Γράμμα του Παντελή Γουλάρα από το Δουβλίνο
Οι πρώτες ακτίνες του ζεστού Σεπτεμβριάτικου ήλιου κατευθύνθηκαν στο πρόσωπό της και το φώτισαν. Άνοιξε τα μάτια της και γύρισε αλλού το βλέμμα της για να αποφύγει το δυνατό φως. Ανακάθισε στο στρώμα της. Έπρεπε να βιαστεί. Να ετοιμαστεί στα γρήγορα. Η συνέντευξη είναι για σήμερα. Δεν θα πρέπει να αργήσει. Πήρε το καθρεφτάκι της και κοίταξε το πρόσωπό της. Παρά της αρκετές ώρες ύπνου, φαινόταν κουρασμένο. Φορτωμένο από τις ταλαιπωρίες των τελευταίων ημερών.
Δεν θα ήταν παραπάνω από 22 χρόνων. Μελαχροινή, καλοσχηματισμένη, όμορφη θα την έλεγες. Μαλλιά μακριά πιασμένα πίσω σε αλογοουρά. Η αναζήτηση δουλειάς το πρώτο της μέλημα!
Χρησιμοποιώντας επιδέξια τα καλλυντικά της, κατάφερε να δώσει κάποια φρεσκάδα στο πρόσωπό της. Ήξερε ότι η εμφάνιση παίζει μεγάλο ρόλο σ' αυτού του είδους τις συνεντεύξεις. Η καθαριότητα και το σωστό ντύσιμο μπορεί να προδιαθέσουν θετικά έναν πιθανό εργοδότη, για τον χαρακτήρα του υποψήφιου. Κατά ένα μέρος βέβαια. Το άλλο μέρος ήταν οι σπουδές και η ικανότητα. Α!... ναι! Και οι εύστοχες απαντήσεις...
Φόρεσε κάτι απλό. Ένα τζιν παντελόνι κι ένα κίτρινο μπλουζάκι. Μια ζακέτα με κουκούλα από πάνω, γιατί παρά τη λιακάδα ήξερε ότι ο καιρός του Δουβλίνου δεν αστειεύεται. Τακτοποίησε τα στρώματά της, έβαλε ό,τι χρειάζονταν σ' ένα σακίδιο πλάτης, το έριξε στον ώμο και ξεκίνησε.
Περπάτησε δίπλα στον Λίφι, στη νότια όχθη του. Τα νερά του λαμπύριζαν από το έντονο φως του ήλιου. Μια όμορφη μέρα απ' αυτές που μόνο θετικά μπορούν να σε προδιαθέσουν. Σταύρωσε τα δάχτυλά της σε μιαν ευχή. Μακάρι να πάνε όλα καλά στη σημερινή συνέντευξη. Προσπάθησε να επαναλάβει μέσα της όλες τις πιθανές ερωτήσεις και απαντήσεις. Δεν ήταν η πρώτη φορά άλλωστε. Έχει δώσει ήδη καμιά δεκαριά μέχρι τώρα και θα συνεχίσει μέχρι να πετύχει. Είναι νέα, έχει σπουδές, έχει τη θέληση και τη δύναμη να πετύχει κάποια στιγμή παρά τις δυσκολίες.
Πέρασε στη βόρεια όχθη από τη γέφυρα Ο'Κόνελ και κατευθύνθηκε προς τη μεριά του λιμανιού. Δεν πήρε ούτε ταξί ούτε το λεωφορείο. Έχει συνηθίσει στο περπάτημα τον τελευταίο καιρό. Μερικές εκατοντάδες μέτρα πιο πέρα, σ' ένα μεγάλο συγκρότημα γραφείων βρίσκονταν και η ασφαλιστική εταιρεία για την οποία προόριζε τον εαυτό της. Μπήκε στον προθάλαμο. Ήδη τέσσερις υποψήφιοι βρίσκονταν εκεί περιμένοντας και ποιος ξέρει πόσοι άλλοι είχαν προηγηθεί.
Δεν άντεχε την αναμονή. Σκέφτηκε να το βάλει στα πόδια. Τόσοι άλλοι εδώ μέσα, εμένα θα πάρουν; Αλλά όχι! Άξιζε να δώσει στον εαυτό της αυτή την ευκαιρία.Οι υποψήφιοι ένας-ένας έμπαιναν, τέλειωναν κι έφευγαν. Όλοι αμίλητοι, ποιος ξέρει με πόσες ελπίδες... Άλλοι δυο ήρθαν μετά από την ίδια και περίμεναν στην ουρά.
Ήρθε επιτέλους η σειρά της. Άνοιξε την πόρτα και μπήκε θαρραλέα στο γραφείο. Δυο άνθρωποι, ένας άνδρας μέσης ηλικίας και μια γυναίκα νεότερη, ήταν αυτοί που θα αντιμετώπιζε. Κάθισε στο κάθισμα που της υπέδειξαν έτοιμη για κάθε ερώτηση, για κάθε απάντηση.
Η συνέντευξη κύλισε ομαλά. Περισσότερο από όσο περίμενε, ίσως ακριβώς όπως ήλπιζε. Ετοιμόλογη πάντα, δεν άφηνε χρόνο ανάμεσα στην ερώτηση και την απάντηση. Παρατήρησε ένα χαμόγελο ικανοποίησης στους συνομιλητές της.
Τελειώνοντας, της ζήτησαν τον αριθμό τηλεφώνου της, αν και θυμόταν ότι το είχε γράψει στην αίτησή της. Απάντησε 089........ δίνοντας το κινητό της. Είδε να το σημειώνουν. Έδωσε και την διεύθυνση του email της.
“Διεύθυνση κατοικίας;” ρώτησε η γυναίκα, προσθέτοντας “σε περίπτωση που θελήσουμε να στείλουμε απάντηση με το ταχυδρομείο”.
Ήταν η μόνη στιγμή που δίστασε. Πήρε μια βαθειά ανάσα και απάντησε:
“Ξέρετε, δεν έχω μόνιμη κατοικία αυτό το διάστημα. Την αλληλογραφία μου την παραλαμβάνω στο κολέγιό μου. Αυτή τη διεύθυνση δίνω όποτε χρειαστεί. Και πάντα μου δίνουν ό,τι έρχεται για μένα. Είναι εντάξει;”
“Φυσικά, δεν υπάρχει πρόβλημα” ήρθε η απάντηση από την άλλη μεριά κι αμέσως ένιωσε ένα αίσθημα ανακούφισης.
“Τον περάσαμε κι αυτόν το σκόπελο” σκέφτηκε, κι έδωσε τη διεύθυνση του ιδιωτικού κολεγίου ibat. Ήταν ένα κολέγιο που η μπροστινή του είσοδος βλέπει τον Λίφι, και η πίσω την περιοχή του Τεμπλ Μπαρ, την περιοχή διασκέδασης του Δουβλίνου. Ήλπιζε ότι κάποιος από τη γραμματεία θα κρατούσε την αλληλογραφία της για να της τη δώσει.
Έφυγε από τη συνέντευξη, χαρούμενη και αισιόδοξη. Κάτι της έλεγε ότι τα πράγματα αλλάζουν, ότι γρήγορα το θέμα της δουλειάς θα είχε λυθεί. Περιπλανήθηκε δυο τρεις ώρες άσκοπα, άλλοτε χαζεύοντας τα κανό στο ποτάμι και άλλοτε αλλάζοντας διαρκώς όχθη από γέφυρα σε γέφυρα. Σταμάτησε σ' ένα Ο'Μπράιανς και πήρε ένα σάντουιτς κι ένα αναψυκτικό. Πήγε στο σταθμό Κόνολι και πήρε το τραμ της κόκκινης γραμμής. Κατέβηκε στο σταθμό Χιούστον. Περπάτησε μέχρι το πάρκο Φοίνιξ που δεν ήταν μακριά από τον σταθμό. Ένα πίκνικ σ'αυτή την όμορφη Σεπτεμβριάτικη Δουβλινέζικη μέρα θα ήταν ό,τι έπρεπε.
Έβγαλε από το σακίδιό της μια ζακέτα, την άπλωσε στο γρασίδι και κάθησε. Απολάμβανε τη απαλή ζεστασιά με την οποία χάιδευε το πρόσωπό της ο ήλιος του Σεπτέμβρη. Έφαγε το σάντουιτς, έβαλε τα χέρια της πλεγμένα πίσω από το κεφάλι και ξάπλωσε όπως έκαναν όλοι σχεδόν γύρω οι επισκέπτες του πάρκου.
Δεν κατάλαβε πότε την πήρε ο ύπνος. Όταν άνοιξε τα μάτια της ο ήλιος και το φως της ημέρας είχαν χαθεί. Η μέρα είχε αρχίσει πια να μικραίνει. Ρίγησε από την ψύχρα και την υγρασία. Σηκώθηκε φόρεσε τη ζακέτα και κίνησε να φύγει. Μια τέτοια μέρα άξιζε να κεράσει στον εαυτό της μια Γκίνες στην πάμπ Ράιανς εκεί κοντά.
Μπήκε μέσα και παράγγειλε. Γεμάτη η παμπ από κόσμο κάθε ηλικίας που παρακολουθούσε σε μια γιγαντοοθόνη έναν αγώνα ράγκμπι. Η ίδια δεν είχε σχέση με τον αθλητισμό, αλλά απολάμβανε να παρακολουθεί τις αντιδράσεις του κόσμου. Πάντα οι Δουβλινέζικες παμπ είχαν μια ζωντάνια που την γοήτευε.
Η ώρα περνούσε ευχάριστα, μέχρι που άκουσε το καμπανάκι της τελευταίας παραγγελίας. Ώρα για ύπνο. Σηκώθηκε, πλήρωσε και βγήκε από την πόρτα. Οι δρόμοι είχαν ερημώσει. Ελάχιστοι διαβάτες περπατούσαν βιαστικά, για το σπίτι τους, για να προλάβουν ένα τελευταίο λεωφορείο, ποιος ξέρει...Κατευθύνθηκε προς το κολέγιο. Έφτασε στην είσοδο που βλέπει τον Λίφι. Τα πάντα κλειστά. Τα φώτα σβηστά. Ανέβηκε τα λιγα σκαλάκια και στάθηκε.
Άκουσε το κουδούνισμα του τηλεφώνου. “Ποιος νάναι τέτοια ώρα” αναρρωτήθηκε. Ήταν από ένα ξενοδοχείο στα νότια προάστια που είχε δώσει συνέντευξη προχθές. “Μπορείτε να έρθετε αύριο στις 7 το πρωί για δουλειά;” Άκουσε την φωνή από την άλλη μεριά της γραμμής να ρωτάει. “Αν μπορώ λέει;” είπε μέσα της. “Φυσικά, στις 7 θα είμαι εκεί” απάντησε.
Έκλεισε το τηλέφωνο και πήδηξε από τη χαρά της. “Έχουμε μια αρχή” σκέφτηκε. Σερβιτόρα, αλλά γιατί όχι. Από κάπου αρχίζει κανείς. Δουλειά σημαίνει μισθός. Κι αυτό είναι η αρχή για να λυθούν τα προβλήματα που αντιμετώπιζε αυτή την εποχή. Και φυσικά πάντα υπάρχει η ελπίδα για το καλύτερο.
Ανακάθισε στα σκαλάκια, άνοιξε το σακίδιό της, έβγαλε το σλίπινγκ μπαγκ και το άπλωσε στο κεφαλόσκαλο. Μαζί κι ένα μικρό φουσκωτό μαξιλαράκι. Τη ζακέτα και ό,τι άλλο δεν χρειάζονταν τα έβαλε στο σακίδιο και το απόθεσε δίπλα. Μπήκε μέσα στον υπνόσακκο και τράβηξε το φερμουάρ μέχρι πάνω. Αύριο πρέπει να ξυπνήσει νωρίς. Πιάνει δουλειά. Επόμενος στόχος η κατοικία. Δύσκολος αλλά όχι αδύνατος.
Στον ύπνο της μέσα χαμογέλασε. Αύριο ξημερώνει μια καινούργια μέρα...
No comments:
Post a Comment