Friday, 7 October 2022

Ο καστανάς

 Γράμμα του Γιώργου Παληγεώργου από το Αγρίνιο





    Τέτοιος καιρός ήτανε, τέλη Οχτώβρη, γύρω στα 1970, που, μια μέρα με ομίχλη πολλή, στο προαύλιο του σχολείου εμφανίστηκε ένα κοντό καλοσυνάτο γεροντάκι με τραγιάσκα κι ένα καλαθάκι περασμένο στ’ αριστερό του χέρι με κάστανα.



    «Καστανάς, καστανάς», φώναζε μόλις βγήκαμε διάλειμμα. Πρώτη φορά ακούγαμε τέτοια λαλιά, πρώτη φορά βλέπαμε καστανά, εξόν από κείνη τη φωτογραφία στ’ Αναγνωστικό της δεύτερης τάξης.



    «Ιλάτι πιδιά μ, ιλάτι, ουραία κάστανα, κάστανα μαρόνια», έλεε μόλις ζυγώσαμε τα πρώτα μαθητούδια και μας ζύγωνε κι αυτός με πολύ μικρά βηματάκια.



    Μας είπε τ’ όνομά του, μπάρπα Κώστας, έτσι τον μάθαμε, έτσι τον φωνάζαμε, παράνομά του δε μάθαμε, δε μας χρειάστηκε· μπάρπα Κώστας ο Καστανάς, αυτό έφτανε.



    Είχε βολευτεί σ’ ένα χαμόσπιτο κι εκεί στο μπουχαρί άναβε τη φουφού του κι έψενε τα κάστανα αξημέρωτα και με το πρώτο διάλειμμα στις εννιά το πρωί, τάφερνε στα μαθητούδια του δημοτικού και τα πούλαγε να βγάλει το ψωμί του. Φεύγοντας απ’ το προαύλιο του σχολείου, πέρναε κι απ’ τους καφενέδες να πουλήσει όσα του περίσσεψαν σ’ αυτούς που ουζόπιναν πριν το μεσημέρι. Να νοστιμίσει το ούζο απ’ τη βελάνα του Θεού, έλεγαν οι παλιοί κι οι δάσκαλοι που είχαν ξετάσει τις αρχαίες γραφές, έλεγαν, Διός βάλανος.



    Κάποιοι από μας που δεν είχαμε κέρμα στην τσέπη μας του ζητάγαμε να μας φιλέψει, δω μ’ ένα κάστανου, του λέγαμε κι αυτός ψιμογέλαε και μας έλεε, “δε χαρίζου κάστανα”.



    Μετά από λίγο καιρό ο μπάρπα Κώστας ο καστανάς δε ματαφάνηκε· φαίνεται του τέλεψαν τα κάστανα κι επέστρεψε στη ρίζα του ή όπου είχε βολή κι απαντοχή ή ίσως πήε να παραδόκει την ψυχή του ότι πολλά τα χρόνια στην πλάτη του. Τίποτε δε μάθαμε γι’ αυτόν· τάχα είχε προκοπή – αδέρφια, γυναίκα, παιδιά, αγγόνια – ή είχε ξεμείνει από δικούς κι ήτανε έρμος;



    Στο Αγρίνιο, σαν κατέβηκα για το γυμνάσιο, έβλεπα πάσα Οχτώβρη στα μεγάλα παντοπωλεία, τσουβάλια στητά γιομάτα κάστανα, να λιμπιστούν οι πελάτες ν’ αγοράσουν, αλλά και στη λαϊκή της γειτονιάς κάτω απ’ τον Παναιτωλικό ήταν πολλοί που πούλαγαν κάστανα, Μακρυνιώτες απ’ τον Αράκυνθο κι Ευρυτάνες από μεριές-μεριές.



    Ένα βράδυ πέρσι μπήκα στο καφενείο – το στέκι της παρέας – και με το τσίπουρο μούφερε ο μπακάλης και δυο-τρία ψημένα κάστανα· δοκίμασε, είναι απ’ το Άνω Κεράσοβο απ’ τον Αράκυνθο, μου είπε, μου τάφερε ο κουρέας – πελάτης του καφενείου.

    Γεύτηκα τσίπουρο και κάστανο και με τη γεύση οδηγό ταξίδεψα στα καστανόδασα της χώρας όπου αξιώθηκα, στη Μακεδονία, στο Πήλιο, στα Ζαγόρια, στη Ρούμελη, στο Μωριά, στην Κρήτη και πέρα στα χρόνια, φόντε δεν ήξερα τι είν’ το κάστανο. Και πήρα κι άλλο τσίπουρο κι είδα μπροστά μου όλα του κόσμου τα καστανά τα μάτια και γλυκοπήρα του χαΐνη τη νηχώ,



    «Αργό το ζάλο μου, βαρύ
ήτανε ψεύτικος μπορεί
ο έρωτάς σου
ρωτώ διαβάτες στα στενά
αν είδαν μάτια καστανά
σαν τα δικά σου».


    Σημείωση: Η ιστορία αυτή δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά, στις 26/10/2020 στο προφίλ του συγγραφέα στο Facebook.

    Σημείωση 2: Ο Γιώργος Παληγεώργος κυκλοφόρησε πρόσφατα την πρώτη του συλλογή διηγημάτων με τίτλο “Χωρίς Βαλίτσα” από τις εκδόσεις “Άπαρσις”.

No comments:

Post a Comment