Wednesday, 20 April 2022

Το Ραγκαβάνι

 Γράμμα του Δημήτρη Κουκούδη από τη Βέροια





    Στην Κορυφή στο Ρουμλούκι της Ημαθίας, η γιαγιά μας είχε δυό μεγάλες πασχαλιές, στο σπίτι της.

    Ήταν φυτεμένες μπαίνοντας στην αυλή και άνθιζαν τέτοια εποχή.

    Όποιος ερχόταν στο σπίτι, τον δεχόταν και τον ξεπροβόδαγαν με το χρώμα και το άρωμά τους κι αν τις μεράκλωνε κανένας μουσαφίρης, του έκοβε κλωνιά και του έδινε, η γιαγιά μας, για να μη του μείνει το μάτι, όπως έλεγε...

    - Κόρ' Παρασκιβούδα, αμ τι ραγκαβάνι; (έτσι λεν τις πασχαλιές στα χωριά στο Ρουμλούκι).

    - Κοψ' καμπόσου ντε!

    Και έφευγαν οι ξένοι με γεμάτα χέρια, κι ας έρχονταν με άδεια.

    Το είχε συνήθειο η γιαγιά μας, να γεμίζει τα χέρια όσων ερχόταν στην πόρτα της με κάτι, έστω και με τα κλωνιά στην μύτη, να τα μυρίζουν περπατώντας.

    Σαν ερχόταν Μεγάλη Εβδομάδα όμως, δεν έκοβε κανείς. Τέλος!

    Οι πασχαλιές πηγαίναν στην Εκκλησία.

    - Άντι Δημητράκη, να πας του ραγκαβάνι στον παππού στην Εκκλησία και να πιάσεις στασίδ'.

    Πέρασε καιρός από τότε.

    Πολύς καιρός.

    Έφυγε η θειά Παρασκιβούδα με τον παππού Τζώρτζου απ' το σπίτι.

    Ξεράθηκαν τα ραγκαβάνια.

    Έφυγε ο προπάππος μου ο Παπαστέφανος 106 χρόνων, που έπιανε με το αριστερό χέρι εμένα και με το δεξί τον Χριστό Εσταυρωμένο, στον ώμο του, τυλιγμένο σε άσπρο σεντόνι και κάναμε μαζί την αποκαθήλωση τότε.

    Έφυγε κι ο Παύλος Μελάς ένα βράδυ χαράματα, από την εκκλησία, κρυφά μέσα στην νύχτα, αφού πήρε τον Παπαστέφανο στον αγώνα.

    Έκλεισε και η εκκλησία στο χωριό γιατί χτίσαν δίπλα μεγαλύτερη.

    Έμειναν μέσα τα εικονίσματα στο τέμπλο και οι αγιογραφίες κάτω από θαλασσί ασβέστωμα. Έμεινε στο ιερό ο Χριστός στο Σταυρό. Εκείνος ο Χριστός που αποκαθήλωνε ο προπάππος μου, μαζί μου, κρατώντας με από το χέρι, μέχρι τα βαθιά γεράματα.

    Δεν ξέρω αν ανάβει πια, κανένα καντήλι εκεί μέσα σήμερα.

    Έφυγαν όλοι οι δικοί μου, δεν έμεινε κανείς.

    Έφυγαν και με άφησαν να κλείσω την πόρτα της εκκλησίας, μαζί με τα παιδικά μου χρόνια, ντυμένος παπαδάκι, με φορεσιά μωβ δαμάσκο, κρατώντας το ασημένιο εξαπτέρυγο.

    Τράβηξα την πόρτα χωρις να ξέρω ότι δεν έχει γυρισμό σ' εκείνη την ηλικία, σ' εκείνη την εποχή, σ' εκείνους τους ανθρώπους.

    Έκλεισα την πόρτα και όπως έφευγα άκουγα τον προπάππο μου να ψέλνει, “εις Θεός, τις Θεός, μέγας ως ο Θεός ημών” και τα κουδουνάκια από το θυμιατό να φέρνουν με τον ήχο, τα εκατόφυλλα τριαντάφυλλα που ήταν στους καπνούς κρυμμένα.

    Καθώς κοντεύει το Πάσχα, έρχονται μαζι με την γιορτή, κι όσοι την γιορτάζαμε μαζί.


No comments:

Post a Comment