Της Ανατολής Μελίδου
Ένα
μαθητικό πάσο μέσα σε ζελατίνη για να
μην φθαρεί... φωτογραφία, γυμνάσιο, τάξη,
έτος κλπ... και στην πίσω πλευρά του, ένα
ποίημα...
"Μη
κλάψεις για μένα
ας
ξέρεις πως πεθαίνω
δε
μπορείς να με βοηθήσεις.
Μα
δες εκείνο το λουλούδι
για
κείνο που μαραίνεται σου λέω.
Πότισέ
το"
Α.Π.
Είμαστε
στα 1975... στο εξατάξιο τότε Γυμνάσιο
Θηλέων της μικρής μας πόλης. Όλες οι
τάξεις κάθε πρωί σε απόλυτη στοίχιση,
κάνουμε την καθιερωμένη προσευχή.
Ο Γυμνασιάρχης μας
ο πάτερ Γ. μας επιβλέπει με το άγρυπνο
βλέμμα του... όλα πρέπει να είναι σε
τάξη... σε απόλυτη τάξη... ποδιές, γιακάδες,
κάλτσες ως το γόνατο, κορδέλες στα
μαλλιά. Ειδικά τα μαλλιά πρέπει να είναι
και μαζεμένα και με κορδέλα... Έτσι
χτίζεται η τάξη. Και η πειθαρχία.
Προετοιμαζόμαστε για τον στίβο της
ζωής.
Ποδιές
έπρεπε να φοράμε καθ' όλη την διάρκεια
της μέρας. Έτσι θα μας ξεχώριζαν οι
καθηγητές μας και έτσι θα μπορούσαν να
ελέγχουν τις κινήσεις μας... Αλίμονο σε
όποια πιάνανε να κυκλοφορεί χωρίς ποδιά.
Κηδεμόνας και αποβολή... ό,τι χειρότερο,
δεν θέλαμε καν να το σκεφτόμαστε. Όμως
ήμασταν παιδιά... το αίμα έβραζε μέσα
μας και θέλαμε όλα να τα δοκιμάσουμε.
Θυμάμαι ότι, μία από τις πιο ανώδυνες
"αταξίες" μας ήταν, σχεδόν κάθε
εβδομάδα, να πηγαίνουμε στον κινηματογράφο...
σε έναν από τους 3 κινηματογράφους της
πόλης. Στα διαλείμματα χωνόμασταν μέσα
στα καθίσματα όσο μπορούσαμε, βάζαμε
ζακέτες και κασκόλ να καλύψουμε το μπλέ
της ποδιάς... κι αλίμονό μας αν κατά τύχη
σε κάποια παράσταση, ήταν κάποιος από
τους καθηγητές μας... σκύβαμε το κεφάλι
και δεν το σηκώναμε μέχρι να ξανασβήσουν
τα φώτα... με την ψυχή στο στόμα αλλά δεν
τα παρατούσαμε.
Κάπως
έτσι είχαν λοιπόν τα πράγματα, και εκείνο
το πρωινό, όπως και όλα τα προηγούμενα,
περιμέναμε πως και πως να τελειώσει η
πρωινή μας "αγγαρεία"... Μετά την
προσευχή και ενώ περιμέναμε να μπούμε
στις τάξεις μας, βγαίνει ο πατήρ Γ., ο
γυμνασιάρχης μας, να κάνει μία ανακοίνωση...
Κοιταχτήκαμε μεταξύ μας, ξεφυσώντας
συνωμοτικά... άντε πάλι τι θα ακούσουμε...
- Μελίδου Ανατολή!
- Ωχ..τι έγινε; δεν το πίστευα... Μέχρι να συνειδητοποιήσω ότι φώναζε το όνομά μου, περάσαν μερικά λεπτά...
- Μελίδου Ανατολή! Ξαναφωνάζει...να έρθει τώρα αμέσως εδώ μπροστά μου... “Θεέ μου” σκέφτηκα, “τι έγινε, τι έκανα...” και τρέμοντας πήγα μπροστά.
- Εσύ είσαι; μου λέει... “Μάλιστα” απαντώ... Με κοίταξε με απαξία από πάνω μέχρι κάτω... “Έχασες τίποτα;” ξαναρωτάει... “Δεν νομίζω”, απαντώ εγώ, απορημένη και προσπαθώντας να καταλάβω για ποιό πράγμα μιλούσε... “Τότε αυτό το πάσο ποιανού είναι;” συνεχίζει...
Δεν
είχα καν καταλάβει ότι είχα χάσει το
μαθητικό πάσο μου... προφανώς εκείνο το
πρωί θα μου είχε πέσει κάπου και το βρήκε
κάποιος και το παρέδωσε στον Γυμνασιάρχη
μας... Ουφ, ξεφύσησα μέσα μου... φτηνά την
γλυτώσαμε. “Πάρτο” μου λέει “και άλλη
φορά να προσέχεις...” και πάει να μου το
δώσει... Τελευταία στιγμή όμως το γυρίζει
από την πίσω πλευρά... “Τι είναι αυτό;”
ρωτάει και αρχίζει να διαβάζει.. "Μη
κλάψεις για μένα, ας ξέρεις πως πεθαίνω,
δε μπορείς να με βοηθήσεις. Μα δες εκείνο
το λουλούδι, για κείνο που μαραίνεται
σου λέω. Πότισέ το" Α.Π.
“Ποίημα,
τι ποίημα είναι αυτό; ποιος σου το έγραψε;
ο Α.Π.; και ποιος είναι αυτός ο Α.Π.; ο
φίλος σου; και αυτό το λουλούδι; σου
παίρνει και λουλούδια;” Εγώ, να ανοίξει
η γη, να με καταπιεί... “Όχι... όχι...” λέω.
“Τι όχι” απαντά... “εδώ φαίνεται
ξεκάθαρα... οι γονείς σου το ξέρουν;” Ο
χειρότερος εφιάλτης μου, έγινε
πραγματικότητα... “αυτό μας έλειπε”
σκεφτόμουν, “να ζητήσει να δει και τους
δικούς μου...” “Όχι”, ψελλίζω “δεν
είναι ο φίλος μου... είναι ένα ποίημα του
Αλέκου Παναγούλη... ξέρετε από αυτά που
έγραψε στην φυλακή...” και σαν να ανέβηκε
λίγο η ένταση της φωνής μου... “Παναγούλης;
φυλακή; τι είναι αυτά;” συνέχισε
εκνευρισμένος... “τι το κάναμε το
σχολείο... γιάφκα;” και τον έβλεπα να
γίνεται κατακόκκινος... “Είναι από τα
ποιήματα που έγραψε κατά την διάρκεια
της φυλάκισής του...” εξηγώ... και νοιώθω
σαν να έχω ψηλώσει και λίγο... είμαι
περήφανη για τον ήρωά μου... δεν υπάρχει
λόγος να απολογούμαι.
Μια
στιγμή σιωπής... τον έβλεπα που είχε
γίνει κατακόκκινος... σκεφτόταν τι
να κάνει προφανώς... ήταν πολύ
νευριασμένος. Ξαφνικά με πολύ απότομες
κινήσεις πήρε το χαρτάκι που πάνω
του ήταν γραμμένο το ποίημα και το
έσχισε σε πολλά μικρά κομματάκια...
Πήγαινε στην θέση σου και άλλη φορά
δεν θέλω ποιήματα από κανέναν,
φώναξε... Γύρισα στην θέση μου
ηττημένη... δεν μπόρεσα να υπερασπιστώ
τον ποιητή μου...
------------
Λίγους
μήνες αργότερα, σκοτώσαν τον ήρωά
μου... και έκλαιγα κάθε βράδυ στο
κρεβάτι μου και ορκιζόμουν, πως όσο
περνά από τα χεράκια μου, εγώ, αυτό
το λουλούδι δεν θα σταματήσω να το
ποτίζω ποτέ...
No comments:
Post a Comment