Γράμμα της Λένας Χ. Δημητριάδου από τη Θεσσαλονίκη
Φύσαγε τ' αγέρι ίσα για να λικνίζονται τα κλαδιά της σίκαλης που έλαμπαν κάτω από το λιοπύρι εκείνο το καλοκαίρι. Πήρε ένα κλαδάκι, το έβαλε στο στόμα του και της χαμογέλασε.
Ύστερα με ύφος μεγάλου γαιοκτήμονα τη ρώτησε: “Αγαπημένη μου Δεσποσύνη θέλεις να γίνεις γυναίκα μου; Σου προσφέρω όλη τη φετινή σοδειά και την επόμενη και όλες από δω και πέρα”.
Τον κοίταξε η λιόφωτη Φωτεινή και κόμποι μελένιοι άρχισαν να τρέχουν από τα μάτια της. Ύστερα ξέσπασε σε ένα γέλιο σαν γάργαρο νερό, που τάραξε την ησυχία του λόγγου. Αντήχησε πέρα μακριά, μέχρι το μεγάλο αρχοντικό.