Γράμμα της Φυλίτσας Σοφιανού από τη Θεσσαλονίκη
Εις μνήμην…
Ήταν ψηλός, με τεράστια γυμνασμένη πλάτη, καθώς όπως μάθαμε ήταν κωπηλάτης. Είχε ένα γάργαρο γέλιο, σαν ποταμάκι πάνω σε λευκές πέτρες. Ολόλευκα ήταν και τα δόντια του. Καθάριο βλέμμα, χονδρά χαρακτηριστικά και μας έκανε μαθηματικά, που πολλοί ακόμα θυμούνται, σχεδόν μισό αιώνα μετά.
Ήταν ο μαθηματικός μας, στην Τετάρτη Γυμνασίου τότε, Πρώτη Λυκείου με τα σημερινά δεδομένα. Οξύνους, σπινθηροβόλος, φιλικός και δημοκρατικός, πράγμα σπάνιο εν μέσω χούντας συνταγματαρχών, με σύνθημα «Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών» και πολλά άλλα που τότε ούτε ξέραμε, ίσως ούτε υποψιαζόμασταν. Δεν ξέρω αν ήταν το περιεχόμενο του μαθήματος ή ο τρόπος διδασκαλίας του, θυμάμαι όμως ότι παρόμοιο με το δικό του μάθημα Γεωμετρίας δεν είχα ξανακούσει. Ίσως πάλι να μην ήταν τόσο η διδακτική του δεινότητα, όσο η αγάπη του και η προσέγγισή του σε μας, τους ατίθασους και προβληματισμένους εφήβους.
Πέρασαν χρόνια πολλά, σχεδόν χαθήκαμε μετά την αποφοίτηση, τις σπουδές, τη δημιουργία οικογένειας για πολλούς από μας. Σποραδικά ξαναβρισκόμασταν σε μια ταβέρνα για κρασί ή μπύρα. Ποτέ όλο το τμήμα, ένας σημαντικός πυρήνας όμως και ο δάσκαλος σχεδόν πάντα καλεσμένος μας.
Ανταλλάσσαμε τα νέα μας, την πορεία των ζωών μας, ανάμεσα σε καπνούς τσιγάρων, αναθυμιάσεις αλκοόλ, αγκαλιές και φιλιά. Πάνε τώρα 4 ή 5 χρόνια, πριν την επέλαση του κορονοϊού και της καραντίνας, που βρεθήκαμε καμιά εικοσαριά από εκείνη την μικτή τάξη της Τετάρτης Γυμνασίου μέσα στην χουντική επταετία, στην ταβέρνα Άμπελο, πέρα από την Άνω Τούμπα.
Κουβέντα στην κουβέντα άκουσα ότι ο δάσκαλος ήταν σε έναν οίκο ευγηρίας, γνωστό, ποιοτικό, με την καλή έξωθεν μαρτυρία.
Αν η ασθένεια ήταν άνοια, δεν θα μπορούσα να το φαντασθώ για τον συγκεκριμένο άνθρωπο, για το δικό του μυαλό.
Ήταν άνοιξη, ο ήλιος έγερνε πορφυρός και επιστρέφοντας από κάποια υποχρέωση στα περίχωρα της πόλης μας, βρέθηκα κοντά στον γνωστό οίκο ευγηρίας. Στην ρεσεψιόν έδωσα το όνομά μου καθώς και του τροφίμου που ήθελα να επισκεφθώ. Μου είπαν να περιμένω σε ένα σαλονάκι. Μπήκε σε λίγα λεπτά, ευθυτενής, λίγο αδυνατισμένος και με μια πίκρα στα μάτια. Είδα εκείνα τα ολογάλανα σαν καλοκαιρινή θάλασσα εξωτικού παραδείσου μάτια του και πάγωσα από αμηχανία. Συστήθηκα σεμνά. Έκανε πως με θυμάται. Πάντα με προσφωνούσε με το μικρό όνομά μου, αν και μακρύ θυμάμαι. Τριανταφυλλιά. Του ανέφερα ονόματα άλλων συμμαθητών, ίσως και αγαπημένων του μετέπειτα συνεργατών στον πολιτικό χώρο που δραστηριοποιήθηκε. Είδα μόνον σκιές, δεν μπορούσε να γίνει καμιά κουβέντα, το οξύ μυαλό του προσπαθούσε να εκφράσει συναισθήματα που δεν έβγαιναν, να μην εκθέσει κανέναν, να μην προδώσει αγάπες. Μιλούσε γενικά για αξιοπρέπεια, πως αυτή είναι που πρέπει να κρατήσουμε όπου κι αν είμαστε, σε όποιον χώρο κι αν βρισκόμαστε. Έβγαζε μόνον έναν ψυχικό πόνο, τίποτε σωματικό δεν τον ενοχλούσε μου είπε, αλλά και τίποτε δεν θα μπορούσε πλέον να τον κάνει να χαρεί, ή τουλάχιστον έτσι μου φάνηκε.
Το αναπόφευκτο τέλος το διέβλεπε, το ήξερε, δεν το ονομάτιζε και στο άλλοτε γελαστό του πρόσωπο το γέλιο δεν αλιευόταν με κανένα μέσον. Ένα πικρό μειδίαμα διέκρινα στο στόμα, που όταν γελούσε κάποτε χάριζε θαρρείς έναν πιο αισιόδοξο κόσμο σε όσους τον περιέβαλαν.
Ενοιωσα ότι δεν κρυβόταν, αλλά σίγουρα φοβόταν κάτι ανέκφραστο, που ήταν σίγουρα πέρα από σωματική δύναμη και διανοητική ικμάδα.
Σε λιγότερο από ένα χρόνο από αυτή την συνάντηση συνέβη ό,τι απεύχεται και αποδιώχνει ο κάθε θνητός. Ήλθε η σιωπή, το μηδέν του θανάτου, η απουσία ελπίδας.
Κανείς μας δεν ξέρει πώς έζησε τις τελευταίες του μέρες και ώρες, τότε που ίσως όλα κρίνονται.
No comments:
Post a Comment