Wednesday, 25 March 2020

Χαβάη


Γράμμα του Δημήτρη Κουκούδη από τη Βέροια




     - Βα νι τσεμ λα Χαβάη, δηλαδή: Πάμε Χαβάη
     Είναι ένα ιστορικό καφενείο στην Βέροια με το εξωτικό όνομα Χαβάη.
     Ιστορικό σαν την πόλη.
     Σαν το μέρος που είναι χτισμένο.
     Σε διασταύρωση, όπως τα σημαντικότερα τοπόσημα των πόλεων.
     Σε πλατεία όπως τα δημόσια κτήρια των πόλεων.
     Απέναντι από το σχολείο που τέλειωσα κι από το τζαμί που έπαιζα μικρός.

     Πίσω του είναι το αρχαίο τοίχος της πόλης και πιο πέρα, αυτό που λέμε στην πόλη μας, Βήμα του Αποστόλου Παύλου.
     Είναι εκεί που σκάει το μπουγάζι, που κατεβαίνει απο την Παναγία Σουμελά κι έχει δροσιά όλο το καλοκαίρι.
     Ειδικά εκεί στην γωνία του.
     Στο γωνιακό τραπέζι είχε πάντα δροσιά κι ένα αεράκι που στέγνωνε τον ιδρώτα και φυσούσε τα πουκάμισα με τα σηκωμένα μανίκια.
     Στο γωνιακό αυτό τραπέζι καθόταν ο πατέρας μου.
     Ηταν το τραπέζι του πατέρα μου.
     Γι αυτό ήταν το δικό μου τοπόσημο, όσο μεγάλωνα.
     Ήξερα ότι θα τον βρω εκει, όταν θα περνούσα.
     Θα με έβλεπε και θα με φώναζε.
     "Ελα Δημήτρη έλα. Πές καλησπέρα τον κόσμο εδώ”.
     “Καλησπέρα κυρ Γιαννακούλη, κυρ Τάκη, κυρ Κώστα, κυρ Γιώργο”... κι άλλες τόσες καλησπέρες κάθε φορά.
     Και μετά μ' αγκάλιαζε και κρυφά μου έχωνε το χαρτζιλίκι στην τσέπη και με χτυπούσε στην πλάτη να φύγω.
     “Διάβασες;”
     “Διάβασα μπαμπά”.
     “Πως και δεν... αλλά άντε”.
     Κουνούσε το κεφάλι και γελούσε συνωμοτικά, γνωρίζοντας ότι δεν είχα ανοίξει βιβλίο όλη μέρα.
     Έφευγα πάνω στο ποδήλατο κι χανόμουν στις κατηφόρες της Βέροιας με το χαρτζιλίκι στην τσέπη πετώντας.
     Πετούσα, χωρίς να μπορώ να ερμηνεύσω ακόμα, ότι με πέταγε η σιγουριά και η χαρά του πατέρα που ήταν πάντα εκεί...
     Έφυγε κι αυτός μια μέρα και το τραπέζι άδειασε και δεν ήταν πλέον εκεί...
     Φύγανε και οι φίλοι του από εκεί...
     Φύγανε κι από τη ζωή.
     Έμειναν μόνο οι φωτογραφίες να μαρτυράν, πώς περνούσαν όταν λέγανε στα Βλάχικα:
     “Βα νι τσέμ λα Χαβάη”. Πάμε Χαβάη, δηλαδή.
     Σήκωσε, μια μέρα, τον ίσκιο του ο πατέρας μου και σκόρπισε η παρέα του.
     Κόπηκε το δέντρο που μάζευε το κόσμο απο κάτω.

     Κόπηκε και το νερό στ' αυλάκι και ξεράθηκε το μέρος και ερήμωσε η εξωτική Χαβάη.
     Δεν μπορούσα να περάσω από εκεί για πολύ καιρό.
     Νόμιζα ότι θα τον ανταμώσω, να πίνει καφέ, με το κομπολόι περασμένο στο χέρι και με τρεις καρέκλες για την πάρτη του.
     Μια να κάθεται, μια να ακουμπάει το χέρι του και μια το πόδι του.
     Μεγάλος άντρας ήταν και δεν χώραγε εύκολα. Δεν χώραγε παντού.
     Σαν έφυγε από το γωνιακό τραπέζι, ερήμωσε το μέρος, δεν ξανά μαζεύτηκε η παρέα του.
     “Σκροπήσαμε Δημητράκη”, μου λέγανε οι φίλοι του. “Νε χαρές νε νταούλια τώρα”.
     “Ντούσι Γιάννη, ντούσι χαράου (πάει ο Γιάννης, πάει η χαρά)”... και σκύβαν το κεφάλι.
     Ήταν βλέπεις και εκείνα τα χάλκινα και τα νταούλια, που τα έφερνε και έστηνε γλέντι και χαρά με το τίποτε.
     Κι όσο βαρύς ο ίσκιος του, τόσο ελαφρύς σαν χόρευε τον Λεωνίδα πάνω στα ποτήρια.
     Έρχονται μέρες που τέτοια θυμάμαι και με πιάνει το παράπονο, που έμεινε μόνο ο τόπος και έχασα το σήμα και δεν είναι πια τοπόσημο το γωνιακό τραπέζι στη Χαβάη της Βέροιας.
     Καλά να είμαστε όλοι. Κανείς να μην λείψει σε κανέναν.

No comments:

Post a Comment