Γράμμα του Γιώργου Παληγεώργου από το Αγρίνιο
Άντρας νιος και χεροδύναμος ανέβαινε στη μυδγαλιά του κήπου, από κλαρί σε κλαρί, και βάριε με λούρο μακρύ τ’ ακροκλώναρα κι έπεφταν βροχή τα μύδγαλα με το περίφλουδό τους το μελίχλωρο, μαζί με πολλά φύλλα και μικρά ξύλα απ’ τα σπασμένα απόκλαρα.
Οι γυναίκες τα ξεφλούδιζαν και τ’ άπλωναν στο λιακωτό, για λίγες μέρες, να πάρει ο ήλιος τη νοτιά τους• τ’ ανακάτωναν κιόλας μη μείνουν κάποια κρυμμένα απ’ τον ήλιο και σα μύριζε το σύγνεφο τα σκέπαζαν. Τα παιδιά τσάκιζαν από κανένα μύδγαλο και γεύονταν τη νια σοδιά.
Κάποιοι είχανε πλιότερες μυδγαλιές στα κήπια τους και κάτι λίγοι ολάκερα μυδγαλοστάσια κι ήθελαν κάμποσους νιους χεροδύναμους, να δύνανται να σκαρφαλώνουν στα κλαριά και να βαρούνε με το λούρο να τινάξουν τον καρπό και χέρια πολλά να τόνε συγκομίσουν και να τόνε ξεδιαλέξουν, απ’ τα περίφλουδά τους, τα πεσμένα φύλλα και τα ξύλα απ’ τα σπασμένα απόκλαρα.
Φορές πούμενε κάνα κλωνάρι ατίναχτο τα παιδιά πέταγαν πέτρες, να πέσουν τα μύδγαλα, να τα τσακίσουν να γευτούν. Κάποιοι προεστοί έλεγαν θυμοσοφώντας, "τις μυδγαλιές πόχουνε μύδγαλα πετροβολάνε", εννοώντας πως έχει χούϊ ο κόσμος να λέει κατηγορές για τους ανθρώπους που έχουν αρετές.
Είχανε οι νυκοκοιράδες μύδγαλα για τα γλυκά, τους κουραμπιέδες και τις ρεβανές που έφκιαναν στις γιορτάδες και στις χαρές• μύδγαλα έβαναν και στα γλυκά του κουταλιού. Στα παιδιά που τους έκαναν θελήματα μύδγαλα φίλευαν και σ’ αυτά.
Αυτοί με τα τρανά μυδγαλοστάσια μαξούλευαν τα μύδγαλα πουλώντας τα σε μουστερήδες και σόδευαν ανάλογα.
Έμεναν ύστερα οι μυδγαλιές ορφανεμένες να μας μαθαίνουν πως γένεται η υπομονή κι ο χειμώνας πως νταγιαντιέται, ως του Γενάρη τις χαρές.
Και μεις ολοχρονίς τσακίζαμε μύδγαλα, λιθάρι με λιθάρι…
Σημείωση: Η ιστορία αυτή δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά, στις 23 Αυγούστου 2021, στο προφίλ του συγγραφέα στο Facebook.
No comments:
Post a Comment