Sunday 2 October 2022

Μέλι - πετιμέζι

 Γράμμα του Γιώργου Παληγεώργου από το Αγρίνιο




Κάθε που διάβαινε κορίτσι, κολλάγαμε στα κάγκελα του προαυλίου


    Χτύπησε το κουδούνι εφιαλτικά κι αρχίσαμε οι μαθητές να πυκνώνουμε κατά την οξώπορτα για τις πρώτες άχαρες, πικρές ορμήνιες του Γυμνασιάρχη. Το κουδούνι ξαναχτύπησε, σφαίρα στ’ αστήθι μου – πότε πέρασε το καλοκαίρι, χωρίς ν’ αφήσω την καρδιά μου αβέρτη, για μια βδομάδα μέρες; Έστω για μια βδομάδα μέρες, ψίχα να ξοκείλω στο παιγνίδι με τα συνομήλικα παιδιά στο χωριό. Ν’ αποπάρω μαζί τους ανταμωμένος μια στάλα λαχταριστή χαρά, ποιος είπε για χόρταση; Έτσι κι αλλιώς αυτές οι συντροφιές μένουν για πάντα αχόρταστες. Πότε πέρασε το καλοκαίρι κι άρχισε πάλι το γυμνάσιο;

    Άνοιξα τα μάτια μου, καθώς δυνάμωσε η ένταση στο ράδιο, «μέλι, πετιμέζι και γλυκό ψωμί» η φωνή της Ρένας Κουμιώτη, να μου λέει πως ήτανε κακό όνειρο, πως δεν αρχίζουν τα γυμνάσια σήμερα, απλά στη δρασκελιά του ο καιρός άφηκε πίσω του τον Αύγουστο και πάτησε το Σεπτέμβρη. Μια βδομάδα μέρες μπροστά μου, ψίχα να ξοκείλω με τις αχόρταστες συντροφιές, είπα και ξόρκισα τις ορμήνιες του γυμνασιάρχη.

    Σηκώθηκα ψιθυρίζοντας «μέλι, πετιμέζι και γλυκό ψωμί», ότι το τραγούδι αυτό μ’ άρεσε πολύ απ’ τα προηγούμενα χρόνια, αλλά τώρα μ’ είχε ξυπνήσει γλυκά κι όσο προχώραε η μέρα το τραγούδαγα συνέχεια, όσο που κάποιοι με ξόμπλιασαν, «πάει κι αυτός τσιμπήθηκε, ολημερίς λαλάει» και για λίγο σώπαινα. Στα χρόνια του δημοτικού αυτό το τραγούδι μούχε βάλει στη φαντασία, ότι το σύνορο ανάμεσα στον Αύγουστο και το Σεπτέμβρη, είναι μια γλυκιά γραμμή με μέλι και πετιμέζι, ότι ανάμεσα στη σκληρή δουλειά στα πικρά καπνά και στο σχολείο, έμεναν κάμποσες μέρες ατόφιες για χάζι και παιγνίδι.

    Ήτανε νωρίς ακόμα για έρωτες – τάχα εμπόδιζε η ηλικία – μα όταν μαζευόμασταν η σερνικοπαρέα, πούχαμε ξασκολίσει μαζί το δημοτικό, όλο και κουβεντιάζαμε για τις κοπέλες της ηλικίας μας, ποιά ξεπετάχτηκε, ποιάς άρχισε να φουσκώνει τ’ αστήθι της. Εκείνες σ’ αυτά τα θέματα είχανε γένει σαΐνια και μας τα συνομίληκά τους μας περιφρόναγαν, ότι μας είχανε για μικρά πια και λοξοτήραγαν τους μεγαλύτερους. Αυτό δε θέλαμε να το καταπιούμε, αλλά δε μπορούσαμε να τ’ αλλάξουμε κιόλας. «Άντε καλά, του χρόνου εμάς θα μας θέλουν οι μικρότερες που θάχουνε ξεπεταχτεί», είπε ένας της παρέας και μας παρηγόρησε. Βέβαια πολλοί είχαμε βάλει στο μάτι κάποια απ’ τις συμμαθήτριες, μα έτσι για να παίρνει αέρα ο νους κι η καρδιά να κάνει βόλτα· λίγο μετά μας είπανε ότι αυτό είναι πλατωνικός έρωτας. Τώρα που θυμάμαι λέω, ωραίος ήτανε κι ο πλατωνικός έρωτας, αλλά τότε λέγαμε, να τονε βράσουμε τον πλατωνικό έρωτα.

    Τα πλιότερα παιδιά στο χωριό πήγαιναν σ’ ένα Γυμνάσιο διπλανού χωριού που ήτανε μικτό – κορίτσια αγόρια ζευγαρωτά, που λέει κι ο Τσιτσάνης – μα όσοι πήγαμε στο Αγρίνιο – στην πόλη είναι καλύτερα έλεγαν οι δάσκαλοι, συφώναγαν και κάτι λίγοι οι γονέοι – μαντρωθήκαμε στα αρρένων και ούτε καλημέρα δεν αλλάζαμε με τα κορίτσια των θηλέων. Μας έλεγαν κάτι μεγαλύτεροι, πως όσο είστε σε αρρένων, ίσαμε να σώσετε στα δέκα οχτώ, φιλί από κοπέλα δεν πρόκειται να γευτείτε. Έτσι, είχαμε πάρει το γυμνάσιο στην πόλη σα μάντρωμα και κάτι παραπάνω, σαν κάτεργο.

    Σαν είπα μια μέρα και σ’ άλλους συμμαθητές στην πόλη, αυτό το κακό όνειρο πούχα ιδεί, ότι τάχα είχανε αρχίσει τα γυμνάσια πριν έρθει η μέρα τους, κάμποσοι με ζύγωσαν με πολλή συμπάθεια και ξομολογήθηκαν κι εκείνοι πως είχανε δει παρόμοιο κακό όνειρο.

    Τάξη την τάξη μαθαίναμε την υπομονή, μα κάθε που διάβαινε κορίτσι έξω απ’ το αρρένων, όλοι κολλάγαμε στα κάγκελα του προαύλιου ανάμεσα στα ευκάλυπτα, να το δούμε καλά από κοντά, να πλάσουμε με τη θωριά του το λεύτερο κόσμο πέρα απ’ το μάντρωμά μας.

    Τηράω ένα γέροντα, π’ αναμετράει τα χρόνια – κομπολόι με χοντρά κεχριμπάρια, θυμητάρι αλάθευτο – κι ακούω να μου λέει, ούτ’ πο πίρναμι χαμπάρ’ πως άλλαζι ου μήνας τότι, καλός κιρός – καλή δ’λειά, κακός κιρός – αναπουτιά κι γκρίνια· σκουλειό δεν πήγαμι, αλλά καλά ήτανι.

    Τηράω μέσα μου κι ακούω το τραγούδι, «μέλι, πετιμέζι και γλυκό ψωμί» και βάνω το δάχτυλό μου μόλις ν’ αγγίξει γλύκα απά στο σύνορο όπου, ποιος ξέρει, ο Συκολόος κι ο Τρυητής χωρίζουνε για σμίγουν;

    Σημείωση: Η παραπάνω ιστορία δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στις 31/8/2020 στο προφίλ του συγγραφέα στο Facebook.

    Σημείωση 2: Η πρώτη συλλογή διηγημάτων του Γιώργου Παληγεώργου, κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις “Άπαρσις” με τίτλο “Χωρίς Βαλίτσα”.

No comments:

Post a Comment