Sunday 29 January 2023

Χορογραφία... για πέντε. Κεφάλαιο XI

 Γράμμα του Παντελή Γουλάρα από το Δουβλίνο




Μια κάρτα που έγραφε επάνω "West Berlin - Δυτικό Βερολίνο"

    

    Συνεχίζουμε σήμερα με το 11ο Κεφάλαιο του συλλογικού μας μυθιστορήματος "Χορογραφία... για πέντε".

    Η πρόσκληση που ήρθε με το email ήταν ξερή, στεγνή, απρόσωπη. Δυο γραμμούλες όλες κι όλες. “Καλείται ο Διοικητής...” Ο Διοικητής; Ούτε καν με το όνομα;

    Συνέχισε το διάβασμα “όπως προσέλθει στο Γραφείου του Υπουργού την Παρασκευή...” Άντε πάλι. Παρασκευή είναι αύριο. Πότε να ετοιμαστεί, πότε να ταξιδέψει; Αύριο λοιπόν έπρεπε βρίσκεται στο Υπουργείο. Τι ώρα γράφει; Στη 1.30μμ. “Εντάξει, νομίζω ότι προλαβαίνω” σκέφτηκε.

    Ξανακοίταξε την πρόσκληση. Επάνω-επάνω με κεφαλαία γράμματα: ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΗΣ, ΓΡΑΦΕΙΟ ΥΠΟΥΡΓΟΥ. Μετά η διεύθυνση, Λεωφόρος Κατεχάκη. Στη συνέχεια η ημερομηνία. Στο κάτω μέρος δεξιά σφραγίδα και υπογραφή. Γαβριήλ Ασημακόπουλος, Υπουργός.

    Ο φίλος του ο Βίλης, ο παλιός συμφοιτητής, ο συγκάτοικος, ο κολλητός στις φοιτητικές τρέλες. Που μπήκαν στο Πανεπιστήμιο μαζί και τελείωσαν την Νομική μαζί. Ακόμα και στον στρατό θα πήγαιναν μαζί αν αυτός δεν επέλεγε να καταταχθεί στην Αστυνομία. Και τώρα; Αντί να πάρει ένα τηλέφωνο ή έστω να στείλει ένα προσωπικό email, σαν φίλος προς φίλο, τον καλεί στο Υπουργείο, μ' αυτήν την τόσο τυπική πρόσκληση.


Έκλεισαν δυο διπλανά δωμάτια σε κεντρικό ξενοδοχείο


    Υποψιάζεται το λόγο, αλλά και πάλι δεν δικαιολογείται η τόση “απόσταση”.

Η αλήθεια είναι ότι στο παρελθόν επωφελήθηκε απ' αυτήν τη φιλία μ' έναν πολιτικό. Η μετάθεση στο Προξενείο της Πόλης, όσο κι αν είχε τα προσόντα, ίσως να μη γίνονταν ποτέ, αν δεν έβαζε κι ο Ασημακόπουλος το χεράκι του. Αλλά και το πέρασμα “αβροχοις ποσί” από τη δύσκολη θέση σ' αυτόν οφείλεται. Μια ανάκληση στην Αθήνα, δήθεν για ανακρίσεις, μια μεταθεσούλα σε μια παρακατιανή πρεσβεία, μέχρι να ξεχαστεί το θέμα και μετά ολόκληρος Διευθυντής, έστω και σ' αυτήν την επαρχιακή θέση. Χωρίς ελπίδες βέβαια για κάτι παραπάνω. Δεν τον ένοιαζε. Είχε σώσει το τομάρι του.

    Αυθόρμητα σήκωσε το τηλέφωνο και σχημάτισε έναν αριθμό στο καντράν. Η φωνή της Ευδοκίας απάντησε από την άλλη άκρη της γραμμής.

    “Τι θά έλεγες για ένα τριήμερο στην Αθήνα;” ρώτησε. “Να αλλάξεις τον αέρα σου, να κάνεις και ψώνια και να έχουμε την ευκαιρία να συζητήσουμε για την υπόθεση που μας απασχολεί”.

    “Γιατί όχι” ήταν η απάντησή της από την άλλη μεριά.

    “Ωραία. Θα περάσω να σε πάρω κατά τις 6 το πρωί”.

    “Άλλωστε τα σπίτια μας δεν είναι μακριά” σκέφτηκε... αλλά δεν το είπε για να μην ξύνει πληγές.


Πέρασε δίπλα από το Δημοτικό Θεατρο του Πειραιά


    Κατέβασε το ακουστικό. Παραξενεύτηκε κι ο ίδιος μ' αυτή του την κίνηση. Μήπως αποκτάει μεγάλη οικειότητα μαζί της; Μπα! Στη δουλειά τους δεν υπάρχουν συναισθηματισμοί. Όλα γίνονται για το αποτέλεσμα. Δεν απέφυγε να παραδεχτεί μέσα του βέβαια, ότι του άρεσε η Ευδοκία. Αλλά μέχρις εκεί.


--//--


    Ξημερώματα βρέθηκε έξω από το σπίτι της, οδηγώντας την παλιά του Toyota Corolla και χτύπησε το κουδούνι. Αυτή κατέβηκε αμέσως. Τζιν παντελόνι, άσπρο μπλουζάκι, ένα μικρό βαλιτσάκι στο ένα χέρι, ένα νεσεσέρ στο άλλο και τη γνωστή τσάντα περασμένη στον ώμο. Άφησε τα πράγματα στο πίσω κάθισμα και κάθισε μπροστά, δίπλα του.

    “Καλημέρα. Με ξάφνιασες ευχάριστα με την πρόσκλησή σου. Είχα ανάγκη να ξεσκάσω λίγο”.

    Έβαλε μπρος και ξεκίνησαν σιγά-σιγά. Μέχρι την έξοδο από την πόλη συζήτησαν λίγο “περί ανέμων και υδάτων”. Στη συνέχεια χάθηκαν ο καθένας στις σκέψεις τους.

    (Αστυνόμος: “Είναι όμορφη! Πώς να της το πω, χωρίς να νομίσει ότι της την πέφτω. Θα ήταν άσχημο να συμβεί κάτι τέτοιο. Δυο φορές το ίδιο λάθος δεν πρόκειται να κάνω στη ζωή μου”).

    (Ευδοκία: “Γιατί με κάλεσε; Μήπως του περνάει απ' το μυαλό ότι είμαι εύκολη; Ας τολμήσει να δούμε ¨πόσα απίδια πέρνει ο σάκος¨”).

    (Αστυνόμος: “Ελπίζω να μην κατάλαβε, ούτε αυτή ούτε κανένας άλλος ότι γνώριζα τον Οσμάνογλου. Άλλωστε δεν νομίζω να αντέδρασα όταν είδα το όνομα στον πίνακα της ΜΚΟ. Ώρα είναι ν' αρχίσουν να σκαλίζουν το παρελθόν μου”).

    (Ευδοκία: “Μα γιατί τρέχει τόσο πολύ; Για ποιο λόγο πάει στην Αθήνα. Δεν πάμε για ένα χαλαρό τριήμερο; Πάει για δουλειά;”).

    (Αστυνόμος: “Κούκλα είναι μ' αυτό το ντύσιμο... Συγκρατήσου Γιώργο... Μην ξεχνάς τη θέση σου”).

    (Ευδοκία: “Τόσον καιρό που πηγαινοερχόμουνα στο Γιώργο, πώς δεν έτυχε να τον πετύχω στην πολυκατοικία; Έστω στις σκάλες. Μυστήριο πράγμα. Γλυκούλης είναι, παρά την ηλικία του”).

    Μελαγχόλησε με τη σκέψη του Γιώργου της. Το πρόσεξε ο Διευθυντής.

    “Σου πάει αυτό το ντύσιμο” είπε, έτσι απλώς για να σπάσει τη σιωπή.

    “Ευχαριστώ. Ποιος ο σκοπός του ταξιδιού μας; Μη μου πεις ότι πάμε ταξιδάκι αναψυχής;”.


Κατευθύνθηκε προς το Πασαλιμάνι


    “Με κάλεσε ο Υπουργός για συνάντηση στο Υπουργείο. Υποθέτω ότι είναι για την υπόθεση που μας απασχολεί. Θα πρέπει να βρίσκομαι εκεί στη 1.30. Μετά θα είμαστε ελεύθεροι. Επιστρέφουμε την Κυριακή το βράδυ. Πώς σου φαίνεται;”

    “Δεν θα μπορούσε καλύτερα. Στο μεταξύ εγώ θα βρω το χρόνο για καμιά βόλτα στην αγορά. Θα προλάβεις;”.

    Δεν υπάρχει πρόβλημα. Θα είμαστε στην ώρα μας” απάντησε.


--//--


    Έφτασαν στην Αθήνα μια ώρα πριν το ραντεβού. Βρήκαν δυο διπλανά δωμάτια σε κεντρικό ξενοδοχείο στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας, συνεννοήθηκαν να βρεθούν για το δείπνο στις 8 το βράδυ, άφησαν το αυτοκίνητο στο πάρκινγκ του ξενοδοχείου κι ο καθένας τράβηξε το δρόμο του. Η Ευδοκία στο δωμάτιο για να φρεσκαριστεί και στη συνέχεια στην αγορά για ψώνια. Ο Ασυνόμος πήρε ταξί για το Υπουργείο.

    Έφτασε στην Κατεχάκη αρκετά νωρίτερα. Δήλωσε την ιδιότητά του και πέρασε μέσα στο κτίριο. Ανέβηκε στον προθάλαμο του γραφείου του Υπουργού, όπου μια σειρά υπαλλήλων με πολιτικά δούλευαν ή έκαναν πως δούλευαν. Έδωσε το όνομα και την ιδιότητά του στην διευθύντρια ή μάλλον σ' αυτήν που νόμισε ότι ήταν η διευθύντρια του γραφείου και την ενημέρωσε για το ραντεβού. Αυτή έγνεψε καταφατικά σαν να ήξερε και πάτησε ένα κουμπί στο σύστημα ενδοεπικοινωνίας χωρίς να μιλήσει. Ένας ήχος ακούστηκε σαν απάντηση από την άλλη μεριά. “Περάστε κύριε Παπαδόπουλε” είπε, “ο Κύριος Υπουργός σας περιμένει”.

    Άνοιξε την πόρτα και μπήκε. Μ' ένα πλατύ χαμόγελο έκανε να πλησιάσει τον Υπουργό και να τον χαιρετήσει δια χειραψίας. Στο κάτω κάτω τι παλιοί φίλοι ήταν; Με μια κίνηση του δεξιού χεριού ο Ασημακόπουλος, τον έκανε να σταματήσει. “Κάτσε κύριε Παπαδόπουλε” είπε και το έδειξε μια καρέκλα. Το χαμόγελο πάγωσε στα χείλη του. Τέτοια αντιμετώπιση δεν την περίμενε. “Κακώς” σκέφτηκε. “Το email έπρεπε να με είχε προετοιμάσει”. Πήρε την καρέκλα και κάθισε.


Ήταν η βραδιά που έπεφτε το τείχος του Βερολίνου


    “Είμαι απογοητευμένος από σένα Παπαδόπουλε”, είπε ο Ασημακόπουλος, παραλείποντας και το “κύριε”. “Έχεις μια εύκολη υπόθεση δολοφονίας κι ακόμα να την λύσεις. Η κυβέρνηση θέλει αποτέλεσμα. Την ύποπτη την έχεις. Γιατί δεν την μπουζουριάζεις;”

    “Μα χωρίς στοιχεία κύριε Υπουργέ; Χωρίς αποδείξεις;”

    “Στοιχεία έχεις αρκετά. Κι αρκετές ενδείξεις. Κι αν δεν μπορείς να βρεις άλλα στοιχεία, φύτεψε μερικά. Έχει ενδιαφερθεί ακόμα κι ο Πρωθυπουργός. Άσε που κοντεύεις να δημιουργήσεις και διπλωματικό επεισόδιο”

    Δεν πίστευε στ' αυτιά του. Να φυτέψει στοιχεία;

    “Δεν κατάλαβα” κατάφερε να ψελλίσει.

    “Το πράγμα είναι απλό. Η στέλνεις στον Εισαγγελέα την Παπαδοπούλου ή σας στέλνω εγώ και τους δυο. Μήπως δεν ξέρεις ότι είναι μπλεγμένος κι ο παλιός σου φίλος ο Οσμάνογλου; Αμφιβάλλω. Μετά το επεισόδιο στη ΜΚΟ του Καρατζόγλου, το γνωρίζεις πολύ καλά. Λοιπόν καθάρισε τη μπουγάδα ή αλλιώς θα βρεθείς κι εσύ μέσα”.

    Θυμήθηκε ότι όταν έψαχνε από κάπου να πιαστεί για να επιβιώσει, μετά τα γεγονότα της Κωνσταντινούπολης, είχε μιλήσει στον Ασημακόπουλο. Ήταν μια σανίδα σωτηρίας, που την έπιασε κι επέπλευσε τότε. Τώρα του γύρισε μπούμερανγκ. Πριν προλάβει να πει κάτι, ο Υπουργός πάτησε το κουμπί ενδοεπικοινωνίας. Η πόρτα άνοιξε και δύο τύπου μπήκαν μέσα.

    Κοίταξε τους νεοφερμένους και προσπάθησε να συγκρατήσει ένα χαμόγελο, παρά τη δύσκολη θέση στην οποία βρίσκονταν. Του θύμισαν καρικατούρες μυστικών αστυνομικών, ασφαλιτών κάποιας μακρινής εποχής, κάτι σαν τους Ντιπόν και Ντυπόν από τα κόμικς του Τεν Τεν.

    “Οι κύριοι είναι αστυνομικοί της Τουρκικής Αστυνομίας στην Κωνσταντινούπολη” είπε ο Ασημακόπουλος. “Ερευνούν τη δολοφονία του Οσμάνογλου. Ο Οσμάνογλου πριν δολοφονηθεί ήρθε σε επαφή με την Παπαδοπούλου. Πιθανότατα την χρησιμοποίησε σαν βαποράκι για λαθρεμπόριο. Ναρκωτικών μάλλον. Σου θυμίζει τίποτα;” πέταξε το καρφί του. “Υπάρχει πιθανότητα η Παπαδοπούλου να εμπλέκεται και στο φόνο του, όπως και στου μπασκετμπολίστα. Γι' αυτό πρέπει να δράσεις χωρίς καθυστέρηση”.

    “Γνωρίζουμε ότι η Παπαδοπούλου και ο Οσμάνογλου, είχαν μια σύντομη συνάντηση στη Λεωφόρο Ιστικλάλ στην Ιστανμπούλ” είπε ο ένας από τους Τούρκους Αστυνομικούς σε άπταιστα ελληνικά. “Της έδωσε κάτι αλλά δεν μπορέσαμε να βρούμε τι. Την ψάξαμε αλλά διαπιστώσαμε ότι δεν μετέφερε τίποτα. Πιθανότατα πρόλαβε και το έδωσε σ' άλλον. Θέλουμε να βρούμε αν υπάρχουν συνεργάτες και ποιοι μπορεί να είναι αυτοί”.

    Χωρίς άλλη κουβέντα έφυγαν αθόρυβα όπως ακριβώς ήρθαν. Από το άνοιγμα της πόρτας μπήκε ένας Καρατζόγλου βγάζοντας αφρούς από το στόμα.

    “Άκου να σου πω χαρτογιακά” φώναξε προς τον Αστυνόμο. “Σε ξέρω κι εσένα κι αυτήν τι κουμάσια είστε. Στήσατε το επεισόδιο στην εκδήλωσή μου και κάνετε πως δεν ξέρετε τίποτα”. Γύρισε προς τον Υπουργό και συνέχισε: “Απαιτώ να τον διώξεις αμέσως από την ασυνομία. Αλλιώς θα αναλάβω δράση εγώ και δεν θα τη βγάλεις ούτε εσύ καθαρή”. Και με τα λόγια αυτά, βγήκε έξω κλείνοντας την πόρτα με πάταγο.

    Ο Ασημακόπουλος έτριψε το μέτωπό του με την παλάμη του. “Βλέπεις τι αντιμετωπίζω” είπε. “Γι' αυτό κάνε αυτό που πρέπει”. Και με μια κίνηση του χεριού του έδειξε ότι η συζήτηση τελείωσε. Είπε ένα ξερό “γεια” και βγήκε από το γραφείο. Έτρεξε προς την έξοδο. Ο αέρας του Υπουργείου τον έπνιγε. Ήθελε να αναπνεύσει καθαρό αέρα. Βγήκε έξω και πήρε ταξί για το ξενοδοχείο. Ρώτησε στη ρεσεψιόν αν η κυρία Παπαδοπούλου είναι στο δωμάτιό της. Του είπαν ότι δεν γύρισε ακόμα. Βγήκε και κατηφόρησε τη Λεωφόρο Αλεξάνδρας προς την Πλατεία Βικτωρίας. Κατέβηκε τα σκαλάκια στο σταθμό “Βικτώρια” και πήρε τον Ηλεκτρικό για τον Πειραιά. Μπας κι αναπνεύσει τον αέρα της θάλασσας σκέφτηκε.


--//--


    Κατέβηκε στο τέρμα. Βγήκε στην Ακτή Τζελέπη και συνέχισε να περπατάει άσκοπα. Προσπέρασε το τεράστιο πολυόροφο κουφάρι του λεγόμενου πύργου του Πειραιά, πέρασε μπροστά από την Αγία Τριάδα κι ανηφόρισε προς το Δημοτικό Θέατρο. Συνέχισε προς το Πασαλιμάνι. Όταν έφτασε, βρήκε ένα κάθισμα σε μια καφετέρια, με θέα τη Μαρίνα, κάθισε και παρήγγειλε καφέ. Κοίταξε τα χέρια του. Ακόμα έτρεμαν. Έπρεπε να ηρεμήσει. Να ηρεμήσει και να σκεφτεί ποιες θα είναι οι κινήσεις του από δω και πέρα. Η εύκολη λύση θα ήταν να παραιτηθεί. Στο κάτω κάτω είχε κατοχυρώσει συνταξιοδοτικό δικαίωμα. Θα μπορούσε να βγει στη σύνταξη. Νωρίς, αλλά γιατί όχι;

    Του φάνηκε σαν λύση Πόντιου Πιλάτου. Αυτός νίβει τα χέρια του και αφήνει την Ευδοκία “ως πρόβατον επί σφαγήν”. Στη ζωή του έκανε πολλά, αλλά τέτοια ατιμία ποτέ. Κοίταξε δεξιά του έναν τύπο που διάβαζε εφημερίδα. Ή μάλλον έκανε πως διάβαζε γιατί κοιτούσε προς το μέρος του Αστυνόμου. Μόλις οι ματιές τους συναντήθηκαν, έστρεψε το βλέμμα προς την εφημερίδα και προσποιήθηκε πως συνεχίζει το διάβασμα.

    “Τι διάολο, με παρακολουθούν;” αναρωτήθηκε. Έδιωξε τη σκέψη απ' το μυαλό του. Δεν υπήρχε λόγος για κάτι τέτοιο.

    Τέλειωσε τον καφέ του, πλήρωσε και σηκώθηκε να φύγει. Ακολούθησε την ίδια διαδρομή απ' την ανάποδη. Κατηφορίζοντας δίπλα από το Δημοτικό Θέατρο προς την Αγία Τριάδα, γύρισε να κοιτάξει πίσω του. Ο ίδιος τύπος με την εφημερίδα κάτω από τη μασχάλη τώρα, περπατούσε καμιά πενηνταριά βήματα ξωπίσω του.

    Μάλλον βεβαιώθηκε ότι τον παρακολουθούσαν. Ποιος όμως και γιατί; Το μυαλό του πήγε στον Υπουργό αλλά και στον Καρατζόγλου. Ο πρώτος είχε όλο το μηχανισμό για να το κάνει. Από τον δεύτερο όλα να τα περιμένει κανείς...

    Ξανάρθε στο μυαλό του η σκέψη που είχε κάνει λίγες μέρες πριν. Μήπως ήταν αυτός ο στόχος του δολοφόνου ή των δολοφόνων κι όχι ο άλλος Γιώργος; Δεδομένου ότι ο ίδιος από επαγγελματική διαστροφή, δεν έγραφε το όνομά του ούτε στο θυροτηλέφωνο ούτε στην πόρτα του διαμερίσματος, ήταν πολύ πιθανόν ο δολοφόνος να ξεστράτησε και να διάλεξε το λάθος θύμα. Ποιές όμως ήταν οι πιθανότητες για κάτι τέτοιο; Κι ακόμα-ακόμα δεν θα έπρεπε ο δολοφόνος να τον γνωρίζει προσωπικά, αλλά να ήταν απεσταλμένος από κάποιον άλλον, αλλιώς δεν θα έκανε ένα τέτοιο λάθος. Αν όμως συνέβη πράγματι αυτό, τότε αυτός εξακολουθούσε να είναι ο στόχος. Από την άλλη να ήθελε κάποιος να τον βγάλει από τη μέση τώρα, για να μην αποκαλυφθεί η αλήθεια της άλλης δολοφονίας, το καταλάβαινε. Αλλά πριν; Ποιος θα ήθελε να τον βγάλει απ' την κυκλοφορία και γιατί;

    Μ' αυτές τις σκέψεις σ' όλη τη διαδρομή από τον Πειραιά προς Αθήνα, έφτασε στη Βικτώρια. Λίγο έλειψε να ξεχαστεί με τις σκέψεις του και να προσπεράσει το σταθμό. Ευτυχώς τελευταία στιγμή κατέβηκε. Δεν παρατήρησε κάτι ύποπτο μέσα στο τραίνο, αν και δεν είχε δώσει ιδιαίτερη προσοχή. Ανεβαίνοντας προς τη Λεωφόρο Αλεξάνδρας έριξε μια ματιά γύρω του. Δεν παρατήρησε τίποτα ύποπτο.


Τράβηξε για το σταθμό του Ηλεκτρικού Βικτώρια


    Είχε σχεδόν βραδιάσει όταν έφτασε στο ξενοδοχείο. Ρώτησε στη ρεσεψιόν αν γύρισε η κυρία Παπαδοπούλου. Πήρε θετική απάντηση και γύρισε να φύγει προς το ασανσέρ. Τον σταμάτησε ο ρεσέψιονιστ.

    “Κύριε Παπαδόπουλε, κάποιος άφησε ένα μήνυμα για σας” είπε και πρότεινε το χέρι του κρατώντας έναν φάκελο αλληλογραφίας. Άπλωσε το χέρι του τον πήρε και τον άνοιξε. Μέσα υπήρχε μιά ταχυδρομική κάρτα, απ' αυτές που συνηθίζουμε να αγοράζουμε από τις πόλεις που επισκεπτόμαστε, με τοπία και αξιοθέατα. Την κοίταξε προσεκτικά. Μια μεγάλη γκρίζα πολυκατοικία με δεκάδες απόλυτα ομοιόμορφα μπαλκόνια και παράθυρα. Κάπου-κάπου αυτή η ομοιομορφία διακόπτονταν από μερικά δορυφορικά πιάτα. Τίποτα άλλο. Μόνο πάνω αριστερά ήταν γραμμένο το όνομα της πόλης. West Berlin. Δυτικό Βερολίνο. Μια πόλη που είχε πάψει να υπάρχει μ' αυτό το όνομα περίπου δεκαπέντε χρόνια πριν. Γύρισε την πίσω πλευρά της κάρτας, για να διαβάσει το μήνυμα. Ήταν γραμμένο με τα απρόσωπα γράμματα της γραφομηχανής ή μάλλον ενός εκτυπωτή. Απόρησε μ' αυτό που διάβασε. Δεν καταλάβαινε τίποτα. Τι μπορούσαν να σημαίνουν αυτές οι πέντε λέξεις; Μόνος του μέσα στο ασανσέρ το ξαναδιάβασε φωναχτά. “Χρειάζονται δύο για το ταγκό”. Ούτε υπογραφή ούτε τίποτα άλλο.

    Ανεβαίνοντας επάνω χτύπησε την πόρτα του δωματίου της Ευδοκίας.

    “Ναι” ακούστηκε η φωνή της.

    “Είσαι έτοιμη;” ρώτησε.

    “Σε λίγο”.

    “Εντάξει, ετοιμάζομαι κι εγώ και φεύγουμε”.

    Πήγε στο δωμάτιό του. Έκανε ένα ντους, άλλαξε ρούχα και βγήκε στο διάδρομο. Την ίδια ώρα άνοιξε κι αυτή την πόρτα της και βγήκε. Σαν να τον περίμενε. Με δυσκολία συγκράτησε ένα θαυμαστικό. Ντυμένη απλά αλλά όμορφα. Ένα φόρεμα εμπριμέ καλοκαιρινό που εφάρμοζε τέλεια επάνω της, με τιραντάκια στους ώμους, που τους κάλυπτε με μια λευκή εσάρπα, για το ενδεχόμενο μιας βραδυνής ψυχρούλας. Της έδωσε το μπράτσο του και κατευθύνθηκαν στο ασανσέρ.


--//--


    Έδωσε στον ταξιτζή το όνομα του εστιατορίου “Πειρατής” κάπου στη Δροσιά. Είχε κλείσει τραπέζι νωρίτερα τηλεφωνικά. Ήταν ένα εστιατόριο στο οποίο πήγαινε τακτικά όποτε κατέβαινε στην Αθήνα. Και πάντα προτιμούσε να πηγαίνει με ταξί, για την περίπτωση που θα έπινε κάτι παραπάνω και θα ήταν επικίνδυνο να οδηγήσει. Πόσο μάλλον τώρα που δεν ήταν μόνος.

    Ο σεβιτόρος τους οδήγησε στο τραπέζι που ήταν ρεζερβέ γι' αυτούς, δίπλα στο παράθυρο. Τους άφησε το μενού και έφυγε για να ξαναγυρίσει αργότερα για την παραγγελία. Ο Γιώργος ιπποτικά τράβηξε την καρέκλα της Ευδοκίας για να της κάνει χώρο να καθίσει. Καθώς αυτή κάθισε, η εσάρπα γλύστρισε λίγο και αποκαλύφθηκαν οι ώμοι της. Κοίταξε στον αριστερό της ώμο και κοκάλωσε... Ένα στρόγγυλο σημάδι λίγο πιο άσπρο από το χρώμα του δέρματός της φάνηκε κάτω από την εσάρπα. Ένας τέλειος άσπρος κύκλος. Σαν ένα ολόγιομο ασημένιο φεγγάρι. Έμεινε στήλη άλατος... δεν μπορούσε να αρθρώσει λέξη.

    Μουρμούρισε κάτι ακαταλαβίστικο και κατευθύνθηκε προς την τουαλέτα. Το μυαλό του δούλευε με τρελούς ρυθμούς. Το κεφάλι του πήγαινε να σπάσει. Πήγε στη βρύση κι έριξε λίγο νερό στο πρόσωπό του. Κοίταξε τον εαυτό του στον καθρέφτη και σκιάχτηκε. Το πρόσωπό του είχε μια έκφραση τρομαγμένη, απόκοσμη.

    “Δεν είναι δυνατόν” σκέφτηκε. “Το ίδιο σημάδι σε δύο διαφορετικά άτομα που δεν έχουν καμιά σχέση μεταξύ τους;”. Δεν υπάρχει περίπτωση να ήταν η ίδια, παρά μόνο αν έκανε συμφωνία με το διάβολο, όπως ο Φάουστ. Και τέτοιες συμφωνίες μόνο στη λογοτεχνία συμβαίνουν, όχι στην πραγματική ζωή. “Αλλά τότε;” Τι μπορεί να συμβαινει;

    Έριξε πάλι το βλέμμα του στον καθρέφτη. Το τελευταίο πράγμα που είδε ήταν ένα μασκοφορεμένο κεφάλι κι ένα μπράτσο που τυλίχτηκε γύρω απ' το λαιμό του και τον έσφιξε. Έχασε τις αισθήσεις του.


--//--


    Ήταν Νοέμβρης του 1989. Πριν μερικές βδομάδες είχε μετατεθεί στην Ελληνική Πρεσβεία του Ανατολικού Βερολίνου. Τα γεγονότα που προηγήθηκαν ήταν απαγορευτικά για την παραπέρα παραμονή του στην Κωνσταντινούπολη. Από την άλλη οι πρεσβείες και τα προξενεία της Ανατολικής Ευρώπης θεωρούνταν παρακατιανά για τους αστυνομικούς που υπηρετούσαν εκεί. Το παιχνίδι σ' αυτές τις πρωτεύουσες το έκαναν οι μυστικές υπηρεσίες των μεγάλων δυνάμεων. Τους αστυνομικούς της Ελλαδίτσας δεν τους υπολόγιζε κανείς.

    Εκείνο το βράδυ η πόλη έδειχνε να γιορτάζει. Κόσμος πολύς, μαζεμένος κι απ' τις δυο μεριές του τείχους φώναζε και τραγουδούσε. Οι πιο πολλοί με κασμάδες στα χέρια άνοιγαν τρύπες στο τείχος, γκρέμιζαν ολόκληρα τμήματα, άνθρωποι του ανατολικού τομέα περνούσαν στον δυτικό και αντίστροφα. Το Βερολίνο γιόρταζε το γκρέμισμα του τείχους, γιόρταζε την επανένωσή του. Αυτός περπατούσε κατά μήκος του τείχους και χάζευε το κέφι των Γερμανών. Ένας ψυχρός λαός, όπως πίστευε ότι ήταν, σήμερα δεν φαίνονταν καθόλου ψυχρός, αντίθετα.

    Κοιτούσε τα χαρούμενα πρόσωπα, έβλεπε την έξαψη που υπήρχε έντονη γύρω του. Από τα μεγάλα πια ανοίγματα στο τείχος, κοιτούσε και τις εκφράσεις των Δυτικοβερολινέζων. Άραγε πώς θα είναι η ζωή τους από δω και πέρα; Δυτικών και Ανατολικών;

    Φευγαλέα μέσα από ένα άνοιγμα του τείχους, είδε ένα πρόσωπο που του φάνηκε γνωστό. Έκανε δυο βήματα προς τα πίσω και πιο κοντά στο άνοιγμα για να διακρίνει καλύτερα. Και τότε τον είδε. Η φαλάκρα του είχε μεγαλώσει λίγο αλλά το μουστάκι του παρέμενε το ίδιο. Δεν μπορεί να κάνει λάθος. Αυτός είναι. Κρατούσε κι αυτός έναν κασμά και χτυπούσε με μανία στο τείχος.

    Χωρίς να διστάσει δρασκέλησε το τείχος από το άνοιγμα και κατευθύνθηκε προς το μέρος του...

    “Μεσούτ” φώναξε.

    Ο άλλος γύρισε προς το μέρος του και τον είδε. Χωρίς να βγάλει λέξη, παράτησε τον κασμά κι άρχισε να τρέχει. Χωρίς καθυστέρηση και δισταγμό τον ακολούθησε.

    “Μεσούτ, σταμάτα” είπε δυνατά λαχανιάζοντας. “Θέλω να μιλήσουμε”.

    Ο άλλος συνέχισε το τρέξιμο. Τον πρόλαβε στην είσοδο μιας γκρίζας πολυκατοικίας και τον άρπαξε από το χέρι.

    “Τι θέλετε κύριε;” ρώτησε ο άλλος στα γερμανικά. “Δεν νομίζω να γνωριζόμαστε”.

    Τον άρπαξε από τα πέτα. “Τι παιχνίδι παίζεις;” ρώτησε. Έβαλε το χέρι του στην εσωτερική τσέπη του σακακιού του και τράβηξε ένα γερμανικό διαβατήριο. Διάβασε το όνομα. Mesut Aksu. Μπερδεύτηκε, ετοιμάστηκε να ζητήση συγγνώμη και να δώσει το διαβατήριο πίσω, αλλά αμέσως ήρθε στη μνήμη του μια γυναικεία φωνή να συστήνεται. “Με λένε Dolunay Aksu”. Τον έσφιξε πιο δυνατά. Ο άλλος αναστέναξε και παραδόθηκε.

    “Εντάξει, έχεις δίκιο, εγώ είμαι” είπε στα τουρκικά αυτή τη φορά. Το Osmanoglu ήταν το όνομα που έγραψε κατά λάθος ο ληξίαρχος από το όνομα του πατέρα μου που ήταν Osman. Το άλλαξα εδώ στη Γερμανία.

    “Δεν μ' ενδιαφέρουν αυτές οι λεπτομέρειες Μεσούτ. Το μόνο που μ' ενδιαφέρει είναι τι απέγινε η Dolunay. Πού βρίσκεται; Είναι ακόμα στην Πόλη ή εδώ μαζί σου στη Γερμανία;”

    “Δεν έχω ιδέα. Τελευταία φορά την είδα λίγο μετά της γέννα. Μετά έφυγα από την Ιστανμπούλ”.

    “Τη γέννα; Ποια γέννα;”

    Δαγκώθηκε ο Μεσούτ. “Συγγνώμη νόμισα ότι το ήξερες. Λίγο μετά την ανάκλησή σου στην Αθήνα, η Dolunay ανακάλυψε ότι είναι έγκυος. Στο δικό σου παιδί. Είχαμε χάσει τα ίχνη σου. Δεν μπορούσαμε να σε ειδοποιήσουμε. Το παιδί το πήραν μετά τη γέννα και το εξαφάνισαν. Δεν ξέρουμε που βρίσκεται, ούτε αν ζει ή αν πέθανε. Ούτε καν το φύλο του δεν μας είπαν. Ξέρεις πολύ καλά ότι στην Τουρκία είναι μεγάλη ντροπή να γεννήσει παιδί μια ανύπαντρη γυναίκα. Όλα έγιναν στο σπίτι χωρίς να μάθει κανείς τίποτα”.

    Ζαλίστηκε. Η Dolunay γέννησε το δικό του παιδί. Κι αυτός απών. Να μη μπορεί να δώσει άλλη τροπή στα πράγματα. Κι αυτή σίγουρα να πιστεύει ότι σκόπιμα εξαφανίστηκε. Άφησε τα πέτα του Μεσούτ και άπλωσε ζαλισμένος το χέρι του να κρατηθεί στον τοίχο. Την ώρα που αυτός έπεφτε σε μια τεράστια δίνη, ο Μεσούτ άνοιξε την πόρτα της πολυκατοικίας και χάθηκε στους διαδρόμους.


--//--


    Μια μεγάλη αίθουσα χορού, βρίσκονταν στην άλλη άκρη της δίνης που τον παρέσυρε. Μια τεράστια αίθουσα που χόρευαν μόνο τέσσερα άτομα έναν ευρωπαϊκό χορό. Πόλκα ή μαζούρκα ή κάτι άλλο. Δεν ήξερε και πολλά πράγματα από χορούς. Πρόσθεσε και τον εαυτό του, πέμπτος κι αταίριαστος. Ένας-ένας, οι υπόλοιποι έρχονταν προς το μέρος του, άπλωναν το χέρι τους κι έπιαναν το δικό του. Έκαναν μια στροφή κι απομακρύνονταν.

    Η Dolunay τον πλησίασε πρώτη. Ασπροντυμένη οπτασία, χόρευε ξυπόλυτη. Ίσα που το χέρι της ακούμπησε στο χέρι του. Δεν πρόλαβε να φωνάξει το όνομά της “Dolunay” κι η οπτασία χάθηκε σαν αερικό από μπροστά του.

    Ο Μεσούτ πέρασε στριφογυρίζοντας από δίπλα του. Έφερε το χέρι του στο στόμα και του έκανε νόημα. “Σσσσσς”. Κι αυτός άφωνος κοιτούσε, μια τον Μεσούτ και μια τον αέρινη οπτασία της Dolunay που χάνονταν στο βάθος του χωροχρόνου.

    Έπιασε το χέρι της Ευδοκίας που ακολουθούσε. Πήγε να τη ρωτήσει πώς βρέθηκε εδώ αλλά δεν πρόλαβε. Έτρεξε κι αυτή μακριά του.

    Γύρισε να δει τον τελευταίο τον χορευτών. Με μάτια διάπλατα αναγνώρισε τον Καρατζόγλου, να έρχεται καταπάνω του, άκαμπτος σαν μεσαιωνικός σιδερόφρακτος μονομάχος ιππότης, κουνώντας κυκλικά τη δολοφονική σφύρα πάνω από το κεφάλι του κατευθύνοντάς την πάνω στο δικό του κεφάλι.


--//--


    Ξύπνησε σ' ένα κρεβάτι νοσοκομείου, γεμάτος καλώδια που κατέληγαν σ' ένα μόνιτορ και με την Ευδοκία δίπλα του γεμάτη δάκρυα, που γρήγορα μετατράπηκαν σ' ένα πλατύ χαμόγελο, μόλις κατάλαβε ότι ξαναβρήκε τις αισθήσεις του. Χαμογέλασε κι αυτός. Τουλάχιστον ήταν ζωντανός.

    Δίπλα του στο κομοδίνο βρίσκονταν μια εφημερίδα. Άπλωσε το χέρι του με δυσκολία και την έπιασε. Ήταν “Το Βήμα της Κυριακής”. Κυριακής; Ώστε πέρασαν δυο ολόκληρες μέρες χωρίς να έχει τις αισθήσεις του; Διάβασε τον τίτλο στη σελίδα που ήταν ανοιγμένη. “Στο σκοτάδι οι έρευνες για τη διπλή απόπειρα δολοφονίας κατά αξιωματικού της αστυνομίας”. Διπλή; Πότε έγινε η δεύτερη; Συνέχισε το διάβασμα. “Στο σκοτάδι βρίσκονται οι έρευνες για την απόπειρα δολοφονίας κατά αξιωματικού της αστυνομίας που έγινε σε γνωστό εστιατόριο των Βορείων Προαστίων. Η τυχαία είσοδος του μέτρ του εστιατορίου, στις τουαλέτες του καταστήματος, την ώρα της απόπειρας, έσωσε τη ζωή του αστυνομικού. Η σύγχιση όμως που δημιουργήθηκε, έδωσε την ευκαιρία στο δράστη να εξαφανιστεί. Παράλληλα συνεχίζονται οι έρευνες για την ωρολογιακή βόμβα που βρέθηκε κάτω από το αυτοκίνητο του ίδιου αστυνομικού, στο πάρκινγκ κεντρικού ξενοδοχείου, χωρίς ευτυχώς να εκραγεί. Μέχρι στιγμής δεν έχει προκύψει κάποιο καινούργιο στοιχείο”.

    Ένιωσε εξαιρετικά αδύναμος. Άφησε την εφημερίδα να πέσει από τα χέρια του και βυθίστηκε σ' έναν λυτρωτικό ύπνο, δίχως όνειρα.


Τέλος κεφαλαίου XI

Τη σκυτάλη παίρνει η Λένα Χ. Δημητριάδου


Σημείωση ιστολογίου: Η παραπάνω ιστορία είναι προϊόν μυθοπλασίας. Πρόσωπα και γεγονότα είναι πέρα για πέρα φανταστικά. Οποιαδήποτε ομοιότητα με πραγματικά πρόσωπα, γεγονότα και καταστάσεις είναι εντελώς συμπτωματική.



No comments:

Post a Comment