Wednesday 11 March 2020

Η Πανσέληνος του Χιονιού ή Πανσέληνος της Αρκούδας


Γράμμα του Ανδρέα Μαρολαχάκη από τη Χαράδρα της Ημαθίας




(Φωτογραφία Π. Παπαδόπουλου)
     
     Χτύπησα τα δάκτυλά μου πάνω στο τιμόνι του αυτοκινήτου ακολουθώντας το τέμπο του τραγουδιού που άκουγα εκείνη τη στιγμή.  Οι ροκ μπαλάντες του παρελθόντος που άκουγα βελτίωναν κατά πολύ τη διάθεσή μου, η οποία ήταν ήδη πολύ καλή.   Πριν από λίγες ώρες είχα συναντήσει στη Θεσσαλονίκη  αγαπημένους φίλους και συμμαθητές από την εφηβεία. Είχαμε περάσει λίγες ώρες μαζί, με «θύμησες» που μας είχαν ταξιδέψει στον χρόνο. Αναμνήσεις που ξεπηδούσαν ανεξέλεγκτες και μας κύκλωναν, για να πιστοποιήσουν στην ουσία, το πέρασμα της ηλικίας, που προ πολλού μας είχε νικήσει. Ξαφνιαζόμασταν όταν κάποιος απ’ τους τρεις μας, αναμόχλευε από τη μνήμη του, κάποιο νεανικό μας «κατόρθωμα». Το επικροτούσαμε και το συμπληρώναμε ανάλογα με το θυμικό του καθενός. Οι μνήμες μας ζωντάνευαν και μας πλημμύριζαν με  μια γλυκόπικρη «γεύση», ενώ μας άφηναν αδύναμους  μπροστά στην παντοδυναμία του χρόνου.
 Ο χωρισμός ήταν απλός, γεμάτος με υποσχέσεις για επανασύνδεση, αυτή τη φορά στα μέρη που μας ένωναν, στα μέρη που μεγαλώσαμε, στα μέρη που η εφηβεία έκανε, χωρίς καμιά αιτία, την επανάστασή της. Το ταξίδι της επιστροφής ήταν γεμάτο από παιχνιδίσματα  μνήμης και μουσικής. Ήταν μια απ’ τις λίγες φορές που δεν σχεδίασα στο μυαλό μου το δρομολόγιο της επιστροφής. Πήρα στην τύχη την πρώτη διασταύρωση που με βόλευε και βγήκα από την «Εγνατία οδό», ακολουθώντας έναν περιφερειακό δρόμο, που περνούσε μέσα από κατοικημένες περιοχές και φυσικά διέσχιζε αρκετά χωριά. Το σίγουρο ήταν πως αυτή η διαδρομή, δεν ήταν και η πιο ενδεδειγμένη, γιατί και πιο μακρινή ήταν σε σχέση με τον κεντρικό δρόμο, αλλά και τα χωριά που έπρεπε να διασχίσω, δεν μου επέτρεπαν ν’ αναπτύξω μεγάλη ταχύτητα. Αυτό όμως καθόλου δεν μ’ ενοχλούσε, καθώς η μουσική που πλημμύριζε την καμπίνα του αυτοκινήτου, σε συνδυασμό με τις αναμνήσεις που με ταξίδευαν νοερά με απίστευτους ρυθμούς, άλλαζε προς το καλύτερο την ψυχική μου διάθεση.
Με την ευφορία να με «γεμίζει», κατευθυνόμουν προς τη διασταύρωση της Χαράδρας. Το σκοτάδι είχε νικήσει κατά κράτος το σούρουπο και οι προβολείς του αυτοκινήτου μου  έπαιζαν διάφορα παιγνίδια με τις φωτοσκιάσεις και την κίνηση. Πλησίαζα στην διασταύρωση για να ανεβώ προς τα Πιέρια, όταν έστρεψα το βλέμμα μου προς την πλευρά του ποταμού. Ξαφνιάστηκα με το απίστευτο θέαμα που είδα. Αμέσως πάρκαρα στα δεξιά το τζιπ κι έσβησα τα φώτα.
Το φεγγάρι τεράστιο ισορροπούσε ακριβώς λίγο πάνω απ’ το ποτάμι. Έμοιαζε να κρέμεται ακίνητο σκορπώντας το κίτρινο φως του, προσπαθώντας να νικήσει την κυριαρχία του σκοταδιού. Χωρίς να το σκεφτώ ιδιαίτερα, οδήγησα το αυτοκίνητό μου προς το ποτάμι και διέσχισα  τη γέφυρα του Αλιάκμονα. Το άφησα στην αλάνα και με βιαστικά βήματα διέσχισα την απόσταση μέχρι την αριστερή όχθη της τεχνητής λίμνης. Η δροσιά που ένιωσα απότομα, καθώς τα νερά επηρέαζαν σημαντικά το μικροκλίμα της περιοχής μ’ έκανε ν’ ανατριχιάσω και να κουμπώσω βιαστικά το μπουφάν μου.  Παρ’ όλο που βρισκόμασταν στην καρδιά του χειμώνα, ένιωσα με κάθε παφλασμό του νερού  να έρχεται στα ρουθούνια μου μια αδιόρατη στην αρχή μυρωδιά του στάσιμου νερού. Αν και η τεχνητή λίμνη κατασκευάστηκε πριν μερικά χρόνια, ένα πράσινο κάλυμμα είχε ήδη επικαθίσει στις άσπρες πέτρες της όχθης και μια υγρή γλυκερή μυρωδιά κυριαρχούσε στην περιοχή. Πολύ γρήγορα αισθάνθηκα την όσφρησή μου να είναι κορεσμένη απ’ τις οσμές που ανέδυε το νερό και δεν ήμουν σε θέση να διαχωρίσω τις χειμωνιάτικες μυρωδιές της πραγματικά άγριας φύσης στον περιβάλλοντα χώρο.
Περπατώντας στην όχθη της λίμνης  κοίταζα γοητευμένος την πανσέληνο, τη μεγαλύτερη της χρονιάς,  να στέκει αγέρωχη και να φωτίζει όλη την περιοχή με το ασημοκίτρινο φως που εξέπεμπε. Την κοίταζα και συγχρόνως περπατούσα στον «ασφαλτοστρωμένο» δρόμο και συνειρμικά ήρθε στο μυαλό μου μια σχέση που νόμιζα πως είχα με τον δορυφόρο της γης. Μικρό παιδί (σχετικά) παραθέριζα στις πλαγιές του Βερμίου κι ένα σούρουπο παίζαμε με τ’ αδέλφια μου και τα ξαδέρφια μου, παρακολουθώντας τη λάμψη του φεγγαριού. Τότε ήταν που τους είπα, πως ήμουν ο αγαπημένος της σελήνης, γιατί με ακολουθούσε όπου κι αν πήγαινα ενώ περπατούσα. Πολύ γρήγορα αρχίσαμε να διαφωνούμε, καθώς όλοι μας είχαμε την ίδια άποψη, ο καθένας για τον εαυτό του.  Εγώ σαν μεγαλύτερος χαμογέλασα συγκαταβατικά, γιατί ήμουν βέβαιος πως εγώ ήμουν αποκλειστικά ο εκλεκτός και πως εμένα μόνο ακολουθούσε. Για ένα παράξενο λόγο, που δεν μπορούσα να εξηγήσω, ένιωθα και τώρα την ίδια ακριβώς βεβαιότητα. Περπατούσα και ένιωθα το φεγγάρι να με ακολουθεί και να με λούζει. Έστριψα ξαφνικά δεξιά και μπήκα στη μια από τις δυο ξύλινες προβλήτες της λίμνης. Μόλις έφτασα στο τέλος της ξύλινης κατασκευής κι ήμουν βαθιά μέσα στη λίμνη και λίγο πίσω από τα δυο τεχνητά νησιά της, ένιωσα τη μαγεία της να με τυλίγει. Στο κέντρο της  καθρεφτιζόταν ευδιάκριτα το είδωλο της πανσέληνου και δημιουργούσε με την αντανάκλασή της ένα απίστευτο ασημένιο «μονοπάτι». Δεν πίστευα στα μάτια μου! Ξαφνικά για πρώτη φορά έβλεπα δυο τεράστιες φωτεινές μπάλες να μ’ έχουν βάλει ανάμεσά τους. Κοίταζα εναλλάξ μια στο ουρανό και μια στο νερό, χωρίς να μπορώ να ξεχωρίσω ποια από τις δυο με γοήτευε περισσότερο.
 «Δυο φεγγάρια» σκέφτηκα, «και τα δυο ολόγιομα». Τα κοίταζα χωρίς να μπορώ και καταλάβω ποιο από τα δυο με συγκινούσε πιο πολύ.  Η μόνη διαφορά που μπορούσα να διακρίνω ήταν το χρώμα. Η ουράνια σελήνη είχε πολύ πιο ζωντανά χρώματα, ενώ η υποβρύχια είχε ελαφρώς πιο σκούρο χρώμα κι έτρεμε με κάθε έναν απ’ τους ελαφρούς κυματισμούς της λίμνης. Ακούμπησα την πλάτη μου στην κουπαστή της προβλήτας, φροντίζοντας να έχω συγχρόνως οπτική επαφή και με τις δυο.  Για πρώτη φορά στη ζωή μου απολάμβανα την ολόγιομη φάση του φεγγαριού εις διπλούν.   
 Δεν μπορώ να υπολογίσω πόση ώρα έμεινα να θαυμάζω τη μοναδική ευκαιρία με την εικόνα των δυο φεγγαριών, όταν κάποια στιγμή ένιωσα να ανατριχιάζω, ίσως από την υγρασία του νερού, ίσως όμως κι από ένα μικρό κύμα ψυχρού ανέμου που σάρωνε την περιοχή. Αποφάσισα ότι έφτασε η ώρα να φύγω και δισταχτικά προχώρησα προς την όχθη, ακούγοντας τον θόρυβο που έκαναν τα βήματά μου πάνω στις ξύλινες σανίδες της προβλήτας. Γύρισα την πλάτη μου προς το θέαμα που με είχε γοητεύσει και σε πολύ λίγο ανέβαινα με το τζιπ προς τα υψώματα των Πιερίων. Σε κάθε στροφή προσπαθούσα να δω κάτι περισσότερο απ’ αυτά που είχα δει πλάι στη λίμνη, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Σε μια παρόρμηση της στιγμής, έστριψα δεξιά το αυτοκίνητο και βγήκα απ’ τον ασφαλτοστρωμένο δρόμο. Αφού κινήθηκα για μερικά μέτρα σε χωματόδρομο, σταμάτησα  στο πλάτωμα που δημιουργούσε η πλαγιά κι έσβησα τη μηχανή και τα φώτα.
Με το σκοτάδι να με τυλίγει, το   θέαμα ήταν απίστευτο από αυτό το σημείο, εκεί στο ύψωμα.  Η σελήνη  είχε ανέβει πιο ψηλά στο στερέωμα, είχε χάσει κάτι από το κίτρινο χρώμα της και με μια γκριζοασημένια απόχρωση στην άκρη του σκοτεινού ουρανού επόπτευε από πάνω τα χρυσά φώτα της πόλης  κι έκανε τις φωτισμένες  καμπύλες της Εγνατίας οδού να φαντάζουν σαν ένα πύρινο ποτάμι με φόντο το σκοτάδι της νύχτας.  Προσπάθησα ν’ αναμοχλεύσω στη μνήμη μου αυτά που είχα διαβάσει για την πρώτη υπερπανσέληνο του 2020. Ο δορυφόρος της γης θα ήταν στην πιο κοντινή απόσταση από τη γη  και θα τον βλέπαμε τεράστιο σε σχέση με άλλες φορές. Την ονόμαζαν και πανσέληνο του χιονιού ή πανσέληνο της αρκούδας. Του χιονιού γιατί αυτή την εποχή κυριαρχούσαν τα χιόνια  και της αρκούδας γιατί αυτή την εποχή ξυπνούσαν συνήθως οι αρκούδες απ’ τη χειμέρια νάρκη τους κι έψαχναν να βρουν τρόπο να χορτάσουν την πείνα τους. Παραδόξως χιόνια δεν είχαμε στην περιοχή αυτή την εποχή, για πρώτη φορά απ’ ό,τι θυμάμαι.
Άνοιξα τα παράθυρα του τζιπ κι αφουγκράστηκα στην ησυχία της νύχτας. Μάταια όμως! Δεν κατάφερα ν’ ακούσω κανένα βρυχηθμό ή έστω ένα απλό μούγκρισμα κάποιας αρκούδας, που πιθανώς είχε στήσει παγανιά  μέσα στη νύχτα.

No comments:

Post a Comment