Γράμμα του Ανδρέα Μαρολαχάκη από τη Χαράδρα της Ημαθίας
Ανέβαινα, με σχετικά μικρή ταχύτητα, τον ορεινό δρόμο που οδηγούσε προς το σπίτι μου. Μαζί μου, δίπλα σαν συνοδηγό, είχα τον φίλο μου τον Τάκη. Αμέριμνοι κουβεντιάζαμε για τα προβλήματα που μας κληροδότησε ο κορονοϊός, χαλαρά, χωρίς εντάσεις και συνήθως συμπληρώναμε ο ένας τον άλλο. Στο ραδιόφωνο του αυτοκινήτου, σε χαμηλή ένταση, ακούγαμε χωρίς να δίνουμε ιδιαίτερη σημασία, έναν σταθμό, που εκείνη τη στιγμή έπαιζε ροκ μπαλάντες. Σπάνια και πού, η φωνή του ραδιοφωνικού παρουσιαστή προλόγιζε, κι έκανε κάποια σχόλια, για το τραγούδι που θ' ακολουθούσε.
Γενικά η ανάβασή μας στα Πιέρια όρη ήταν χαλαρή και θα μπορούσα να πω ότι την απολαμβάναμε κιόλας. Ήδη ο ήλιος έδυε σταδιακά και το σούρουπο θα ερχόταν γρήγορα. Με το πράσινο να κυριαρχεί σ' όλα τα σημεία της διαδρομής και τις φωτοσκιάσεις να παίζουν παιχνίδια με τη φαντασία μας, καθώς ο Ήλιος έπαιζε κρυφτό με τα φυλλώματα των τεράστιων δένδρων του δάσους, η διαδρομή γινόταν όλο και πιο ενδιαφέρουσα. Όσο ανεβαίναμε προς την κορυφή, μια ευεργετική δροσιά, με ανάγκασε να κλείσω το κλιματιστικό του αυτοκινήτου και ν' ανοίξω τα παράθυρα. Οι ήχοι και οι μυρωδιές του δάσους γινόταν τώρα πιο έντονοι κι οι αισθήσεις μας τις απολάμβαναν.
Αυτός που διασχίζει τακτικά ένα δάσος, έχει οξύνει τις αισθήσεις του, σε τέτοιο βαθμό, που δεν του ξεφεύγουν οι ιδιαιτερότητες της φύσης. Η οσμή του δάσους ήταν ένα σύνολο αρωμάτων από άγρια λουλούδια, ανθισμένα λουλούδια φλαμουριάς, πεύκου, καστανιάς και πολλών άλλων δέντρων! Όλα αυτά αναμειγνύονταν με τη μυρωδιά του νοτισμένου χώματος, με τη δροσιά των ρυακιών και τον ήχο των κοπαδιών που έβοσκαν αμέριμνα μέσα στο δάσος. Κάποιες χελώνες προσπαθούσαν να διασχίσουν τον ασφαλτοστρωμένο δρόμο κι έντρομες απ' την εμφάνισή μας, κρυβόταν στο καβούκι τους.
Από μια νεροφαγιά ξεπετάχτηκε με καλπασμό μια σκρόφα (θηλυκό αγριογούρουνο) ακολουθούμενη από μια ντουζίνα έντρομα μικρά γουρουνάκια ενός ή δυο χρόνων. Στο τρίχωμά τους είχαν ακόμη τις χαρακτηριστικές ρίγες που υποδήλωναν με σαφήνεια την ηλικία τους. Η εμφάνισή τους με ανάγκασε να πατήσω απότομα το φρένο και ν' ακινητοποιήσω το αυτοκίνητο. Τα ζώα πέρασαν ακριβώς μπροστά μας και δυο τρία απ' αυτά τα μικρά, ακούμπησαν σχεδόν τον προφυλακτήρα στριγγλίζοντας. Αφού διέσχισαν τον δρόμο, χάθηκαν στα δεξιά μας, μπαίνοντας με ορμή μέσα στα φυλλώματα του δάσους.
Παρ όλο τον αιφνιδιασμό που δεχτήκαμε, με την απότομη εμφάνιση του μικρού αυτού κοπαδιού, το σίγουρο είναι πως το απολαύσαμε. Βέβαια, αυτό σαν γεγονός εδώ στα μέρη μας (και μετά απ' την απαγόρευση του κυνηγιού λόγω πανδημίας) είναι κάτι συνηθισμένο. Οι πληθυσμοί άγριων ζώων και πουλιών, έχουν ξεπεράσει κατά πολύ τον μέσο όρο των στατιστικών, που δίνουν οι φιλοζωικές οργανώσεις κι έτσι οι συναντήσεις μας μ' αυτά έχουν γίνει ρουτίνα. Ωστόσο μια τέτοια ξαφνική εμφάνιση πάντα μας ανεβάζει τη διάθεση και νιώθουμε ικανοποιημένοι που ζούμε και διασχίζουμε το δάσος.
Αμέσως η συζήτησή μας στράφηκε σ' αυτό το γεγονός και ο Τάκης γεμάτος έξαψη βλαστημούσε την τύχη του, γιατί δεν είχε μαζί του το κυνηγητικό του όπλο. Εγώ τον άκουγα χαμογελώντας, χωρίς να δίνω σημασία στα λόγια του κυνηγού. Συνέχισα να οδηγώ χαλαρά το αυτοκίνητο και να συζητώ με τον φίλο μου, ακούγοντας πάντα το ραδιόφωνο. Την προσοχή μου απέσπασε για λίγο ο εκφωνητής, που κάτι έλεγε για κάποιο κόκκινο ελάφι και σχετικά με την αλλαγή αυτή την εποχή των κεράτων του.
Εκείνη τη στιγμή ο συνεπιβάτης μου έβγαλε μια κραυγή, κάτι σαν «Πρόσεχε!» Ξαφνιασμένος πάτησα με δύναμη το φρένο, αναγκάζοντας τo όχημα σχεδόν να γονατίσει και ν' ακινητοποιηθεί. Πριν προλάβω να ρωτήσω οτιδήποτε, κατάλαβα τον λόγο του πανικού που έδειξε ο Τάκης. Μπροστά απ' το αυτοκίνητο, πέρασε με χορευτικές κινήσεις ένα πανέμορφο, καφεκόκκινο ζώο! Τρομαγμένο απ' την εμφάνισή μας, διέσχισε κάθετα την άσφαλτο σε πολύ μικρή απόσταση από μας. Ήταν ένα νεαρό ζώο, μικρού σχετικά μεγέθους, με απίστευτα λεπτά πόδια και κινήσεις όλο χάρη (παρ' όλο τον τρόμο του).
- Ελάφι! φώναξα αλαφιασμένος.
- Όχι ζαρκάδι! είπε με σιγουριά ο φίλος μου!
Αμέσως άρχισε μια συζήτηση, που αν την άκουγε κάποιος τρίτος θα νόμιζε ότι δεν ήταν απλή συζήτηση, αλλά διαπληκτισμός. Ο καθένας επέμενε στην άποψή του και το φευγαλέο πέρασμα του ζώου, δεν μας βοηθούσε ν' αποδείξουμε ποιος είχε δίκιο. Χαμογέλασα με συγκατάβαση, μη θέλοντας να συνεχίσω τη διαφωνία και σταμάτησα να επιχειρηματολογώ γι αυτό το θέμα. Ωστόσο δεν έπαψα να σκέπτομαι και να επιμένω σιωπηρά στην άποψή μου! Το χρώμα ήταν κοκκινωπό και στο μέτωπό του δεν είχε κέρατα, αλλά ένα βελούδινο εξόγκωμα, που ήταν φανερό πως θα μετατρεπόταν σε κέρατα. “Ελάφι ήταν”, σκέφτηκα χαμογελώντας, “ελάφι!”
Θέλοντας να δώσω ένα τέλος σε μια συζήτηση που δεν οδηγούσε πουθενά, με μια κίνηση, που υπό άλλες συνθήκες δεν θα έκανα, ανέβασα την ένταση του ραδιοφώνου. Έκπληκτος άκουσα τον εκφωνητή, ν' αναλύει τους μύθους για την πανσέληνο του κόκκινου ελαφιού. Άκουσα πως την ονομασία την έδωσαν οι Ινδιάνοι της βόρειας Αμερικής, γιατί αυτή τη χρονική περίοδο, τα ελάφια έριχναν τα κέρατά τους κι έβγαζαν νέα κέρατα μεγαλύτερα και πολυπλοκότερα. Γοητευμένος απ' τον μύθο (είναι γεγονός πως κάθε μύθος σχετικά με το φεγγάρι μ' εντυπωσίαζε) άκουγα με προσοχή τη ραδιοφωνική εκπομπή μη δίνοντας καμία σημασία στον Τάκη και σ' αυτά που έλεγε. Αμέσως ένιωσα μια έξαψη καθώς απορροφούσα όλες τις πληροφορίες για την πανσέληνο του κόκκινου ελαφιού ή την πανσέληνο του κεραυνού, όπως ήταν η δεύτερη λαϊκή ονομασία της.
Συνέχισα να οδηγώ χαλαρά και ν' ανεβαίνω ακόμη πιο ψηλά στα Πιέρια. Θα συναντούσαμε σε συγκεκριμένη θέση άλλους τρεις φίλους μας, για να ολοκληρώσουμε μια προγραμματισμένη μας εξόρμηση και διαβίωση στο δάσος. Είχαμε συμφωνήσει να διανυκτερεύσουμε σε μια σπηλιά στο βουνό, σε υψόμετρο περίπου 1540 μέτρων.
Σύντομα αφήσαμε τον κεντρικό δρόμο και πήραμε ένα δασικό χωματόδρομο που οδηγούσε σε μια πραγματικά δασώδη περιοχή. Τα πάντα εδώ ήταν τυλιγμένα από μια πυκνή βλάστηση, που σε κάποια σημεία δυσκόλευε την κίνησή μας. Η διαδρομή απίστευτη μέσα από οξιές, κόκκινα πεύκα, καστανιές, βελανιδιές και πουρνάρια!
Πολύ γρήγορα και πριν σκοτεινιάσει, φτάσαμε στον προορισμό μας. Οι φίλοι μας υποδέχτηκαν με φωνές και πειράγματα. Τακτοποιήσαμε τα πράγματά μας σε μια σπηλιά, την οποία οι φίλοι μας είχαν διαλέξει για τη διανυκτέρευσή μας και η οποία ήταν ευρύχωρη έχοντας ένα καμπυλωτό σχήμα. Η είσοδός της ήταν προφυλαγμένη απ' τις καιρικές συνθήκες, έχοντας σε μικρή απόσταση κάποια πουρνάρια και βελανιδιές, που την προφύλαγαν από τον άνεμο. Από εκείνο το σημείο είχαμε μια απίστευτη θέα προς όλη την πεδιάδα! Η ορατότητα ήταν εξαιρετική και βλέπαμε όλο τον κάμπο, με τον Αλιάκμονα να διασχίζει όλη τη νότια πλευρά του.
Στη θράκα, που οι σύντροφοί μας είχαν φροντίσει να υπάρχει, ψήσαμε κρέατα και λαχανικά (πιπεριές, μελιτζάνες και ντομάτες) για να έχουμε μια ποικιλία στην «υπαίθρια» διατροφή μας. Εγώ θυμήθηκα την προσκοπική μου ζωή κι αφού έκοψα στη μέση δυο πορτοκάλια, τα έστυψα και στις φλούδες τους έβαλα από ένα αυγό και τα έριξα στα κάρβουνα. Ενώ η θερμοκρασία ανέβαινε, τ'αβγά ψήθηκαν προστατευμένα απ' τις φλούδες του πορτοκαλιού που δεν καιγόταν εύκολα. Αυτό ήταν πρωτόγνωρο για τα φιλαράκια μου και σε λίγο με μιμήθηκαν όλοι τους.
Το σκοτάδι μάς βρήκε να τρώμε και να πίνουμε (είχαν φροντίσει οι άλλοι γι αυτό) και σε λίγο κάποιοι άρχισαν να τραγουδούν! Ο αντίλαλος απ' τις βραχνές και φάλτσες (στο σύνολό τους) φωνές έσπασε την ησυχία του βουνού, αλλά η ευθυμία που κυριαρχούσε σ΄ όλους μας δεν μας επέτρεπε να καταλάβουμε ότι είχαμε ξεφύγει και παραβιάζαμε την ησυχία της φύσης. Γι αρκετή ώρα είχαμε χάσει την αίσθηση του χρόνου και του χώρου, με το αλκοόλ να επηρεάζει τις συμπεριφορές μας. Εγώ, αρκετά πιο νηφάλιος, γρήγορα αντιλήφθηκα ότι η ενεργετικότητά μας έπεφτε σταδιακά στο ναδίρ, μέχρι που ένας ένας μπήκαμε στη σπηλιά για τη νυκτερινή μας κατάκλιση, αφού τροφοδοτήσαμε τη φωτιά με αρκετά ξύλα. Ο καθένας από μας είχε ήδη διαλέξει τη «μεριά» του και σε λίγο, ο ρυθμικός ήχος της αναπνοής των φίλων μου, άρχισε να μετατρέπεται σ' ένα σταθερό ρεσιτάλ ροχαλητού. Η ένρινη συναυλία ήταν μάλλον εκνευριστική, τόσο, που μ' ανάγκασε να μετακινήσω τα στρωσίδια μου, στην είσοδο της σπηλιάς. Με τα τριζόνια και τους γρύλλους να με συντροφεύουν ηχητικά, έκλεισα επιτέλους τα μάτια μου και χάθηκα σ' ένα ύπνο χωρίς όνειρα.
Δεν ξέρω πόση ώρα κοιμόμουν και τι ήταν αυτό που με ξύπνησε! Προσπάθησα να συγκεντρωθώ κουνώντας ελαφρά το κεφάλι μου. Η φωτιά είχε σχεδον σβήσει, αλλά η περιοχή είχε μια παράξενη ορατότητα. Ανασηκώθηκα και μετακινήθηκα στ' αριστερά, ακριβώς μπροστά απ' την είσοδο της σπηλιάς. Τέντωσα βαριεστημένος τα άκρα μου προσπαθώντας να διώξω την υγρασία της νύκτας. Χασμουρήθηκα προσπαθώντας να διαχειριστώ τη νύστα μου κι έμεινα με το στόμα ανοιχτό! Μπροστά μου και πάνω απ' τις κορυφές των δέντρων η Σελήνη καμάρωνε κι έστελνε το χλωμό αλλά αρκετό φως στην περιοχή! Θέαμα μοναδικό! Η κιτρινοκόκκινη μπάλα του δορυφόρου της γης, δέσποζε πάνω από τη φωτισμένη στα χαμηλά Εγνατία οδό, που χανόταν στο βάθος του ορίζοντα!
Ανοιγόκλεισα με δυσπιστία τα μάτια μου! Οι στροφές της Εγνατίας σαν ενα τεράστιο φιδίσιο μονοπάτι ξεκινούσαν από μπροστά μου και χανόταν στο βάθος σαν να ήταν ο δρόμος που οδηγούσε στον στρογγυλό δίσκο της Σελήνης! Ο φωτισμός του δρόμου σε σχέση με το φως της πανσέληνου και το σκοτεινό φόντο του κάμπου, μου έδινε την εντύπωση, πως με προκαλούσε να κάνω αυτό το φανταστικό ταξίδι! Η ψευδαίσθηση ήταν τόσο ισχυρή, που ένιωσα την ανάγκη να ξεκινήσω αμέσως και να διασχίσω όλη τη διαδρομή προς το φεγγάρι! Σηκώθηκα αργά κι ακούμπησα την πλάτη μου στο τοίχωμα της σπηλιάς, γιατί δεν είχα εμπιστοσύνη στις δυνατότητές μου. Το κρώξιμο από ένα νυχτοπούλι απέσπασε για λίγο την προσοχή μου ψάχνοντας μάταια μέσα στις φυλλωσιές να το δω! Έστρεψα την προσοχή μου στην πανσέληνο γοητευμένος, σχεδόν μαγεμένος, απ' το θέαμα! Εκείνη τη στιγμή ένιωσα (είμαι σίγουρος γι αυτό) πως με καλούσε να πάω κοντά της! Έκανα διστακτικά δυο τρία βήματα...
- Απίστευτο θέαμα! άκουσα τον Τάκη να ψιθυρίζει απ' την είσοδο της σπηλιάς.
Γύρισα αμίλητος και τον κοίταξα. Η μαγεία είχε χαθεί!
No comments:
Post a Comment