Γράμμα της Λένας Χ. Δημητριάδου από τη Θεσσαλονίκη
Φύσαγε τ' αγέρι ίσα για να λικνίζονται τα κλαδιά της σίκαλης που έλαμπαν κάτω από το λιοπύρι εκείνο το καλοκαίρι. Πήρε ένα κλαδάκι, το έβαλε στο στόμα του και της χαμογέλασε.
Ύστερα με ύφος μεγάλου γαιοκτήμονα τη ρώτησε: “Αγαπημένη μου Δεσποσύνη θέλεις να γίνεις γυναίκα μου; Σου προσφέρω όλη τη φετινή σοδειά και την επόμενη και όλες από δω και πέρα”.
Τον κοίταξε η λιόφωτη Φωτεινή και κόμποι μελένιοι άρχισαν να τρέχουν από τα μάτια της. Ύστερα ξέσπασε σε ένα γέλιο σαν γάργαρο νερό, που τάραξε την ησυχία του λόγγου. Αντήχησε πέρα μακριά, μέχρι το μεγάλο αρχοντικό.
Το άκουσε ο Αφέντης και ταράχτηκε. Κι έδωσε προσταγή να αρχίσουν οι ετοιμασίες του γάμου. “Σε ένα μήνα την παντρεύομαι. Κυρά κι αφέντρα του πύργου και της καρδιάς μου”.
Γελούσε εκείνη ανέμελα, μέσα στο χωράφι με τη σίκαλη. Κι ήταν η τελευταία φορά που ακούστηκε το γέλιο της.
No comments:
Post a Comment