Γράμμα της Ανατολής Μελίδου από τη Θεσσαλονίκη
Ήμουν στο καφενείο κι έπαιζα πρέφα. Δυο χρόνια πριν είχα έρθει από την Γερμανία κι έφερα μαζί μου μια Κράισλερ. Μεταχειρισμένη αλλά γερό σκαρί. Ο μόνος στην περιοχή με αυτοκίνητο.
Ήρθε ο ενωμοτάρχης. Έλα μου λέει, σε ψάχνουν στο τηλέφωνο. Εκείνη την εποχή, τηλέφωνα μόνο στην Αστυνομία και στην Κοινότητα υπήρχαν. Ανησύχησα.
Ήταν από τον Πειραιά. Σφάξαν την κόρη σου, μου λένε. Τρελάθηκα. Η Θεοδοσία σπούδαζε τότε στο Πάντειο. Καλή μαθήτρια, και ήθελε να προχωρήσει στα γράμματα. «Αμαρτία να την απαγορέψεις». Πέσαν πάνω μου οι καθηγητές και η μάνα της. Την άφησα.
Κανονικά η απόσταση Τρίπολη – Πειραιάς ήταν τρείς ώρες. Σε μια ώρα ήμουν εκεί. Από την διαδρομή, πώς πήγα, πόσο έτρεχα, δεν θυμάμαι τίποτα. Μόνο το σφαγμένο πρόσωπο της κόρης μου είχα μπρος στα μάτια μου.
Έφτασα στον Πειραιά. Έτρεξα στο αστυνομικό τμήμα με την ψυχή στο στόμα. Από την τρομάρα μου δεν είχα ρωτήσει τίποτα από το τηλέφωνο. Βρήκα τον διοικητή. Mου εξήγησε. Μόνο στο χέρι της έκανε ζημιά ο δράστης. Πήγε να την κλέψει μέσα στο ασανσέρ, στην σχολή. Κράταγε κι ένα στιλέτο. Φοβήθηκε η μικρή, άπλωσε το χέρι κι έτσι έγινε το κακό. Ακούμπησε μετά το χέρι στο στήθος της και όπως τρέχαν τα αίματα, νόμισαν την μαχαίρωσε στην καρδιά. Ήταν στο νοσοκομείο τώρα, εκτός κινδύνου.
Πήγε η καρδιά μου στην θέση της. Ο δράστης σε ένα κελί και τον κράταγαν. Αυτόφωρο και περίμεναν να κάνουμε την μήνυση.
Να πάω πρώτα στο παιδί, είπα και έτρεξα στο Νοσοκομείο. Την είδα στο δωμάτιο. Κοιμόταν το πουλάκι μου, του καλού καιρού. Μόνο το χέρι της ήταν δεμένο. Πέντε έξι ράμματα χρειάστηκαν, μου εξήγησε ένα γιατρουδάκι. Αύριο, μεθαύριο θα πάρει εξιτήριο, ήταν πολύ τυχερή.
Κατέβηκα κάτω, έκανα μερικά τσιγάρα απανωτά, ίσα που να 'ρθω στα ίσα μου.
Ξαναγύρισα στο αστυνομικό τμήμα.
Να δω τον δράστη, είπα. Το μάτι μου είχε γυρίσει ανάποδα. Από την πόρτα και φρόνιμα, μου είπε ο διοικητής. Τι φρόνιμα, ήμουν έτοιμος να τον φάω. Ήταν κι ένας φρουρός, μην γίνει κάνα κακό.
Κάθονταν στο κρεβάτι, κρεβάτι να το κάνει ο Θεός και κλαψούριζε. Το πρόσωπό του μπλαβί και μες τις μύξες. Σαν με είδε, σηκώθηκε απότομα κι άρχισε να κλαίει. Ένα εξήντα κι αν, λιανός, μισή μερίδα άνθρωπος. Ήταν συμφοιτητές λέει στην σχολή, την είχε προσέξει από την αρχή και του άρεσε. Είχε μπλέξει με ναρκωτικά όμως, δεν κατάλαβε το πώς, κι όλο ήθελε να ξεφύγει και δεν μπόραγε, όταν τον έπιανε η μανία δεν καταλάβαινε τι έκανε, άλλος άνθρωπος, δεν αναγνώριζε τον εαυτό του, και μετά μετάνιωνε και ορκίζονταν πως είναι η τελευταία φορά, αλλά δεν ήταν και μετά ξανά από την αρχή.
Με την Θεοδοσία δεν κατάλαβε πώς έγινε, αυτός μπήκε στο ασανσέρ μαζί της για να της ζητήσει ραντεβού, πώς φτάσαμε στο κακό, δεν θυμάται. Έκλαιγε με λυγμούς, ήταν κι οι μύξες του που τρέχαν, μου ‘ρθε να του δώσω μια ανάστροφη. Κρατήθηκα. Από πού είσαι, τον ρώτησα. Από τον Πύργο, μου ‘πε. Εκεί τους ήξερα όλους, ρώτησα για τους γονείς του. Φτωχοί άνθρωποι, ήσυχοι και πάλευαν για το μεροκάματο. Χαλάστηκα. Ούτε να τον φτύσω δεν είχα όρεξη.
Τον άφησα να κλαίει. Βγήκα έξω.
Από εδώ για την μήνυση, μου φώναξε ένα όργανο.
Έκανα πως δεν άκουσα. Σκεφτόμουν. Να τον αφήσω να σαπίσει στην φυλακή. Από την άλλη λυπήθηκα τους δικούς του. Σκυμμένοι μια ζωή, δεν θάταν σαν να τους έδινα μια και να τους αποτέλειωνα;
Έβγαλα από την τσέπη του γιλέκου μου, το πακέτο με τα τσιγάρα. Ένα τελευταίο είχε μείνει. Λίγο τσαλακωμένο και το ίσιωσα. Το ρούφηξα με απληστία.
Στην τελευταία τζούρα την πήρα την απόφαση.
Μήνυση δεν θα έκανα.
No comments:
Post a Comment