Γράμμα του Γιώργου Παληγεώργου από το Αγρίνιο
Πάσχιζε νάβρει κάτι που να μοιάζει με κάτι γνώριμό του, μα όλα ήταν αλλιώτικα απ’ τις εικόνες πούχαν χωρέσει ως τότε στο μυαλό του, αλλιώτικα απ’ τις εικόνες της καρδιάς του, αλλιώτικα απ’ όσα ξύπναγαν τις αίσθησές του, αλλιώτικα απ’ όσα τον είχανε κάμει ένα με τις συνήθειες του. Έψαχνε νάβρει κάτι γνώριμό του, μα δεν τα κατάφερνε.
Από μέρες είχε κατέβει απ’ το χωριό στο Αγρίνιο, έμενε σε μια θεια του, του πατέρα του ξαδέρφη και πάαινε γυμνάσιο στο Αρρένων - κείνη τη χρονιά το Αρρένων τόχανε κόψει στα δυο στο Α και στο Β, στο Β τον έριξαν. Τίποτε δεν έμοιαζε μ’ όσα κάτεχε και τ’ άρεζαν στο χωριό, τίποτε. Φορές κάθονταν στην κερκίδα στο προαύλιο του γυμνάσιου - Παπαστράτεια Εκπαιδευτήρια - κι ο νους του αγαντάριζε την καρδιά του νάβρει τις χαμένες εικόνες του χωριού. Του φαίνονταν τότε πως κι οι φορές πούχε πάρει πόνο στο χωριό ήτανε γλυκύτερες από τούτες τις μέρες της πόλης και του γυμνάσιου.
Μια μέρα σ’ ένα διάλειμμα βρέθηκε στην άκρα του προαύλιου, στην ανατολική μεριά εκεί που ήτανε κάτι μεγάλοι ευκάλυπτοι κι ένιωσε τη μυρωδιά τους στην ανάσα του να μπαίνει βαθιά του στάλα γλυκό μεθύσι· ήρθε στο νου του ο ευκάλυπτος στην άκρα του χωριού του κι ήταν αυτό ένα απ’ τα γνώριμα που γύρευε, κάτι να οϊδίζει με τις εικόνες της καρδιάς του και να ξυπνάει τις αίσθησές του.
Κάμποσοι τον κορόιδευαν χωριάτη ή τον περιφρόναγαν, μα δεν του καίγονταν καρφί - τι νογάνε από χωριό αυτοί, σκέφτονταν. Κάθε που έμπαινε στο προαύλιο, ζύγωνε στους ευκάλυπτους, έπαιρνε βαθιά ανάσα κι έβανε σε ρέγουλα την καρδιά του και το μυαλό του σε σειρά και κύλαγαν οι μέρες στο γυμνάσιο νεράκι αθόλωτο.
Από μικρός είχε το χούι να μαζώνει λέξεις απ’ τους προεστούς κι απέ απ’ τους δασκάλους, σα γένηκε δασκαλούδι του δημοτικού. Τ’ αρχαία, τώρα στο γυμνάσιο, του φαίνονταν σα μπλεμένο κουβάρι πούθελε ξεμπλέξιμο και τύλιμα απ’ αρχής. “Περί λύχνων αφάς”, είπε μια μέρα ο φιλόλογος κι έφερε ένα γύρο το βλέμμα του να ιδεί αν τον προσέχουν οι μαθητές. “Περί λύχνων αφάς”, ξανάπε ο φιλόλογος, “ποιος καταλαβαίνει τι σημαίνει;” ρώτησε με στιβαρή φωνή κι σταμάτησε το βλέμμα του πάνω στο χωριατόπουλο. “H ώρα π’ ανάβουμε τα λυχνάρια”, απάντησε με καθαρή φωνή κι ταυτόχρονα ένα χάχανο ακούστηκε απ’ τους άλλους μαθητές και κάποιοι σχολίασαν κιόλας τη χωριάτικη καταγωγή του - τι ξέρετε σεις από χωριό κι από λυχνάρια, σκέφτηκε ετούτος. “Μη γελάτε καθόλου”, είπε ο φιλόλογος, “απάντησε σωστά ο συμμαθητής σας”, συμπλήρωσε με στόμφο κι η ησυχία απλώθηκε στην τάξη ξανά.
Από τη μέρα εκείνη έπαψαν κι οι κοροϊδίες για τη χωριάτικη καταγωγή του κι αυτός ένιωθε τώρα νάχει δυο απαντοχές στο γυμνάσιο, τους ευκάλυπτους που μύριζαν όπως κι ο ευκάλυπτος του χωριού του και το φιλόλογο που καταλάβαινε από χωριό κι από λυχνάρια. Σιγά-σιγά όλοι άρχισαν να τον λογαριάζουν, άλλοι γιατί είχανε φόβο ότι τον είχε πάρει με καλό μάτι ο φιλόλογος και κάποιοι άλλοι γένηκαν φίλοι του.
Κάποιος συμμαθητής του τονε ρώτησε μια μέρα, πως ήξερε τι πα να πει περί λύχνων αφάς κι αυτός άρχισε να δηγάτε:
“Στο χωριό, εξόν απ’ τους δασκάλους, παίρνουμε ορμήνιες κι απ’ τους προεστούς, ότι τα γερόντια, όσο να το χάσουν, είναι σοφά. Κι εγώ όπως κι οι άλλοι παρατηράω κι αγροικιέμαι τα γερόντια, πως περπατάνε, πως κουβεντιάζουν, πότε βγαίνουν το πρωί απ’ το σπίτι, πότε γυρίζουν για γιόμα, πότε ματαβγαίνουν για απόγεμα, πότε ματαγυρίζουν για γρέκι. Περπατάνε αργά, σιγά-σιγά σταματάνε, σιγά-σιγά ματακινάνε, σιγαλά κρένουν, σιγαλά γελάνε, τις πλιότερες φορές σωπαίνουν. Πάσα μέρα κι ολημερίς γυρίζουνε το κεφάλι αργά-αργά γύρω- γύρω, δεν ακούνε και προκοπή μα ακουρμένουνται, δεν χαμοβλέπουν κιόλας μα τηράνε. Τηράνε μακριά κατά την αυγή και λογαριάζουν, τηράνε μακριά το βασίλεμα και λογαριάζουν, τηράνε μακριά το βοριά και λογαριάζουν, τηράνε μακριά την όστρια και λογαριάζουν. Όλο λογαριάζουν και σκεύονται πόση ζωή πέρασε και πόση ζωή τους μένει. Πλανιώνται συγγνωστά, ότι έτσι τάχα ξορκίζουν του χάρου το δραπάνι, αλλά και τι άλλο έχουν να κάμουν; Με το χάραμα είναι στην αυλή, ν’ απολάψουν τη μέρα ολάκερη, ούτε στιγμή της μερός μη λείψει απ’ τη ζωή τους, σαν έρθει η ώρα να διάβουν, να πάνε σωστό το ραπόρτο σε κείνους που θα βρουν στου παπά το μπαξέ. Με το στάξιμο του δειλινού έχουνε μπει στο σπίτι, να γυρέψουν απ’ τη νοικοκυρά ν’ ανάψει το λυχνάρι, ότι σώθηκε της μερός το φως. Οι μανάδες φωνάζουν τα παιδιά να τελέψουν το παιγνίδι ότι είν’ η ώρα περί λύχνων αφάς, πα να πει η ώρα να κουρνιάσουν”.
Σημείωση: Η ιστορία αυτή δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στις 31/5/2020 στο προφίλ του συγγραφέα στο Facebook
Σημείωση 2: Ο Γιώργος Παληγεώργος κυκλοφόρησε πρόσφατα την πρώτη του συλλογή διηγημάτων με τίτλο “Χωρίς Βαλίτσα”.
No comments:
Post a Comment