Γράμμα του Γιώργου Παληγεώργου από το Αγρίνιο
Ο τόπος ανάδωνε τ’ αρώματά του μέσα στην όρεξη της φύσης και μεσ’ στου κάμπου το γιορτάσι, ο κόσμος χαρά κι ανάγκη τόχε ένα. Άρχισε κι αυτός ένα σκοπό γλυκύ κι η άνοιξη γεύονταν τη νηχώ του.
“Το λεν’ οι κούκοι στα βουνά κι οι πέρδικες στα πλάϊα...”
Μοίρασε τα σουφλιά στη γυναίκα του και στη θυγατέρα του, κράτησε κι ένα για τον εαυτό του.
- Ώρες καλές είπε κι αφού σταυροκοπήθηκε έσκυψε στ’ αυλάκι.
- Ώρες καλές, ώρες καλές απάντησαν κι εκείνες.
Κι είπα, κρίμα να λείπει ο ποιητής, να σύρει με την πένα του πάνω στο καθαρό χαρτί όσα κεντάνε οι αίστησες.
Η μέρα πήρε το ρυθμό της και τα κατεβατά απλώνονταν πάντω στης σβάρνας τ’ αχνάρι στο φρέσκο χώμα, το κολατσιό, το γιόμα, τ’ απόγιομα, το δειλινό. Η απαντοχή για καλή σοδιά ήταν συνάμα και ξαποσταμός.
Μπήκε η μέρα σ’ ένα ημερολόγιο παλιό κι η εικόνα της σημάδι στο διάβα των γενιών.
- Μην τα θυμάσαι παιδί μ’ εκειά τα χρόνια, μην τα μελετάς. Τυραγνία δίχως διάφορο ήτανε τα δικά μας τα χρόνια. Τώρα έχετε όλα τα καλά, τώρα είν’ η ζωή, μα εγώ έφτασα στην άκρη, είπε ο γέροντας και με χτύπησε σιγαλά στον ώμο.
Ήτανε δίπλα μου μα η φωνή του σα νάρχονταν από μακριά, απ’ τον καιρό της νιότης του.
- Άχ, όπως και να το κάνουμε κι εγώ αναθυμάμαι· κι εγώ κι όλοι οι γερόντοι δηλαδή. Τότε στις αργατιές πιάνονταν κι οι αγάπες. Φώναζαν οι γονέοι μας, “τις κοπέλες εδώ γύρω θα τις έχετε σαν αδερφές σας”, μας έλεγαν· και τι μ’ αυτό; Οι καρδιές δε λογάριαζαν φωνές και διάτες κι έκαναν φορές τις δικές τους δουλειές. Και λέγαμε ώρες καλές όχι που μας έγνοιζε και τόσο η προκοπή του καπνού, παρά να πιάσουμε κουβέντα με την κοπελιά της αργατιάς που γειτονεύαμε.
Αδύναμα πήρε ο γέροντας ένα τραγούδι τοτινό, “γλυκειά μ’ εσύ μου τάριξες τα μάγια και με μάγεψες”.
- Κι όμως, αν έρχονταν τα χρόνια πίσω, εκείνη τη ζωή δε θα την άλλαζα. Της νιότης τα χρόνια δεν αλλάζονται· κι ακόμα γιατί εκείνη η ζωή είχε την αλήθεια της δικής μου γενιάς, είπε κι έριξε το βλέμμα του μακριά στο τότε. Και ξανάφερε το βλέμμα του στο τώρα με μια τρυφεράδα γιομάτη απ’ τον καιρό κι άνθισαν στο πρόσωπό του ογδόντα τόσες άνοιξες.
* Ώρες καλές = ευχή που έλεγαν όταν άρχιζε το φύτεμα του καπνού.
Σημείωση: Η ιστορία αυτή δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στις 3/4/2020 στο προφίλ του στγγραφέα στο Facebook.
Σημείωση 2: Ο Γιώργος Παληγεώργος κυκλοφόρησε πρόσφατα την πρώτη του συλλογή διηγημάτων με τίτλο “Χωρίς βαλίτσα” από τις εκδόσεις “Άπαρσις”.
No comments:
Post a Comment