Γράμμα της Λένας Χ. Δημητριάδου από τη Θεσσαλονίκη
Το θυμάμαι να στέκεται μεγαλοπρεπές πάνω στο ράφι του στην κουζίνα. Με καμπύλες επιφάνειες από μαύρη λάκα, κίτρινα στρογγυλά κουμπιά που γύριζαν και οδηγούσαν τη βελόνα, στολισμένο μ’ ένα δικτυωτό πλέγμα στο κέντρο που από μέσα του έβγαινε ο ήχος. Η μαμά του είχε ράψει ένα άσπρο κάλυμμα και του κέντησε μια γαλάζια μπορντούρα με γεωμετρικά σχέδια.
Το παράθυρό μας στον κόσμο. Λίγα λεπτά μέχρι να ζεσταθούν οι λάμπες και μετά. Αχ, μετά! Πρωί-πρωί ο Εθνικός Ύμνος και στο κατόπι το τραγούδι του τσομπανάκου με τα προβατάκια του, την ώρα που ο μπαμπάς ετοιμαζόταν για το γραφείο του. Η Θεία Λένα αργότερα στις εννιά με υποδεχόταν χαρωπά με το «Καλημέρα σας παιδιά» και με αποχαιρετούσε τραγουδιστά «Τώρα πέρασε η ώρα, φεύγουμε κι εμείς παιδιά, κι αύριο την ίδια ώρα, θα τα πούμε με χαρά». Αυτό το τελευταίο έκανε λιγάκι την καρδούλα μου να σφίγγεται. Το απόγευμα οι ραδιοφωνικές σειρές, που οι μαμάδες κι εμείς τα κορίτσια τις παρακολουθούσαμε φανατικά. Η "Μικρή Πικρή μου Αγάπη", με το Στέφανο Ληναίο και την Έλλη Φωτίου. Ο Αλέξης κι η Βάνα στην «ιστορία ενός νέου που αγάπησε εκείνη που δεν άξιζε την αγάπη του. Που γνώρισε τη στοργή και την αφοσίωση από κείνη που δεν μπόρεσε ν’ αγαπήσει. Κι ύστερα ήρθε ο έρωτας…» (τύφλα να ’χουν τα βίπερ Νόρα). Οι "Περιπέτειες ενός θυρωρού", με τον Παντελή Ζερβό και το Γιάννη Βογιατζή στο ρόλο του βουτυρο-μπεμπέ Μικέ: «Σας χαιρέτησα; Δεν σας χαιρέτησα. Χαίρεται! Τι κάνετε; Καλά ευχαριστώ». Το "Σπίτι των ανέμων", με το δαιμόνιο δικηγόρο Λαμπίρη να μπλέκεται σε αστυνομικές περιπέτειες γεμάτες συγκινήσεις, παρέα με την αιώνια αρραβωνιαστικιά του Τζοάννα (αυτά τα ξενικά ονόματα έδιναν μια ιδιαίτερη γοητεία στις ηρωίδες) και τη γιαγιά Ανούσκα να ανησυχεί.
Οι Κυριακές γύρω από το ραδιόφωνο ήταν γιορτή για όλη την οικογένεια. Στην αρχή η Κυριακάτικη Λειτουργία. Στη συνέχεια τραγούδια της Χαλκιδικής, που η μαμά τα σιγοντάριζε συγκινημένη γιατί της θύμιζαν την πατρίδα της. Βέβαια κι άλλα δημοτικά άσματα που όμως με έκαναν να σκιάζομαι λίγο, έτσι όπως την έσερναν τη φωνή τους οι τραγουδιστές. Ελαφρά τραγούδια με Δανάη, Βέμπο, Γούναρη, Μούσχουρη, και πιο μοντέρνα που πολύ μας άρεσαν εμάς τα κορίτσια. Πού και πού κανένα λαϊκό για το χατίρι της μαμάς. Τα ταλέντα του Οικονομίδη στο τραγούδι, παρέα με τη Ρένα Ντορ που έλεγε ατάκες γεμάτες αφέλεια. Ειδήσεις, αναζητήσεις του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού - «…έκτοτε αγνοείται η τύχη του», που έκρυβαν θλιβερές ιστορίες ανθρώπων που χάθηκαν στα χρόνια του πολέμου και του ξεριζωμού. Κι από κεκτημένη ταχύτητα ακούγαμε τα νέα του Χρηματιστηρίου, οδηγίες προς ναυτιλλομένους, αναγγελίες θυελλωδών ανέμων. Το απογευματάκι άρχιζαν οι ποδοσφαιρικές μεταδόσεις και το ραδιόφωνο έσβηνε, γιατί ευτυχώς κανείς μας δεν τις άκουγε.
Και φυσικά αναμεταδόσεις από το Φεστιβάλ τραγουδιού της Θεσσαλονίκης. Αυτές τις περιμέναμε πώς και πώς κάθε χρόνο. Μέναμε μέσα κολλημένοι στην κουζίνα και ζούσαμε τη λαμπερή ατμόσφαιρα του Φεστιβάλ. Με τη φαντασία μας βλέπαμε παρουσιαστές, τραγουδίστριες και τραγουδιστές, διευθυντές ορχήστρας, μουσικούς με σμόκιν και τουαλέτες. Βάζαμε στοίχημα αν το βραβείο θα το πάρει ο Γιάννης Βογιατζής ή η Γιοβάννα. Έπιανα κι εγώ κάποιες μελωδίες και τις σιγοψιθύριζα κι όλα έμοιαζαν όμορφα και μαγευτικά. Αλλά κάπου εκεί, ξύπνησα από το όνειρο. Γιατί, έμαθα πως είναι άλλο πράγμα να γράφεις ένα τραγούδι κι άλλο να το τραγουδάς. Κι εγώ η αφελής που νόμιζα ότι τα τραγούδια ήταν των τραγουδιστών!
Μια μέρα κατέφτασε στο σπίτι ένα μακρόστενο έπιπλο από σκούρο ξύλο γυαλιστερό που στηριζόταν πάνω σε λοξά λεπτά ποδαράκια. Το έλεγαν ραδιοπικάπ. Ήταν γερμανικής προέλευσης, από τα πρώτα που κυκλοφόρησαν στη δεκαετία του ’60. Χωριζόταν σε δύο μέρη: δεξιά η δισκοθήκη, αριστερά το ραδιόφωνο και το πικάπ.
Όλοι στην οικογένεια το υποδεχτήκαμε με ενθουσιασμό. Τώρα πια μπορούσαμε να ακούμε τραγούδια της αρεσκείας μας από τους δίσκους. Η επιλογή για την αγορά τους γινόταν κυρίως από τον μπαμπά και την αδελφή μου τη Φιφή που ήταν μεγαλύτερη και πήγαινε στο Γυμνάσιο. Ο μπαμπάς αγόραζε Χατζιδάκι και Θεοδωράκη, παλιά ελαφρά τραγούδια που άρεσαν στη μαμά κι άλλα από τις ταινίες της Αλίκης και τα μιούζικαλ του Δαλιανίδη. Είχαμε και δισκάκια με τον καραγκιόζη "Γραμματικό" και "Αστροναύτη". Αυτά τα τελευταία με διασκέδαζαν τόσο πολύ και τ’ άκουγα τόσες φορές, που τα είχα μάθει απ’ έξω.
Η Φιφή σύχναζε στο δισκάδικο που άνοιξε απέναντι, κάτω από το σπίτι του Βεζυρίδη, δίπλα στον κινηματογράφο Φάρο. Αγόραζε κυρίως ξένους δίσκους, όπως του Adamo ή το "A casa d’ Irene" του Nico Fidenco κι άλλα πιο χορευτικά, κατάλληλα για γιεγιέδες. Για το "A casa d’ Irene", η Νίτσα που με περνούσε πέντε χρόνια, μου εμπιστεύτηκε ότι είχε απαγορευτεί στην Ιταλία, κι εγώ άρχιζα να υποψιάζομαι ότι κάτι περίεργο πρέπει να συμβαίνει σε κείνο το σπίτι της Ειρήνης. Εμένα πολύ με συγκινούσαν τα τραγούδια των Olympians. Άκουγα τον "Τρόπο" ή τον "Αλέξη" κι ονειρευόμουν να αγαπήσω κι εγώ με τη σειρά μου ένα αγόρι. Μια μέρα η Φιφή έφερε το "Φορτηγό" του Σαββόπουλου. Πολύ ψαγμένο, για μια Συννεφούλα που όλο φεύγει, για τη Ζωζώ τη ζωηρή και για κάτι πουλιά, μαύρα, πικρά - για τον πόλεμο, λέγανε, του Βιετνάμ. Αλλά εγώ ξεχώριζα το τραγούδι με τα κορίτσια που πηγαίνουν δυο-δυο. Όταν επέστρεψε με το μεγάλο δίσκο παραμάσχαλα, μας διηγήθηκε για ένα χωρικό που ζητούσε δίσκους για την ξενιτιά. Η μαμά πήρε τότε το σοβαρό της ύφος και είπε ότι αυτοί οι άνθρωποι μαζεύονται, τρώνε, πίνουν, ακούν τέτοια τραγούδια και κλαίνε όλοι μαζί. Μεγάλη εντύπωση μου έκανε που ο άνθρωπος εκείνος πήγε να πάρει ένα δίσκο για να κλάψει. Από τότε άρχισα να βλέπω με άλλο μάτι συμμαθήτριες και συμμαθητές μου που οι γονείς τους έλειπαν στη Γερμανία και μεγάλωναν με τους παππούδες τους.
Το ραδιόφωνο στο καινούργιο μας έπιπλο έπιανε πολλούς και διάφορους σταθμούς κι ο ήχος του ήταν δυνατός και καθαρός. Τα βράδια ακούγαμε την εκπομπή της Deutsche Welle της βαυαρικής ραδιοφωνίας του Μονάχου, με ανταποκρίσεις για την κατάσταση στην Ελλάδα της Δικτατορίας. Τέτοιες ώρες έρχονταν στο σπίτι μας κι άλλοι συγκάτοικοι με τις πιτζάμες τους ν’ ακούσουν μαζί μας τα νέα. Μετά κάθονταν μαζί με τον μπαμπά και σχολίαζαν χαμηλόφωνα την κατάσταση.
Το παλιό μας ραδιοφωνάκι έμεινε σιωπηλό πάνω στο ράφι του στην κουζίνα. Κάποτε έφυγε οριστικά από το σπίτι μας. Μαζί του πήρε όλο εκείνο τον μαγικό κόσμο που πρόλαβε να μου χαρίσει μαζί με την παιδική μου ηλικία.
Σημείωση:Το κείμενο περιλαμβάνεται στο βιβλίο «Το Καροτσάκι στον Αλιάκμονα», της Λένας Χ. Δημητριάδου, εκδόσεις Μαλλιάρης-Παιδεία, 2020.
Κι εγώ παρόμοιες αναμνήσεις έχω, Λενα, ραδιόφωνο "υγράς μπαταρίας" απο το οποίο θυμαμαι έντονα την αναμετάδοση, των εκλογικών αποτελεσματων. Όλη η οικογεχεια, γύρω του, κ εντασεις αναμεσα στον παππού ( βενιζελικός) κ τον μπαμπά( σκληρός πυρην του Καραμανλή οπως ελεγε)
ReplyDeleteΜετά μας εφερε θειος απο τη Γερμανια, τρανζιστορ, που έπιανε fm, κι ενα πικαπ φορητο . Ακομα τα εχω τα 45άρια...
.