Wednesday, 1 April 2020

Η νύχτα με τις λεοπαρδάλεις


Γράμμα των Ελένης Δημητριάδου και Ανατολής Μελίδου από τη Θεσσαλονίκη





     Εδώ και πολλές μέρες, αποκλεισμένες στα σπίτια μας, βλέπουμε πίσω από τα τζάμια ανθρώπους να κυκλοφορούν με μάσκες και γάντια. Παρατηρώντας αυτό το απίστευτο θέαμα, θυμηθήκαμε μια σουρεάλ νύχτα που ζήσαμε, λίγο πριν τα πάντα σχεδόν μετατραπούν σε σουρεαλιστικά …
  1. Φάση πρώτη
     «Κάνει κρύο παγωνιά, θέλω τζάκι και γωνιά». Περασμένες 10 το βράδυ, ο Βαρδάρης ξυρίζει και πετσοκόβει, κι εμείς με την Ανατολή επιστρέφουμε από μια εκδήλωση, κάπου στο Ντεπό.


     Στεκόμαστε στο φανάρι της Βασιλίσσης Όλγας, για να πάρουμε από απέναντι το λεωφορείο. Κουκουλωμένες με χοντρά μπουφάν, κασκόλ, σκουφιά και με κουκούλες που τις παίρνει ο αέρας.

     Δίπλα μας στέκεται μια νέα γυναίκα. Είναι πολύ εντυπωσιακή. Ψηλή, λεπτή, ξανθιά. Ένα κομψό παλτό σε "λεοπάρ" σχέδια, αφήνει ακάλυπτα τα γυμνά της πόδια που στηρίζονται σε ψηλοτάκουνα πέδιλα. Στέκεται εκεί, αγέρωχη, λες και το κρύο δεν την αγγίζει, πανέτοιμη για νυχτερινή έξοδο υψηλών προδιαγραφών.
Κοιταζόμαστε έκπληκτες. Κι ύστερα αρχίζουμε να κρυφογελάμε συνωμοτικά, σαν άτακτες μαθήτριες, γιατί συνειδητοποιούμε το υπέροχο θέαμα που προσφέρουμε οι τρεις μας, με αυτή την απίθανη αντίθεση.
  1. Φάση δεύτερη
     Θυμάμαι ένα χειμωνιάτικο βράδυ με την Λένα. Λίγο πριν τις 11, στην στάση του λεωφορείου. Στην περιοχή του Ντεπό.

     Είμαστε σχεδόν μόνες στην στάση, κάτι λέγαμε και γελούσαμε για να ξεγελάσουμε την παγωνιά. Το λεωφορείο αργούσε και ταξί δεν περνούσαν. Δίπλα ένα περίπτερο, κι αυτό κλειστό. Τι γίνεται αναρωτηθήκαμε, κανείς δεν κυκλοφορεί.

     Εκείνη την στιγμή αντιληφθήκαμε πίσω μας έναν "περίεργο" τύπο. Γύρω στα σαράντα, ψηλός με γυαλιά, ντυμένος στα μαύρα, με μια "λεοπάρ" προβιά ριγμένη πάνω του. Κάτι σαν κουβερτούλα, με τη μια της άκρη να καταλήγει στο κεφάλι μιας τίγρης, ακριβώς δίπλα στο λαιμό του, και την άλλη σε μια μακριά ουρά να κρέμεται πίσω του. Δεν την είχε φορέσει για το κρύο - αυτό ήταν φανερό. Αναρωτηθήκαμε με τα μάτια - σίγουρα κάτι δεν πήγαινε καλά. Ο τύπος μας είχε πάρει χαμπάρι και μας κοίταζε βλοσυρά. Σκιαχτήκαμε.

     Ξαφνικά από ένα στενάκι παραδίπλα ακούστηκαν φωνές και γέλια, και μια παρέα εμφανίστηκε μπροστά μας. Μάσκες, καπέλα, μπέρτες. Και μόλις τότε συνειδητοποιήσαμε πως είναι Τσικνοπέμπτη, και ότι και ο περίεργος τύπος με την προβιά είχε ντυθεί έτσι, λόγω ημέρας. Ξεσπάσαμε σε γέλια λυτρωτικά.

     Το λεωφορείο ήταν γεμάτο με καρναβαλιστές. Δεν παίρνω όρκο, νομίζω όμως, πως και ο οδηγός φορούσε μάσκα. Βρήκαμε μια θέση και στριμωχτήκαμε. Ο τύπος με την προβιά, όρθιος παραδίπλα, συνέχιζε να μας κοιτάζει βλοσυρός. Η ψηλή, εντυπωσιακή κοπέλα με το "λεοπάρ" παλτό, ατένιζε προς τα έξω, σαν βασίλισσα ομορφιάς σίγουρη για τα σκήπτρα της. Κι εμείς οι δυό, κουκουλωμένες με τα μπουφάν και τα κασκόλ, να περιεργαζόμαστε το "περίεργο" πλήθος, προσπαθώντας να συγκρατήσουμε τα γέλια μας.

     Ήταν μια νύχτα σουρεάλ. Η πόλη κινούνταν στους ρυθμούς του καρναβαλιού, ενώ εμείς, κλασικά "αφηρημένες", αιωρούμασταν σαν σε πίνακα του Σαγκάλ. Τι ήταν πραγματικό, τι φανταστικό δεν μπορούσαμε πια να το ξεχωρίσουμε …


No comments:

Post a Comment