Υπαστυνόμο που πονοκεφάλιασε για την ασφαλή προσέλευση των αρχών και ελέγχει αν όλα βαίνουν καλώς.
Ο Γιώργος Παπαδόπουλος που τόσες μέρες πάει και έρχεται στον χώρο για αυτή την άτιμη την ασφάλεια του υπουργού, πρώτη φορά έκπληκτος παρατηρεί το κτίριο.
«Άλκη, κοίτα το κτίριο έχει δύο τριγωνικές σκεπές; Μία αριστερά της εισόδου στο ισόγειο και μία στην σοφίτα.»
«Έχεις δίκιο τελικά τι γίνεται όλα τα κτήρια που σχετίζονται με τον Καρατζόγλου έχουν τριγωνικές σκεπές;»
Ο Γιώργος Παπαδόπουλος χαιρετάει την Αντιπρόεδρο και λίγο πριν μπει στην αίθουσα μένει στήλη άλατος.
«Κύριε Γιώργο τι ευχάριστη έκπληξη λέει η Αλίκη.»
«Αλίκη μου τι κάνεις; Πώς βρέθηκες εδώ; Από την Κωνσταντινούπολη έχω να σε δω!»
Η Αλίκη εξηγεί εν τάχει τι δουλειά κάνει στην ΜΚΟ και σπεύδει να ταχτοποιήσει τελευταίες λεπτομέρειες που παρατηρεί τελευταία στιγμή.
Ο Γιώργος Παπαδόπουλος είναι σοκαρισμένος με τον ερχομό της Αλίκης θυμάται πόσο τον είχε εντυπωσιάσει η ακεραιότητα του χαρακτήρα της και η αστείρευτη όρεξη της να βοηθήσει όλο τον κόσμο αν είναι δυνατό. Εκείνη την στιγμή και καθώς μπαίνει στη κεντρική αίθουσα αντικρίζει την Ευδοκία. Την πλησιάζει με ένα ζεστό χαμόγελο και της προτείνει να της φέρει ένα ποτό. Επιστρέφοντας της λέει.
«Ευδοκία γεια σου. Θέλω να ξέρεις ότι έχω σκεφτεί πολύ όλο αυτό το διάστημα την υπόθεση μας και δεν σε θεωρώ ύποπτη για τον φόνο του μπασκετμπολίστα. Θέλεις πραγματικά να με βοηθήσεις στην εύρεση του δολοφόνου; Γιατί δεν θα σου κρύψω ότι βρίσκομαι σε αδιέξοδο».
«Μα φυσικά, είμαι στην διάθεσή σας. Θέλω να σας μιλήσω και για μια πρόσφατη ανακάλυψη που έκανα, αλλά τώρα δεν είναι η στιγμή βλέπετε είμαι επίτιμη καλεσμένη και πρέπει να πάω δίπλα στην κύρια Ανδρονίκη».
Μέσα στην αίθουσα ο νεαρός δημοσιογράφος Δημοσθένης Μπέλλας με την κάμερά του παρακολουθεί και καταγράφει τα πάντα. Εργάζεται σε ένα μικρό και τοπικό κανάλι, αλλά έχει στόχο να γίνει γνωστός για την δουλειά του και να βρει εργασία σε κεντρικό κανάλι. Τρέφει την ελπίδα ότι όλο και κάποιο κουτσομπολιό θα τσιμπήσει για τον ‘Mr perfect’ κύριο Καρατζόγλου.
Έρχεται ο υπουργός, συνοδευόμενος από την φρουρά του και τον Καρατζόγλου. Όλοι χειροκροτούν και η εκδήλωση ξεκινάει. Η Ανδρονίκη Ευγενίδου παρουσιάζει συνοπτικά το έργο της ΜΚΟ. Τις στατιστικές με τις κακοποιήσεις και τους τραγικούς αριθμούς που διαρκώς αυξάνονται. Η δράση της ΜΚΟ είναι σημαντικότατη, γιατί υποστηρίζει εκατοντάδες γυναίκες, τις βοηθάει να επανενταχθούν στην κοινωνία, στην εύρεση κατοικίας και εργασίας εφόσον δεν εργάζονται.
Όλα αυτά με την αμέριστη συμπαράσταση του Προέδρου, που καθημερινά διαθέτει την ζωή του και την περιουσία του για τους σκοπούς της ΜΚΟ.
Στην συνέχεια παρουσιάζει τις δύο ομιλήτριες, που η ΜΚΟ είναι πάντοτε ανοικτή γι αυτές.
Η Ευδοκία πρώτη αναφέρει πως αποτελεί εξαίρεση, διότι η ίδια δεν έχει κακοποιηθεί, αλλά έχει φιλοξενηθεί από παιδάκι μαζί με την μητέρα της που είχε κακοποιηθεί από τον πατέρα της. Όμως όταν έχασε την μητέρα της, η ΜΚΟ την φρόντισε και οικονομικά αλλά και ηθικά, φροντίζοντας να βρεθεί ανάδοχη οικογένεια που ανέλαβε την ανατροφή της και το μεγάλωμά της σε ασφαλές περιβάλλον. Ο Καρατζόγλου προσωπικά φρόντισε για τις σπουδές της και την επαγγελματική της αποκατάσταση.
Η Πάμελα ευχαρίστησε την ΜΚΟ και προσωπικά τον Πρόεδρο, που στην ηλικία των 19 ετών, κακοποιήθηκε από τον πατριό της. Η μητέρα της αδιαφόρησε και την έδιωξε από το σπίτι. Βρήκε καταφύγιο στην ΜΚΟ και με την προσωπική οικονομική βοήθεια του Καρατζόγλου σπούδασε και βρήκε εργασία.
Τέλος ο Καρατζόγλου παίρνει τον λόγο. Ευχαριστεί για την μεγάλη τιμή της επιβράβευσης του κοινωνικού του έργου. Τονίζει ότι η επιτυχία οφείλεται στην συλλογική προσφορά όλων των συντελεστών της ΜΚΟ. Στο video wall παρουσιάζονται παράλληλα οι εγκαταστάσεις της ΜΚΟ και το ανθρώπινο δυναμικό, καθώς και οι εκδηλώσεις θεατρικές, μουσικές, αγορές προϊόντων, που γίνονται για την ενίσχυση της ΜΚΟ από ομάδες πολιτών του τόπου.
Ο υπουργός χαμογελαστός ανεβαίνει στο βήμα απονέμει την βράβευση και μόλις κάθεται στην καρέκλα του, ξαφνικά σβήνουν τα φώτα. Μια κραυγή ακούγεται και τα πάντα σκοτεινιάζουν για λίγα δευτερόλεπτα και μόνο στην οθόνη προβάλλεται ένα μήνυμα.
«Η ΜΚΟ ΤΟΥ ΚΑΡΑΤΖΟΓΛΟΥ ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ ΒΙΤΡΙΝΑ. Ο ΚΑΡΑΤΖΟΓΛΟΥ ΕΜΠΛΕΚΕΤΑΙ ΣΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ ΤΗΣ ΕΛΕΝΗΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ ΚΑΙ ΤΙΣ ΔΟΛΟΦΟΝΙΕΣ ΤΟΥ ΜΕΣΟΥΤ ΟΣΜΑΝΟΓΛΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ»
Τα φώτα ενεργοποιούνται πάλι και επικρατεί πανικός και ακούγεται η φωνή της Αλίκης που καλεί σε βοήθεια. Ο Σωτήρης κτυπήθηκε στο κεφάλι. Ο Υπουργός και οι επίσημοι προσκεκλημένοι φυγαδεύονται με ασφάλεια από την έξοδο κινδύνου. Ο Άλκης με τον Γιώργο Παπαδόπουλο απομακρύνουν τους δημοσιογράφους από την αίθουσα και ξεκινούν την έρευνα. Το ΕΚΑΒ παραλαμβάνει τον Σωτήρη που συνέρχεται και τα έχει χαμένα.
--//--
Το πρωί νωρίς ο Αστυνομικός Διευθυντής καλεί στο γραφείο του την Φρόσω.
«Φρόσω έλα γρήγορα σε παρακαλώ, έκανα καφέ και για τους δύο μας. Από σήμερα θα ασχοληθείς μόνο με τα χθεσινοβραδινά γεγονότα και θέλω κάθε πληροφορία για τα ονόματα όσων αναφέρθηκαν στην καταγγελία που έγινε με τόσο εντυπωσιακό τρόπο. Κάλεσε σε παρακαλώ όλους τους συναδέλφους στην αίθουσα συσκέψεων διότι έχουμε να λύσουμε πολύ σοβαρά ζητήματα τώρα αμέσως Φρόσω.»
Σύντομα συγκεντρώθηκαν όλοι και ο Αστυνομικός Διευθυντής πήρε τον λόγο.
«Κύριοι συνάδελφοι τα πράγματα είναι πολύ σοβαρά, πρέπει να λύσουμε την υπόθεση εμείς. Δεν πρέπει να φανούμε υποδεέστεροι του Τμήματος της Περιφέρειας δεν θα δεχτώ με τίποτα να μας πάρουν την υπόθεση μέσα από τα χέρια μας. Έχουμε και λέμε.
Ποιος διάολος προκάλεσε τον πανικό;
Ποια είναι η Ελένη Παπαδοπούλου, πότε και πώς πέθανε;
Ποιος είναι ο Μεσούτ Οσμάνογλου και πώς συνδέεται ο φόνος του (αν υπήρξε) με του μπασκετμπολίστα;»
Εκείνη την ώρα ο Ντετέκτιβ Ίκαρος Αντωνίου ζητάει τον λόγο και αναφέρει ότι ο πατέρας του ήταν αστυνομικός πριν χρόνια και ερεύνησε την υπόθεση της αυτοκτονίας της Ελένης Παπαδοπούλου. Ωστόσο ήταν αυτοκτονία; Οπότε το ερώτημα που προκύπτει είναι πώς συνδέεται με τους άλλους δύο φόνους; Ίσως το υλικό που υπάρχει στο αρχείο να είναι διαφωτιστικό, ο Ίκαρος με τον Άλκη αναλαμβάνουν να ψάξουν στο αρχείο. Η Φρόσω γκουγκλάρει το όνομα του Μεσούτ Οσμάνογλου μήπως καταφέρει να βρει την άκρη του νήματος και διαπιστώνει ότι δολοφονήθηκε πριν μερικούς μήνες στην Κωνσταντινούπολη.
«Επομένως έχουμε μία αυτοκτονία και δύο φόνους και καλούμεθα να βρούμε πώς συνδέονται με τον Καρατζόγλου», λέει γεμάτος απορίες ο αστυνόμος.
Ξαφνικά στον διάδρομο έξω από την αίθουσα ακούγονται δυνατές φωνές. Βγαίνει έξω ο Γιώργος Παπαδόπουλος ανήσυχος να δει τι συμβαίνει. Ο Καρατζόγλου εμφανίζεται έξαλλος και απειλεί ότι θα πάρουν όλοι μετάθεση στον Έβρο αν δεν βρεθεί άμεσα ο υπεύθυνος για το χθεσινό φιάσκο. Ο Γιώργος Παπαδόπουλος αρπάζει από το χέρι τον Καρατζόγλου και τον συνοδεύει στο γραφείο του. Του ζητάει να καθίσει και ψύχραιμα του λέει.
«Μην προκαλείς με τις φωνές σου γιατί με τον τρόπο αυτό μόνο ύποπτος μπορείς να θεωρηθείς. Αν χρειαστεί θα σε καλέσουμε να καταθέσεις.»
Ο Καρατζόγλου με την ιδιότητα του δικηγόρου καταθέτει μήνυση κατά αγνώστων για τα χθεσινό βραδινά γεγονότα.
--//--
Η Ευδοκία το πρωί ξυπνάει προβληματισμένη. Καλεί στο τηλέφωνο την γιαγιά Στεργιάνα και της ζητάει να βρεθούν για καφέ στην πλατεία. Συναντιούνται μετά από λίγο και της αναφέρει τα χθεσινό βραδινά γεγονότα.
«Αλήθεια γιαγιά πώς εμπλέκεται η μαμά μου με τον Καρατζόγλου;»
Η Στεργιάνα μένει εμβρόντητη.
«Άκου, πρέπει να σου πω πράγματα που δεν γνωρίζεις. Ο παππούς σου και ο πατέρας σου ήταν αστυνομικοί, όχι όμως καθαροί. Ο πατέρας σου εμπλέκονταν με εμπόριο ναρκωτικών, συνελήφθη και ο Καρατζόγλου ανέλαβε την υπεράσπιση του και τελικά την έβγαλε καθαρή και δεν φυλακίστηκε. Για να μην προκληθεί σάλος τέθηκε σε αργία με αποτέλεσμα να έχει οικονομικά προβλήματα, να το ρίξει στο ποτό και ξυλοφόρτωνε την μητέρα σου. Εσύ ήσουν περίπου επτά χρονών. Μία και μοναδική φορά που βρέθηκες σε ένα τέτοιο επεισόδιο ήταν αρκετό για να εγκαταλείψει η μητέρα σου την οικογενειακή εστία. Σε πήρε μαζί της και σας βοήθησε ο Καρατζόγλου. Ο πατέρας σου έφυγε στο εξωτερικό και η μητέρα σου για καιρό δούλευε στο σπίτι του Καρατζόγλου, βοηθούσε στις δουλειές του σπιτιού και τους μαγείρευε καθημερινά. Χωρίς να το θέλει, άκουσε τον Καρατζόγλου στο τηλέφωνο να ανακατεύεται με το εμπόριο ναρκωτικών από την Κωνσταντινούπολη. Έκανε το λάθος και τον απείλησε ότι θα τον καταγγείλει στην αστυνομία. Τότε έγινε η απαγωγή σου προφανώς από ανθρώπους του Καρατζόγλου για να κλείσουν το στόμα της μητέρας σου. Η Ελένη δεν μπόρεσε να αντιμετωπίσει αυτή την κατάσταση και αυτοκτόνησε. Οι απαγωγείς μετά από μερικές ημέρες σε απελευθέρωσαν και ο Καρατζόγλου μαζί με την Ανδρονίκη σε φιλοξένησαν μέχρι να βρεθεί ανάδοχη οικογένεια. Η Ανδρονίκη μας γνώριζε και φρόντισε να αναλάβουμε εμείς το μεγάλωμά σου μιας και υπήρχε και η συγγένεια. Για εμάς που είχαμε δύο παιδιά περίπου στην ηλικία σου, δεν ήταν δύσκολο να σε φροντίσουμε.»
--//--
Η Ευδοκία προβληματίστηκε με όσα έμαθε από την Στεργιάνα. Φοβήθηκε πως ίσως και να βρίσκεται σε κίνδυνο. Τηλεφώνησε τον Γιώργο Παπαδόπουλο τον Αστυνομικό Διευθυντή και το απόγευμα συναντήθηκαν στις κερκίδες της αμφιθεατρικής διαμόρφωσης του χώρου απέναντι από την Συναγωγή.
Αφού του αφηγήθηκε την συζήτηση που είχε με την Στεργιάνα, του εκμυστηρεύτηκε πώς βρέθηκε η κασέτα του Μεσούτ Οσμάνογλου στην τσάντα της στην Κωνσταντινούπολη και τελικά άρχισε να αναρωτιέται μήπως δεν ήταν τυχαίο το γεγονός αυτό. Η κασέτα όμως έχει εξαφανιστεί και δεν γνωρίζει πού βρίσκεται. Είναι σίγουρη όμως ότι την είχε στην τσάντα της το βράδυ που πήγε για τελευταία φορά στον Παπαδόπουλο.
Τέλος αναφέρθηκαν στην χθεσινό βραδινή εκδήλωση. Του εξήγησε ότι δεν ήθελε να παραβρεθεί, αλλά δεν μπορούσε να αρνηθεί.
Ο Γιώργος της έθεσε το ερώτημα.
«Ευδοκία ποια είναι η γνώμη σου για την Ανδρονίκη;»
«Η Ανδρονίκη είναι πολύ αυστηρή με όλους, το προσωπικό της ΜΚΟ και τις συμβουλευόμενες. Σίγουρα με τον τρόπο της προστατεύει τον Καρατζόγλου. Είναι τα μάτια του και τα αυτιά του εκεί μέσα. Γνωρίζει τα πάντα χωρίς ο ίδιος να εμφανίζεται.»
«Γιώργο – μου επιτρέπεις να σε λέω έτσι – θέλω να σου εκμυστηρευτώ και κάτι ακόμη πολύ σημαντικό. Στο υπόγειο της Στεργιάνας, μέσα σε μια κρύπτη χθες, νωρίς το απόγευμα, βρήκα ένα κασελάκι. Δεν είχα τον χρόνο για να σπάσω την κλειδαριά του, διότι έπρεπε να πάω να ντυθώ για να παραστώ στην εκδήλωση».
«Είπαμε από εδώ και στο εξής θα ερευνούμε μαζί ό,τι αφορά την υπόθεση. Πάμε να εξερευνήσουμε το υπόγειο της Στεργιάνας».
--//--
Η Στεργιάνα τους υποδέχεται με χαρά. Όταν όμως η Ευδοκία της ζητάει να πάνε με τον Γιώργο Παπαδόπουλο μαζί στο υπόγειο, προσπαθεί απεγνωσμένα να το αποτρέψει. Τους προτείνει κέρασμα, σπιτική πίτα, σοκολατένιο κορμό μωσαϊκό, οτιδήποτε για να αποτρέψει την κάθοδο στο υπόγειο της Ευδοκίας μαζί με τον Γιώργο Παπαδόπουλο. Όμως και οι δύο είναι αποφασισμένοι. Κατεβαίνουν την σκάλα και βρίσκουν το κασελάκι. Ο Γιώργος εύκολα παραβιάζει την κλειδαριά. Το ανοίγουν με περιέργεια και βρίσκουν ένα γαλάζιο μωρουδιακό ρούχο, ένα φυλαχτό με τα αρχικά Ι. Α. και ένα παλιό σημείωμα. Το ξεδιπλώνουν και διαβάζουν.
“Αγαπημένο μας αγοράκι, οι συνθήκες με τις οποίες σε αφήνουμε για να φύγουμε είναι τραγικές. Ελπίζουμε να επιστρέψουμε σύντομα και να μην χρειαστεί να διαβάσεις αυτό το γράμμα. Όμως αν προκύψει κάτι θέλουμε να ξέρεις πως πέρα από την απέραντη αγάπη που τρέφουμε για εσένα, σου αφήνουμε ένα μικρό θησαυρό που μπορεί να σου εξασφαλίσει μια άνετη ζωή. Τον θησαυρό αυτό θα τον βρεις με την βοήθεια ενός χάρτη που εμπιστευτήκαμε στην οικογένεια Τόσκα. Ο χάρτης θα σε οδηγήσει στο κτίριο που έχουμε κρύψει τον θησαυρό. Εκεί η τριγωνική στέγη δίνει μια σκιά σαν βέλος. Το βέλος που σχηματίζεται κατά το χειμερινό ηλιοστάσιο, κάνει το δάπεδο να λαμπυρίζει. Ανάμεσα στις μαρμάρινες πλάκες υπάρχουν κεραμικές διακοσμήσεις. Κάτω από το κεντρικό σχέδιο της κεραμικής διακόσμησης πρέπει να σκάψεις για να βρεις τον θησαυρό.
Με απέραντη αγάπη οι γονείς σου Δαβίδ και Σάρα Αρών.
Θα θέλαμε να πάρεις το όνομα του παππού σου Ιωσήφ Αρών. Το φυλακτό που σου δίνουμε ήταν του παππού σου και έχει χαραγμένα τα αρχικά του ονόματός του”.
Ο Γιώργος όπως επεξεργάζεται το κασελάκι ξαφνικά από την κάτω πλευρά του πέφτει ένα χωμένο σημείωμα σε μια μικρή χαραμάδα του κουτιού.
Ευδοκία κοίτα! Ένα νεότερο σημείωμα μέσα σε ένα φακελάκι που γράφει, “για την Ευδοκία”. Τα μάτια τους έλαμψαν από απορία. Το ανοίγουν με αγωνία.
“Αγαπημένη μου Ευδοκία, αν διαβάσεις αυτό το μήνυμα, σημαίνει πως δεν είμαι ζωντανός. Ξέρω τον λόγο για τον οποίο με προσέγγισες. Και εγώ για τον ίδιο λόγο σε πλησίασα. Στην πορεία όμως σε αγάπησα, μολονότι δεν έπρεπε διότι είμαστε συγγενείς. Η φυσική σου γιαγιά, η μητέρα του πατέρα σου, που ονομάζεται Δόξα Παπαδοπούλου και μέχρι σήμερα που σου γράφω ζει στην Θεσσαλονίκη, είναι αδελφή του φυσικού μου πατέρα, του Ιωσήφ που αναφέρεται στο σημείωμα της Σάρας και του Δαβίδ που προέκυψε να ονομαστεί Γιώργος Παπαδόπουλος από την οικογένεια που τον μεγάλωσε. Η Δόξα Παπαδοπούλου είναι η μόνη από την οικογένεια Αρών που επιβίωσε στο Άουσβιτς, φυγαδεύτηκε μέσα από το στρατόπεδο και δόθηκε σε ανάδοχη οικογένεια.
Αυτός ο θησαυρός ανήκει πλέον σε εσένα. Αν τον συνδέσεις με τον χάρτη που ήδη έχεις και με την κασέτα που σου άφησε ο φίλος μου Μεσούτ Οσμάνογλου, είμαι σίγουρος πως θα βρεις τον θησαυρό που σου ανήκει δικαιωματικά.
Πάντα δικός σου Γιώργος Παπαδόπουλος”.
Κεφάλαιο ΙΧ
Ο Άλκης με τον Ίκαρο αμέσως μετά τη σύσκεψη πήγαν στο «αρχείο» μη γνωρίζοντας στην ουσία τι ακριβώς θα έπρεπε να ψάξουν. Η μυρωδιά της «κλεισούρας» από την κακή εξαέρωση της αίθουσας καθώς και η χαρακτηριστική μυρωδιά παλιού χαρτιού κυριαρχούσε παντού. Ο Άλκης βλαστήμησε μέσα απ' τα δόντια του την τύχη του. Πάντα είχε την εντύπωση πως η δουλειά του στην αστυνομία θα ήταν μια δουλειά που τη χαρακτήριζε η δράση. Σιχαινόταν όλες τις δουλειές γραφείου και προσπαθούσε με κάθε τρόπο να τις αποφεύγει. Εκείνο όμως που κυριολεκτικά τον βασάνιζε ήταν όταν θα έπρεπε να ψάχνει παλιές υποθέσεις στο αρχείο.
Κοίταξε με τρόμο σχεδόν τα ράφια με τους φακέλους και ανατρίχιασε. Οι παλιοκαιρίτικοι φάκελοι ομοιόμορφοι σε μπλε-σιέλ χρώμα τοποθετημένοι στα ράφια καταλάμβαναν τον μεγαλύτερο χώρο της αίθουσας με το παραλληλόγραμμο σχήμα. Τους φακέλους τους είχαν καταχωρήσει με αυστηρά χρονολογική σειρά, ενώ παράλληλα σ' ένα χοντρό βιβλίο ήταν γραμμένα με αλφαβητική σειρά τα ονόματα όλων, όσων για κάποιο λόγο είχαν αναμειχθεί σε κάποια υπόθεση και ακριβώς δίπλα στ' όνομα καθενός, τα στοιχεία του φακέλου στον οποίο θα το έβρισκε κάποιος. Στο εσωτερικό του σκληρού εξωφύλλου κάθε φακέλου, υπήρχε κολλημένο σημείωμα, με μια περίληψη της υπόθεσης για την οποία είχε δημιουργηθεί ο συγκεκριμένος φάκελος. Επίσης ήταν γραμμένος ο αριθμός πρωτοκόλλου, απ' το βιβλίο συμβάντων και, σε περίπτωση που η υπόθεση είχε πάει στην εισαγγελία, υπήρχε ο ανάλογος αριθμός πρωτοκόλλου μαζί με το πρακτικό παράδοσης-παραλαβής.
Οι φάκελοι που περιείχαν υποθέσεις που είχαν «κλείσει», επειδή είχε αποφανθεί τελεσίδικα η δικαιοσύνη γι αυτές, καταλάμβαναν το μεγαλύτερο τμήμα του θαλάμου και ήταν αρχειοθετημένοι στο βάθος του. Αυτοί που δεν είχαν κλείσει και ήταν σε εκκρεμότητα ήταν τοποθετημένοι με τέτοιον τρόπο ώστε να υπάρχει μ' ευκολία η πρόσβαση σ' αυτούς. Οτιδήποτε εύρισκαν θα το έδιναν στον αρχειοφύλακα, έναν κατώτερο αξιωματικό της αστυνομίας κι αυτός θα φρόντιζε να βγάλει φωτοαντίγραφα από τα έγραφα που χρησιμοποιούσαν και θα επέστρεφε τα πρωτότυπα στη θέση τους. Το όλο σύστημα ήταν τελείως αναχρονιστικό και χρονοβόρο σε ό,τι αφορούσε την έρευνα. Ήδη είχε αρχίσει η σταδιακή ψηφιοποίηση, αλλά μέχρι να ολοκληρωθεί θα χρειαζόταν πολύ χρόνος και τεράστιες εργατοώρες.
Ο Άλκης κοίταξε με την άκρη του ματιού του τον Ίκαρο, που είχε ήδη έναν φάκελο μπροστά του και τον μελετούσε με προσοχή κρατώντας κάποιες σημειώσεις σ' ένα τετράδιο που είχε μαζί του. «Χαρτοπόντικας του κερατά!» σκέφτηκε με αηδία ο Άλκης δίνοντας στον συνάδελφό του έναν επιθετικό προσδιορισμό, που έλεγαν οι μάχιμοι αστυνομικοί γι αυτούς που στελέχωναν τα γραφεία της υπηρεσίας. Αμέσως μετάνιωσε. Δεν αντιπαθούσε τον συνάδελφό του, απλά μισούσε καθετί που είχε να κάνει με τις δουλειές γραφείου και σε τελική ανάλυση μισούσε τη γραφειοκρατία που πλεόναζε στην υπηρεσία.
Θυμήθηκε έναν καθηγητή της αστυνομίας που έλεγε με ειρωνική διάθεση: «Στη διεκπεραίωση των ερευνών δεν πρέπει να είσαστε μόνο αποτελεσματικοί, θα πρέπει να είστε και νόμιμοι». Τότε δεν ήταν σε θέση να καταλάβει την έννοια της νομιμότητας. Γι' αυτόν το ένστικτο ήταν αυτό που είχε σημασία και σ' αυτό έδινε προτεραιότητα στις έρευνες που έκανε. Ο καθηγητής σε κάθε περίπτωση έλεγε, πως η πλειοψηφία των ανεξιχνίαστων υποθέσεων, θα βρει λύση σε βάθος χρόνου, από τη μελέτη των φακέλων. Αυτό δυσκολευόταν να το δεχτεί ο Άλκης. Πώς είναι δυνατόν, σκεφτόταν, σε υπόθεση που εκκρεμούσε χρόνια και σχεδόν είχε ξεχαστεί, να βρει κάποιος άκρη με τη μελέτη του φακέλου της! Αυτό ήταν μια διαχρονική απορία που δεν μπορούσε με κανένα τρόπο ν' αποδεχθεί.
Κοίταξε και πάλι τον Ίκαρο και απόρησε που τον έβλεπε να ψάχνει με τόση όρεξη τα έγγραφα που είχε μπροστά του και να σημειώνει κάθε τόσο πάνω στο τετράδιο ό,τι θεωρούσε σημαντικό ή όποια πιθανή απορία είχε. Βλαστήμησε μέσα απ' τα δόντια του και βάλθηκε να διαβάζει τις περιλήψεις των υποθέσεων που νόμιζε ότι θα είχαν κάποια σύνδεση με το πρόβλημα που τους απασχολούσε. Αυτό ήταν μια χρονοβόρα διαδικασία και, κυρίως για τον Άλκη, βαρετή. Στην αρχή όλα όσα έβλεπε του ήταν αδιάφορα και συνέχιζε να φυλλομετρά το χειρόγραφο βιβλίο μηχανικά χωρίς κανένα σχέδιο. Είχε αρχίσει να εκνευρίζεται, όταν το βλέμμα του έπεσε σε μια σημείωση που αναφερόταν στην εβραϊκή συνοικία. Αμέσως σαν να ενεργοποιήθηκε ένα είδος συναγερμού μέσα του, ζήτησε τον συγκεκριμένο φάκελο, τον άνοιξε πάνω στο τραπέζι και βάλθηκε να τον μελετά με προσοχή
--//--
Η Φρόσω ένιωσε μεγάλη ικανοποίηση, όταν ο προϊστάμενος του τμήματος της έδωσε προσωπικά εντολή να συμπληρώσει και να ερευνήσει ηλεκτρονικά την υπόθεση που απασχολούσε το σύνολο της τοπικής αστυνομίας. Μπορεί να ήταν πεπειραμένη σε ό,τι αφορούσε τα ηλεκτρονικά, υστερούσε όμως στην ανάλυση των αστυνομικών υποθέσεων. Αφού φόρτωσε τον υπολογιστή με όσες πληροφορίες είχε στη διάθεσή της, μπήκε στον κεντρικό υπολογιστή της αστυνομίας και με τη διαβάθμιση που είχε, αντέγραφε πληροφορίες που νόμιζε πως θα της ήταν χρήσιμες και τις καταχωρούσε στον φάκελο που ήδη είχε ξεκινήσει. Συμπλήρωσε ό,τι είχε σχέση με τα χθεσινά γεγονότα, τη διακοπή της εκδήλωσης, τα πάντα σε ότι αφορούσε την ΜΚΟ, τους παρευρισκόμενους, καθώς αναλυτικά και όλους τους εργαζόμενους που την κρίσιμη στιγμή ήταν παρόντες.
Η δουλειά της ήταν χρονοβόρα, ενώ η ίδια συγχρόνως απαιτούσε άμεσα αποτελέσματα. Ήξερε πολύ καλά πως από τη δική της αποτελεσματικότητα, εξαρτιόταν κατά μεγάλο μέρος η εξιχνίαση του εγκλήματος, που απασχολούσε όλο σχεδόν το αστυνομικό τμήμα. Στην αρχή έκανε τα πάντα με σχέδιο κι ενθουσιασμό. Φόρτωνε το πρόγραμμα του υπολογιστή με όλα τα δεδομένα της υπόθεσης και συνδυαστικά συμπλήρωνε όσα πιθανώς είχαν σχέση με τα πρόσωπα της υπόθεσης τόσο στο παρόν όσο και στο παρελθόν.
Όσο περνούσαν οι εργατοώρες, μια ελαφριά κόπωση την τύλιγε και άρχισε να παραβιάζει το αρχικό της πρόγραμμα και να συμπληρώνει τον φάκελο με δευτερεύουσες πληροφορίες, που σε πρώτη ανάγνωση δεν είχαν σχέση με το πρόβλημα που την απασχολούσε ή είχαν ελάχιστη σχέση. Έκανε διάφορους συνδυασμούς σύμφωνα με τα πρωτόκολλα που είχε διδαχτεί, αλλά δεν έμενε σ' αυτά, άρχισε ν' αυτοσχεδιάζει ακολουθώντας το ένστικτό της και φόρτωνε τον υπολογιστή με πληροφορίες φαινομενικά ασήμαντες αλλά και με όλα τα πρόσωπα που είχαν έστω κι ελάχιστη επαφή με το θύμα.
Παραβίαζε κατά πολύ τα ωράρια της στην υπηρεσία και σηκωνόταν από το γραφείο της όταν τα μάτια της θόλωναν και καταλάβαινε πως δεν θα μπορούσε να είναι αποτελεσματική στην έρευνά της. Πρώτη πήγαινε στην υπηρεσία της και τελευταία έφευγε. Άρχισε ν' αναρωτιέται αν αυτό που έκανε το έκανε από καθήκον που είχε προς την υπηρεσία της ή αν είχε κάποιον προσωπικό λόγο. «Ανοησίες!», έδωσε αυτόματα την απάντηση στο ερώτημα που η ίδια είχε θέσει στον εαυτό της, «ανοησίες!». Έκανε το καθήκον της και τίποτα παραπάνω. Καθησυχασμένη με την εξήγηση που έδωσε στον εαυτό της, έκλεισε τον ηλεκτρονικό υπολογιστή, αφού πρώτα πήρε back up και ενημέρωσε ένα στικάκι ασφαλίζοντας έτσι όσο καλύτερα μπορούσε τον φάκελο. Κλείδωσε το στικάκι στον φοριαμό ασφαλείας που βρισκόταν πίσω από το γραφείο της, πήρε τα προσωπικά της είδη και βγήκε στον δρόμο.
--//--
Ο Καρατζόγλου βγήκε από το αστυνομικό τμήμα μουρμουρίζοντας μέσα απ' τα δόντια του. Ήταν σίγουρος πως θα μπορούσε να επιβληθεί εύκολα στον αστυνομικό διευθυντή και να τον αναγκάσει να στρέψει τις έρευνες στο χακάρισμα της χθεσινής παρουσίασης. Παραξενεύτηκε με την απόλυτη ηρεμία του αστυνομικού και κυρίως με τον τρόπο που κατάφερε να τον συμμαζέψει, όταν φώναζε και απειλούσε μέσα στο κτίριο. Αυτό είχε να το νιώσει από την αρχή της καριέρας του. Είχε συνηθίσει πλέον να τον αντιμετωπίζουν με σεβασμό, αν όχι με δέος, σε όλες του τις επαγγελματικές επισκέψεις στα κατά τόπους αστυνομικά τμήματα. Αφού τελικά έκανε τ' αυτονόητα, δηλαδή μήνυση κατ' αγνώστων για την ηλεκτρονική επέμβαση κατά τη διάρκεια της παρουσίασης, έφυγε σχεδόν μουδιασμένος από το αστυνομικό τμήμα και σκεφτόταν την περίπτωση να στριμώξει τον διευθυντή με τα πολιτικά μέσα που είχε στη διάθεσή του. Παρ’ όλο που δεν είχε εχθρική αντιμετώπιση, ένιωθε «τσαλακωμένος» με τον τρόπο που τον πήρε από τους διαδρόμους στο γραφείο του ο Παπαδόπουλος.
Βγήκε από το κτίριο προβληματισμένος. Πριν ακόμη φτάσει στο πεζοδρόμιο, έφτασε δίπλα του το πολυτελές αυτοκίνητο με τον οδηγό να κρατά αναμμένη τη μηχανή, ενώ συγχρόνως ο σωματοφύλακάς του, που τον περίμενε, άνοιξε την πίσω πόρτα του αυτοκινήτου για να μπει ο δικηγόρος, ενώ ο ίδιος με γρήγορες κινήσεις κάθισε στη θέση του συνοδηγού. Το αυτοκίνητο ξεκίνησε με σταθερή ταχύτητα, ενώ ήδη ο δικηγόρος με το σύστημα επικοινωνίας που διέθετε το όχημα ζητούσε από τους συνεργάτες του να μάθουν τα πάντα για τον διευθυντή της αστυνομίας. Με ένα ακόμη τηλεφώνημα ζήτησε από βασικό πολιτικό του φίλο τη δυνατότητα να λάβει γνώση του υπηρεσιακού φακέλου του αστυνομικού. Στις αντιρρήσεις του πολιτικού απάντησε κοφτά και με καθαρά επιθετική διάθεση απαίτησε να γίνει αυτό που του ζητούσε άμεσα. Χωρίς να δώσει σημασία στην εύλογη σιωπή του συνομιλητή του, έκλεισε με μια απότομη κίνηση το τηλέφωνό του και το πέταξε με μια περιφρονητική διάθεση δίπλα, στο κάθισμα του αυτοκινήτου. «Πάμε Θεσσαλονίκη», είπε απότομα στον οδηγό, ο οποίος χωρίς να σχολιάσει το παραμικρό πήρε τον δρόμο για την έξοδο από την πόλη.
--//--
Η Στεργιάνα έπινε αμίλητη τον καφέ της στο μπαλκόνι του σπιτιού της, όπως συνήθιζε πάντα τέτοια ώρα να κάνει, μόνο που αυτή τη φορά ούτε απολάμβανε τον καφέ της ούτε παρατηρούσε την κίνηση του κόσμου πάνω στον λιθόστρωτο δρόμο. Δεν είχε πάρει στα χέρια της ούτε ένα από τα αγαπημένα της κουλουράκια κανέλας, που πάντα συνόδευαν αυτή την απογευματινή της απόλαυση. Ήταν σκεπτική κι ένιωθε μια αβεβαιότητα να την τυλίγει, πράγμα που συνέβη λίγες φορές στη ζωή της. Όταν είδε την Ευδοκία με τον αστυνομικό, κατάλαβε πως κανένα μυστικό δεν θα μπορούσε να μείνει κρυφό, τουλάχιστον όχι για πολύ. Δεν ήξερε τι ήταν καλό και τι όχι. Ήθελε να βοηθήσει το «κορίτσι» της, όπως της άρεσε να την αποκαλεί, αλλά αυτή τη στιγμή και ύστερα από την τροπή που πήραν τα γεγονότα, δεν ήταν σε θέση να καταλάβει ποιο ήταν το σωστό και ποιο το λάθος. Θυμήθηκε τον τρόπο που είχε προσπαθήσει να εμποδίσει αυτή και τον αστυνομικό να κατεβούν στο υπόγειο κι αισθάνθηκε ντροπή για τους αφελείς χειρισμούς της. Ήξερε πολύ καλά πως αργά ή γρήγορα κάποιος θα εύρισκε την κρυψώνα και κανείς δεν θα μπορούσε να εμποδίσει την αλήθεια, όποια κι αν ήταν αυτή. Η πείρα της και τα δύσκολα χρόνια που είχε ζήσει την είχαν κάνει σοφή, αλλά όταν έπρεπε ν' αποφασίσει σε κάποιο προσωπικό θέμα η κρίση της ποτέ δεν ήταν σωστή. «Ανάθεμα στα γεράματα!» μουρμούρισε και ήπιε μια γουλιά από τον πικρό καφέ της, «ανάθεμα στην ανημποριά μου!» σκέφτηκε με πίκρα. Ένιωθε πολύ αδύναμη για να προσπαθήσει να επέμβει στη ζωή και στις επιλογές της Ευδοκίας. Το αγαπούσε αυτό το κοριτσάκι! Παρ’ όλο που ήταν πλέον ολόκληρη γυναίκα, γι αυτήν θα ήταν πάντα κοριτσάκι.
Κοίταξε το διπλανό κτίριο και το αμέσως απέναντι. Ήταν δύο διαφορετικά κτίρια που κατασκευάστηκαν στις αρχές του προ-προηγούμενου αιώνα. Ο αρχιτέκτονας που είχε έρθει από τη Γαλλία τα είχε σχεδιάσει και μέχρι ένα σημείο είχε και την επίβλεψη της κατασκευής. Η Στεργιάνα ήταν η μόνη απ' τους επιζώντες κατοίκους της συνοικίας που γνώριζε για την υπόγεια επικοινωνία μεταξύ αυτών των τριών κατοικιών χωρίς όμως να είναι σίγουρη αν υπήρχε και με άλλες κατοικίες. Η περιοχή από την εποχή της οθωμανικής κυριαρχίας είχε μια σχετική αυτονομία και οι κάτοικοι της συνοικίας με το που νύχτωνε έκλειναν τις πύλες στα τρία άκρα της και έτσι κατά κάποιον τρόπο απομονωνόταν απ' την υπόλοιπη πόλη. Φυσικά το ίδιο συνέβαινε και στη χριστιανική συνοικία της πόλης, αλλά στην εβραϊκή το ποτάμι βοηθούσε να γίνει σχεδόν απροσπέλαστη. Ρούφηξε μ' ευχαρίστηση τον καφέ της και άφησε τον εαυτό της ελεύθερο να βυθιστεί στο παρελθόν. Χωρίς να πιεστεί το μυαλό της, ταξίδεψε ανεξέλεγκτα στο παρελθόν χωρίς να κάνει καμία προσπάθεια να «συρράψει» και να καθοδηγήσει τις αναμνήσεις της. Ο ήλιος έπεφτε πάνω στην ανοιχτή κουρτίνα του μπαλκονιού της και γρήγορα μια γλυκιά ζέστη τη χαλάρωσε κι έκλεισε νικημένη τα μάτια της και παραδόθηκε σ' έναν ύπνο εκεί πάνω στην πάνινη πολυθρόνα της.
--//--
Η Ευδοκία ήταν απόλυτα ξαφνιασμένη κι αυτό δεν έκανε καμία προσπάθεια να το κρύψει. Ο αστυνομικός παρακολουθούσε σιωπηλός τις αντιδράσεις της και με την εμπειρία του καταλάβαινε πως η έκπληξή της ήταν γνήσια και αυθόρμητη. Δίπλωσε με προσοχή τα δύο σημειώματα και τα έβαλε στην εσωτερική τσέπη που είχε το ελαφρύ σακάκι που φορούσε. «Θα τα δώσω στα εργαστήρια της υπηρεσίας και θα πάρεις αντίγραφα, μόλις τα παραλάβουν οι εμπειρογνώμονες της αστυνομίας», της είπε. Την κοίταξε για λίγο σκεπτικός και συνέχισε: «Καλό θα είναι να μη συζητήσεις με κανέναν για τα ευρήματά μας». Η Ευδοκία έγνεψε καταφατικά με το κεφάλι ανήμπορη να πει οτιδήποτε. Το σημείωμα του εραστή της την είχε ξαφνιάσει τόσο πολύ, που ένιωθε να μπερδεύεται και να μη μπορεί να βγάλει κανένα λογικό συμπέρασμα. Ακολούθησε μηχανικά τον αστυνομικό, ο οποίος χαιρέτισε την κα Στεργιάνα κι έφυγε προς το αστυνομικό τμήμα.
Σε όλη τη διαδρομή σκεφτόταν τα νέα στοιχεία που είχε στη διάθεσή του κι ένιωθε ακόμη πιο μπερδεμένος. Τίποτα απ' όλα όσα έμαθε δεν βοηθούσε στην επίλυση του προβλήματος. Αντίθετα όλα ήταν ασύνδετα, διέφεραν χρονικά και δεν ήταν καθόλου σίγουρος για το αν υπήρχε σχέση μεταξύ τους. Θυμήθηκε την είσοδο του Καρατζόγλου στο αστυνομικό τμήμα και αναρωτήθηκε για τη σκοπιμότητα αυτής της ενέργειας. Του φαινόταν περιττή η φασαρία που προκάλεσε ο μεγαλοδικηγόρος, γιατί η αστυνομία της πόλης μόνο επικουρική συμβολή είχε στην εκδήλωση, καθώς υπήρχε η ασφάλεια του υπουργού, που είχε τον κύριο λόγο στα μέτρα που θα λαμβάνονταν, όπως και η ιδιωτική ασφάλεια του ιδιοκτήτη. Ο ίδιος είχε θεωρήσει την παρουσία του στην όλη εκδήλωση σαν μια βαρετή κοινωνική υποχρέωση και μόνο η παρουσία του υπουργού τον ανάγκασε να παραβρεθεί μ' ελάχιστους υφισταμένους του. Όλα αυτά με πολιτικά, χωρίς καμία επίσημη ιδιότητα. Κάλυπταν τον χώρο, ενώ στην ουσία δεν είχαν τη δυνατότητα να επιβάλλουν το παραμικρό μέτρο στους παραβρισκόμενους. Αναρωτήθηκε για τη σκοπιμότητα της ξαφνικής επέμβασης του ιδιοκτήτη της ΜΚΟ και τι ακριβώς ήθελε να επιτύχει.
Με αυτές τις σκέψεις μπήκε στο αστυνομικό τμήμα και κατευθύνθηκε αμίλητος προς το γραφείο του. Φώναξε τη Φρόσω, η οποία εμφανίστηκε αμέσως με φανερή κόπωση και κόκκινα μάτια. «Πάρε αυτά», της είπε και της έδωσε τα δύο σημειώματα. «Θέλω να βγάλεις δύο αντίγραφα και να τα δώσεις στα εργαστήρια για εξέταση. Θα ήθελα να τα δει και κάποιος γραφολόγος και να εξεταστεί η πιθανή ημερομηνία που γράφτηκε το καθένα. Γενικά θέλω κάθε πιθανή πληροφορία που θα μπορούσε ν' ανιχνεύσει το εγκληματολογικό εργαστήριο». Η Φρόσω πήρε στα χέρια της τα σημειώματα και τους έριξε μια βιαστική ματιά ξαφνιασμένη από τις εντολές του προϊσταμένου της. Έφυγε αμίλητη προς το γραφείο της χωρίς να πει τίποτα. «Να μη με ενοχλήσει κανείς!» ήταν η τελευταία εντολή του διευθυντή της.
Ο Παπαδόπουλος παρήγγειλε καφέ κι ένα λιτό σάντουιτς από τη διπλανή καφετέρια και βούλιαξε στην πολυθρόνα του γραφείου του με τις σκέψεις να καλπάζουν. Πήρε στα χέρια του τις φωτογραφίες της Ευδοκίας, αυτές που είχε βγάλει στην Πόλη και τις εξέτασε με προσοχή. Το φόντο των φωτογραφιών ήταν γνώριμο και σε μερικές στάθηκε λίγο παραπάνω κοιτάζοντας με προσοχή την τοποθεσία στην οποία πόζαρε η κοπέλα χωρίς να δίνει ιδιαίτερη σημασία στην ίδια. Σταμάτησε για μια στιγμή και μάζεψε τις φωτό απ' το γραφείο του, όταν άκουσε ένα δισταχτικό κτύπημα στην πόρτα. Μπήκε μέσα ο σερβιτόρος της καφετέριας. Του έκανε νόημα ν' αφήσει την παραγγελία στο μικρό τραπεζάκι που ήταν δίπλα στο γραφείο του κι αφού τον ευχαρίστησε, τον πλήρωσε και του ζήτησε να κλείσει την πόρτα. Πήρε το φλιτζάνι με τον καφέ και ρούφηξε μ' ευχαρίστηση μια γερή γουλιά, ενώ έστρεψε όλη την προσοχή του στις φωτογραφίες.
Με μια απότομη κίνηση σηκώθηκε, πήγε στον φοριαμό ασφαλείας που είχε στο πίσω μέρος του γραφείου του, σχημάτισε τον κωδικό της κλειδαριάς και τον άνοιξε. Για μια στιγμή έμεινε αναποφάσιστος, σκεπτικός, σαν κάτι να τον προβλημάτιζε. Έσκυψε, πήρε στα χέρια του τον χαρτοφύλακα με τα σκληρά τοιχώματα, αυτόν που είχε αγοράσει όταν υπηρετούσε στην Πόλη, τον έβαλε πάνω στην άκρη του γραφείου του, σχημάτισε τον αριθμό ασφαλείας και τον άνοιξε. Έβγαλε από μέσα ένα μεγάλο μπεζ φάκελο, κατέβασε τον χαρτοφύλακα στο έδαφος και πήρε στα χέρια του ένα πακέτο με φωτογραφίες που τις συγκρατούσε ένα λαστιχάκι. Κοίταξε για λίγο με νοσταλγία το πακέτο με τις φωτογραφίες, ενώ η σκέψη του κάλπαζε σε άλλες εποχές. Τέντωσε το σώμα του πάνω στην πολυθρόνα και με τα χέρια του έκανε ένα ελαφρύ μασάζ στον αυχένα του κι αμέσως ένιωσε να χαλαρώνει σε απίστευτο βαθμό. Τέντωσε τα πόδια του κι έκλεισε τα μάτια του αναπολώντας μια εποχή που νόμιζε ότι οριστικά την είχε θάψει βαθιά μέσα στη μνήμη του.
Ανεξέλεγκτα το μυαλό του ταξίδεψε στον χρόνο, τότε που σαν νεαρός αξιωματικός τοποθετήθηκε στην ασφάλεια του Ελληνικού προξενείου στην Κωνσταντινούπολη. Ήταν νέος τότε με όνειρα και φιλοδοξίες να κάνει καριέρα σ' αυτόν τον τομέα, με μελλοντική προοπτική να υπηρετήσει στις ελληνικές πρεσβείες και στα προξενεία ανά τον κόσμο. Βολεύτηκε άνετα στο διαμέρισμα που του είχε παραχωρήσει, έναντι ενός συμβολικού ενοικίου, η υπηρεσία και με όλο τον ελεύθερο χρόνο που είχε στη διάθεσή του, βάλθηκε να γνωρίσει την Πόλη. Ξαφνικά βρέθηκε σε μια τεράστια πόλη που ο πληθυσμός της ήταν μεγαλύτερος από τον πληθυσμό της χώρας του. Προμηθεύτηκε έναν λεπτομερέστατο αστικό χάρτη και με αυτόν «εξερευνούσε» τις συνοικίες και τις τουριστικές περιοχές της. Εκτός από το Ταξίμ, που λόγω της δουλειάς του το έβλεπε καθημερινά, αγαπημένες εξορμήσεις ήταν το Ακσαράι, το Καπαλί τσαρσί, η Αγία Σοφιά, το Μπλε Τζαμί, ο Βόσπορος, ο πύργος του Γαλατά, τα Θεοδοσιανά τείχη, το Φανάρι με το πατριαρχείο, η Αιγυπτιακή αγορά, ακόμη και οι περιθωριακές συνοικίες με το πλήθος των ανθρώπων που προσπαθούσαν εναγωνίως να βγάλουν λίγες λίρες για να μπορέσουν να θρέψουν την οικογένειά τους κάνοντας κυριολεκτικά δουλειές του ποδαριού.
Εκείνο που τον σημάδεψε, χωρίς να το καταλάβει στην αρχή, ήταν η επίσκεψη του στη Βασιλική Κιστέρνα, την Κιστέρνα του Ίλλου ή Γερεμπατάν Σαρνιτζί όπως την έλεγαν πλέον οι Τούρκοι. Η Κιστέρνα είναι μια υπόγεια δεξαμενή που κατασκεύασε αρχικά ο Flavius Valerius Aurelius Constantinus, ο γνωστός μας Μέγας Κωνσταντίνος, όταν έκτιζε την πόλη, για την υδροδότησή της. Μετά την καταστροφή της κατά τη διάρκεια της στάσης του Νίκα, ξαναχτίστηκε από τον Ιουστινιανό κι από τότε υδροδοτεί ανελλιπώς την πόλη. Ο Παπαδόπουλος ήθελε οπωσδήποτε να δει αυτή την κατασκευή κι ένα μεσημέρι του Αυγούστου αποφάσισε να την επισκεφτεί. Η δεξαμενή ήταν πολύ κοντά στην Αγιά Σοφιά, τις χώριζαν 150 μέτρα στην περιοχή Σουλτάν Αχμέτ στο ιστορικό κέντρο.
Με το που κατέβηκε τα λίγα μέτρα απ' την επιφάνεια της γης και μπήκε στο μισοσκόταδο της στέρνας ρίγησε κι ένιωσε μια δροσιά να τον τυλίγει. Θαύμαζε την κατασκευή που στηριζόταν σε 336 κίονες, όπως έλεγε το τουριστικό φυλλάδιο που είχε προμηθευτεί. Αφηρημένος περπατούσε πάνω στη στενή, μεταλλική γέφυρα που προφανώς είχε κατασκευαστεί για να εξυπηρετεί τους τουρίστες, όταν ξαφνιασμένος σταμάτησε απότομα για να δει τα δύο γοργόνεια με την κεφαλή της Μέδουσας, που ήταν το ένα τοποθετημένο ανάποδα και το άλλο στο πλάι.
Η απότομη στάση ανάγκασε τη γυναίκα που ερχόταν πίσω του να μην προλάβει να συγκρατηθεί και να πέσει κυριολεκτικά πάνω του. Με τα καλά αντανακλαστικά του συγκράτησε τη γυναίκα κι έπιασε κυριολεκτικά στον αέρα την τσάντα της λίγο πριν πέσει στο νερό της δεξαμενής. Ντροπιασμένος ζήτησε στ' αγγλικά συγνώμη. Χωρίς να περιμένει κάποια απάντηση από τη γυναίκα, της έδωσε την τσάντα στα χέρια και συνέχισε να περπατά με προσοχή πάνω στη γέφυρα.
Λίγα μέτρα πιο κάτω στο πλάτωμα σταμάτησε και θαύμαζε τις τεράστιες κεφαλές της Μέδουσας και αναρωτιόταν γιατί οι κατασκευαστές τις χρησιμοποίησαν στο κτίσιμο της δεξαμενής. Η απάντηση ήταν απλή. Σε μια εποχή φανατικών χριστιανών κανείς δεν έδινε σημασία στις δοξασίες και στην καλλιτεχνική ποιότητα των παγανιστών. Τα γοργόνεια ήταν τεράστιες μονολιθικές κατασκευές και με τον όγκο και κυρίως το βάρος τους, ήταν χρήσιμα στο κτίσιμο. Ήταν γνωστό πως οι περισσότεροι χριστιανικοί ναοί κτίστηκαν βασικά με υλικά των αρχαίων κτισμάτων.
Πριν προλάβει να ολοκληρώσει τις σκέψεις του, το βλέμμα του έπεσε στη γυναίκα με την οποία άθελά του είχε συγκρουστεί. Την κοίταξε για λίγα δευτερόλεπτα και του κόπηκε η ανάσα. Αυτό που έβλεπε ξεπερνούσε κάθε στάνταρ που είχε οριοθετήσει με το μυαλό του για μια γυναίκα. Ψηλή, λεπτή, ευκίνητη, με μια χάρη που δεν μπορούσε να προσδιορίσει τι ακριβώς του θύμιζε κι ένα πρόσωπο που του θύμιζε αρχαίο άγαλμα. Ακόμη και το κτένισμα των μαλλιών της ήταν τόσο πολύπλοκο, που του φάνηκε να έχει ομοιότητα με το κτένισμα των Καρυάτιδων. Φορούσε ένα μεταξωτό κουστούμι, σε μπεζ απόχρωση, μ' ένα ελαφρώς πιο σκούρο πουκάμισο. Στα χέρια της κρατούσε με άνεση την τσάντα και φορούσε ασορτί παπούτσια. Αμήχανος έψαχνε κάποιο τρόπο να την προσεγγίσει, αλλά εκείνη τη στιγμή τίποτα έξυπνο δεν του ερχόταν να πει και απελπισμένος την κοίταζε σαν μαγεμένος. Αυτή χαμογέλασε και νόμισε πως φωτίστηκε όλη η δεξαμενή! «Ευχαριστώ για τη βοήθεια» του είπε στ' αγγλικά και αμέσως ένα κύμα ευφορίας ένιωσε να τον πλημυρίζει. «Δεν έκανα τίποτα! Εξ άλλου εγώ έφταιγα», άκουσε τον εαυτό του να ψελλίζει στην ίδια γλώσσα, ενώ συγχρόνως προσπαθούσε να καταλάβει αν η συνομιλήτριά του συνοδευόταν. Πολύ γρήγορα κατάλαβε ότι ήταν μόνη της και το ηθικό του αναπτερώθηκε, γιατί ήξερε πολύ καλά ότι ήταν πολύ δύσκολο, αν όχι αδύνατο, να πιάσει κάποιος άνδρας κουβέντα με συνοδευόμενη γυναίκα, ειδικά στην Τουρκία.
«Γιώργος Παπαδόπουλος», της είπε προσπαθώντας να συστηθεί, όταν η κυρία σε πολύ καλά Ελληνικά του είπε: «Α! Έλληνας είστε;» Στην ουσία δεν ρώτησε, απλά το πιστοποίησε. Πριν προλάβει να συνέλθει από την έκπληξη του, την άκουσε να συνεχίζει με χαμηλή φωνή, που στ' αυτιά του έμοιαζε με κελάρυσμα. «Dolunay Aksu» είπε απλώνοντας συγχρόνως το χέρι της. Ασυναίσθητα της έπιασε το χέρι, ενώ αναρωτιόταν πώς ήταν δυνατόν μια γυναίκα της Τουρκίας να δίνει με τόση ευκολία το χέρι της σ' έναν άγνωστο άντρα. «Dolunay», σκέφτηκε και ανατρίχιασε. «Dolunay, δηλαδή Πανσέληνος». Η πανσέληνος (κάθε πανσέληνος) ήταν κάτι σαν πλατωνικός έρωτας γι αυτόν. Με κάποιον δισταγμό της πρότεινε να πιουν παρέα ένα τσάι στο καφέ που ήταν δίπλα στην Αγιά Σοφιά. «Τώρα θ' αρνηθεί», σκέφτηκε με απογοήτευση, η Dolunay όμως δέχτηκε και αυτό τον ξάφνιασε θετικά.
Σε λίγο κουβέντιαζαν φιλικά και αντάλλασαν πληροφορίες για τη ζωή τους. Το καφέ δεν είχε καμία σχέση με τα καφέ της πατρίδας του. Καναπέδες ξύλινοι, στρωμένοι με χωριάτικες πατανίες, που αντί να δίνουν ένα φολκλορικό στυλ στο καφέ, έδιναν ένα τελείως κακόγουστο θέαμα με τα χαμηλά τραπεζάκια που κάθε άλλο παρά βολικά ήταν. Η Dolunay (όπως του είπε) είχε Τούρκικες ρίζες από τη μεριά του πατέρα της και Ελληνοαρμένικες από την πλευρά της μητέρας της. Είχε σπουδάσει στην Αγγλία και την Αμερική. Γρήγορα έμαθε πως ο πατέρας της εγκατέλειψε τη μητέρα της και πως μεγάλωσε με τη γιαγιά της και την προγιαγιά της από την πλευρά της μάνας της.
Ο ίδιος απέφυγε να της πει την ιδιότητά του και ότι υπηρετούσε στο Ελληνικό προξενείο. Αυτό ήταν μια πάγια σύσταση της υπηρεσίας του, απέφευγαν να δημοσιοποιούν την πραγματική τους ταυτότητα στους ξένους. Νιώθοντας μια περίεργη έξαψη ρουφούσε χωρίς καμία επεξεργασία ότι του έλεγε και σε κάθε χαμόγελό της νόμιζε πως άστραφτε και η μέρα γινόταν ακόμη πιο φωτεινή. Ο Γιώργος ένιωθε παράξενα, ποτέ καμία γυναίκα δεν του δημιούργησε τέτοια αναστάτωση. Την κοίταζε και νόμιζε πως τη γνώριζε από πάντα. Ήταν μια στιγμή που πίστεψε ότι ήταν kismet (γραφτό) να συναντηθούν και να γνωριστούν μ' αυτόν τον τρόπο. Χαμογέλασε αχνά, του φαινόταν παράξενο που δεχόταν ανατολίτικες θεωρίες όπως τη συγκεκριμένη αραβική. «Τελικά ασπαζόμαστε και δεχόμαστε ότι μας βολεύει κατά περίπτωση», σκέφτηκε.
Χαμογέλασε ακόμη πιο πλατιά με αυτή την αταβιστική σκέψη, πράγμα που δεν πέρασε απαρατήρητο από τη συνομιλήτριά του, που του είπε χαμογελώντας κι αυτή. «Τι σκέφτεσαι; Γιατί χαμογελάς;» Η ερώτησή της τον επανέφερε στην πραγματικότητα και με μια αξιοθαύμαστη ετοιμότητα της απάντησε. «Ευχαριστώ την τύχη μου, γιατί είχα την ευκαιρία να σε γνωρίσω». Το είπε και χαμογέλασε πλατιά δείχνοντας την πραγματική του ευχαρίστηση. Ένιωσε μια άγρια χαρά όταν του είπε πως για τους επόμενους έξι μήνες θα παρακολουθούσε μια σειρά σεμιναρίων για ξένες γλώσσες στο πανεπιστήμιο της Κωνσταντινούπολης.
Δεν μπορούσε να θυμηθεί πόσες ώρες κάθισαν στο καφέ. Τη συνόδεψε μέχρι τη στάση του τραμ κι έδωσαν ραντεβού για την επομένη μπροστά στο κτίριο του πανεπιστημίου. Την είδε να υψώνει το χέρι της και να τον χαιρετά μέσα από το τραμ, που έφυγε στριγκλίζοντας πάνω στις ράγες λόγω της ανηφόρας προς το Aksaray. Έβλεπε το τραμ ν' απομακρύνεται κι ένα σφίξιμο στο στομάχι τον κυρίεψε. Νόμιζε πως κάτι δικό του απομακρυνόταν. Στην υπηρεσία του δεν ανέφερε τίποτα γι αυτή τη συνάντησή του. Αν και δεν υπήρχε κάποιο επίσημο πρωτόκολλο πάνω σ' αυτό το θέμα, τους είχαν γίνει αυστηρές συστάσεις ν' αναφέρουν οποιαδήποτε επαφή που θα είχαν με ντόπιους και αλλοδαπούς στην Πόλη. Ο Γιώργος όμως δεν μπορούσε να κατατάξει τη γνωριμία του μ' αυτή τη γυναίκα σαν μια απλή επαφή. Γι' αυτόν η γνωριμία τους ήταν ανεπάντεχη συγκυρία. Η συνάντησή τους σε αυτό το ιστορικό μέρος ήταν γι αυτόν ό,τι καλύτερο του είχε συμβεί από την πρώτη μέρα που πάτησε το πόδι του στην Πόλη, πίστεψε πως η μοίρα είχε φροντίσει γι αυτή τη γνωριμία.
Ο ίδιος ήταν λάτρης της ιστορίας κι ένιωθε κολλημένος με καθετί αρχαιοελληνικό ή ακόμη με καθετί ιστορικό. Η τοποθέτησή του στην Πόλη ήταν ό,τι πιο καλό θα περίμενε να του τύχει στην καριέρα του. Από τις πρώτες μέρες της παραμονής του ένιωθε πως η Κωνσταντινούπολη τον μάγευε και σταδιακά τον κατακτούσε. Ήταν γι' αυτόν μια πόλη μυθική, κρυμμένη πίσω από ιστορικά στοιχεία και παραδόσεις που τον είχαν μαγέψει από την εφηβεία του. Θυμόταν τη γιαγιά του, όταν του περιέγραφε την Πόλη των Πόλεων, τη δική τους Πόλη έστω κι αν δεν τους ανήκε πλέον, έστω κι αν ήταν πόλη άλλου κράτους. Ήταν μια τοποθεσία που, αν και δεν είχε ζήσει εκεί ποτέ στο παρελθόν, και μόνο στο άκουσμα του ονόματός της ένιωθε μια ανεξήγητη νοσταλγία. Απίστευτες ήταν οι βόλτες που έκανε στο ιστορικό κέντρο και αποτελούσαν γι αυτόν μια γνωριμία με την ιστορία, ένιωθε σαν να του συστηνόταν η ίδια η Κωνσταντινούπολη. Θεώρησε τη γνωριμία του με την Dolunay σαν εύνοια της τύχης, ποτέ δεν είχε νιώσει κάτι παρόμοιο γι' άλλη γυναίκα, αισθανόταν σαν έφηβος που δεν μπορούσε να διαχειριστεί τα συναισθήματα του. Οι λίγες ώρες που μεσολαβούσαν μέχρι το επόμενό τους ραντεβού του φάνηκαν ατελείωτες. Όταν κατάλαβε ότι οι συνάδελφοι από την υπηρεσία τον κοίταζαν παραξενεμένοι, ηρέμησε κι έβαλε τα συναισθήματά του σε μια τάξη.
Την περίμενε στο πεζοδρόμιο ακριβώς απέναντι από το πανεπιστήμιο. Χάζευε τα τεράστια σκαλιστά μάρμαρα, απομεινάρια κάποιου άλλου ένδοξου παρελθόντος και αναρωτιόταν τι να συμβόλιζαν άραγε αυτά που έβλεπε, όταν μύρισε το άρωμά της. Δεν χρειάστηκε να γυρίσει για να σιγουρευτεί, ήταν βέβαιος ότι ήταν δίπλα του. Στράφηκε προς το μέρος της και χαμογέλασε χαρούμενος με αυτό που αντίκρισε. Η Dolunay στεκόταν απέναντι του μ' ένα χαμόγελο που άστραφτε μέσα στον μεσημεριάτικο ήλιο. Ντυμένη με τζιν και λευκό πουκάμισο έμοιαζε σχεδόν σαν κοριτσάκι. Κρατούσε μια μεγάλη τσάντα στο χρώμα του φυσικού δέρματος (που σίγουρα μέσα είχε τα βιβλία με τις σημειώσεις της) και αναλόγου χρώματος στρωτά παπούτσια. Έδειχνε καθαρά αυτό που ήταν, δηλαδή μια νεαρή φοιτήτρια. «Γεια σου», του είπε στα ελληνικά, «περίμενες πολύ;»
Ο Γιώργος ένιωθε μια πρωτόγνωρη χαρά που την είχε συναντήσει ξανά και σχεδόν δεν άκουσε την ερώτηση. Σαν να ξύπνησε ξαφνικά από ένα λήθαργο της απάντησε: «Όχι, όχι! Πριν λίγα λεπτά ήρθα». Την κοίταζε και ένιωθε ενοχή σαν να έκανε εκείνη τη στιγμή κάτι ξεδιάντροπο, όταν την άκουσε να του λέει. «Έχεις κάποιο πρόγραμμα; Θέλεις να πάμε σε κάποιο συγκεκριμένο μέρος;» «Αυτό το αφήνω αποκλειστικά σε σένα», της είπε χαμογελώντας. Του ανταπέδωσε το χαμόγελο και του είπε: «Πάμε λοιπόν!» Περπάτησαν ο ένας δίπλα στον άλλο κουβεντιάζοντας σαν δυο παλιοί φίλοι. Οι τυχαίες επαφές των σωμάτων τους καθώς περπατούσαν δημιουργούσαν μια μικρή αλλά ευχάριστη αναστάτωση στον Γιώργο, πράγμα που η Dolunay δεν έδειχνε ν' αντιλαμβάνεται.
Η βόλτα τους ήταν χαλαρή και ανέμελη. Η γυναίκα τού μιλούσε για τους δρόμους που διέσχιζαν και για ό,τι ήξερε από την ιστορία της περιοχής. Κάποιες φορές δυσκολευόταν να βρει την κατάλληλη λέξη στα ελληνικά και τότε επιστράτευε την ανάλογη έννοια στ' αγγλικά. Τον οδήγησε μέσα από το Καπαλί Τσαρσί, με τους εμπόρους να προσπαθούν φορτικά να τους πουλήσουν την πραμάτεια τους, ρούχα «μαϊμού» και ντόπιας προέλευσης, ναργιλέδες και διάφορα μικροαντικείμενα. Ακόμη και χρυσοχοεία μαζί με μαγαζάκια που πουλούσαν χαλιά στριμώχνονταν στους στενούς διαδρόμους ανάμεσα στο πλήθος των επισκεπτών. Του εξήγησε πως λίγα μόνο χρόνια μετά την κατάληψη της πόλης από τον Fatih Sultan Mehmed τα εν λόγω μαγαζάκια κτίστηκαν για να στεγάσουν τ' άλογα του Πορθητή. Ο Γιώργος την κοίταξε παραξενεμένος, μα δεν είπε τίποτα, απλά αναρωτήθηκε ποια τεχνογνωσία μπορούσαν να έχουν οι κατακτητές της Πόλης εκείνη την εποχή, για να μπορέσουν να φέρουν σε πέρας ένα τέτοιο έργο.
Με πολύ αργό ρυθμό λόγω της πολυκοσμίας διέσχισαν τη σκεπαστή αγορά και πέρασαν στην Αιγυπτιακή αγορά, με εμπόρους να διαλαλούν τα εμπορεύματά τους, κυρίως μπαχαρικά και αποξηραμένα φρούτα, τρόφιμα, αλλά και «μαϊμού» ρούχα, όπως και ηλεκτρονικά. Φορτικά οι ιδιοκτήτες και οι υπάλληλοι των μαγαζιών προσπαθούσαν να τραβήξουν την προσοχή των περιηγητών με την ελπίδα να καταφέρουν να πουλήσουν τα εμπορεύματά τους. Διέσχιζαν χαλαρά την αγορά, ενώ άκουγαν παζάρια και συνομιλίες σε κάθε πιθανή γλώσσα που ήξεραν.
Πέρασαν στο Eminonu. Το λιμάνι έσφυζε από ζωή με τα φέρι μποτ και τα άλλα πλοία να διασχίζουν τα νερά, με τις σφυρίχτρες τους να ουρλιάζουν κατά περίσταση. Ο Γιώργος είχε εντυπωσιαστεί με όλα όσα έβλεπε για πρώτη φορά. Ξαφνιάστηκε μόλις αντίκρισε τον μεσαιωνικό πύργο του Γαλατά και αμέσως έβγαλε από το τσαντάκι του τη φωτογραφική μηχανή. Τράβηξε πολλές φωτογραφίες έχοντας σαν στόχο εκτός από τα τοπία και τη συνοδό του. Πολύ γρήγορα η γυναίκα το αντιλήφθηκε και χαμογέλασε με συγκατάβαση χωρίς να δυσανασχετήσει.
Έφτασαν στην περίεργη γέφυρα του Γαλατά, που ενώνει το Eminonu με το Karakoy, ενώνει δηλαδή τις δύο ακτές της ευρωπαϊκής πλευράς της χώρας. Εντυπωσιάστηκε με το πλήθος των ερασιτεχνών ψαράδων, που υπομονετικά έριχναν τις δολωμένες πετονιές τους στα νερά του Βοσπόρου. Έντεχνα η Dolunay τον οδήγησε κάτω από τη γέφυρα και αντίκρισε μια σειρά από ψαροταβέρνες με τα γκαρσόνια να προσπαθούν να προσεγγίσουν τον κάθε τουρίστα ή ντόπιο που περνούσε από δίπλα τους. Διάλεξε ένα τραπέζι δίπλα στο στηθαίο με εκπληκτική θέα στον Βόσπορο. Σε λίγο τους σέρβιραν, αρχικά balik ekmek, το διάσημο «βρώμικο» σάντουιτς με ψάρι και στη συνέχεια τα θαλασσινά που παρήγγειλε η Dolunay. Απέναντι τους έβλεπαν αμυδρά το Suleymaniye Cami και την Αγία Σοφία υπό γωνία. Έφαγαν με όρεξη τους ψαρομεζέδες, κουβεντιάζοντας χαλαρά σαν να ήταν παλιοί γνώριμοι. Κάθε φορά που η γυναίκα χαμογελούσε, ο Γιώργος αισθανόταν ένα κύμα ενθουσιασμού να τον πλημυρίζει και νόμιζε πως το κάθε χαμόγελο, η κάθε ματιά της ήταν γι αυτόν. Αυτή ήταν η πρώτη τους έξοδος.
Ακολούθησαν κι άλλες με επισκέψεις σε κάθε αξιοθέατο της Πόλης. Ένα δειλινό, ενώ απολάμβαναν το ποτό τους σ' ένα καφέ πάνω από τη γέφυρα των 15 Μαρτύρων και κάτω από το φως της πανσελήνου, έσκυψε και τη φίλησε. Αυτή ανταποκρίθηκε. Αυτό το φιλί ο Γιώργος το θυμόταν πάντα, σχεδόν ένιωθε κάθε φορά το άρωμά της και τη γεύση των χειλιών της. Έγιναν ζευγάρι και ήταν η καλύτερη περίοδος της ζωής του. Aπό τα χρόνια που σπούδαζε ήταν ο μόνος απ' τη σχολή που είχε τις λιγότερες σχέσεις με γυναίκες, για την ακρίβεια είχε ελάχιστες σχέσεις και γι αυτό γινόταν τακτικά αντικείμενο σχολίων από τους συμφοιτητές του. Όταν προσπαθούσε να τους εξηγήσει ότι στα πιστεύω του ήταν η επιλογή και όχι η συλλογή των γυναικών, τον αντιμετώπιζαν με γέλια που σε μερικές περιπτώσεις έφταναν στον χλευασμό. Βασικά ούτε η επιλογή ήταν κριτήριο για αυτόν, περίμενε πάντα να νιώσει αυτό που έλεγε, να αισθανθεί κάποιο «κλικ» για μια γυναίκα και μετά να ενδιαφερθεί. Η Dolunay ήταν ό,τι καλύτερο του είχε τύχει μέχρι τότε στη ζωή του. Απολάμβανε τον έρωτά του μαζί της, σίγουρος ότι η «επιλογή» του ήταν αυτή τη φορά η καλύτερη, η μοναδική, αυτή που περίμενε και φανταζόταν πως θα εύρισκε κάποια στιγμή στη ζωή του. Κάποιες στιγμές αναρωτιόταν αν κι αυτή ένιωθε κάτι ανάλογο γι αυτόν. Παρ’ όλο που ποτέ δεν του έδειξε κάτι αντίθετο, πάντα είχε στην άκρη του μυαλού του μια μικρή αμφιβολία και αυτό τον βασάνιζε. Όταν όμως βρισκόταν μαζί, κάθε αμφιβολία εξαφανιζόταν και ζούσε τις «στιγμές» μαζί της σαν να ήταν οι τελευταίες, σαν να μη υπήρχαν άλλες.
«Dolunay!» σκέφτηκε και χαμογέλασε αμυδρά τεντώνοντας το σώμα του πάνω στην καρέκλα κι έκλεισε τα μάτια του σαν να περίμενε να την ξαναδεί.
Ένα απότομο κτύπημα στην πόρτα ξάφνιασε τον Γιώργο. Κατέβασε απότομα τα πόδια του από το γραφείο και η ονειροφαντασία εξαφανίστηκε αμέσως κι αυτός προσγειώθηκε στην πραγματικότητα. «Εμπρός!» είπε βαριεστημένα, βλαστημώντας μέσα του που του διέκοψαν το ταξίδι. Η πόρτα άνοιξε και μπήκε μέσα διστακτικά η Φρόσω και με απαλή φωνή είπε: «Συγνώμη αστυνόμε. Έπρεπε να σε δω, γιατί συμβαίνει κάτι παράξενο». Την κοίταξε με τα φρύδια του να σχηματίζουν ερωτηματικό χωρίς όμως να της πει κάτι και η Φρόσω, αφού πήρε μια βαθιά ανάσα, συνέχισε. «Έκανα έναν καινούργιο φάκελο στον υπολογιστή και τον «φόρτωσα» με όλα τα στοιχεία που έχουμε, τόσο για την τωρινή υπόθεση όσο και για τις υποθέσεις που έχουμε υποψία ότι ίσως έχουν κάποια σχέση. Περιέχει στοιχεία για πρόσωπα, γεγονότα και για την περιοχή της εβραϊκής συνοικίας».
Ο αστυνόμος συνέχιζε να την κοιτάζει αμίλητος περιμένοντας με υπομονή να δει πού θα καταλήξει η υφισταμένη του. Η Φρόσω συνέχισε πάντα με χαμηλή φωνή. «Όταν ζητάω από τον υπολογιστή να μου κάνει «σύνδεση» προσώπων και γεγονότων με τις τοποθεσίες, μου βγάζει ένα όνομα να συνδέεται κατά πλειοψηφία με τα ζητούμενα του φακέλου, χωρίς όμως να δείχνει ξεκάθαρα τον λόγο και τον τρόπο ανάμειξης». Σταμάτησε για μια στιγμή για να πάρει μια βαθιά ανάσα, αλλά και να δει αν κέντρισε το ενδιαφέρον του προϊσταμένου της. Ο αστυνόμος την κοίταζε υπομονετικά, αλλά εξακολουθούσε να μένει αμίλητος, μη φανερώνοντας ούτε στο ελάχιστο το ενδιαφέρον του για όσα του έλεγε. «Το πρόσωπο που είναι αναμεμειγμένο στα περισσότερα δεδομένα είναι ο Καρατζόγλου».
Σταμάτησε απότομα την ενημέρωση σαν να περίμενε κάποια αντίδραση από τον συνομιλητή της. Ο αστυνόμος την κοίταξε ψυχρά χωρίς να φανερώνει ότι αυτά που του είπε του έκαναν εντύπωση. Μετά από μια μικρή παύση, της είπε: «Να μου κάνεις μια λεπτομερή αναφορά γι αυτά που σου δείχνει ο υπολογιστής με απόλυτη εχεμύθεια. Δεν θέλω να μάθει κανείς, εκτός από μένα, για τον φάκελο που δημιούργησες ούτε για τα πιθανά συμπεράσματα που θα βγουν από τις ενέργειές σου. Θα δίνεις αναφορά μόνο σε μένα με άκρα μυστικότητα». Η Φρόσω ξαφνιάστηκε με την απαίτηση του προϊσταμένου της. Αυτό ήταν κάτι ασυνήθιστο και ξέφευγε από τα πρωτόκολλα λειτουργίας ενός αστυνομικού τμήματος, ωστόσο κούνησε καταφατικά το κεφάλι της χωρίς να εκφράσει καμία αντίρρηση. «Όπως διατάζεις αστυνόμε», είπε ψυχρά και βγήκε από το γραφείο.
--//--
Ο Άλκης φυλλομετρούσε τον φάκελο που είχε μπροστά του κι άρχισε κι αυτός να κρατά σημειώσεις στο μπλοκάκι που είχε δίπλα του. Υπήρχε μια καταγγελία από τη Στεργιάνα Τόσκα εναντίον του Καρατζόγλου για απειλή και χρήση λεκτικής βίας, όταν ο δικηγόρος προσπάθησε ανεπιτυχώς ν' αγοράσει την ιδιοκτησία της ηλικιωμένης κυρίας. Η υπόθεση δεν έφτασε ποτέ στα δικαστήρια, αλλά από τις αρχικές καταθέσεις τόσο των αυτοπτών μαρτύρων όσο και της κας Στεργιάνας ήταν φανερό πως αρχικά υπήρχαν λόγοι δίωξης, σταδιακά όμως οι μάρτυρες άλλαξαν την αρχική κατάθεσή τους και στις νέες καταθέσεις κυριαρχούσαν το «δεν είδα», «δεν άκουσα» και «δεν κατάλαβα». Έμεινε στο τέλος μόνο η κατάθεση της γηραιάς κυρίας, που ερχόταν σε αντίθεση με την άποψη του μεγαλοδικηγόρου. Αναγκαστικά η υπόθεση μπήκε στο αρχείο, εξ άλλου κανείς εισαγγελέας δεν είχε διάθεση με τόσα λίγα στοιχεία να πάει κόντρα στον Καρατζόγλου.
Ο Άλκης πήρε στα χέρια του ένα λεπτομερή χάρτη της εβραϊκής συνοικίας και τον παρατηρούσε για αρκετή ώρα. Πολύ γρήγορα κατάλαβε πως η ιδιοκτησία της κας Στεργιάνας είχε μια μικρή πρόσβαση στον κεντρικό δρόμο της συνοικίας και ήταν κυριολεκτικά κυκλωμένη από τις ιδιοκτησίες του μεγαλοδικηγόρου. Περιφερειακά στα όρια της ιδιοκτησίας της ηλικιωμένης κυρίας εφαπτόταν τα όρια των ιδιοκτησιών του δικηγόρου. Κοίταζε τον χάρτη σκεπτικός προσπαθώντας να καταλάβει τι μπορεί να σημαίνει αυτό που έβλεπε αποτυπωμένο στο σχεδιάγραμμα. Βασικά δεν έβλεπε κάτι παράνομο, αλλά το αστυνομικό του ένστικτο του έδειχνε πως κάτι υπήρχε. Έγραψε τις σκέψεις του στο πρόχειρο σημειωματάριο και συνέχισε να ελέγχει τον φάκελο με μεγαλύτερη προσοχή, δίνοντας περισσή σημασία σε κάθε λεπτομέρεια.
--//--
Ο μεγαλοδικηγόρος μπήκε φουριόζος στο γραφείο του στον ένατο όροφο, στην οικοδομή που βρισκόταν πολύ κοντά στα Δικαστήρια Θεσσαλονίκης. Το γραφείο του καταλάμβανε όλο τον όροφο, χωρισμένο σε χώρο υποδοχής και ανεξάρτητες αίθουσες για τους συνεργάτες του. Το προσωπικό του γραφείο ήταν τεράστιο, με απίστευτη θέα προς τον Θερμαϊκό κόλπο. Ζήτησε καφέ από τη γραμματέα του κι έδωσε εντολή στο τηλεφωνικό κέντρο να μην ενοχληθεί για κανέναν λόγο. Άφησε την τσάντα του στο τεράστιο δρύινο τραπέζι και κάθισε στη δερμάτινη πολυθρόνα πίσω από το σκαλιστό τραπέζι που χρησιμοποιούσε για γραφείο. Μόλις του σερβίρανε τον καφέ, σηκώθηκε και κλείδωσε την πόρτα, διασφαλίζοντας μ' αυτόν τον τρόπο ότι κανείς δεν θα τον ενοχλούσε. Ήπιε μια γερή γουλιά από τον γαλλικό καφέ κι έκλεισε για μια στιγμή τα μάτια του προσπαθώντας να βάλει σε τάξη τις σκέψεις του και ν' αξιολογήσει τα γεγονότα που τον ενδιέφεραν. Όλες τις μεγάλες υποθέσεις τις είχε αφήσει στους συνεργάτες του, αυτός απλά θα ενημερωνόταν στις εβδομαδιαίες συγκεντρώσεις και θα έδινε πιθανές κατευθύνσεις και οδηγίες. Επί του παρόντος τον απασχολούσαν τα γεγονότα της εβραϊκής συνοικίας στην πόλη που μεγάλωσε, ο φόνος του Παπαδόπουλου και η απίστευτη τροπή που είχε πάρει η εκδήλωση που με τόσο κόπο ετοίμαζε και τα οφέλη που περίμενε από αυτή τα οποία γύρισαν εναντίον του. Το στραπάτσο που έπαθε με το «χακάρισμα» των ηλεκτρονικών συσκευών ήταν κάτι που ξεπερνούσε κάθε φαντασία. Προσπαθούσε να σκεφτεί ποιος θα μπορούσε ν' αναλάβει και να εκτελέσει μια τόσο δύσκολη επιχείρηση και δεν μπορούσε να καταλήξει πουθενά. Ο κατάλογος των εχθρών του ήταν ατελείωτος, αλλά δεν μπορούσε να καταλήξει στο ποιος είχε τη δυνατότητα να οργανώσει μια τέτοια επιχείρηση, γιατί στην ουσία όλο αυτό το «κάζο» ήταν μια καλά οργανωμένη δουλειά, που απαιτούσε τόλμη και εξειδικευμένα άτομα για την εκτέλεση. Είχε ζητήσει εξηγήσεις από την εταιρεία που κάλυπτε ηλεκτρονικά την εκδήλωση, είχε κάνει μήνυση κατ' αγνώστων και είχε ζητήσει ευθύνες από τον επί κεφαλής της ιδιωτικής ασφαλείας που είχε για την προστασία του. Οι εχθροί του ήταν πάρα πολλοί και δεν ήταν σε θέση έτσι απλά να κάνει την παραμικρή αξιολόγηση, εξ άλλου μέσα σ' αυτούς θα έπρεπε να βάλει και μια ολόκληρη στρατιά από ανταγωνιστές στο επάγγελμα, αλλά κι ένα σωρό πολιτικούς, που για διαφόρους λόγους ήταν ενοχλημένοι από κάποια ενέργειά του στο παρελθόν. «Σκατά!» είπε δυνατά εξωτερικεύοντας τις σκέψεις του. «Σκατά κι απόσκατα!» Ο κατάλογος των υπόπτων ήταν τόσο μεγάλος που θα ήταν απίθανο να μπορέσει να τον βάλει σε τάξη.
Πήρε στο χέρι του το πιο ασφαλές τηλέφωνο από τις τρεις συσκευές που είχε πάνω στο γραφείο του, σχημάτισε έναν αριθμό χωρίς να συμβουλευθεί καμία σημείωση και σε λίγο μιλούσε με τον υπουργό προϊστάμενο του Γιώργου Παπαδόπουλου. Αφού στην αρχή μίλησαν κοινότυπα ρωτώντας ο ένας τον άλλο (χωρίς να το εννοούν) για υγεία και διάθεση, ο δικηγόρος ζήτησε από τον υπουργό μια χάρη υπενθυμίζοντάς του την υποχρέωση που του είχε από το παρελθόν. «Μ' ενδιαφέρει ο διοικητής της πόλης που ζω», του είπε χωρίς περιστροφές. «Θέλω να ξέρω τα πάντα γι αυτόν, θέλω να μάθω τις δυνατότητές του και κυρίως τις αδυναμίες του».
Για μια στιγμή σιώπησε ακούγοντας με προσοχή στην αρχή και με βαριεστιμάρα στη συνέχεια τις αντιρρήσεις του συνομιλητή του. Ήξερε πολύ καλά πως ο υπουργός στο τέλος θα υποχωρούσε και θα του έκανε (αν και διστακτικά) την εξυπηρέτηση που του ζητούσε. Βέβαια πρώτα αναγκάστηκε να του υπενθυμίσει τις τόσες φορές που βοήθησε στις δυσκολίες και «αναποδιές» που είχαν τύχει στον πολιτικό, καθώς και την εχεμύθεια που είχε δείξει ο δικηγόρος καλύπτοντάς τον απόλυτα.
Έβαλε το ακουστικό πάνω στη συσκευή σίγουρος πως ο υπουργός θα έκανε με τον καλύτερο τρόπο αυτά που του ζήτησε. Έμεινε για λίγο σκεφτικός, παίζοντας μηχανικά με τα δάκτυλα του δεξιού του χεριού πάνω στο γραφείο έναν ασύμμετρο ρυθμό. Αυτό έκανε πάντα όταν βρισκόταν σε αδιέξοδο, όταν ήταν στριμωγμένος σε μια υπόθεση, τα χέρια του ασυναίσθητα έκαναν κινήσεις που πρόδιδαν τον πανικό του.
Με μια αποφασιστική κίνηση άνοιξε τον φορητό ηλεκτρονικό υπολογιστή κι επιχείρησε να κάνει τηλεσυνομιλία με την Ανδρονίκη. Σ' ελάχιστα δευτερόλεπτα εμφανίστηκε στην οθόνη η συνεργάτις του και τη ρώτησε ευθέως για πιθανές εξελίξεις. Η γυναίκα με τη σοβαρότητα που τη χαρακτήριζε, του ανάφερε όλα όσα είχαν γίνει από τη φυγή του και μετά. Στην ουσία δεν του είπε τίποτα ουσιαστικό και ο ίδιος ήξερε πολύ καλά πως δεν μπορούσε να έχει κάτι να του πει, την άφησε όμως να προσπαθεί να του εξηγήσει τ' ανεξήγητα και στο τέλος της είπε με κοφτή φωνή. «Ανδρονίκη, θέλω κάθε πληροφορία που θα μπορούσες να έχεις για τον αστυνομικό διευθυντή. Να πιέσεις τον Δημοσθένη Μπέλα, τον δημοσιογράφο, να γράφει από εδώ και πέρα θετικά σχόλια τόσο για την ΜΚΟ, όσο και για μένα. Σε περίπτωση που νομίζεις ότι δεν μπορείς να το διαχειριστείς, να με ενημερώσεις άμεσα. Κάλεσε τον τεχνικό, τον Σωτήρη και πες του πως ό,τι κι αν ανακαλύψει, θα πρέπει να το αναφέρει σε μένα και μόνο σε μένα. Στην ανάγκη απείλησέ τον αν χρειαστεί ή και τάξε του μια καλοπληρωμένη θέση στον οργανισμό μας. Πρόσεξε! Είναι απόλυτα σημαντικό να μάθω τι συνέβη πριν από κάθε άλλον και κυρίως πριν από την αστυνομία».
Έκανε μια παύση περιμένοντας μια κάποια πιθανή αντίδραση από τη συνομιλήτρια του, η Ανδρονίκη όμως παρέμεινε σιωπηλή κι αυτός συνέχισε. «Πρέπει να βρίσκομαι ένα βήμα πριν απ' όλους και κυρίως απ' την αστυνομία». Τόνισε ιδιαίτερα την τελευταία λέξη έτσι ώστε να μην υπάρχει καμία αμφιβολία για το τι ακριβώς ζητούσε. «Προσπάθησε να καταλάβεις τι ακριβώς ξέρει η Αλίκη για την υπόθεση. Θεωρώ πως είναι αρκετά έξυπνη για να μην κατάλαβε τι έγινε. Πιθανόν να μην έχει συμμετοχή, αλλά ποτέ δεν μπορεί κάποιος να είναι βέβαιος. Μην ξεχνάς πως κανείς δεν είναι αθώος, μέχρι αυτό ν' αποδειχτεί». Η γυναίκα του απάντησε καταφατικά και του έδειξε πως κατάλαβε απολύτως τη συνομιλία τους. Ο Καρατζόγλου τερμάτισε την τηλεσυνομιλία κι έγειρε χαλαρά στην πολυθρόνα.
Η Ανδρονίκη πέρασε σ' ένα στικάκι που κουβαλούσε πάντα μαζί της τη μαγνητοσκόπηση της συνδιάλεξης που είχε με τον προϊστάμενό της, όπως έκανε πάντα και για λίγο έμεινε σκεφτική προσπαθώντας να καταλάβει τι κρυβόταν πίσω από τις εντολές του δικηγόρου. Ο Καρατζόγλου ζήτησε από τη γραμματέα του να βρει τον υπεύθυνο ασφαλείας και να του στείλουν το υλικό από τις κάμερες παρακολούθησης απ' όλη την εκδήλωση κατευθείαν στον υπολογιστή του ώστε να μπορεί ν' αναλύσει τα γεγονότα και τα πρόσωπα ό ίδιος. Τόνισε πως το ήθελε αμοντάριστο από όλες τις κάμερες. Απέφυγε να μιλήσει ο ίδιος προσωπικά στον επικεφαλής της ασφαλείας του στέλνοντάς του μ’ αυτόν τον τρόπο τη δυσαρέσκειά του για ότι συνέβη . Σε λίγο όλη του η προσοχή εστιάστηκε πάνω στην οθόνη του υπολογιστή παρακολουθώντας το υλικό από τη βιντεοσκόπηση κάθε κάμερας που υπήρχε στον χώρο της αίθουσας αλλά και γενικά σε όλο το κτήριο. Οι εικόνες με τη σειρά τους εναλλάσσονταν βουβές στην αρχή μπροστά στα μάτια του που έψαχναν με προσοχή κάθε κίνηση, ενώ άνοιξε και τον ήχο στη συνέχεια. Ήταν πολύ έμπειρος στην ανάλυση γεγονότων και οι κάμερες τον βοηθούσαν απόλυτα, γιατί δεν ήταν απλές μαρτυρίες κάποιων, αλλά η απόλυτη καταγραφή των γεγονότων. Η έμφυτη καχυποψία που πάντα τον διέκρινε δεν του επέτρεπε να βασιστεί στις αναλύσεις κάποιου τρίτου. Φυσικά στο τέλος θ' άκουγε και εισηγήσεις όλων των ειδικών που είχε στη διάθεσή του, αλλά πρωτίστως ήθελε να έχει μια δική του άποψη.
--//--
Η Ευδοκία αμέσως μετά την αναχώρηση του αστυνομικού ένιωθε τελείως άδεια σαν να μην είχε καθόλου ενέργεια, σαν να ανάρρωνε από κάποια αρρώστια που την είχε κρατήσει μεγάλο χρονικό διάστημα στο κρεβάτι. Ανέβηκε με αργά βήματα στο σπίτι, κατευθύνθηκε προς το μπαλκόνι και κάθισε στην πάνινη πολυθρόνα δίπλα στη γιαγιά της που την κοίταζε αμίλητη. Φόρεσε τα σκούρα της γυαλιά κι έστρεψε το πρόσωπό της προς τον δρόμο σαν να παρατηρούσε κάτι, ενώ στην ουσία δεν ήθελε να δείξει την ταραχή της στην ηλικιωμένη γυναίκα. Πήρε μηχανικά ένα τσιγάρο, το άναψε και ρούφηξε με απληστία τον καπνό, έβγαλε με δύναμη το δηλητήριο από τα πνευμόνια της κι ένιωθε να της φεύγει μαζί με τον καπνό κι ένα μέρος απ' το στρες που είχε.
Αφού χαλάρωσε λίγο, στράφηκε προς το μέρος της ηλικιωμένης γυναίκας και της είπε με χαμηλή φωνή: «Ήξερες γιαγιά για την ύπαρξη των σημειωμάτων στο κασελάκι;» Η Στεργιάνα την κοίταξε με φανερή έκπληξη και με κόπο κατάφερε να ψελλίσει. «Ποια σημειώματα; Ήξερα για το κασελάκι. Το περιεχόμενο του, όλα τ' αντικείμενα τα έδωσα στον Γιώργο τον Παπαδόπουλο, ήταν όλα δικαιωματικά δικά του. Το κασελάκι, το μόνο αντικείμενο που κράτησα μετά την ανακαίνιση του σπιτιού, ήταν άδειο. Απλά ο συγχωρεμένος μου ζήτησε να το κρατήσω ανέπαφο, γιατί όπως είπε το ήθελε για ενθύμιο. Εξ άλλου τα πόδια μου δεν με βοηθάνε να κάνω εξερευνήσεις στο υπόγειο».
Σταμάτησε για να πάρει μια μικρή ανάσα και με προσπάθεια να κρύψει τον βήχα που την έπνιγε εκείνη τη στιγμή από την προσπάθεια που έκανε για να μιλήσει. Η Ευδοκία την κοίταζε συλλογισμένη. Παρ’ όλο που βασικά την πίστευε, μια καχυποψία που κυριαρχούσε μέσα της μετά από τα τελευταία γεγονότα την είχε κάνει δύσπιστη προς όλους και προς όλα. Σκέφτηκε τον Γιώργο, τον Γιώργο της και ανεξέλεγκτα δάκρυα άρχισαν να κυλούν βρέχοντας το πρόσωπό της. Δεν έκανε καμία προσπάθεια να τα σκουπίσει, τ' άφησε να κυλούν κάτω από τα μαύρα της γυαλιά και αναστέναξε βαθιά. «Κλάψε γλυκιά μου», της είπε η γριά. «Κλάψε, αυτό θα σε ανακουφίσει. Το δάκρυ ξεπλένει την ψυχή, θα ξαλαφρώσεις».
Η Ευδοκία ένιωθε να πνίγεται, για πρώτη φορά βρισκόταν σε τέτοια θέση, αδύναμη χωρίς να μπορεί ν' αποφασίσει για το τι θα έπρεπε να κάνει, για το πώς θα έπρεπε ν' αντιμετωπίσει τα γεγονότα. Μέσα σε λίγες μέρες είχαν ανατραπεί τα πάντα στη ζωή της. Έβλεπε πως τα γεγονότα την προσπερνούσαν χωρίς αυτή να μπορεί να επέμβει, χωρίς στην ουσία να μπορεί να κάνει έστω και το ελάχιστο για να τα εμποδίσει ή έστω να μπορέσει να τ' αξιολογήσει. Στο μυαλό της ήρθε ο αστυνομικός διευθυντής και αναρωτήθηκε αν έκανε καλά που τον εμπιστεύτηκε. Γενικά είχε μια έμφυτη απέχθεια για κάθε μορφή εξουσίας και ειδικά για την αστυνομία. Αυτά που είχε μάθει τελευταία για τους γονείς της τη συγκλόνισαν και την αποπροσανατόλισαν από την καθημερινότητα της. Δρούσαν όλα αθροιστικά πολλαπλασιάζοντας τα προβλήματα που θα μπορούσε και θ' άντεχε ν' αντιμετωπίσει. Ξαφνικά είδε τον έρωτά της με τον Γιώργο να μετατρέπεται σ' εφιάλτη κι ένιωθε πως η μοίρα έπαιζε ένα παιχνίδι μαζί της. Άρχισε να καταλαβαίνει πως η ψυχρή συμπεριφορά των τελευταίων ημερών του Γιώργου ήταν αποτέλεσμα του γεγονότος πως αυτός είχε μάθει τη συγγένεια που είχαν. Τώρα καταλάβαινε τον Γολγοθά που μόνος του περνούσε ο αγαπημένος της. Εκ των υστέρων δικαιολογούσε το γενικό φέρσιμό του κι ένιωθε ένα κύμα δυστυχίας να την πλημυρίζει. Οι ενοχές για τη συμπεριφορά της εκείνη την εποχή την πλημύριζαν χωρίς να μπορεί έστω και στο ελάχιστο να δικαιολογήσει τον εαυτό της. Η Στεργιάνα, σαν να κατάλαβε το αδιέξοδο της «εγγονής» της, της είπε με χαμηλή φωνή. «Κοριτσάκι μου να ξέρεις πως πάντα μετά την καταιγίδα έρχεται η γαλήνη. Όλα θα τα ξεπεράσεις. Ο άνθρωπος είναι φτιαγμένος ν' αντέχει τα πάντα. Κάνε υπομονή, όλα περαστικά είναι». Η νεαρή γυναίκα την κοίταξε για λίγο ξαφνιασμένη και μετά σηκώθηκε και με μια αυθόρμητη κίνηση αγκάλιασε τη γιαγιά της. Εκείνη τη στιγμή συνειδητοποίησε πως η Στεργιάνα ήταν ο μόνος δικός της άνθρωπος πλέον στη ζωή.
--//--
Η Πάμελα έβγαλε με αηδία το συντηρητικό κουστούμι από πάνω της και το πέταξε στο καλάθι με τ' άπλυτα. Όσο το φορούσε νόμιζε πως ήταν μασκαρεμένη σε κάτι άλλο από αυτό που ήταν στην πραγματικότητα. Στην εκδήλωση νόμιζε πως, αντί για κουστούμι, φορούσε μεσαιωνική πανοπλία που τη δυσκόλευε σε κάθε της κίνηση. Έβαλε ένα μακό μπλουζάκι κι ένα πρόχειρο σορτς. Έκανε έναν κρύο καφέ και βγήκε στο μπαλκόνι της ανάβοντας ένα τσιγάρο. Κάθισε στην πάνινη πολυθρόνα και απολάμβανε τον καφέ τραβώντας ελαφριές ρουφηξιές από το τσιγάρο της. Σκέφτηκε τα γεγονότα που έγιναν στην εκδήλωση της ΜΚΟ και χαμογέλασε σαρδόνια.
Με κόπο είχε προσπαθήσει να κρύψει το χαμόγελο και την άγρια χαρά που την είχε κυριεύσει, όταν οι οθόνες έγραψαν το μήνυμα με τις ευθείες κατηγορίες κατά του μεγαλοδικηγόρου. Δεν φοβόταν μην τυχόν τη δει κάποιος να χαμογελάει σε ζωντανό timing, κανείς τότε δεν πρόσεχε κανέναν, όλοι τους ήταν έκπληκτοι με το συμβάν. Αλλά η ίδια είχε την ετοιμότητα να καταλάβει πως παντού στην αίθουσα υπήρχαν κάμερες και αυτές θα ήταν αδιάψευστος μάρτυρας της συμπεριφοράς όλων των παρευρισκομένων. Τώρα μακριά από κάμερες χαμογελούσε ευχαριστημένη με το κάζο όλης της εκδήλωσης και κυρίως ένιωθε ικανοποίηση που βρέθηκε κάποιος να κατηγορήσει ευθέως τον Καρατζόγλου.
Αντιπαθούσε τον δικηγόρο και όλα όσα εκπροσωπούσε, κυρίως όμως σιχαινόταν την υποκρισία που περιέβαλε αυτόν και τους εκπροσώπους του. Αυτό το image που έβγαζε προς τα έξω και ο τρόπος που προσπαθούσε να επιβάλλει την έξωθεν καλή εικόνα την έκανε ν' αηδιάζει. Ήξερε πολύ καλά τι ακριβώς εκπροσωπούσε ο δικηγόρος, όπως ήξερε και πολύ καλά τι ακριβώς ήταν η ίδια. Με τη μόνη διαφορά ότι αυτή δεν προσπαθούσε να δείξει μια άλλη ψεύτικη εικόνα απ' ό,τι ήταν. Ήταν τραγουδίστρια β΄ διαλογής κι έκανε περιστασιακά κονσομασιόν ανάλογα με τις συνθήκες και δεν ντρεπόταν καθόλου γι αυτό. Αυτή ήταν η ζωή της, την είχε αποδεχτεί κι αισθανόταν καλά μετά από αυτή την αποδοχή. Το ότι πολλοί έλεγαν πίσω από την πλάτη της ότι ήταν πουτάνα δεν την ένοιαζε καθόλου. Ποτέ δεν πήγε με κάποιον με μόνο κίνητρο τα χρήματα. Πήγαινε με όσους της άρεσαν, χωρίς όμως ποτέ ν' αρνηθεί ένα κάποιο δωράκι που της έδιναν στο τέλος. Δεν ήταν βέβαιη αν αυτός ο τρόπος ζωής την έκανε πουτάνα, αλλά στην τελική ούτε που την ένοιαζε. Πίστευε πως ήταν πιο καθαρή από τη «γκιόσα» που είχε σαν υπεύθυνη στην ΜΚΟ ο Καρατζόγλου. Σιχαινόταν τις υποκριτικές της παρατηρήσεις και τις υποδείξεις της για καλή συμπεριφορά. Αηδίαζε με όλα τα «δήθεν» και τα «πρέπει» που προσπαθούσε να της επιβάλλει κάθε φορά που συναντιόνταν. Αναγνώριζε βέβαια ότι η ΜΚΟ και ο δικηγόρος την είχαν βοηθήσει στο παρελθόν για να σταθεί στα πόδια της.
Εκείνο όμως που δεν ήξερε κανείς άλλος, ούτε καν η «γκιόσα», ήταν πως το διαμέρισμα που έμενε ήταν ιδιοκτησία μιας απ' τις πολλές εταιρίες συμφερόντων του Καρατζόγλου και πως αυτός την επισκεπτόταν σε τακτά χρονικά διαστήματα με απόλυτη μυστικότητα. Χαμογέλασε πικρά. Δεν ήταν και τόσο φιλάνθρωπος ο δικηγόρος, το αντίτιμο για το ενοίκιο του διαμερίσματος ήταν το κρεβάτι της. Τον σιχαινόταν αλλά και τον φοβόταν συγχρόνως, ήξερε πολύ καλά τι ήταν ικανός να κάνει. Είχε δει με τα μάτια της ανθρώπους να καταστρέφονται, απλά επειδή του πήγαν κόντρα. Αυτό που έγινε στην εκδήλωση της άρεσε και ικανοποιούσε μέχρι ένα σημείο το μίσος που ένιωθε για τον «ευεργέτη» της. Αναρωτιόταν μήπως αυτό το γεγονός ήταν η αρχή του τέλους για την αυτοκρατορία του. Χαμογέλασε με ελπίδα, αυτό ήταν κάτι που ήλπιζε και παρακαλούσε να συμβεί, αλλά ήξερε πολύ καλά πως ήταν ένα όνειρο που πολύ δύσκολα θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί.
Το μυαλό της πήγε στην Ευδοκία και στα προβλήματα που αντιμετώπιζε η φίλη της. Δεν θα ήθελε σε καμία περίπτωση να βρισκόταν στη θέση της. Γνώριζε τον μπασκετμπολίστα, όπως τον γνώριζαν όλοι στην πόλη, κάποτε ήταν πολύ σημαντικός και αναγνωρίσιμος. Είχε χαρεί όταν έμαθε πως οι δυο τους ήταν ζευγάρι. Πίστευε πως η φίλη της άξιζε μια καλύτερη τύχη και αυτή την τύχη ίσως να την έβρισκε μαζί με τον Γιώργο. Η εξέλιξη των πραγμάτων την ξάφνιασε και τακτικά αναρωτιόταν για το κίνητρο του φόνου. Θυμόταν ένα τηλεφώνημα του Γιώργου στον Καρατζόγλου που άκουσε σε μια συνάντηση που είχε με τον δικηγόρο στο διαμέρισμά της και αναρωτιόταν αν είχε κάποια σχέση αυτός με το έγκλημα. Ήταν στο μπάνιο όταν κτύπησε το τηλέφωνο και απάντησε ο Καρατζόγλου χωρίς να πάρει ιδιαίτερες προφυλάξεις, γιατί νόμιζε πως δεν ήταν σε θέση ν' ακούσει. Αυτή όμως είχε κολλήσει το αυτί της στην πόρτα του μπάνιου και άκουσε τα πάντα, με τη μόνη διαφορά πως δεν μπορούσε ν' αξιολογήσει αυτά που άκουσε. Βλαστήμησε ανάμεσα στα δόντια της και σκέφτηκε ξανά όλα αυτά που άκουσε.
Κεφάλαιο X
Γιαγιά μου, μουρμούρισε, γιαγιά μου... τι θα έκανα αν δεν είχα και σένα. Και την έσφιξε στην αγκαλιά της. Τα δάκρυα της μούσκεψαν τα μάγουλα της ηλικιωμένης και έμειναν για λίγο έτσι, σφιχταγκαλιασμένες. “Έλα σήκω”, την μάλωσε τρυφερά η γιαγιά Στεργιάνα, “πρέπει να αφήσουμε τους μελοδραματισμούς για την ώρα. Έχουμε τόσα γεγονότα, πρέπει να τα βάλουμε σε μια σειρά”. Ή να προσπαθήσουμε, σκέφτηκε.
Όσο και να αγαπούσε την Ευδοκία, άλλες ήταν τώρα οι προτεραιότητες της. Ένοιωθε πως όσο ο χρόνος, της το επέτρεπε, έπρεπε να ξεδιαλύνει η υπόθεση, όσο πιο γρήγορα γίνονταν. Τουλάχιστον όσο της επέτρεπαν τα πόδια και το μυαλό της. Είχε συναίσθηση της ηλικίας της, ήξερε ότι ανά πάσα στιγμή μπορεί να έφευγε από τον μάταιο τούτο κόσμο και δεν ήθελε να αφήσει την εγγονή της, όπως την αποκαλούσε, βορά στις ορέξεις των κάθε λογής θηρίων που είχαν αρχίσει να την περικυκλώνουν.
Στην λίστα της πρώτος ο Καρατζόγλου. Είχανε προηγούμενα από την υπόθεση με το σπίτι της, το κόκκινο σπίτι, αλλά τώρα η κατάσταση γινόταν πραγματικά επικίνδυνη. Καλά κρυμμένα μυστικά άρχισαν να βγαίνουν στην επιφάνεια και το κοριτσάκι της κινδύνευε.
Στο μυαλό της μυριάδες σκέψεις, παλιές ιστορίες, συναντήσεις, γεγονότα, άτομα που νόμιζε πως δεν θα ξανάβλεπε... η Ευδοκία μωρό. Όλα ένα κουβάρι μέσα της.
Πρέπει να τηλεφωνήσω στην Δόξα, σκέφτηκε, και μόνο στην σκέψη της κόπηκε η ανάσα. Πώς θα ξετύλιγε το κουβάρι, χωρίς απώλειες; Χωρίς να πληγώσει για ακόμη μία φορά την αγαπημένη της Ευδοκία; Δάκρυα της ήρθαν στα μάτια και δεν έκανε καμία κίνηση να τα σκουπίσει. Η Ευδοκία συνέχισε να την αγκαλιάζει. Ένοιωσε τώρα, αυτή τα μάγουλα της να μουσκεύονται από τα δάκρυα της γιαγιάς της.
Γιαγιά μου, μουρμούρισε... σε μπλέκω και σένα με όλα αυτά τα μυστήρια, ενώ θα έπρεπε να σε προστατεύω. Της σκούπισε τα μάτια τρυφερά με τα χέρια της, φιλώντας την στα μαλλιά. Γιαγιά μου, ξανάπε, τι θα έκανα αν δεν είχα κι εσένα. Της έκανε μια αγκαλιά και σηκώθηκε. Ήθελε λίγο να περπατήσει, να βάλει τις σκέψεις της σε μία σειρά. Όσο αυτό γινόταν.
--//--
Είχε αρχίσει να σουρουπώνει όταν βγήκε από το σπίτι της γιαγιάς Στεργιάνας. Άφησε το κόκκινο σπίτι και την Εβραϊκή Συναγωγή πίσω της και πήρε την ανηφόρα. Χλωμά φώτα είχαν αρχίσει δειλά δειλά να φωτίζουν τα στενοσόκκακα. Ένα κύμα θλίψης την πλάκωσε και έκοψε την ανάσα της. Κοντοστάθηκε κάτω από έναν φανοστάτη. Για μια στιγμή ένοιωσε πως δεν ήταν μόνη, πως κάποιος την παρακολουθούσε. Κοίταξε γύρω της τρομαγμένη. Δεν είδε τίποτε. Ανοησίες, σκέφτηκε, άρχισα να παραλογίζομαι. Συνέχισε τον ανήφορο.
Σαν σε όνειρο πέρναγαν εικόνες από το προηγούμενο διάστημα. Και η ζωή της άνω κάτω. Να σκεφτώ κάτι όμορφο, γιατί θα τρελαθώ, είπε σχεδόν μεγαλόφωνα.
Και άρχισε να θυμάται το ταξίδι στην Πόλη. Πόσο χαρούμενη ήταν όταν επιτέλους αποφάσισε να πάει στην Κωνσταντινούπολη. Είχε αρχίσει να ξεφυλλίζει ταξιδιωτικά έντυπα, να διαβάζει την ιστορία της Πόλης, να σχεδιάζει διαδρομές που θα έκανε όταν θα βρισκόταν εκεί.
Το πρόγραμμα του ταξιδιωτικού γραφείου, τους άφηνε πολλές ώρες, κυρίως το απόγευμα ελεύθερες. Και είχε μια διαδρομή για κάθε μέρα. Δεν φοβόταν. Εξάλλου δεν θα ήταν μόνη. Μαζί της θα ήταν και η καλύτερη της φίλη, η πιο έμπιστη. Η Πάμελα. Για να πούμε την αλήθεια, αυτή ήταν που την παρότρυνε για το ταξίδι αυτό. Η Πάμελα είχε πάει αρκετές φορές στην Πόλη, για αναψυχή, όπως έλεγε.
Και μαζί θα τριγύρναγαν στους δρόμους, στις γέφυρες, στην Ασιατική πλευρά, ακόμη και στα Πριγκηπόνησα θα πήγαιναν. Εξάλλου η Πάμελα μίλαγε και λίγα τουρκικά. Λίγα, όσο να μπορεί να συννενοηθεί. Έτσι της είχε πει. Τελευταία στιγμή όμως το ανέβαλε. Μόλις το προηγούμενο βράδυ της εκδρομής, είχε έρθει στο σπίτι της Ευδοκίας. Της φάνηκε νευρική, βιαστική, ίσως και λίγο τρομαγμένη, τώρα που το ξανασκέφτεται. Ότι είναι κουρασμένη, ότι είχε ένα σημαντικό ραντεβού που το είχε ξεχάσει. Δικαιολογίες της είχε πει, τότε η Ευδοκία. Όλα αυτά μπορούν να ξεπεραστούν.
Και ήθελε κι αυτή να αναβάλει το ταξίδι της. Η Πάμελα όμως επέμενε. Πιεστικά μάλλον. Όχι, αυτή πρέπει να πάει. Εξάλλου θα ήταν κι άλλοι μαζί της. Στο γκρουπ η Ευδοκία ήξερε τους περισσότερους. Όσο για τις βόλτες, θα τις έκανε μόνη της. Δεν υπήρχε κανένας κίνδυνος. Να, η Πάμελα της είχε κάνει και σχεδιαγράμματα. Το δέχτηκε με βαριά καρδιά. Και όταν βρέθηκε στην Πόλη, τα ξέχασε όλα. Τόσο είχε γοητευτεί από την Πόλη των Πόλεων. Και ένιωσε πως περπατούσε σε δρόμους δικούς της, ξεχασμένους. Σαν να ήταν κομμάτι κι αυτή, της Πόλης. Της είχε φανεί παράξενο τότε, αλλά το δέχτηκε. Σαν να ήταν στο σωστό μέρος.
--//--
Της ερχόταν στο μυαλό λεπτομέρειες, που είχε ξεχάσει. Το περιστατικό με τον Οσμάνογλου τα είχε επισκιάσει όλα. Τώρα όμως σιγά σιγά εικόνες ξεχασμένες ξαναεμφανίζονταν. Εικόνες από τις απογευματινές περιπλανήσεις της. Μόνη της με ένα κουλούρι στο χέρι και τριγύρναγε χωρίς σκοπό.
Συχνά έβγαινε από την διαδρομή που είχε σχεδιάσει στο μυαλό της και χανόταν σε γειτονιές απόμερες, ρούφαγε κάθε στιγμή και ένοιωθε ελεύθερη για πρώτη φορά στην ζωή της. Κι ας ήταν περίεργο όλο αυτό, είχε αφεθεί και το απολάμβανε.
Όπως και την επίσκεψη της στην Βασιλική Κιστέρνα. Είχε πάει σε ώρα που δεν είχε πολύ κόσμο. Με το που βρέθηκε στο μισοσκόταδο της στέρνας ρίγησε και ένοιωσε την δροσιά να την τυλίγει. Έριξε πάνω της την πασμίνα που είχε αγοράσει λίγο πριν από το Καπαλί Τσαρσί. Περπατούσε αφηρημένη και θαύμαζε τους κίονες. Ξαφνιασμένη από την τόση ομορφιά σταμάτησε μπροστά στα γοργόνεια με την ανάποδη κεφαλή της Μέδουσας. Έβγαλε την φωτογραφική της μηχανή, μια μικρούλα που κουβαλούσε στην τσάντα της. Τότε μόνο πρόσεξε μία γυναίκα, σχεδόν δίπλα της. Γύρω στα πενήντα, περιποιημένη, με έναν ελαφρύ κότσο στα μαλλιά. Της χαμογέλασε. Προσφέρθηκε να την βγάλει μερικές φωτογραφίες με την Μέδουσα. Η Ευδοκία δέχτηκε με προθυμία. Εξάλλου ήταν ευκαιρία. Πώς αλλιώς θα φωτογραφιζόταν παρέα με τα μνημεία, έτσι μόνη της που ήταν; Ευχαρίστησε την γυναίκα με ένα χαμόγελο και προχώρησε. Την έβλεπε όμως την συμπαθητική κυρία. Προχώραγαν σχεδόν μαζί επάνω στην μεταλλική γέφυρα, περνοδιαβαίνοντας την Κιστέρνα. Στην έξοδο την ξανάδε.
Δεν έδωσε όμως σημασία. Και συνέχισε την βόλτα της.
Τα σκεφτόταν όλα αυτά η Ευδοκία, τώρα σχεδόν έξι μήνες μετά. Και απορούσε πως είχε ξεχάσει τόσες λεπτομέρειες.
Αναστέναξε. Κάτι όμως την ενοχλούσε.
Πήρε το κινητό της και κάλεσε την φίλη της. Την Πάμελα.
Της έδωσε ραντεβού στο σπίτι της. Εξάλλου σε λίγο έφτανε. Ήθελε να διευκρινήσει γιατί τελικά η φίλη της δεν ήρθε σε εκείνο το ταξίδι. Μήπως κάτι της διέφευγε; Έπρεπε να την δει επειγόντως.
--//--
Ο Αστυνόμος όσο και να προσπαθούσε να συγκεντρωθεί στα γεγονότα δεν τα κατάφερνε. Ο νους του γύρναγε όλο στα παλιά. Για κάποιο λόγο που δεν μπορούσε να εξηγήσει η Dolunay ερχόταν συνέχεια στη σκέψη του. Ή μάλλον για να ακριβολογούμε, δεν έφευγε ποτέ.
Οι φωτογραφίες της Ευδοκίας από την Πόλη, τον ξαναγύρισαν πίσω, εκεί από όπου δεν είχε φύγει ποτέ, αλλά τώρα με περισσότερη ορμή. Σαν όλα όσα συνέβησαν τότε να είχαν γίνει μόλις χτες.
Ποτέ δεν την είχε ξεπεράσει την Dolunay, αυτός ήταν ο έρωτας της ζωής του. Και καθώς συνέβη ότι συνέβη και εσπευσμένα τον μετέθεσαν, ή μάλλον τον εξόρισαν στην μικρή επαρχιακή πόλη του Βορρά, ένοιωθε πως η προσωπική ζωή του είχε πια τελειώσει. Κάποιες περιστασιακές σχέσεις, δεν σήμαιναν τίποτε απολύτως γι’ αυτόν. Στην ουσία είχε αποφασίσει πως μόνος του θα συνέχιζε την ζωή του. Και αυτό έκανε.
Στην Πόλη η σχέση του με την Dolunay είχε κρατήσει για αρκετό διάστημα. Πάνω από χρόνο. Και η μεταξύ τους σχέση γινόταν όλο και πιο στενή. Ήταν σίγουρος τότε πως τίποτε δεν θα μπορούσε να τους χωρίσει.
Ήταν νέος, φέρελπις, είχε όνειρα και φιλοδοξίες. Όλα ανοίγονταν μπροστά του με τις καλύτερες προοπτικές. Στην δε προσωπική του ζωή, αυτό που ζούσε ήταν ένα θαύμα. Ερωτευμένος ως εκεί που δεν πάει, ένιωθε πως ο ντουνιάς όλος ήταν δικός του. Έτσι να γύριζε το χέρι του, θα ‘φερνε τα πάνω κάτω. Τόσο δυνατός αισθανόταν. Κι ας του λέγαν οι συνάδερφοί του στο γραφείο, οι τουρκομαθείς, για τον yalan dunya (ψεύτη ντουνιά) και ότι πρέπει να είναι προσεκτικός σε όλα του τα βήματα. Κούναγε το κεφάλι ότι δήθεν συμφωνούσε μαζί τους, μέσα του όμως άλλα πίστευε.
Αυτός μόνος του θα κατακτούσε τον κόσμο όλο. Ήθελε όλα να τα ζήσει στο έπακρο. Και βιαζόταν. Ήταν η βιάση της νιότης. Και του έρωτα. Και του ότι τα θέλω όλα. Και τα θέλω τώρα.
Δεν χρειάστηκε ιδιαίτερη προσπάθεια για να μπλέξει. Ένα μικρό σπρωξιματάκι μόνο.
--//--
Ήταν ένα βράδυ που είχε ραντεβού με την αγαπημένη του, και την βρήκε σε κακή κατάσταση. Με μάτια κατακόκκινα και πρόσωπο πρησμένο από το κλάμα.
Ανησύχησε. Ρώτησε και ξαναρώτησε τι ήταν αυτό που της είχε φέρει τόση ταραχή. Ήθελε να βοηθήσει αλλά και να μάθει τι ήταν αυτό που ταλάνιζε την όμορφη Dolunay. Μέχρι τώρα ελάχιστα του είχε πει, για την προσωπική της ζωή. Μόνο ότι ο πατέρας της είχε Τούρκικες ρίζες, ενώ η μητέρα της Ελληνοαρμένικες. Για αδέρφια δεν του είχε αναφέρει ποτέ τίποτα. Μετά από πολλή επιμονή εκ μέρους του η Dolunay του εκμυστηρεύθηκε, ότι είχε έναν μεγαλύτερο αδερφό από την πλευρά του πατέρα της. Μεγάλωσαν μαζί καθώς η μητέρα του είχε πεθάνει στην γέννα. Γι’ αυτό ο πατέρας της παντρεύτηκε άρον άρον την μητέρα της. Ήθελε μία μάνα για τον γιό του. Δεν υπήρχε έρωτας ή το ελάχιστο ενδιαφέρον για την νέα του γυναίκα. Μόνο μία άτυπη συμφωνία ανάμεσα τους. Η μητέρα της, καταγόταν από μουσουλμανική οικογένεια που είχε έρθει από την Δυτική Μακεδονία στην ανταλλαγή. Μικρό κοριτσάκι ήταν τότε η γιαγιά της Dolunay. Ελληνόσπορους τους φώναζαν ειρωνικά. Τους εγκατέστησαν σε προάστια έξω από την Άγκυρα, σε σπίτια εγκαταλελειμμένα και τους αφήσαν στην τύχη τους. Δυσκολεύτηκαν να ορθοποδήσουν. Τα κατάφεραν όμως με κόπο πολύ και πολλή δουλειά. Η μάνα της Dolunay μίλαγε τα Ελληνικά σαν μητρική γλώσσα, ήθελε πολύ να σπουδάσει. Δεν τα κατάφερε. Έπρεπε να δουλεύει. Όπου εύρισκε. Και ήταν κοντά στα τριάντα όταν γνώρισε τον πατέρα της. Μικρόδειχνε όμως. Πολύ μεγάλη για την τούρκικη κοινωνία, ήταν δύσκολο να βρει κάποιον σύζυγο. Έτσι όταν βρέθηκε ο χήρος με το παιδί, της φάνηκε σαν σανίδα σωτηρίας. Ντελικανής και σε καλή οικονομική κατάσταση. Ο γάμος έγινε πολύ γρήγορα. Και γρήγορα ήρθε και η Dolunay. Πανσέληνος. Έτσι ήθελε η μάνα της να την πουν. Γιατί ένα βράδυ με πανσέληνο έφυγαν από την μικρή τους πόλη, εκεί στα βόρεια της Μακεδονίας. Για την πανσέληνο που σαν αυτήν δεν είχε άλλη, της μίλαγε και η γιαγιά της, όλη την ώρα. Και την νανούριζε με τραγούδια ελληνικά και με προσευχές. Της είχε φορέσει κι ένα μικρό σταυρουδάκι χρυσό στο λαιμό, όταν γεννήθηκε. Το έβγαλε γρήγορα η μητέρα της Dolunay, δεν ήθελε να το δει ο άνδρας της. Μα το κράταγε φυλαχτό πολύτιμο, δίπλα στο μωρό. Έτσι έμαθε και η Dolunay, και αργότερα, πολύ αργότερα το ξαναφόρεσε το σταυρουδάκι. Μόνο που το έκρυβε.
Με τον αδερφό της μεγάλωσαν μαζί. Σαν δίδυμα. Εξάλλου ήταν μικρή η διαφορά ηλικίας τους. Κι ας ήταν ετεροθαλή αδέρφια. Ήταν δεμένοι περισσότερο κι από αμφιθαλή αδέρφια. Όταν τους παράτησε ο πατέρας τους, ο μικρός έμεινε μαζί τους. Και μαζί συνέχισαν την ζωή τους. Μόνο που δέθηκαν ακόμη περισσότερο. Και είχε μπλέξει ο αδερφός της με παρέες κακές και περίεργες. Όλο σκεφτικό τον έβλεπε το τελευταίο διάστημα και προβληματισμένο. Και ανησυχούσε πολύ. Μέχρι που ένα βράδυ, της εξομολογήθηκε την αλήθεια. Χωρίς να το καταλάβει, έμπλεξε με μία σπείρα ναρκωτικών. Μικρά θελήματα στην αρχή, μεταφορές περίεργων δεμάτων, νυχτερινά μπαρ, γυναίκες πανέμορφες, εύκολο χρήμα. Οι αντιστάσεις του δεν ήταν δυνατές. Και τώρα του ζητούσαν να μεταφέρει ένα μεγάλο ποσό στην Ελλάδα. Εμπλεκόταν κι ένας δικηγόρος. Έλληνας. Φοβόταν ο αδερφός της. Ξαφνικά αυτό του φαινόταν πολύ διακινδυνευμένο. Και δεν ήθελε να το διεκπεραιώσει. Τον απειλούσαν όμως. Η δουλειά έπρεπε να γίνει. Αλλιώς δεν έβλεπε καλά το κεφάλι του. Διαφορετικά τα φανταζόταν τα πράγματα. Όλα όμως έχουν το τίμημα τους. Δεν το έχουν; Και ήξερε βέβαια η Dolunay όταν τα διηγούνταν στον αστυνόμο ότι όλα αυτά ήταν παράνομα και παράλογα και ότι ζητούσε πολλά, όμως δεν είχε κανέναν άλλον στον κόσμο, μόνο αυτόν, τον Γιώργο και τον αδερφό της και ζητούσε την βοήθεια του. Ένοιωθε ο Γιώργος ένα κάψιμο μέσα του. Του ήρθαν πολύ ξαφνικά όλα αυτά. Έπεσε στην κυριολεξία από τα σύννεφα. Τα ροζ σύννεφα, στα οποία ζούσε τον τελευταίο χρόνο. Και μπερδεύτηκε.
Από την άλλη δεν μπορούσε να βλέπει την Dolunay σ’ αυτήν την απελπιστική κατάσταση. Υποσχέθηκε ότι θα το σκεφτόταν. Τι να σκεφτόταν, έπρεπε γρήγορα να κινηθούν, η Dolunay επέμενε. Τουλάχιστον να κανόνιζε μία συνάντηση με τον αδερφό της. Ίσως εκείνος να τον έπειθε τον Γιώργο. Παρ’ όλο που η λογική του, του έλεγε να αρνηθεί, μπροστά στο ικετευτικό βλέμμα της αγαπημένης του ο Γιώργος υπέκυψε. Μία συνάντηση θα είναι σκέφτηκε. Μικρό το κακό. Και μετά βλέπουμε. Θα βρω τρόπο να ξεφύγω. Και έτσι δέχτηκε. Μία συνάντηση σε ένα μικρό καφέ της οδού Ιστικλάλ. Και όσο πιο σύντομη γινόταν, διευκρίνησε.
Η Dolunay έπεσε στην αγκαλιά του με ανακούφιση. “Ευχαριστώ, ευχαριστώ” του έλεγε, “μου κάνεις το μεγαλύτερο δώρο”.
Το ραντεβού κανονίστηκε για την επόμενη κιόλας ημέρα. Δεν υπήρχε καιρός για χάσιμο.
Την συγκεκριμένη ώρα ο αστυνόμος έφτασε στο μέρος που είχαν συνεννοηθεί. Για να είμαστε ειλικρινείς, έφτασε νωρίτερα. Ήθελε να εποπτεύσει τον χώρο, να “κόψει κίνηση”, όπως λέγαν μεταξύ τους στην υπηρεσία. Καθόλου δεν του άρεσε όλη αυτή η ιστορία. Μία συνάντηση και ένα όχι. Έτσι το φανταζόταν. Διάλεξε ένα γωνιακό μέρος, κάπως απόμερο, ούτως ώστε να μπορεί να ελέγχει όλους όσους μπαινόβγαιναν στο καφέ μπαρ. Μετά από κανέναν εικοσάλεπτο αναμονής, τους είδε. Μπήκε πρώτη η Dolunay και από πίσω της ένας άνδρας μετρίου αναστήματος με μουστάκι και πρώιμη αρχή φαλάκρας.
Η Dolunay τον είδε πρώτη και έγνεψε με το χέρι. Διέσχισαν τον χώρο και έφτασαν στο τραπέζι του.
“Καλησπέρα”, είπε η κοπέλα, “να σου συστήσω τον αδερφό μου”.
Σηκώθηκε ο Γιώργος.
Ο νεαρός κοίταγε εξεταστικά και λίγο φοβισμένα. “Ο αδερφός μου” ξανάπε η Dolunay.
Και γυρνώντας στο μέρος του αδερφού της.
“Ο Γιώργος”.
Ο νεαρός έδωσε το χέρι του.
“Μεσούτ”, είπε με χαμηλή φωνή. “Μεσούτ Οσμάνογλου”.
Με το τέλος 10ου κεφαλαίου τελειώνει και η δεύτερη Ενότητα του συλλογικού μυθιστορήματος “Χορογραφία... για πέντε”.
Τη σκυτάλη για τη συγγραφή του 11ου κεφαλαίου και το ξεκίνημα της 3ης Ενότητας παίρνει ο Παντελής Γουλάρας.
Σημείωση ιστολογίου: Η παραπάνω ιστορία είναι προϊόν μυθοπλασίας. Πρόσωπα και γεγονότα είναι πέρα για πέρα φανταστικά. Οποιαδήποτε ομοιότητα με πραγματικά πρόσωπα, γεγονότα και καταστάσεις είναι εντελώς συμπτωματική.
No comments:
Post a Comment