Γράμμα της Λένας Χ. Δημητριάδου από τη Θεσσαλονίκη
Συνεχίζουμε σήμερα με το 12ο Κεφάλαιο του συλλογικού μας μυθιστορήματος "Χορογραφία... για πέντε".
Όταν έφτασε η πληροφορία για τον τραυματισμό του Αστυνόμου, το Τμήμα της πόλης αναστατώθηκε. Μια δεύτερη πληροφορία, αυτή τη φορά εμπιστευτική, έφτασε απ’ ευθείας στον βοηθό του. Ο Αστυνόμος είχε ταξιδέψει μαζί με την κύρια ύποπτη για την δολοφονία του μπασκετμπολίστα. Ο Άλκης ένιωσε να τον τρυπάει ηλεκτρικό ρεύμα. Φώναξε τη Φρόσω στο γραφείο του, έκλεισε στην πόρτα και της εμπιστεύτηκε όσα είχε μάθει. Κοιτάχτηκαν για λίγο σιωπηλοί.
«Θέλω να με βοηθήσεις. Κάτι πρέπει να κάνουμε», είπε ο Άλκης. «Αυτή η Ευδοκία… δεν ξέρω βρε παιδί μου. Κάτι δε μου κολλάει».
«Ναι, κι εγώ το ίδιο σκέφτομαι».
«Ας αρχίσουμε από αυτό», πρότεινε ο Άλκης. «Δεν μπορεί, κάτι θα υπάρχει στο παρελθόν της. Κάτι που μας εμποδίζει να δούμε την πραγματικότητα».
«Συμφωνώ. Θα κάνω φύλλο και φτερό τα αρχεία, και όχι μόνο», του υποσχέθηκε.
--//--
Η Φρόσω άφησε όλες τις άλλες υποθέσεις. Κάθισε στο κομπιούτερ της κι άρχισε το ψάξιμο. Ερευνούσε και αρχειοθετούσε.
Μετά αποφάσισε να δράσει κι εκτός διαδικτύου… και γραφείου. «Ο συνδυασμός μπορεί να κάνει θαύματα», έλεγε και ξανάλεγε. Και τώρα μάλιστα που ο Άλκης την έχρισε βοηθό του, είχε ελευθερία κινήσεων. Άρχισε από την παλιά γειτονιά της Ευδοκίας. Μακριά από το κέντρο της πόλης, διατηρούσε κάτι από την παλιά της ομορφιά. Πολλά σπίτια διώροφα με τις αυλές τους και τα περίτεχνα κάγκελα αντιστεκόταν ακόμη στην αντιπαροχή. Μπήκε στο γειτονικό φούρνο. Σαν σε πρωινό ραντεβού, τέσσερεις-πέντε πελάτισσες είχαν πιάσει ψιλοκουβέντα με την ιδιοκτήτρια που τις φώναζε με τα μικρά τους ονόματα.
«Αυτό θα πει γειτονιά», είπε δυνατά η Φρόσω.
Γύρισαν τα κεφάλια. Ένα φρέσκο κορίτσι με έξυπνο βλέμμα τις χαμογελούσε. Δεν δυσκολεύτηκε να βρει μια παλιά γειτόνισσα που ήξερε πολύ καλά την οικογένεια. Όταν της είπε την ιδιότητά της, άστραψαν τα μάτια της κυρίας Καλλιόπης. Την προσκάλεσε στο σπίτι της.
«Εδώ, απέναντι. Να τα πούμε με την ησυχία μας. Θα κάνω και καφέ».
Λαλίστατη αποδείχτηκε η κυρία Καλλιόπη.
«Μυστήρια οικογένεια. Εκείνος μεγάλο μούτρο. Έλεγαν πως την παντρεύτηκε στη Θεσσαλονίκη, αλλά ζήτησαν μετάθεση στην επαρχία για να κάνουν οικογένεια. Όλο έλειπε. Και στις αργίες και στις άδειές του όλο ταξίδευε και την άφηνε μόνη. Εκείνη όλο μέσα στο σπίτι. Μία και μοναδική φορά έφυγε από την πόλη κι έλειψε για μήνες. Είπαν πως έμεινε έγκυος και πήγε να περάσει την εγκυμοσύνη στους γονείς του. Ήρθε με το μωρό στην αγκαλιά και ξανακλείστηκε μέσα μέχρι να σαραντίσει. Το θυμάμαι πολύ καλά γιατί οι γυναίκες της γειτονιάς την νοιάστηκαν και όλο και κάποιο πεσκέσι της πήγαιναν. Βγήκε για πρώτη φορά μετά το Δεκαπενταύγουστο για να πάρει σαραντισμό. Αυτό δεν το ξεχνώ γιατί εκείνη τη μέρα καθαρίζαμε το σπίτι από τις επισκέψεις της προηγούμενης και την είδαμε από το παράθυρο με το μωρό. Τι να σου πω παιδί μου. Ο Θεός ας με συγχωρήσει, μα το μωρό έμοιαζε μεγαλύτερο από λεχούδι. Κι όσο άρχιζε να μεγαλώνει η μικρή, σε τίποτε δεν έμοιαζε με τους γονείς της. Άσπρη μέρα δε γνώρισε η ταλαίπωρη μ’ εκείνο το παλιοτόμαρο. Όταν τον έδιωξαν από το Σώμα τα πράγματα χειροτέρεψαν. Πιοτό και ξύλο. Μια μέρα επιτέλους πήρε το παιδί κι εξαφανίστηκε από τη γειτονιά. Μάθαμε πως πήγε στου Καρατζόγλου. Ευτυχώς εκείνος έφυγε κι η γειτονιά ησύχασε. Ύστερα της κλέψανε το παιδί κι αυτοκτόνησε απ’ τον καημό της η μαύρη! Αχ! Πού να ’ξερε!».
Η Φρόσω επέστρεψε στο γραφείο κι άρχισε να ερευνά παλιά αρχεία. Μετά πήγε στο γραφείο του Άλκη.
«Η Ευδοκία φαίνεται πως είναι υιοθετημένη. Στην παλιά της γειτονιά τα κουτσομπολιά έδιναν κι έπαιρναν. Υποτίθεται πως η Ελένη γέννησε στη Θεσσαλονίκη και σαράντισε μετά το Δεκαπενταύγουστο. Ωστόσο σε καμία κλινική δεν αναφέρεται γέννηση παιδιού των Παπαδόπουλων. Στο ληξιαρχείο Θεσσαλονίκης δηλώνεται στις 7.6.1983. Δεν βγαίνουν οι ημερομηνίες».
Ο Άλκης της χαμογέλασε.
«Να μια καλή αρχή Φρόσω! Έχει ενδιαφέρον. Θα δω μήπως μπορώ να το διασταυρώσω».
«Θα ζητήσω και άρση του τηλεφωνικού απορρήτου της κυρίας Τόσκα, της γιαγιάς της. Ίσως μάθουμε κάτι παραπάνω», δήλωσε η Φρόσω γεμάτη ικανοποίηση για την επιτυχία της.
--//--
Από τη μεριά του ο Άλκης ξεχύθηκε στην πόλη, μίλησε με ανθρώπους, πήγε σε μπαράκια, σε καφέ, σε μαγαζιά, στην εβραϊκή συνοικία.
Ύστερα ζήτησε από τον Ντετέκτιβ Ίκαρο Αντωνίου, να τον φέρει σε επαφή με τον πατέρα του, που είχε ερευνήσει την υπόθεση της αυτοκτονίας της Ελένης Παπαδοπούλου. Ο ηλικιωμένος Αντωνίου τον δέχτηκε στο σαλόνι του σπιτιού του. Έλαμψαν τα μάτια του σαν του είπε ο Άλκης το λόγο της επίσκεψής του.
«Ήταν κοινό μυστικό στην υπηρεσία πως ο Παπαδόπουλος, ο άντρας της, παλιά είχε νταραβέρια με τη νύχτα. Μετά άνοιξε παρτίδες με τη μαφία της Πόλης. Ο Καρατζόγλου ήταν ο εγκέφαλος και ο Παπαδόπουλος εκτελεστικό όργανο ή αν θες το δεξί του χέρι. Τα σπάσανε τότε που ο αστυνομικός αποκαλύφτηκε και τέθηκε σε αργία. Ο δικηγόρος έβγαλε την ουρά του απ’ έξω. Με τόσες γνωριμίες και δοσοληψίες με υψηλά πρόσωπα, καταλαβαίνεις. Την έβγαλε καθαρή. Και τόσα χρόνια όχι μόνο έμεινε στο απυρόβλητο, αλλά έγινε και φιλάνθρωπος το κάθαρμα. Τέλος πάντων. Η κόντρα μεταξύ τους έφτασε στο αμήν όταν ο δικηγόρος περιμάζεψε τη γυναίκα και το παιδί του.
»Μάθαμε από μια εργαζόμενη στην ΜΚΟ πως πήγε να τον βρει στο γραφείο του. Πρέπει να τα είχε πιει. Μπήκε μέσα σαν λυσσασμένο θηρίο. Οι φωνές του ακουγόταν μέχρι έξω. Απειλούσε πως θα τα ξεράσει όλα. Θα τον πάρει μαζί του στην κατρακύλα, έλεγε, τον «μεγάλο αρχηγό». Έτσι τον αποκάλεσε. Κάπου ανάμεσα στις φωνές ξεχώρισε και το όνομα Οσμάνογλου. Δεν άκουσε περισσότερα γιατί ήρθε η Ανδρονίκη κι απομάκρυνε όλους τους εργαζόμενους από το χώρο. Όταν της ζητήσαμε να καταθέσει επίσημα, αρνήθηκε. Βλέπεις τον έτρεμαν όλοι τον Καρατζόγλου. Τώρα τί έγινε εκεί μέσα και μετά από λίγο ο Παπαδόπουλος βγήκε έξω σαν βρεμένη γάτα, κανείς δεν ξέρει.
»Ε! Μετά είδε κι αποείδε και διέφυγε στο εξωτερικό να γλιτώσει το τομάρι του. Να, κάτι τέτοια έκαναν τον κόσμο να μην εμπιστεύεται το Σώμα μας. Αυτά λέω στον γιο μου. Τα μάτια σου δεκατέσσερα να μην μπλεχτείς, κράτα τα χέρια σου καθαρά.
»Σαν βρέθηκε το παιδί, ήρθε διαταγή από πάνω να κλείσουμε την υπόθεση της αυτοκτονίας. Ούτε καν μας άφησαν να το ρωτήσουμε αν μπορούσε να μας πει κάτι. Τι; Αν συνέχισα την έρευνα; Όχι βέβαια. Δεν με έπαιρνε να κάνω τον ήρωα. Βλέπεις είχα οικογένεια και μαζεύτηκα. Θυμάμαι μόνο πως με είχε πλησιάσει ο Σαράφης. Ήταν τότε το καρφί της αστυνομίας. Μου μήνυσε πως έχει να μου πει πράγματα. Μα δεν έδωσα συνέχεια. Ίσως μάθεις κάτι παραπάνω από αυτόν. Θα τον βρεις στο τσαγκαράδικό του κάτω από την αγορά. Το κρατάει ακόμη. Πες πως έρχεσαι από μένα.»
--//--
Ο Άλκης κατηφόρισε το καλντερίμι. Εδώ κάτω η φασαρία από την αγορά σαν να καταλάγιαζε. Παλιά ξύλινα σπίτια με τα σαχνισιά τους έστεκαν δίπλα στα σύγχρονα να παλεύουν με το χρόνο, που όμως δεν μπορούσε να μειώσει την αρχοντιά τους. Μια τρύπα, το μαγαζάκι του Σαράφη, είχε εγκαταλείψει από καιρό την προσπάθεια να δώσει ζωή στο ερείπιο που το φιλοξενούσε. Στην ταμπέλα διέκρινες με κόπο κάτι σαν «Τσαγκάρης». Ο Άλκης έσκυψε και μπήκε μέσα. Μπροστά σε ένα σαρακοφαγωμένο πάγκο με ξεραμένες κόλες, ο Σαράφης πάλευε κάτι παλιοπάπουτσα. Σαν άκουσε το λόγο της επίσκεψης του Άλκη, σήκωσε το κεφάλι του και τον κοίταξε ανάμεσα από κόκκους σκόνης που αιωρούνταν στο λιγοστό φως. Κι ήταν το βλέμμα του το μόνο ζωντανό πράγμα εκεί μέσα.
«Από την αρχή δεν μου άρεσε το μούτρο του Παπαδόπουλου. Όταν έμαθα πως ο ίδιος ζήτησε τη μετάθεση, κάτι ψυλλιάστηκα. Ακούς να αφήσει τη Θεσσαλονίκη και να έρθει στην επαρχία; Κι η γυναίκα του; Σεμνή-σεμνή και χαμηλοβλεπούσα, αλλά εγώ την κατάλαβα. Έπαιζε το μάτι της. Τότε αποφάσισα να το ψάξω. Λουλούδι η κυρία. Από τα μπορντέλα της Μπάρας στο Βαρδάρη την περιμάζεψε. Συχνός πελάτης ο Παπαδόπουλος, την είδε και τη δάγκωσε γερά τη λαμαρίνα. Την πήρε σηκωτή που λένε. Ο νταβατζής της δεν τόλμησε να του φέρει αντίρρηση. Ο αστυνομικός ήταν και λέρα βλέπεις. Γι’ αυτό την έφερε εδώ μη μάθει κανείς τίποτε και δεν την άφηνε να πολυβγαίνει από το σπίτι. Απ’ την αρχή, σου είπα, το μυρίστηκα το λαβράκι. Είχα και τις ανάγκες μου, δεν έβγαινα με το τσαγκαράδικο. Και τα παιδιά στο Τμήμα βοηθούσαν, δεν έχω παράπονο. Τον έβαλα που λες στο μάτι. Κάτι καλόπαιδα στην πιάτσα μου σφύριξαν πως τους προμήθευε την άσπρη. Μετά έμαθα πως τις εντολές τις έδινε ο Καρατζόγλου. Εμπόρευμα διεθνές, από την Πόλη. Μάλιστα.».
«Για κάποιον Οσμάνογλου γνωρίζεις τίποτε;».
«Σαν να το έχω ακούσει. Ναι, κάπως έτσι λεγόταν ο συνεργάτης του Παπαδόπουλου στην Πόλη. Που λες, δεν το κράτησα το στόμα μου κλειστό, Την πούλησα ακριβά την πληροφορία. Τον πιάσανε και τον βάλανε σε αργία. Μετά πήρε την κάτω βόλτα. Δεν το μετάνιωσα. Μα σαν πέθανε η γυναίκα του, τι να σου πω. Ένιωσα άσχημα. Εκείνο το παραμύθι με το μωρό δεν το έχαψα. Την είχε πάλι λερωμένη τη φωλιά του ο κύριος. Από την Πόλη το έφερε, τι νόμιζες; Και το πασάρισε για δικό του και της συμβίας του. Αυτή βάζω το χέρι μου στη φωτιά, τα ήξερε όλα για τις δουλειές του. Μα κρατούσε το στόμα κλειστό μη διαλύσει την οικογένεια. Αλλά η παλιά πουτάνα, δεν κρατήθηκε και το ’φαγε το κεφάλι της. Δεν της έφτανε που γλύτωσε το ξύλο και την περιμάζεψε ο Καρατζόγλου. Σου λέει μια ζωή δούλα θα είμαι; Κι έκανε το λάθος να τον εκβιάσει. Έτσι χάθηκε το παιδί. Τι νόμιζες; Αλλά μάλλον η κυρία το έπαιζε σκληρό καρύδι και δεν μάσησε. Έτσι πήγε στα θυμαράκια. Προσπάθησα να τα πω στον Αντωνίου αλλά έφαγα πόρτα. Βλέπεις έκλεισαν την υπόθεση άρον-άρον μόλις “βρέθηκε” το παιδί και την έβγαλε πάλι καθαρή το μεγάλο αφεντικό».
--//--
Η άρση απορρήτου που είχε ζητήσει η Φρόσω, έδειξε πως η κυρία Στεργιάνα είχε συχνές συνομιλίες με την Δόξα Παπαδοπούλου, τόσο πριν όσο και μετά την απαγωγή και την αναδοχή της Ευδοκίας. Όταν ο Άλκης πήγε να τη βρει και της είπε το λόγο της επίσκεψης, η ηλικιωμένη γυναίκα έχασε το χρώμα της. Φεύγοντας από το σπίτι της Στεργιάνας, τηλεφώνησε στη Φρόσω.
«Θα είναι μια δύσκολη συνάντηση. Καλύτερα να έρθεις μαζί μου».
Η Δόξα Παπαδοπούλου έμενε στο ιστορικό κέντρο της Θεσσαλονίκης. Πολυκατοικία παλιά πριν το ’60 όπως οι περισσότερες που κατοικούνται κυρίως από φοιτητές. Οι ελάχιστοι ηλικιωμένοι ιδιοκτήτες που έχουν απομείνει αργά ή γρήγορα θα αδειάσουν το χώρο και το νοικοκυριό τους θα καταλήξει στα πεζοδρόμια, δίπλα στα μπάζα της ανακαίνισης. Τους άνοιξε μια μικρόσωμη, ηλικιωμένη κυρία. Η Στεργιάνα την είχε ειδοποιήσει για την επίσκεψη. Τους πέρασε στο σαλόνι. Από εκείνα που παλιά άνοιγαν μόνο στις γιορτές, γεμάτο σεμεδάκια και σκούρα βαριά έπιπλα.
«Λοιπόν, σας ακούω. Τί θέλετε να μάθετε;».
«Κυρία Παπαδοπούλου, έχουμε ακούσει για την τραγική ιστορία της οικογένειας σας. Θα θέλαμε να ρωτήσουμε…», ξεκίνησε η Φρόσω.
Ο Άλκης έμεινε παράμερα σιωπηλός. Η Δόξα την κοίταξε με μάτια υγρά και βλέμμα σβησμένο. Εδώ και καιρό ήταν έτοιμη να μιλήσει κι αυτό το κορίτσι με το ζεστό βλέμμα φάνταξε στα μάτια της σαν ιδανικός εξομολογητής.
«Στρατόπεδα συγκέντρωσης τα λένε, μα ήταν στρατόπεδα αργού και βασανιστικού θανάτου. Δεν το χωράει το μυαλό τ’ ανθρώπου. Δεν θέλω να μιλάω γι’ αυτά. Μόνο για το μετά θα σου πω. Ξέρεις τι θα πει παιδί μου να γυρίζεις από την κόλαση; Να περιμένεις να σε υποδεχτούν με ανοιχτές αγκαλιές; Και αντί γι’ αυτό να συναντάς αδιαφορία ή κι εχθρότητα; Να βρίσκεις ερείπια και να περιπλανιέσαι μέχρι να απαγκιάσεις κάπου; Δεν νιώσαμε τη γλύκα της επιστροφής.
»Ήμουν τότε 13 ετών κοπελίτσα, μα δεν μ’ έκανες ούτε για 10. Πετσί και κόκκαλο. Και πεντάρφανη. Ούτε σκέψη να γυρίσω στην πόλη μου. «Θα μείνεις μαζί μου, στη Θεσσαλονίκη», μου έλεγε σε όλη τη διαδρομή η Σάρα. Αυτή ήταν τότε ίσαμε 20 χρονών. Αφέθηκα στα χέρια της. Πήγαμε μαζί στην Παναγία Χαλκέων να βρούμε το σπίτι της. Κτυπήσαμε την πόρτα κι έτρεμε το φυλλοκάρδι μας για το τί θα συναντούσαμε. Μας άνοιξαν κάτι ξένοι από την επαρχία. Ούτε να μπούμε δεν μας άφησαν. Έλεγαν πως τώρα πια το σπίτι ήταν δικό τους. Μας έδιωξαν. Η καημένη η Σάρα ζήτησε μόνο τη ραπτομηχανή να της δώσουν. Τίποτε. Μείναμε στο δρόμο εξαθλιωμένες, να γυρίζουμε από πόρτα σε πόρτα για να βρούμε δουλειά και στέγη. Απελπιστήκαμε και πήραμε την απόφαση να φύγουμε για την Παλαιστίνη. Τότε ήταν που με ειδοποίησαν από την Κοινότητα πως με αναζητά η οικογένεια Τόσκα. Με αγκάλιασαν οι άνθρωποι σαν παιδί τους. Γνώρισα και τον αδερφό μου. Έτσι έμεινα κοντά τους μέχρι να παντρευτώ. Με προξενιό».
Η Δόξα πήρε μια ανάσα.
«Εδώ αρχίζουν άλλα βάσανα παιδί μου. Στην αρχή ήταν όλα καλά. Ο άντρας μου ήταν τότε στην Αστυνομία. Κοντά του ένοιωθα ασφάλεια, για χάρη του άλλαξα και την πίστη μου. Κάναμε το γιό μας, τον είπαμε Άρη. Ήταν το πιο κοντινό όνομα που θύμιζε την οικογένεια μου. Αρών, μας έλεγαν. Ήμασταν καλά. Μέχρι που ο άντρας μου μπλέχτηκε σε κάτι δουλειές της νύχτας και γλυκάθηκε. «Για το γιό μας Δόξα», μου έλεγε, «να βρει κάτι καλύτερο». Έκανα τα στραβά μάτια, να μεγαλώσει το παιδί να γίνει άντρας σωστός. Όταν κατάλαβα πως ακολούθησε τα βήματα του πατέρα του και λέρωσε κι εκείνος τη στολή που φορούσε, έχασα τον κόσμο. Φώναξα, έκλαψα, παρακάλεσα. Τίποτε. Τότε ήρθαν τα χειρότερα. Ο Άρης άρχισε να κάνει δουλειές μόνος του κι είχαμε καυγάδες κάθε μέρα στο σπιτικό μας. Ώσπου ένα βράδυ πατέρας και γιός πιαστήκανε στα χέρια. Ο μικρός τον σακάτεψε, πήρε όσες οικονομίες είχαμε, μαζί και το υπηρεσιακό όπλο του πατέρα του, κι έφυγε από το σπίτι. Ο άντρας μου έπεσε να πεθάνει. Τότε κατάλαβε το κακό που είχε κάνει. Στο Τμήμα δήλωσε πως του επιτέθηκαν άγνωστοι μέσα στο σπίτι και του έκλεψαν το περίστροφο. Έγιναν ανακρίσεις αλλά δεν κατέληξαν πουθενά. Έπαθαν τα νεύρα του. Δεν μπόρεσε να συνέλθει από τότε. Έμεινα κοντά του, να τον βλέπω να βασανίζεται απ’ τις τύψεις. Άλλωστε πού να πήγαινα; Πάει τώρα, συγχωρέθηκε. Το γιο μου δεν τον ξανάδα. Έμαθα πως παντρεύτηκε. Μακάρι η γυναίκα του να τον φέρει στον ίσιο δρόμο, κι ας μ’ έχει ξεγράψει εμένα. Απόμεινα πια έρημη. Κάποτε πήγαινα στην επαρχία να δω τη Στεργιάνα. Είναι η μόνη που μου απόμεινε, σαν αδελφή μου την έχω. Μα σαν έμαθα πως πήγε να μείνει εκεί ο κανακάρης μου, δεν ξαναπάτησα. Μόνο απ’ το τηλέφωνο τα λέμε. Βλέπεις κι αυτή γέρασε πια, δεν είναι για ταξίδια».
«Κυρία Δόξα, θα ήθελα να σας ρωτήσω για την εγγονή σας», τόλμησε να ρωτήσει η Φρόσω.
«Για την εγγονή μου;», την κοίταξε αλαφιασμένη η ηλικιωμένη, κι ήταν το βλέμμα της σαν αυτό των τρελλών που δεν ξέρουν πού πάνε και πού βρίσκονται.
«Ποια εγγονή μου; Τί είναι αυτό που πέταξες; Δεν έχω εγγονή. Ξέρω πως δεν έχω».
Σηκώθηκε, την άρπαξε από το μπράτσο, κι άρχισε να την ταρακουνάει με μια δύναμη ανέλπιστη για τον σωματότυπο και την ηλικία της.
«Πες μου, να χαρείς πες μου, είναι αλήθεια;». Έτρεμε σύγκορμη, τα μπλάβα μάτια της είχαν ανοίξει διάπλατα, την εκλιπαρούσε και συγχρόνως την απειλούσε, κι ήταν εκείνη τη στιγμή σαν ηρωίδα αρχαίας τραγωδίας.
Ο Άλκης έκανε μια κίνηση προς τα μπρος σαν να ήθελε να προστατέψει και τις δύο.
«Ησυχάστε κυρία Δόξα», της είπε. Πήρε στοργικά το χέρι της από το μπράτσο της Φρόσως, που ήταν έτοιμη να βάλει τα κλάματα από τη συγκίνηση.
Σαν να τον πρόσεξε για πρώτη φορά, το πρόσωπό της ηλικιωμένης πήρε να γαληνεύει.
«Εσύ αγόρι μου! Εσύ πες μου!» τον παρακάλεσε με τη λαχτάρα στο βλέμμα, όπως προσμένουμε από το σωτήρα μας να μας λυτρώσει.
Άρχισε ο Άλκης και συνέχισε η Φρόσω. Της είπαν τα λιγότερα που μπορούσαν. Η Ευδοκία, η όμορφη εγγονή, που ζει πίσω στην πόλη, πως η μητέρα της πέθανε νέα και ο πατέρας της έχει φύγει μακριά - κανένας δεν ξέρει πού, κι η Στεργιάνα τη φροντίζει και την αγαπάει.
«Τα ίδια, όπως τότε. Μεγάλη καρδιά η Στεργιάνα. Αλλά γιατί δεν μου είπε τίποτε;».
Κούνησε το κεφάλι, γιατί μάντευε την απάντηση. Ύστερα, σαν να ξύπνησε από το λήθαργο, ρώτησε ανυπόμονα:
«Πότε θα τη δω;».
«Μόλις επιστρέψει. Αυτό τον καιρό λείπει σε ταξίδι. Σας δίνω το λόγο μου κυρία Δόξα», την αγκάλιασε η Φρόσω για να την καθησυχάσει.
«Λέτε να την έβγαλαν επίτηδες έτσι; Τί Ευδοξία, τί Ευδοκία. Ναι, αυτό είναι! Ο γιός μου δεν με ξέχασε», παρηγορήθηκε.
«Γιατί δεν μου είπε τίποτε η Στεργιάνα;», ψιθύριζε καθώς τους αποχαιρετούσε, κι ας ήξερε την απάντηση.
--//--
Μέχρι να αναρρώσει ο Αστυνόμος, το δίδυμο Άλκης-Φρόσω είχε προχωρήσει την έρευνα για την Ευδοκία σε βάθος. Ύστερα τα έβαλαν όλα κάτω, έκαναν σχεδιαγράμματα, προσπάθησαν να συνδέσουν τα ασύνδετα. Τα μάτια τους ήταν κόκκινα από την οθόνη και το ξενύχτι. Ένας αχνιστός, δυνατός καφές τους συνέφερε και τους δύο, τουλάχιστον παροδικά.
«Λοιπόν», άρχισε ο Άλκης. «Αυτή η Ευδοκία μόνο απλή περίπτωση δεν είναι. Απορώ πώς ο Αστυνόμος δεν ασχολήθηκε με το παρελθόν της. Τί του έκανε και την μεταχειρίστηκε από την αρχή με ιδιαίτερο τρόπο; Δεν μπορώ να το χωνέψω. Στη Σχολή μας έλεγαν να προσέχουμε τις γυναίκες που είναι ύποπτες, γιατί ασκούν μια περίεργη γοητεία στους άντρες αστυνομικούς».
«Ανοησίες», τον αποπήρε η Φρόσω. «Φαλλοκρατικά κατάλοιπα. Το παρακάμπτω γιατί δεν είναι η ώρα. Αλλά σε προειδοποιώ αυτή η συζήτηση θα συνεχιστεί… κάποτε! Ας συγκεντρωθούμε τώρα στο θέμα μας».
«Λοιπόν, έχουμε», ξανάπιασε τα λόγια του ο Άλκης. «Η Ευδοκία είναι κόρη του Άρη Παπαδόπουλου και της Ελένης. Που σημαίνει κόρη ενός διεφθαρμένου συναδέλφου και μιας πρώην πόρνης. Ωραία άρχισε τη ζωή της.»
Η Φρόσω του έριξε μια λοξή ματιά.
«Καλά, συνεχίζουμε. Η Ελένη με το που παντρεύεται φεύγει από την πόλη μας και πηγαίνει στην Θεσσαλονίκη για κάποιους μήνες. Μετά εμφανίζεται με ένα μωρό. Που σημαίνει…».
«…Που σημαίνει το γνωστό κόλπο εκείνης της εποχής. Μη μάθει ο κόσμος πως το υιοθετήσαμε και μας κράξουνε. Α! Και προς Θεού μη το μάθει το ίδιο το παιδί. Μάλιστα και έτσι καταλήξαμε σε δράματα αργότερα».
Τώρα ήταν η σειρά του Άλκη να την στραβοκοιτάξει πριν συνεχίσει.
«Η Ευδοκία μάλλον γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη και υιοθετήθηκε παράνομα. Όταν χάθηκε κανένας δεν έδωσε σημασία στις φήμες περί υιοθεσίας. Όλες οι έρευνες επικεντρώθηκαν στις βρομοδουλειές του Παπαδόπουλου κι η απαγωγή θεωρήθηκε πως αφορούσε αυτές και μόνο αυτές.
»Ο Παπαδόπουλος ακολουθεί τα βήματα του πατέρα του. Το μήλο κάτω απ’ τη μηλιά. Μόνο που αυτός έχει εξελίξει την παρανομία σε λαθρεμπόριο και διακίνηση ναρκωτικών. Συνεργάζεται με τον Καρατζόγλου κι αποκτά διασυνδέσεις με την Πόλη. Ο Οσμάνογλου πρέπει να ήταν στενός τους συνεργάτης.
»Η Ελένη, αντίθετα, φαίνεται να άφησε πίσω της το παρελθόν και να αφοσιώθηκε στο παιδί. Ο Καρατζόγλου τους παίρνει υπό την προστασία του. Άλλο παράδοξο. Κι εκεί που λες ότι ηρέμησαν μητέρα και παιδί, να σου η απαγωγή και μετά κι η αυτοκτονία της Ελένης. Τώρα αν ήταν αυτοκτονία ή κάποιος την καθάρισε κανείς δεν ξέρει».
Όταν τελείωσε ο Άλκης, η Φρόσω τοποθέτησε όλα τα στοιχεία σε ένα φάκελο στο κομπιούτερ της με το όνομα «Ευδοκία». Ύστερα άρχισε να διαβάζει τα συγκεντρωτικά συμπεράσματα. Ο Άλκης έφερε την καρέκλα του κοντά της και άκουγε με προσοχή.
«Λοιπόν συνοψίζουμε:
Γνωρίζουμε ποιος έκλεψε το όπλο του φόνου. Ο Άρης Παπαδόπουλος, πατέρας της Ευδοκίας.
Η μητέρα του με ρίζες από την εβραϊκή συνοικία, υιοθετείται από την οικογένεια Τόσκα.
Οι γονείς του αγνοούν την ύπαρξη της Ευδοκίας. Το ίδιο μάλλον κι ίδια.
Η δράση του πατέρα του περιορίζεται σε μικροαπάτες και σταματά μετά το περιστατικό της κλοπής.
Αντίθετα ο υιός Παπαδόπουλος μπλέκει με εμπόριο και διακίνηση ναρκωτικών. Δεξί χέρι του Καρατζόγλου, συνεργάτη του Οσμάνογλου στην Κωνσταντινούπολη.
Διαφεύγει στο εξωτερικό, ίσως με τη βοήθεια του Καρατζόγλου για να μη μιλήσει.
Η μητέρα, Ελένη Παπαδοπούλου, πρώην εκδιδόμενη. Εκβιάζει τον Καρατζόγλου και δεν υποχωρεί ακόμη και μετά την απαγωγή της κόρης της. Πού στηριζόταν; Δεν είναι σίγουρο πως άφησε τις διασυνδέσεις της με τους ανθρώπους της νύχτας.
Ο Καρατζόγλου πιθανότατα την βγάζει από τη μέση κι αφήνει να φανεί σαν αυτοκτονία.
Αμέσως μετά, ως δια μαγείας, το παιδί βρίσκεται να περιπλανιέται στα καλντερίμια της εβραϊκής συνοικίας. Το αναλαμβάνει πάλι ο Καρατζόγλου. Δίνεται στην οικογένεια της Στεργιάνας. Γι’ αυτό την φωνάζει «γιαγιά». Δεύτερη υιοθεσία.
Μητέρα, πατέρας και κόρη: κινούνται με κεντρικό άξονα τον Καρατζόγλου.
Η Πόλη συνδέει: Άρη Παπαδόπουλο, Καρατζόγλου, Οσμάνογλου, Ευδοκία».
Έκλεισε το αρχείο και κοίταξε προβληματισμένη τον Άλκη .
«Άραγε πόσα από αυτά τα στοιχεία γνωρίζει ο Αστυνόμος; »
--//--
Ο Αστυνόμος δεν έπεσε από τα σύννεφα σαν είδε τον Οσμάνογλου να δρασκελίζει το τείχος του Βερολίνου. Μετά από όσα τράβηξε εξ’ αιτίας του, τώρα πια τον είχε ικανό για όλα. Ποιος ξέρει; Ίσως ήθελε με τον τρόπο του να αναμιχθεί στο νέο κόσμο που θα προέκυπτε, μέσα στην κοσμοχαλασιά και τα κοσμοϊστορικά γεγονότα. Βαθιά μέσα του ευχόταν να τον συναντήσει μια μέρα και να του χώσει μια γροθιά στη μούρη. Έτσι, για να μείνει μετά και να απολαύσει το θέαμα. Αλλά τώρα αυτό που άκουσε, αυτό δεν ήξερε πώς να το διαχειριστεί. Ξέχασε τη γροθιά, ξέχασε και τα αισθήματα απέχθειας γι’ αυτό τον άνθρωπο. Η είδηση που βγήκε από τα χείλη του κατά λάθος ήταν σωστός σεισμός. Και σαν να ήρθαν τα πράγματα και μπήκαν σε μια σειρά. Σαν να του χαμογέλασε κάτι βαθιά μέσα του. Για μια στιγμή. Ύστερα ο Οσμάνογλου του είπε πως δεν ήξερε τίποτε για την τύχη του παιδιού. Κι απόμεινε μετέωρος, ανάμεσα στο πλήθος που έτρεχε με αλαλαγμούς και φωνές θριάμβου, κρατώντας κασμάδες και κομμάτια από τις πέτρες του τείχους.
Δεν συγχωρούσε τον εαυτό του που τον άφησε να ξεφύγει μέσα από τα χέρια του. Μα όταν συνήλθε, ο Οσμάνογλου είχε εξαφανιστεί. Μετά άρχισε να τον ψάχνει. Ξεσήκωσε όλες του τις γνωριμίες στις διάφορες πρεσβείες. Σε όλους ήταν άγνωστος. Έτσι ισχυρίστηκαν τουλάχιστον, αν και σε κάποιες περιπτώσεις, η άρνησή τους του φάνηκε περισσότερο ως απειλή στο πρόσωπό του.
Για ένα διάστημα του αρκούσε να ξέρει πως κάπου εκεί έξω μεγαλώνει ο καρπός του έρωτά του με την Dolunay. Μετά αυτή η αβεβαιότητα άρχισε να γίνεται καημός μεγάλος. Ασήκωτος. Τύψεις ανάμεικτες με την ερημιά ενός χαμένου έρωτα, με οργή και θυμό για πράγματα που έγιναν χωρίς εκείνον. Παρηγορούσε τον εαυτό του με παραμύθια. Έλεγε πως το παιδί σίγουρα είναι καλά, πως μεγαλώνει σε μια υπέροχη οικογένεια κι απολαμβάνει την αγάπη και ζεστασιά. Πως ζει σε ένα ασφαλές περιβάλλον, έχει μια καλή δουλειά και ποιος ξέρει; Μπορεί να έχει την δική του οικογένεια. «Για φαντάσου να είμαι και παππούς», έλεγε στον εαυτό του και βιαζόταν να κρύψει ένα χαμόγελο πριν αυτό γίνει πικρό.
Τέλος κεφαλαίου XII
Τη σκυτάλη παίρνει η Άρτεμις Καλογήρου
Σημείωση ιστολογίου: Η παραπάνω ιστορία είναι προϊόν μυθοπλασίας. Πρόσωπα και γεγονότα είναι πέρα για πέρα φανταστικά. Οποιαδήποτε ομοιότητα με πραγματικά πρόσωπα, γεγονότα και καταστάσεις είναι εντελώς συμπτωματική.
No comments:
Post a Comment