Wednesday, 12 October 2022

Η άκρα του κόσμου

 Γράμμα του Γιώργου Παληγεώργου από το Αγρίνιο





Στη μνήμη του δάσκαλου Φώτη Παππά

    - Που είναι η άκρα του κόσμου; - Άκρα στον κόσμο δε θα βρεις. - Που τελειώνει ο δρόμος; - Όσο προχωράς φκιάνεις δρόμο, ο δρόμος δεν τελειώνει ποτές, η διαδρομή τελειώνει. - Που είναι το τέλος της γης; - Κανένας δεν έφτασ’ ως εκεί, ούτε κι η αρχή της βρέθηκε ποτέ!

    Φορές, άμα το παράκανα με τις ερωτήσεις, μόλεγαν οι δικοί, άι ξεφόρτωσέ μας παιδί μ’ με τις όρεξές σου.

    Καθόμουνα στα καραούλια εκεί σιμά στο σπίτι στο χωριό και τήραγα κατά το βοριά κι έγλεπα ως που σώνει ο δρόμος κι έλεγα, να, εκεί τελειώνει ο δρόμος, στην άκρα του πέλαγου - έτσι ξέραμε τότες την Αμβρακία. Εκεί τελειώνει ο δρόμος, εκεί τελειώνει ο κόσμος... κι η γης κάπου εκεί σιμά θα τελειώνει, έλεγα μέσα μου κι ύστερα σώπαινα ώρες ολόκληρες.

    Τήραγα τις στράτες και τα σύρματα - έτσι έλεγαν τότε οι παλιοί τα στενά μονοπάτια, τήραγα τα κλαριά και τα λιθάρια τα ριζωμένα στης γης το κορμί, τήραγα τα χωράφια με τις μικρές και τις μεγάλες γράνες* και τα πετσούρια** τα στενόμακρα, τήραγα τα πράματα με τις αλογόμυγες, τις πεταλούδες, τις μέλισσες, τις ασφήκες και τα σερσέγκια.

    Φορές δοκίμαζα να περάσω σε στράτες από καιρό απάτητες ανάμεσα σε κοντά κλαράκια - θάμνους τάμαθα μετά - και στιγμές τυλίγονταν στο πρόσωπό μου σφελαγγουδιές - πα να πει ιστοί αράχνης - κι έπαιρνα τρόμο μη κι είναι κάνα σφελάγγι και με φάει· και βάραγα κατακεφαλιές τα μούτρα μου, να σκοτώσω το σφελάγγι που τάχα είχε έρθει απάνω μου θυμωμένο για τη σφελαγγουδιά π’ άθελά μου του τη χάλασα στο διάβα μου.

    Σαν αστόχαγα το σκιάξιμο απ’ τη σφελαγγουδιά, τήραγα αψηλά στον ουρανό κι έγλεπα το μεγάλο πουλί να πετάει ανάλαφρα με μεγάλες απλωσιές οι φτερούγες του, δεν ήξερα, έλεγα πως ήτανε αητός κι ήθελα νάμαι κι εγώ πουλί να ψάξω το τέλος του δρόμου, να ψάξω το τέλος της γης και να βρω την άκρα του κόσμου κι απέ να γυρίσω να πω στους δικούς τι είϊδα και πως είναι όλα αυτά. Ήθελα νάμαι κι εγώ πουλί…

Φορές που οι δικοί μ’ έβλεπαν νάμαι στον κόσμο μου παραδωμένος, αναρωτιόντανε τι νάχει αυτό το παιδί στο μυαλό του; Εγώ π’ άκουγα με το ένα μου τ’ αφτί – τ’ άλλο μου τ’ αφτί ήτανε στον κόσμο πόφκιανε η φαντασία μου - τους χαμογέλαγα λίγο λοξά και ντροπαλά και σιγουρεύονταν τότε ότι δεν είμαι σαλεμένος!

--//--

Ο δάσκαλος μπήκε στην αίθουσα με φόρα κι αυστηρός, κρατώντας ένα τεράστιο στρογγυλό σχήμα, που στηρίζονταν σε μια βάση που ύψωνε ένα άξονα που τρυπούσε το στρογγυλό σχήμα απ’ την κάτω του μεριά κι έβγαινε απ’ την από πάνω του. «Σήμερα θα μιλήσουμε για την υδρόγειο σφαίρα», είπε ο δάσκαλος κοφτά κι αυστηρά. Δεν κατάλαβα τι σκέφτονταν τ’ άλλα παιδιά, αλλά εμένα μου φάνηκε άγριος κι είπα μέσα μου, δε θα τα περάσουμε καλά φέτο με δαύτον που μας έβαλαν στο σβέρκο, ότι είχα συνηθίσει με δασκάλες στις δυο πρώτες τάξεις του δημοτικού, που ήτανε γλυκιές.



    «Από σήμερα και μέχρι να τελειώσετε το δημοτικό σχολείο, θα συμβουλεύεστε την υδρόγειο σφαίρα για τη γεωγραφία αλλά και για κάποια άλλα θέματα, όπως για την ώρα, για τη μέρα και τη νύχτα, τις εποχές και κάποια άλλα φαινόμενα που έχουν σχέση με τον ήλιο και το φεγγάρι», είπε ο δάσκαλος ακουμπώντας την παλάμη του δεξιού του χεριού πάνω στην υδρόγειο σφαίρα. «Όπως βλέπετε η γη είναι μια μεγάλη σφαίρα, κι αποτελείται από στεριά και θάλασσα. Να εδώ είναι η Ελλάδα κι εδώ το χωριό μας», συμπλήρωσε δείχνοντας με τη βίτσα το ακριβές σημείο.

    «Εμείς φέτος στην Τρίτη τάξη θα ξεκινήσουμε το μάθημα της Γεωγραφίας, μαθαίνοντας για την περιοχή μας, που θα τη λέμε και ιδιαίτερη πατρίδα μας, που είναι ο Νομός Αιτωλίας και Ακαρνανίας ή Αιτωλοακαρνανίας, όπως τον λέμε με μια λέξη». Συνέχισε να μιλάει ο δάσκαλος κι άρχισε να ξεδιπλώνει ένα χάρτη και να τον κρεμάει απ’ ένα καρφί που βρίσκονταν στην κορυφή του πράσινου πίνακα. Πρώτη φορά έβλεπα τέτοιο χάρτη· μέχρι τότε έβλεπα χάρτες για παραμύθια στην πρώτη τάξη και για πατριδογνωσία στη Δευτέρα τάξη. Αυτός ήτανε ο Χάρτης του Νομού Αιτωλοακαρνανίας.

    “Από το επόμενο μάθημα Γεωγραφίας δε θα κάνουμε μάθημα με το Χάρτη, αλλά όλοι μαζί σ’ αυτήν τη μεγάλη αμμοδόχο θα σχηματίσουμε το νομό Αιτωλοακαρνανίας, με άμμο και με χρώματα, έτσι ώστε να καταλάβετε καλύτερα πως είναι στην πραγματικότητα η περιοχή μας”. Η αμμοδόχος ήτανε ένα τεράστιο ξύλινο τελάρο γεμάτο ψιλή άμμο που στηρίζονταν σε τέσσερα παχιά ξύλινα πόδια, ανάμεσα στην είσοδο της αίθουσας και τον πίνακα.

    Ο δάσκαλος έφτιαξε μόνος την Αιτωλοκαρνανία στην αμμοδόχο - τι νογάγαμε εμείς τα δασκαλούδια; - αφού σημάδεψε τα σύνορά της με τους γύρω νομούς, Άρτας, Καρδίτσας, Ευρυτανίας, Φθιώτιδας και Φωκίδας, με χρώμα κόκκινο από τριμμένες κιμωλίες και με γαλάζιο χρώμα τις υπόλοιπες πλευρές του Νομού, Κορινθιακό κόλπο, Πατραϊκό Κόλπο, Ιόνιο Πέλαγος, Αμβρακικό κόλπο, βάζοντας παντού μικρά χαρτονάκια μπημένα στην άμμο με τις σχετικές ονομασίες. Μετά έφτιαξε τ’ αψηλά βουνά με άμμο (Ακαρνανικά όρη, Παναιτωλικό όρος, όρη του Βάλτου, Όρη της Ναυπακτίας, Αράκυνθος ή Ζυγός και το μικρό όρος της περιοχής τον Πεταλά) και τα έντυσε με καφέ σκούρο χρώμα και τις πεδιάδες (Αχελώου και Μεσολογγίου) με πράσινο χρώμα. Ύστερα έφτιαξε με γαλάζιο χρώμα τις Λίμνες (Τριχωνίς, Λυσιμαχία, Οζερός και Αμβρακία) και τα ποτάμια(Αχελώος, Εύηνος ή Φίδαρης και Μόρνος). Μετά με πορτοκαλί χρώμα σημάδεψε τα σύνορα των Επαρχιών (Ξηρομέρου, Βάλτου, Τριχωνίδας, Ναυπακτίας και Μεσολογγίου). Τέλος με άσπρες μεγάλες βούλες σημάδεψε την πρωτεύουσα του Νομού, το Μεσολόγγι και τη μεγαλύτερη πόλη του Νομού το Αγρίνιο και με μικρότερες τις πρωτεύουσες των Επαρχιών (Βόνιτσα, Αμφιλοχία, Ναύπακτο) και βέβαια το χωριό μας, τις Φοιτίες - όπως το γράφαμε τότε κι όχι Φυτείες όπως το μετέτρεψε κάποιος ανίδεος του υπουργείου Εσωτερικών - και ένωσε τις πόλεις και τις κωμοπόλεις με άσπρες φιδίσιες γραμμές που ήταν οι δρόμοι.

    Κάθε φορά που είχαμε μάθημα Γεωγραφία, ο δάσκαλος μας μάζευε όλα τα δασκαλούδια γύρω απ’ την αμμοδόχο και ανάλογα σε ποια επαρχία του Νομού αναφερόταν, μας επικέντρωνε την προσοχή στα αντίστοιχα σημεία. Πρώτα μας δίδαξε για την Επαρχία Ξηρομέρου που άνηκε το χωριό μας, μετά για την Επαρχία Μεσολογγίου, την Επαρχία Τριχωνίδας (Αγρίνιο), την Επαρχία Βάλτου (Αμφιλοχία) και την Επαρχία Ναυπακτίας (Ναύπακτος).

--//--

    Κάτι στιγμές τις Κυριακάδες, στις πάψες για τη Λαμπρή ή το καλοκαίρι καθόμουνα στα καραούλια σιμά στο σπίτι και λογάριαζα κι απόραγα, πίσω απ’ τα βουνά τάχα θ’ απλώνονται θάλασσες - πως νάναι η θάλασσα αλήθεια; - ή θα ορθώνονται κι άλλα βουνά ή θα πλαγιάζουν χωριά και θα βουίζουν πολιτείες; Τώρα ήξερα πως ο δρόμος πάει μακρύτερα απ’ όσο γλέπουν τα μάτια μου, πάει μακρύτερα απ’ την άκρα του πέλαγου, ότι ο κόσμος είναι μεγάλος και πολύς κι ότι η γης είναι στρογγυλή. Αυτός ο δάσκαλος με είχε βάλει σε μπελάδες. Μα τώρα όμως ήθελα κι εγώ να δω το πως και το τι.

    Τήραγα τον τσοπάνο πίσω απ’ τα πρόβατα ή τη γριά να κουβαλάει φρύγανα με το γαϊδούρι κι έλεγα νάτοι οι άνθρωποι, έτσι είναι ο κόσμος· τι τους νοιάζει αυτουνούς αν η γης είναι στρογγυλή κι αν έχει πέντε επαρχίες ο νομός Αιτωλοακαρνανίας; Τα νιτερέσα τους χωράνε σε τούτον τον τόπο το μικρό, εδώ είναι η καρδιά τους κι ας κιντυνεύουν φορές από σφελαγγουδιές σαν περάνε σε στενά σύρματα. Ύστερα άσκωνα τ’ αψήλου τα μάτια κι έγλεπα το μεγάλο πουλί να πετάει ανάλαφρα με μεγάλες απλωσιές οι φτερούγες του, ήξερα τώρα πως ήτανε αητός κι ήθελα νάμαι κι εγώ πουλί και ψάξω πίσω απ’ τα βουνά, να ιδώ πως είναι η θάλασσα, να ιδώ πως είν’ οι πολιτείες, να ιδώ πως είναι παραπέρα η γης κι ο κόσμος κι απέ να γυρίσω να πως στους δικούς τι είϊδα και πως είναι όλα αυτά. Ήθελα νάμαι κι εγώ πουλί…

--//--

    Ο δάσκαλος μπήκε στην αίθουσα πιο εξοικειωμένα αυτή τη φορά, ήταν η δεύτερη συνεχόμενη χρονιά που θα μας δασκάλευε· αρχινάγαμε την Τετάρτη τάξη. «Φέτος στη Γεωγραφία θα μιλήσουμε για όλη την Ελλάδα, για όλα τα διαμερίσματα για όλους τους Νομούς, για όλα τα πέλαγα, για όλα τα κατοικημένα νησιά. Είστε μεγάλα παιδιά και πρέπει να ξέρετε περισσότερα. Το μάθημα θα γίνετε με τους χάρτες και σεις θα διαβάζετε απ’ το βιβλίο - ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ - και καλό είναι όποιος μπορεί ν’ αγοράσει και το χάρτη της Ελλάδας, τον ΑΤΛΑΝΤΑ», μας είπε ως εισαγωγή για τη Γεωγραφία της Τετάρτης τάξης. Κάθε φορά που είχαμε γεωγραφία εξετάζαμε κι ένα διαφορετικό νομό ή και δυο μικρούς μαζί κι έτσι μάθαμε πληροφορίες κι είδαμε εικόνες απ’ όλους τους τόπους της Ελλάδας κι είδαμε ακόμα με ποιες άλλες χώρες συνορεύουμε.

--//--

    Το καλοκαίρι πάσα χρόνο κάθε μέρα μαζώναμε καπνό και τον μπ(β)ελονιάζαμε και κουβαλάγαμε τις αρμάθες στη λιάστρα κι ύστερα πάλι απ’ την αρχή· πάλε μαζώναμε καπνό και ξαναμπ(β)ελονιάζαμε και ξανακουβαλάγαμε τις αρμάθες στην λιάστρα κι άντε πάλε τα ίδια, όσο να φτάσουμε στην ουρά του καλοκαιριού. Ήξερα, τόχα μάθει καλά αυτό στη γεωγραφία, ότι στους πλιότερους Νομούς της Ελλάδας δε φύτευαν καπνό, φέρ’ ειπείν, στην Άμφισσα είχαν ελιές, στη Αιγιάλεια και στην Κόρινθο σταφίδα, στη Θεσσαλία βαμβάκι και πολλά δημητριακά κι αλλού είχανε φάμπρικες κι άλλες δουλειές. Γιατί να μην κάνουμε κι εμείς άλλη δουλειά και μένουμε στο κάτεργο του καπνού, ήταν η άλυτη απορία μου. Κι ύστερα αφού ετούτη η καταδίκη του καπνού είναι ισόβια, τι τα θέλουμε τα γράμματα κι τι μας νοιάζει τι κάνουνε στους άλλους νομούς και στ’ άλλα διαμερίσματα; Μέχρι εκεί έφτανε η γκλάβα μου, ήτανε κι η αποσταμάρα απ’ τον καπνό κι ύπνος μ’ έπαιρνε στη στιγμή μόλις αποσώναμε τη δουλειά της μέρας.

    Τις Κυριακάδες που δε μαζώναμε καπνό καθόμουνα στα καραούλια και τήραγα πέρα μακριά τα χωράφια και καταλάβαινα απ’ το χρώμα τους ποια είχανε πολύ καπνό, ότι ήτανε καταπράσινα, ποια κοντολόγαγαν που το πράσινο χρώμα είχε αραιώσει και ποια είχαν απομαζωχτεί και φαίνονταν το σκούρο χώμα του χωραφιού ή το κοκκινόχωμα ανάλογα. Σιμά πλάι μου ή λίγο παρακεί κάποιος τζίτζικας με συντρόφευε και κάποια μιρμιγκόστρατα μούδειχνε πως άμα κάνεις αυτό που είναι στη φκιασιά σου δεν αποσταίνεις, δε μαραζώνεις, παίρνεις χαρά. Σκεπτόμουνα τ’ αξιοθέατα, που μας έλεε ο δάσκαλος, σε διάφορους νομούς με τ’ αρχαιολογικά και τα ιστορικά μνημεία, με τους μαγευτικούς τόπους κι έφκιανα καινούργιες φαντασίες κι άσκωνα τα μάτια στον ουρανό να ιδώ πόσο μεγάλη είναι η σκεπή του κόσμου κι έγλεπα τον αητό να πετάει ανάλαφρα με μεγάλες απλωσιές οι φτερούγες του κι ήθελα νάμαι πουλί να διαβαίνω εύκολα σ’ άλλους τόπους κι εύκολα να γυρίζω στους δικούς. Οι Κυριακές τα καλοκαίρια τέλειωναν το μεσημέρι, ότι πάλε ξεκινάγαμε να μάσουμε καπνό κι έπρεπε ν’ απολησμονήσω τις φαντασίες και την αποθυμιά μου να γένω πουλί.

//--

    Ο δάσκαλος μπήκε στην αίθουσα έχοντας μαζί του το χάρτη της Ευρώπης και τον κρέμασε στο κεντρικό καρφί πάνω απ’ τον πράσινο πίνακα. «Φέτος θα μιλήσουμε για τις χώρες της Ευρώπης», είπε κι έδειξε το χάρτη με τη βίτσα κι ύστερα πλησίασε την υδρόγειο σφαίρα κι είπε, «να εδώ είναι η Ευρώπη, κι εδώ είναι το Λονδίνο, όπου βρίσκεται το Γκρίνουϊτς και η πρώτη άτρακτος, που κανονίζει τις ώρες όλου του κόσμου». Και μαθαίναμε στο χάρτη και στο βιβλίο ένα προς ένα τα ευρωπαϊκά κράτη μ’ όλα τους τα καθέκαστα.

    Μια μέρα που ήμουν αδιάβαστος αγρίεψε ο δάσκαλος και μούριξε τέσσερις με τη βίτσα. Δε με πείραξε και πολύ, ότι ο πόνος απ’ το ξύλο πέραε εύκολα τρίβοντας τις παλάμες με περπερίτσα· όμως μου είπε μια κουβέντα που με τάραξε πολύ! «Γιατί δε διάβασες, πως θ’ ανοίξεις τα φτερά σου;». Ωχ, είπα μέσα, ο δάσκαλος ξέρει πως θέλω να γένω πουλί! Αλλά πώς; Εγώ δεν τόχω πει σε κανέναν!

    Τελειώσαμε την Πέμπτη τάξη κι είχαμε μάθει όλες τις χώρες της Ευρώπης. Τότε ήτανε λιγότερες, ότι πολλές ήτανε σμιμμένες σε μία χώρα, όπως η ΕΣΣΔ, η Γιουγκοσλαβία, η Τσεχοσλοβακία· μόνο η Γερμανία ήτανε κομμένη στα δυο.

--//--

    Είχαμε αγοράσει κι ένα ράδιο στο σπίτι και την ώρα που μπ(β)ελονιάζαμε καπνό άκουγα τραγούδια για ταξίδια και ταξίδευα κι εγώ με το νου μου. Συχνά πάνω απ’ τον ουρανό του χωριού πέταγαν αερόπλανα της πολεμικής αεροπορίας, απ’ τον Άραξο έλεγαν οι μεγάλοι ή απ’ την Ανδραβίδα. Φορές όλο και κάποιο αερόπλανο πέταε πολύ ψηλά στον ουρανό που μόλις έλαμπε στον ήλιο κι άφηνε πίσω δυο παχιές άσπρες παράλληλες γραμμές· ήτανε τ’ αερόπλανα που διάβαιναν από Αθήνα για Άκτιο, για Γιάννενα και για Κέρκυρα, αφού κάποια απ’ αυτά είχαν κατέβει και στο Αγρίνιο, ότι η Ολυμπιακή είχε και στ’ Αγρίνιου τ’ αεροδρόμιο σταθμό. Τ’ αερόπλανα φούντωναν τη φαντασία μου κι έλεγα μέσα μου πότε θ’ αξιωθώ να πετάξω μ’ αερόπλανο, αφού ο δάσκαλος είπε, πρέπει να διαβάζω πολύ για ν’ ανοίξω τα δικά μου φτερά κι εγώ για πλιότερο διάβασμα δεν είχα όρεξη και νου. Έβλεπα όμως στον ύπνο μου φορές να πετάω κι άλλες φορές ν’ ανυψώνομαι και να περπατάω στον αέρα. Σα ξύπναγα ωστόσο καταλάβαινα πως τα φτερουγίσματά μου και τα περπατήματά μου στον αέρα είναι σαν τα καρβέλια που γλέπει στα ονείρατά του ο νηστικός. Βάραινε τότε το μέσα μου κι έκανα σιγά-σιγά λογαριασμούς πως θα βγει πέρα η ζήση μου ολάκερη πεζή.

--//--

    Είχαν κινήσει τα μαθήματα για την έκτη τάξη κι ο δάσκαλος είχε αρχίσει να μας μιλάει για την Παγκόσμια Γεωγραφία, πα να πει για τις χώρες όλου του κόσμου, εξόν απ’ της Ευρώπης, που τις είχαμε ακούσει στην Πέμπτη τάξη. Μια μέρα το πρωί κι ενώ είχε χτυπήσει το κουδούνι, έμεινα στο διάδρομο και χάζευα απ’ το παραθύρι τα χελιδόνια που είχαν συναχτεί γραμμές - γραμμές στα καλώδια της ΔΕΗ. Ο δάσκαλος περνώντας μ’ είϊδε, πρόσεξε που είχα αφαιρεθεί τηρώντας τα χελιδόνια, και μούπε, «τοιμάζονται να φύγουν όλα μαζί για το νότιο ημισφαίριο, στις χώρες της Αφρικής. Θα μιλήσουμε γι’ αυτές τις χώρες στη Γεωγραφία, θα σας πω και για τα χελιδόνια. Έλα μπες στην αίθουσα», συμπλήρωσε αγγίζοντάς με στον ώμο. Σιγουρεύτηκα τότε πως ο δάσκαλος είχε καταλάβει πως ήθελα να γίνω πουλί.



    Σημείωση 1: Βρέχω τ’ αχείλι με λίγο κρασί, στη μνήμη του δάσκαλου Φώτη Α. Παππά, που το 2020, λίγο πρι φανούνε τα χελιδόνια, την 1η του Μαρτιού άφησε τη ζωή, στα 78 του χρόνια, δίνοντας άνιση μάχη. Μπήκε στην αγκαλιά της γης στο χωριό του, στον Αμμότοπο Άρτας, ότι εκεί διάλεξε νάναι το τέρμα της δικής του διαδρομής, εκεί όπου γεννήθηκε.

    Ακούω τη φωνή του την Ηπειρώτικη, «Γιώργου, τι κάν’ς μωρέ Γιώργου; είσι καλά; Ικείνα τα πιδιά, που ήσασταν στ’ν ίδια τάξ’, τι φκιάνουν; Μαθαίν’ς;». «Άϊ Γιώργου δεν είμι καλά φέτου», μούχε πει την τελευταία φορά που μιλήσαμε, προδικάζοντας το τέλος.

    Το δάσκαλο τον έβλεπα συχνά, συγκαθόμασταν σε τάβλες, σε χαρές και στη γιορτή του τα Φώτα και συχνά μιλούσαμε στο τηλέφωνο. Τα τελευταία πολλά χρόνια ήταν κάτοικος Αγρινίου. Ήταν ο δάσκαλός μου - δάσκαλος μιας εξαιρετικής τάξης - τέσσερα συναπτά χρόνια, από το Σεπτέμβρη του 1968 μέχρι τον Ιούνιο του 1972, στις Φυτείες (Μαχαλά) Ξηρομέρου.

    Άφησε πίσω τρεις εξαιρετικούς γιούς απ’ το γάμο του με τη δασκάλα Βάσω Αναστασίου.

    Σημείωση 2: Η ιστορία αυτή δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στις 20/4/2020 στο προφίλ του συγγραφέα στο Facebook.

    *γράνες = μεγάλες πέτρες πρόχειρα χτισμένες ξερολιθιά, να συγκρατούνε το χώμα του χωραφιού απ’ τις νεροφαγιές

    **πετσούρια = στενόμακρες λωρίδες καλλιεργήσιμης γης

    Ο Γιώργος Παληγεώργος κυκλοφόρησε φέτος το πρώτο του βιβλίο, τη συλλογή διηγημάτων “Χωρίς βαλίτσα” από τις εκδόσεις 'Άπαρσις” που ήδη βρίσκεται στη Β΄ έκδοση.



No comments:

Post a Comment