Γράμμα από τη Βέροια του Ανδρέα Μαρολαχάκη
Ο Σπύρος καθιστός δεξιά με την κιθάρα
«Ξέρω
τι προσπαθείς να δεις, αλλά δεν καταλαβαίνω
πώς ελπίζεις να το δεις». Αυτά ψιθύρισε
στο αυτί μου ο Σπύρος, ενώ ήμασταν
στριμωγμένοι μαζί με πολλούς ακόμη
φίλους μας σ’ ένα ταξί κι εγώ ένιωσα
σαν να με τσίμπησε σφήκα. Αυτό ήταν κάτι
που δε περίμενα ν’ ακούσω από κανένα.
Πίστευα πως έκρυβα καλά τα συναισθήματά
μου και την προτίμησή μου σ’ ένα κορίτσι.
Προφανώς υποτίμησα κατά πολύ την εξυπνάδα
και τη διορατικότητα του φίλου μου.
Τον
γνώρισα κάπως αργά σχετικά, ίσως γιατί
την πρώτη χρόνια στην Κίσσαμο, παρ’ όλο
που πηγαίναμε στην ίδια τάξη, ήμασταν
σε διαφορετικά τμήματα όπως μας χώριζαν
τότε ανάλογα με το αρχικό γράμμα στο
επώνυμό μας. Για μένα ήταν αρκετά δύσκολο
να μάθω τόσους πολλούς συμμαθητές σε
τόσο λίγο χρόνο. Στην εκδρομή που κάναμε
κατ’ εξαίρεση, όταν πηγαίναμε στη Δ ́
τάξη, πέρασε μάλλον απαρατήρητος. Εκείνο
το διάστημα και στη συγκεκριμένη εκδρομή
ξεχώρισαν τα εκκολαπτόμενα «λουλούδια»
της τάξης, όπως ο Πσιπσπής, ο Νίκος από
την Καληδονία και φυσικά η αφεντιά μου.
Τέταρτος από αριστερά
Την
επόμενη χρονιά, όταν μεταπήδησα απ’ το
Πρακτικό στο Κλασσικό, τον γνώρισα
καλύτερα και ομολογώ πως μ’ εντυπωσίασε.
Ήταν μακράν ο καλύτερος μαθητής της
τάξης (τουλάχιστον απ’ τα αγόρια) αλλά
κρατούσε χαμηλούς τόνους σ’ ότι αφορούσε
την εν γένει συμπεριφορά του. Παρατήρησα
πως, για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα,
ταλαντευόταν για το αν θα έπρεπε να
κάνει παρέα με μας τα λουλούδια ή με τα
«καλά» παιδιά (ναι, είχαμε κι από αυτά)
της τάξης. Με έκπληξη τον είδα να γίνεται
τακτικό μέλος στην παρέα που σύχναζε
στο καφενεδάκι του Σήφη και να συναγωνίζεται
(επιφυλακτικά στην αρχή) τους υπόλοιπους
στο κάπνισμα και στο αλκοόλ. Τα σχόλια
που έκανε στο γκέτο του Σήφη (και όχι
μόνο) ήταν εύστοχα και πνευματώδη. Ενώ
όλοι μας είχαμε άγχος μη τυχόν και μας
πιάσει αδιάβαστους κάποιος καθηγητής
και γίνουμε ρεζίλι μπροστά σ’ όλα τα
κορίτσια, αυτός ήταν πάντα ήρεμος έχοντας
εμπιστοσύνη στις ικανότητές του κι
απόλυτα σίγουρος, γιατί πάντα ήταν
διαβασμένος.
Απίστευτη
ήταν μια κόντρα, που είχε με τη φιλόλογό
μας απ’ τη Μακεδονία. Δεν μπορώ να θυμηθώ
πώς ξεκίνησε, αλλά στην αίθουσα είχαμε
σκηνές «απείρου κάλλους», όταν η
καθηγήτρια τον ρωτούσε κάτι που όλοι
θεωρούσαμε πως η απάντηση ήταν «ευκολάκι»
γι αυτόν, αλλά ο Σπύρος, προς μεγάλη
έκπληξη όλων μας, παρέμενε σιωπηλός.
Όχι μόνο δεν της απαντούσε, αλλά φαινόταν
ν’ αδιαφορεί επιδεικτικά στις προτροπές
της καθηγήτριάς μας και, με μια ασυνήθιστη
ενέργεια αγένειας για αυτόν, της γύριζε
επιδεικτικά την πλάτη και κοίταζε τον
τοίχο. Όλες οι επίμονες προσπάθειες απ’
την πλευρά της καθηγήτριας να τον
συνετίσει έπεσαν στο κενό. Αυτός παρέμενε
σιωπηλός και μάλλον αδιάφορος. Όσες
φορές κι αν τον ρωτήσαμε για την αιτία
της τακτικής του, ποτέ δεν μας απάντησε.
Απλά χαμογελούσε μυστηριωδώς, χωρίς να
μας δίνει καμιά εξήγηση. Φυσικά στις
γραπτές εξετάσεις του εξαμήνου διέπρεψε
κι έφερε σε πολύ δύσκολη θέση την
καθηγήτρια, που λόγω της συμπεριφοράς
του είχε αναγκαστεί να του βάλει χαμηλούς
προφορικούς βαθμούς και τελικά εκτέθηκε.
Επίσης αξέχαστες θα μου μείνουν οι
διενέξεις του με τον κοντόσωμο φιλόλογο,
που μας έκανε για ένα διάστημα νέα
Ελληνικά για το τι είναι πεζοτράγουδο.
Τα επιχειρήματα που είχε ο φίλος μας σε
σχέση με τον καθηγητή μας, κατά την γνώμη
μου, ήταν κατά πολύ καλύτερα. Προφανώς
δεν είχα μόνο εγώ αυτή τη γνώμη, αλλά οι
περισσότεροι μέσα στην τάξη.
Δεύτερος από αριστερά
Αυτό
έσπρωξε τον καθηγητή να τον ειρωνευτεί
σε μια προσπάθεια να τον μειώσει. Αυτή
η συμπεριφορά είχε σαν συνέπεια να πέσει
κατά πολύ στα μάτια μας και ποτέ δεν
κατάφερε ν’ αποκτήσει τον σεβασμό μας,
γιατί αυτή η τακτική του ήταν συνεχής
προς όλους και διαχρονική.
Κάποτε
ο Σπύρος αποφάσισε να μείνει στην Κίσσαμο
για να γλυτώσει την διαδρομή από το
χωριό του, τα Χαιρεθιανά, στην πόλη. Έτσι
νοίκιασε ένα κακής ποιότητας δωμάτιο
ακόμη και για τα δεδομένα εκείνης της
εποχής. Επέλεξε σαν συγκάτοικο τον
Λευτέρη (ακόμη δεν έχω καταλάβει τους
λόγους αυτής της επιλογής) ένα συμμαθητή
μας με τελείως διαφορετική ιδιοσυγκρασία
και προσωπικότητα απ’ τη δική του. Ο
συγκάτοικός του ήταν βασικό στέλεχος
της άτυπης ομάδας των «λουλουδιών»,
όπως μας χαρακτήριζε ο υψηλόσωμος,
συμπαθής κατά τα άλλα, φιλόλογος μας.
Συνήθως αδιάβαστος, αμελής και παρ’
όλο το που ήταν μικρόσωμος σε σχέση με
μας τους υπόλοιπους, ήταν πάντα απ’
τους πρώτους στους καυγάδες μεταξύ μας
κι όχι μόνο.
Καθιστός στη μέση
Ενώ
αναρωτιόμουν για την σκοπιμότητα αυτής
της συγκατοίκησης και τις πιθανότητες
επιτυχίας της, σε μια επίσκεψη στο
δωμάτιο τους είδα έκπληκτος το πάτωμα
να έχει μια διπλή διαγράμμιση με κιμωλία
πλάτους σαράντα πέντε περίπου πόντων,
που χώριζε το δάπεδο στα τρία. Πριν
προλάβω να ρωτήσω για ποιο λόγο είχαν
χωρίσει μ’ αυτόν τον τρόπο το παλιό
ξύλινο πάτωμα, πετάχτηκε ο Λευτέρης και
με πολύ εριστικό ύφος με ρώτησε ποιον
απ’ τους δυο συγκάτοικους ήρθα να
επισκεφτώ. Τότε κατάλαβα πως η διαγράμμιση
αφορούσε την οριοθέτηση του ζωτικού
χώρου του καθενός απ’ τους δυο συμμαθητές
μου. Αναλόγως της απάντησής μου θα έπρεπε
να επιλέξω σε τίνος το μέρος θα καθόμουν.
Φυσικά
πάνω απ’ το κρεβάτι του καθενός ήταν
αναρτημένη και η αφίσα της ομάδας του.
Παναθηναϊκός ο ένας και Ολυμπιακός ο
άλλος. Αυτό σαν γεγονός σηματοδοτούσε
το πάθος και την αντιπαλότητα, που υπήρχε
μέσα σ’ αυτή τη συγκατοίκηση, χωρίς το
ποδόσφαιρο να είναι ο κύριος λόγος των
διενέξεων.
Σπύρος
Παρ’
όλες τις αντίθετες προβλέψεις όλοι μας
διαψευστήκαμε. Παρέμειναν μαζί συγκάτοικοι
μέχρι το τέλος της σχολικής χρονιάς. Το
δωματιάκι τους, πολύ γρήγορα, έγινε το
στέκι μας για κάθε είδους δραστηριότητά
μας. Εκεί αράζαμε, διασκεδάζαμε, μαλώναμε
και χρησιμοποιούσαμε τον χώρο σαν να
ήταν κάτι δικό μας. Αυτό βέβαια δεν
πέρασε απαρατήρητο απ’ τους γείτονες,
που τους ενοχλούσαμε συστηματικά κι
ήταν ανάστατοι γι αυτό. Πολύ γρήγορα
άρχισαν να διαμαρτύρονται προς κάθε
κατεύθυνση και να προσπαθούν να μας
αναγκάσουν να ηρεμήσουμε. Όταν οι
ενοχλήσεις έφθασαν μέχρι τον τότε
δήμαρχο, ο οποίος έμενε λίγο πιο πάνω
απ’ το στέκι μας, ανέλαβε η αστυνομία
να μας συνετίσει. Αυτό το γεγονός μας
ανάγκασε να ησυχάσουμε και να μπορέσει
ο Σπύρος να διαβάσει λιγάκι. Αυτό όμως
κράτησε για πολύ λίγο. Πολύ σύντομα
επανήλθαμε δριμύτεροι, στην αρχή πιο
προσεχτικοί, αλλά πολύ σύντομα ξεπεράσαμε
κάθε όριο και στο μόνο που θα μπορούσαν
να ελπίζουν οι γείτονες ήταν να τελειώσει
η σχολική χρονιά και να διαλυθούμε. Για
μας όμως ήταν το άντρο μας, ο χώρος
χαλάρωσής μας, ένα στέκι που μας βόλευε
κι ήταν το καταφύγιό μας. Αξέχαστη θα
μου μείνει η ιστορία με τα καΐσια, την
οποία όμως έχω αναφέρει σε ξεχωριστό
κεφάλαιο.
Αν
κάποιος απ’ όλους μας ήταν στοιχειωδώς
καλλίφωνος, αυτός ήταν ο Σπύρος. Κατά
τη γνώμη μου, ξεπερνούσε κατά πολύ τον
μέσο όρο όλων όσων είχαν υποπέσει στην
αντίληψή μου εκείνο τον καιρό στην
Κίσσαμο. Εκείνο που δεν κατάλαβα ποτέ
ήταν ότι δεν ήρθε ποτέ μαζί μας σε κάποια
απ’ τις εξορμήσεις μας για καντάδες
εκείνη την εποχή. Κάθε φορά που του το
προτείναμε, αυτός αρνιόταν σταθερά να
συμμετάσχει, χωρίς ποτέ να μας εξηγήσει
τον λόγο αυτής της άρνησης. Παρ’ όλο
που στις συγκεντρώσεις και στις γιορτές
δεν παρέλειπε να τραγουδάει επιλεκτικά
κομμάτια του ελληνικού πενταγράμμου.
Ξαφνιάστηκα όμως όταν έμαθα για κάποιες
νυχτερινές εξορμήσεις που έκανε «άδοντας»
μαζί με τον Γιάννη, εκεί προς τα
βορειοδυτικά της πόλης. Η απορία μου
λύθηκε όταν έμαθα πως εκεί φιλοξενούταν
εκείνο το διάστημα η Κατίνα. Γενικά
όμως, παρ’ όλο που ήταν στη παρέα μας,
ήταν μακράν ο πιο σοβαρός απ’ όλους
μας. Απέφευγε τις δικές μας ακρότητες
και μερικές φορές τις αποδοκίμαζε. Αυτό
όμως δεν τον εμπόδιζε να κάνει παρέα
μαζί μας.
Παρ’
όλο που ο Σπύρος είχε κλίση στα φιλολογικά
μαθήματα, σε καμιά περίπτωση δεν μπορώ
να πω ότι υστερούσε στα μαθηματικά ή
στη φυσική (πάντα με γνώμονα τις απαιτήσεις
του κλασσικού τμήματος) πράγμα που τον
έκανε να ξεχωρίζει απ’ όλους μας.
Ουσιαστικά πιστεύω πως ο βασικός λόγος
που τον έκανε να διαφέρει ήταν ότι, σε
αντίθεση με μας, ήταν επιμελής και
μεθοδικός στο διάβασμα κι επειδή ήταν
ευφυής, ξεχώριζε χωρίς καμιά προσπάθεια
(τουλάχιστον απ’ τα αγόρια). Όταν όμως
άρχισε να κάνει συχνότερη παρέα μαζί
μας, άρχισε ν’ αποσυντονίζεται και μόνο
από κεκτημένη ταχύτητα συνέχιζε να έχει
καλές επιδόσεις στα μαθήματα. Παρ’ όλο
που δεν συμπαθούσε ιδιαίτερα τη γυμναστική
και γενικά τον αθλητισμό, συμμετείχε
στις περισσότερες αθλητικές εκδηλώσεις
του σχολείου (σε αντίθεση με τον Γιάννη,
που δεν ήξερε τι σχήμα και χρώμα είχε η
μπάλα του ποδοσφαίρου).
Απίστευτες
ήταν οι καζούρες, που κάναμε σ’ αυτόν
και σ’ όλους όσους είχαν γευτεί το κρέας
του γαιδάρου. Οι πλάκες ήταν τέτοιες,
που σε αρκετές περιπτώσεις τον ανάγκασαν
να χάσει την παροιμιώδη ψυχραιμία του
και να θυμώσει μαζί μας. Ίσως γιατί τα
πειράγματα του Γιάννη και του Φώτη προς
αυτόν ξεπερνούσαν κάθε όριο. Δεν ξέρω
αν ο Σπύρος μετάνιωσε (πολύ αμφιβάλω γι
αυτό) για τη συμμετοχή του στην κατανάλωση
του πώλου, το σίγουρο όμως είναι πως
τσατίστηκε πάρα πολύ με τα πειράγματά
μας και ιδίως όταν συμμετείχε σ’ αυτά
η Κατίνα συνεπικουρούμενη από ένα πλήθος
συμμαθητριών, που τη στήριζαν. Απ’ όλα
τα πειράγματα (που δεν ήταν και λίγα)
αυτό της Κατίνας και των κοριτσιών
πείραξε πιο πολύ τον εγωισμό του και το
φιλότιμό του.
Ο συγκάτοικος του Σπύρου ο Λευτέρης
Θεωρώ
πως η Κατίνα ήταν (και είναι) το
σημαντικότερο κεφάλαιο στη ζωή του
Σπύρου, αλλά και αντίστροφα. Δεν
αντιλήφθηκα πώς ξεκίνησε αρχικά το
φλερτ, αλλά ξέρω πολύ καλά πώς εξελίχτηκε
και πού κατέληξε. Τον Σεπτέμβριο του
1974 κάποιοι από μας (οι περισσότεροι)
ήμασταν αναγκασμένοι να δώσουμε
επαναληπτικές εξετάσεις στα μαθήματα
που δεν είχαμε καταφέρει ν’ ανταποκριθούμε
ικανοποιητικά στις εξετάσεις του
Ιουνίου. Πρωταθλητές του είδους ήταν ο
Γιάννης και η Κατίνα, που είχαν δώδεκα
και δέκα μαθήματα να δώσουν αντίστοιχα.
Εγώ προσωπικά είχα τραυματισθεί άσχημα
στο γόνατο κατά τη διάρκεια των εξετάσεων
του Ιουνίου κι είχα να δώσω (για πρώτη
φορά στη ζωή μου) δυο μαθήματα στις
επαναληπτικές εξετάσεις του Σεπτεμβρίου.
Για μένα το ότι είδα ξανά μερικούς από
τους συμμαθητές μου ήταν πιο σημαντικό
απ’ τις εξετάσεις, που στο κάτω – κάτω
ήταν κι εύκολη υπόθεση για μένα, γιατί
ήμουν καθηλωμένος δυο μήνες στην κλινική
κι είχα μπόλικο χρόνο για διάβασμα.
Η
Κατίνα πέρασε και τα δέκα μαθήματα τα
οποία χρωστούσε κι αυτό σαν γεγονός την
έκανε να είναι χαρούμενη κι ευδιάθετη.
Αυτό δεν πέρασε απαρατήρητο από μένα,
που εντέχνως κατάφερα κι απέσπασα την
υπόσχεσή της να μας τραπεζώσει όλους
(και δεν ήμασταν και λίγοι) στο πατρικό
της σπίτι, στον Πλάτανο. Φυσικά δεν μου
έλειπε το θράσος, γιατί με μια πρωτοφανή
αγένεια απαίτησα (τι άλλο;) το μενού του
δείπνου να περιέχει οπωσδήποτε κουνελάκι.
Η συμμαθήτριά μου δέχτηκε κι αυτή την
απαίτησή μου. Μ’ ένα ελαφρύ χαμόγελο
με πλησίασε και μου είπε σχεδόν
παρακλητικά: « Σε παρακαλώ, μήπως γίνεται
να καλέσεις και τον Σπύρο να έρθει μαζί
σας το βράδυ;». Εγώ την κοίταξα, δήθεν
σοβαρός και της απάντησα με έμφαση: «
Αποκλείεται!!! Αυτός δεν έχει καμιά
δουλειά μαζί μας. Αυτός ανήκει σε άλλη
κατηγορία. Αυτός πέρασε όλα τα μαθήματα
τον Ιούνιο. Τι σχέση έχει μαζί μας;» Το
πρόσωπο της με μιας σκοτείνιασε. Ήταν
σχεδόν έτοιμη να δακρύσει. Τα γέλια που
έβαλα βλέποντας την έκφραση της με
πρόδωσαν κι αυτή κατάλαβε αμέσως ότι
την πείραζα και ησύχασε.
Πάνω δεξιά η Κατίνα
Το
βράδυ στο σπίτι της ήμασταν όλοι, εκτός
απ’ τον Γιάννη και εκεί γι άλλη μια φορά
είχα την τύχη να γνωρίσω την άψογη
κρητική φιλοξενία. Επίσης γνώρισα και
τον πατέρα της, ο οποίος μ’ εντυπωσίασε
με την καλοσύνη του και τη φιλοτιμία
του. Εκείνη τη βραδιά κατάλαβα πως η
σχέση του των δύο συμμαθητών μου δεν
ήταν κάτι το παροδικό κι η πορεία των
γεγονότων δικαίωσε αυτή την πεποίθησή
μου.
Σπύρος και Κατίνα σήμερα
Πολλά
χρόνια μετά την αποφοίτησή μας απ’ το
γυμνάσιο κι ενώ έκανα μαζί μ’ ένα
συνάδελφό μου επιχειρηματία περιοδεία
στην Κρήτη για την προώθηση των προϊόντων
μας, βρέθηκα στα Χανιά. Πολύ αργά το
βράδυ στο ξενοδοχείο αναρωτήθηκα για
ποιο λόγο είχα κόψει όλες σχεδόν τις
επαφές μου με τους παλιούς συμμαθητές.
Παρορμητικός, όπως ήμουν πάντα, ζήτησα
τον τηλεφωνικό κατάλογο κι άρχισα να
ψάχνω όλα τα γνωστά ονόματα, αδιαφορώντας
για το ότι η ώρα είχε ξεπεράσει κατά
πολύ τη δωδεκάτη μεταμεσονύχτια. Αφού
ενόχλησα αρκετούς Χανιώτες, γνωστούς
κι αγνώστους τελικά κατάφερα και βρήκα
τα τηλέφωνα του Σπύρου, του Φώτη και του
Γιάννη. Με το απίστευτο θράσος που με
χαρακτήριζε πάντα , τους ξύπνησα και
συγκεντρωθήκαμε όλοι στο σπίτι του
Σπύρου και της Κατίνας. Ήταν εκεί ο
βασικός πυρήνας της παλιοπαρέας των
«λουλουδιών» του κλασσικού, ενώ το ρολόι
έδειχνε περασμένες 2 τα ξημερώματα. Ο
Σπύρος με την Κατίνα, ο Φώτης με την
Αντωνία, ο Γιάννης κι εγώ με τον έκπληκτο
για τα «τεκταινόμενα» Στέλιο, τον
συνάδελφό μου απ’ την Θεσσαλονίκη. Η
Κατίνα πολύ γρήγορα είχε ετοιμάσει ένα
πλήθος φαγητών και κρητικών λιχουδιών,
που εντυπωσίασε ακόμη και μένα, που
ήξερα πολύ καλά την κρητική φιλοξενία.
Όλο το υπόλοιπο της βραδιάς τρώγαμε και
πίναμε καλαμπουρίζοντας και τραγουδώντας.
Δεν ξέρω αν για το απίστευτο κέφι μας
έφταιγε το αλκοόλ ή η νοσταλγία μας για
μια εφηβεία που είχαμε χάσει. Το γεγονός
είναι πως εκείνη η βραδιά μου έμεινε
αξέχαστη. Την επομένη, χωρίς καν να
ξεκουραστούμε, πήγαμε με τον Στέλιο στα
επαγγελματικά μας ραντεβού κρατώντας
με το ζόρι ανοιχτά τα μάτια μας. Το
περίεργο όμως είναι πως ο συνάδελφός
μου, ακόμη και σήμερα σε κάθε συνάντησή
μας, δεν παραλείπει να εκθειάζει το πόσο
καλά περάσαμε με τους φίλους μου.
Τρίτος από δεξιά
Είχα
την χαρά να φιλοξενήσω τον Σπύρο και
την Κατίνα μαζί μ’ ένα συγγενικό τους
ζευγάρι ένα καλοκαίρι στη Χαράδρα. Η
Κατίνα ακόμη το λέει, πως μήνα Ιούλιο
αναγκαστήκαμε ν’ ανάψουμε τζάκι. Μετά
την πρώτη συγκέντρωση των παλιών
συμμαθητών, κάθε φορά που κατέβαινα στα
Χανιά, ήταν απαραίτητο να γευτώ τις
μοναδικές λιχουδιές της Κατίνας και
την θεωρώ άμεσα υπεύθυνη για όσες δίαιτες
χάλασα εξ αιτίας της. Την μοναδική φορά
που σε ταξίδι μου στα Χανιά απέφυγα να
τους επισκεφτώ, έπεσα πάνω στον γιό
τους, τον Αντώνη κι άκουσα απ’ αυτόν τα
«εξ αμάξης» για την «αποκοτιά» μου.
Τώρα
πλέον που τα χρόνια κι η έλλειψη
επαγγελματικών ασχολιών δεν μού
επιτρέπουν τακτικά ταξίδια στην Κρήτη,
η επικοινωνία μας περιορίζεται στα
ηλεκτρονικά μέσα. Αλλά αυτό δεν μας
εμποδίζει να διατηρούμε τη φιλία μας.
No comments:
Post a Comment