Γράμμα των Ελένης Δημητριάδου και Ανατολής Μελίδου από τη Θεσσαλονίκη
Το
χιόνι είχε σκεπάσει την πόλη εκείνον
τον χειμώνα. Ήταν από τους πιο κρύους
χειμώνες λέγαν οι ειδικοί. Ήταν ο πιο
όμορφος χειμώνας της ζωής του, έλεγε
εκείνος.
Ήταν
ο χειμώνας που είχαν σμίξει. Ο χειμώνας
με τα θαύματα. Πιασμένοι από το χέρι,
περπάταγαν σε όλη την πόλη. Ανακάλυπταν
ο ένας τον άλλον και συνάμα ήταν και σαν
να ανακάλυπταν την πόλη. Την πόλη της,
γιατί αυτός ήταν επισκέπτης.
Θυμάται
ακόμη τον ανεπαίσθητο ήχο που έκαναν
τα παπούτσια τους στο χιόνι, το πρώτο
βράδυ της γνωριμίας τους. Εκείνη, με
μεγάλη παρέα σε μία μπουάτ, από τις λίγες
που είχε τότε η πόλη, στην περιοχή
Χαριλάου, πίσω από το γήπεδο του Άρη.
Ήταν κι αυτός εκεί, μόνος. Βρέθηκε γνωστός
με κάποιους από την παρέα, κάθισε μαζί
τους. Αντίκρυ της. Κοιταζόντουσαν όλο
το βράδυ. Το ’νιωσε αυτή. «Κάτι
έρχεται», σκέφτηκε και
ταράχθηκε. Σαν να φοβόταν κιόλας.
Έμειναν
ως το τέλος του προγράμματος. Στο τέλος
κάποιος έριξε την ιδέα. «Στον
Τσαρούχα για σούπα».
Μοιραστήκαν στα αυτοκίνητα. Αυτή τη
φορά κάθισαν δίπλα. Αργότερα, πολύ
αργότερα, βρέθηκαν να περπατάνε στους
δρόμους της πόλης που ξύπναγε σιγά σιγά.
Ξαναβρέθηκαν
μετά από λίγες μέρες. Και πάλι τυχαία.
Γέλασαν: αυτή η Θεσσαλονίκη, ένα χωριό.
«Αφού η μοίρα μας θέλει
μαζί», είπε αυτός και τάχα
αστειεύτηκε. «Τι κλισέ!»,
σκέφτηκε αυτή. Συνέχισαν όμως μαζί,
πήγαν μια βόλτα στα στενάκια του κέντρου.
Στάθηκαν μπροστά στο Κόκκινο Σπίτι.
Άρχισε να του ιστορεί τους θρύλους και
τα δράματα που έκρυβε μέσα του. «Να
δούμε πότε θα μου φανερώσεις τα δικά
σου μυστήρια και μυστικά»,
τη διέκοψε και την κοίταξε ίσα μέσα στα
μάτια. Κι ήταν τότε που τον ένοιωσε να
θέλει να κλέψει τα κλειδιά του δικού
της Κόκκινου Σπιτιού.
Είχε
αρχίσει πάλι να χιονίζει κι όλα φαίνονταν
διαφορετικά. Κι ο ήχος από το χιόνι, κάτω
από τα παπούτσια τους.
Κάπως
έτσι άρχισε η ιστορία τους…
………………..
…Μεγάλη
Παρασκευή. Λατρεύω να γυρίζω στη
Θεσσαλονίκη κάθε Πάσχα. Κι ας κάνω μια
μέρα να συνηθίσω το θόρυβο και το
καυσαέριο. Δεν είναι μόνο η αγκαλιά της
μαμάς, είναι που μ’ αγκαλιάζει και το
πατρικό μου, η γειτονιά μου, η αγαπημένη
μου πόλη. Θαρρείς κι όλα με υποδέχονται
γιορτινά. Οι δρόμοι και τα καταστήματα
στολισμένα, τα παρτέρια ολάνθιστα και
τα δέντρα με τα λιλά και λευκά ανθάκια
σαν να μου χαμογελούν. Είμαι επιτέλους
ελεύθερη να σεργιανίσω και να χαρώ.
Έφτασα
κιόλας στην πλατεία της Αγίας
Σοφίας, κάτω από το Κόκκινο Σπίτι. Ο
ήλιος ανοιξιάτικος με θαμπώνει. Βγάζω
από την τσάντα τα μαύρα μου γυαλιά.
Τον
είδα ξαφνικά μπροστά μου.
Ο
χρόνος σταμάτησε. Οι ήχοι σώπασαν. Τα
χρώματα εξαφανίστηκαν. Έγιναν όλα
γκρίζα. Οι άνθρωποι σκιές που προσπερνούσαν.
Το χέρι μου έμεινε μετέωρο να κρατά τα
μαύρα γυαλιά.
Για
ένα κλάσμα του δευτερολέπτου τα βλέμματά
μας συναντήθηκαν. Για ένα κλάσμα του
δευτερολέπτου.
Σαν
να μην έχει περάσει μια μέρα. Η φωνή σου
είναι καθαρή στ’ αυτιά μου κι ας μην
την ακούω. «Μια μέρα
αφιερωμένη σε σένα», να
μου χαμογελάς μεγαλόθυμα, κι εγώ να θέλω
να μου αφιερώσεις όλη σου τη ζωή. «Θέλεις
αποκλειστικότητα», να λες
κι εγώ να σπαράζω. «Θέλω κι
εγώ ν’ αράξω», να μου
εξομολογείσαι, κι εγώ ν’ αναρωτιέμαι
αν θα είμαι εγώ το λιμάνι σου.
Τώρα
θα σταματήσουμε. Θα κάνουμε σαν δύο
φίλοι που ξαναβρέθηκαν ύστερα από
χρόνια. Θα με ρωτάς για την οικογένεια
μου κι εγώ για τους κοινούς μας φίλους.
Κι ύστερα τα μάτια μου θα γεμίσουν
δάκρυα. «Σ΄ αγαπώ ακόμα. Σ’
αγαπώ και σκίζω τις σάρκες μου. Κάθε
μέρα, κάθε βασανιστική μέρα. Δεν μπορώ
να σε ξεχάσω. Δε γίνεται».
Κι εσύ θα με σφίξεις στην αγκαλιά σου.
«Συγχώρεσε με. Δεν μπορούσα
να φανταστώ πόσο θα πονούσε».
Μόνο να με πάρεις στην αγκαλιά σου, να
χαθώ. Εκεί μέσα στην πλατεία, στη γιορτινή
ατμόσφαιρα. Και το Κόκκινο Σπίτι ν’
ανοίξει την αγκαλιά του και να μας
καταπιεί, για να μας κρύψει από τα
αδιάκριτα βλέμματα.
Για
ένα κλάσμα του δευτερολέπτου.
Ύστερα
ο καθένας συνέχισε το δρόμο του. Έβλεπα
με την άκρη του ματιού μου να με προσπερνά
εκείνο το λατρεμένο σώμα, που είχα τόσα
χρόνια ν’ αγγίξω. Φόρεσα τα μαύρα μου
γυαλιά για να κρυφτώ από τον κόσμο. Το
Κόκκινο Σπίτι μπροστά μου, ερειπωμένο,
τώρα θρηνούσε μαζί μου. Τον Επιτάφιο
θρήνο. Και τα δάκρυά του κόκκινα σαν
αίμα έβρεχαν τους τοίχους του. Την ώρα
που εγώ έσερνα τα βήματα στο δικό μου
Γολγοθά.
No comments:
Post a Comment