Sunday, 10 April 2022

Χορογραφία... για πέντε (συνέχεια). Κεφάλαιο IV

 Γράμμα του Ανδρέα Μαρολαχάκη από τη Χαράδρα της Ημαθίας




...αποφάσισε να πιει έναν καφέ στο μπαλκόνι της πόλης...


Δημοσιεύουμε σήμερα τη συνέχεια του συλλογικού μυθιστορήματος “Χορογραφία για... πέντε”. Είναι το τέταρτο κεφάλαιο, γραμμένο από τον Ανδρέα Μαρολαχάκη


Κεφάλαιο IV


    Ο Άλκης αισθανόταν μπερδεμένος, πρώτη φορά στην καριέρα του αντιμετώπιζε υπόθεση δολοφονίας χωρίς φανερό κίνητρο. Η μικρή πόλη στην οποία υπηρετούσε είχε και στο παρελθόν περιπτώσεις φόνου, αλλά ήταν φανερός ο δράστης από την αρχή. Συνήθως αυτές οι περιπτώσεις ήταν αποτέλεσμα ερωτικής αντιζηλίας ή οικονομικές και κτηματικές διαφορές. Στην περίπτωση του «μπασκετμπολίστα» εκ πρώτης όψεως δεν υπήρχε φανερό κίνητρο. Από τις έρευνες που είχε κάνει η αστυνομία ο νεκρός μετά από μια πολύ πετυχημένη καριέρα στο χώρο του μπάσκετ, δεν είχε κάνει τίποτα το εξαιρετικό. Η ζωή του κυλούσε με μια ήρεμη ρουτίνα μάλλον συντηρητική, σε σχέση με την αθλητική του καριέρα.

    Είχε προσπαθήσει να γίνει προπονητής, αλλά πολύ νωρίς αντιλήφθηκε πως το ταλέντο του περιοριζόταν μόνο μέσα στα παρκέ των κλειστών γηπέδων. Η προσπάθεια του να δημιουργήσει ακαδημία καλαθοσφαίρισης στην ιδιαίτερη πατρίδα του, απέτυχε παταγωδώς γιατί δεν είχε την δυνατότητα να οργανώσει διοικητικά την επιχείρηση.  Πολύ γρήγορα προσαρμόστηκε με την ιδέα πως δεν είχε δυνατότητες τόσο για προπονητική καριέρα όσο και για επιχειρήσεις, έτσι αποφάσισε να μείνει στη γενέτειρα του ζώντας από τα χρήματα που είχε βγάλει κατά την διάρκεια της αθλητικής του καριέρας. Όλοι τον έβλεπαν να προπονείται στα διάφορα ανοιχτά γήπεδα μπάσκετ της πόλης, και να λαμβάνει μέρος σε πολλά τουρνουά μεταξύ παλαιμάχων.


...καθόταν δύο τραπέζια πιο δεξιά του...


    Ο Άλκης ερεύνησε εξονυχιστικά την ζωή του, ψάχνοντας για κάποια σοβαρή παραβατικότητα ή κάποια σοβαρή διένεξη. Όλες οι ενδείξεις έδειχναν πως το θύμα ζούσε μια ζωή μποέμ χωρίς προστριβές και κυρίως χωρίς αντιπαλότητες. Ήταν τύπος που άρεσε στις γυναίκες όπως του άρεσαν κι αυτές.  Σε όσες σχέσεις είχε ανακαλύψει ψάχνοντας το παρελθόν του, παρατήρησε πως δεν είχε παράλληλες σχέσεις ή τουλάχιστον δεν είχε ανακαλύψει μέχρι τώρα η όλη έρευνα.  Αυτό του φαινόταν τουλάχιστον περίεργο δεν ήταν δυνατό να είναι κάποιος τόσο άψογος, όπως τους έλεγαν στη σχολή… όλοι κάτι θα είχαν να κρύψουν ή κάτι δεν θα ήθελαν, κάποια στοιχεία από την ζωή τους να είναι σε κοινή θέα. 

    Κοίταξε το ρολόι του, η βάρδια του είχε τελειώσει εδώ και ώρα. Εγκατέλειψε το γραφείο του.

    Αφού έκλεισε τον φάκελο με τις αναφορές της υπόθεσης βγήκε από το κτίριο της αστυνομίας, πήρε το αυτοκίνητο του και το οδήγησε προς το κέντρο της πόλης.  Βρήκε σχεδόν αμέσως θέση πάρκινγκ στο κεντρικότερο σημείο της πόλης, μη τολμώντας να πιστέψει στην τύχη του. Ήταν πολύ αργά για  μεσημεριανό φαγητό και πολύ νωρίς για βραδινό. Δεν πεινούσε έτσι κι αλλιώς μετά από ένα σάντουιτς που έφαγε στο γραφείο και αποφάσισε να πιεί ένα καφέ στο μπαλκόνι της πόλης, όπως έλεγαν  το κεντρικό αναψυκτήριο που είχε θέα σ' όλη την πεδιάδα. Διάλεξε ένα τραπέζι στην αριστερή πλευρά της καφετέριας, για να μπορεί να ελέγχει κατά κάποιο τρόπο όσους διέσχιζαν το πάρκο για να μπουν στο καφέ.


...τέντωσε το λαιμό του προς το μέρος των δύο γυναικών, περιμένοντας τη συνέχεια της συνομιλίας...


    Αν και είχε μπει σαν απλός αστυφύλακας στο σώμα και αφού υπηρέτησε τρία χρόνια στο πεζοδρόμιο της πρωτεύουσας όπως όριζε ο νόμος, μετά από εξετάσεις πέρασε στην σχολή της αστυνομίας και μετά από τέσσαρα χρόνια φοίτησης ήταν πλέον υπαστυνόμος Β. Χαμογέλασε με αυταρέσκεια, ήταν ο μόνος από το χωριό του, από όλους τους συνομήλικους του, που κατάφερε να ξεφύγει από την αγροτική ζωή και να σπουδάσει. Τώρα στην ουσία, σ' αυτή την πόλη, έκανε τα πρώτα επαγγελματικά του βήματα. Ο φόνος του μπασκετμπολίστα ήταν η πρώτη στην πραγματικότητα  σοβαρή υπόθεση που του έτυχε. Έστω κι αν την ευθύνη την είχε ο άμεσος προϊστάμενος του.

    Ντυμένος με τζιν και ένα σπορ πουκάμισο, δεν ήταν σε θέση να κρύψει το όπλο του από την κοινή θέα, γι αυτό είχε όπως και πολλοί συνάδελφοι του το ειδικό τσαντάκι που μπορούσε να το κρεμάει στο πλάι της μέσης του και εκεί, εκτός από το όπλο, είχε ένα ζευγάρι χειροπέδες, ταυτότητα και ένα εφεδρικό γεμιστήρα και άλλα προσωπικά μικροαντικείμενα. Άφησε το τσαντάκι στην διπλανή καρέκλα έτσι ώστε να μην είναι σε κοινή θέα και παρήγγειλε έναν κρύο καφέ χωρίς ζάχαρη.

    Σε λίγο απολάμβανε την θέα του κάμπου, που έμοιαζε με πράσινη θάλασσα, ενώ ρουφούσε με θόρυβο το περιεχόμενο του ποτηριού που κρατούσε στο αριστερό του χέρι. Παρ’ όλο που δεν ήθελε να το παραδεχτεί, αν και εκτός υπηρεσίας, τον απασχολούσε η υπόθεση του φόνου που είχε αναλάβει η υπηρεσία του. Δεν υπέκυψε στον πειρασμό να ανάψει τσιγάρο, έκανε τρομερή προσπάθεια για να το περιορίσει και προς το παρόν ήταν μέσα στους στόχους του. Μετακίνησε την καρέκλα του για να έχει καλύτερη οπτική γωνία και ξαφνιάστηκε όταν είδε ποιος καθόταν σε μικρή απόσταση από τη θέση του.

    Η Ευδοκία Παπαδοπούλου καθόταν δύο τραπέζια πιο δεξιά του, πίσω από μια μικρή ιτιά, που την έκρυβε από την θέση του.  Την παρακολούθησε σκεπτικός καθώς αυτή έπινε τον καφέ της. Ήταν ντυμένη όπως και το πρωί, με την μόνη διαφορά ότι φορούσε ένα ζευγάρι μαύρα γυαλιά ηλίου, που έκρυβαν μεγάλο μέρος από το πρόσωπο της. Την κοίταζε με προσοχή αθέατος, αν και η γυναίκα δεν φαινόταν να δίνει την παραμικρή σημασία στον περίγυρο της. Εξακολουθούσε να πίνει αμέριμνη και ίσως αδιάφορη τον καφέ της και το πιθανότερο ήταν πως δεν περίμενε κανένα.

    Αποφάσισε να την παρακολουθεί κρυφά, ελπίζοντας σε κάποια απρόσμενη κίνηση εκ μέρους της. Όσο την παρακολουθούσε σκεπτόταν τα δεδομένα της υπόθεσης  και προσπάθησε να τα βάλει σε τάξη. Φαινομενικά η γυναίκα  ήταν εκ πρώτης όψεως η βασική ύποπτος, αλλά όπως είχε μάθει και από την σχολή… τις περισσότερες φορές τα φαινόμενα απατούν. Αυτό δεν ήταν όμως λόγος για να την αποκλείσει από την λίστα των υπόπτων.  

    Με την άκρη του ματιού του είδε μια νεαρή γυναίκα να κοντοστέκεται για λίγο και να σαρώνει με το βλέμμα της όλη την «σάλα» και να σταματάει επιδεικτικά και με ένα θεατρικό τρόπο, μπροστά από το τραπέζι της Ευδοκίας, η οποία δεν σήκωσε καν το βλέμμα της για να την δει. Συνέχιζε αφηρημένη να παίζει με το καλαμάκι του καφέ χωρίς να έχει αισθανθεί την παρουσία της νεοφερμένης. Γύρισε να την κοιτάξει όταν την άκουσε να βήχει επιδεικτικά και να κτυπάει με θόρυβο το τακούνι του παπουτσιού της στις πλάκες. Το βλέμμα της έπεσε επάνω της χωρίς να δείξει ότι την αναγνώρισε και κυρίως χωρίς να πει οτιδήποτε, παρέμεινε σιωπηλή σαν να περίμενε την νεοφερμένη να κάνει την πρώτη κίνηση.

    Αυτή χωρίς να πει τίποτα, παραμέρισε απότομα μια καρέκλα, ίσιωσε μηχανικά το βαμβακερό της φόρεμα και κάθισε χωρίς να περιμένει καμία πρόσκληση. Με μία κίνηση του χεριού της κάλεσε τον σερβιτόρο και παρήγγειλε έναν καφέ.  Εκείνη την στιγμή ο αστυνομικός κατάλαβε ποια ήταν η νεοφερμένη. Ήταν η Πάμελα η τραγουδίστρια ή «τραγουδιάρα», όπως έλεγαν αυτού του είδους τις καλλιτέχνιδες, οι θαμώνες των σκυλάδικων. Την είχε ακούσει να τραγουδάει ένα βράδυ, είχε όντως σουξέ. Με τη μόνη διαφορά, πως οι πελάτες του μαγαζιού θαύμαζαν περισσότερο το λίκνισμα των γοφών της, σε συνδυασμό με το προκλητικό κούνημα του πλούσιου στήθους της και ελάχιστα τα φωνητικά της προσόντα. Ήξερε πολύ καλά όπως και η υπηρεσία του, πως η τραγουδιάρα έκανε κονσομασιόν αλλά αυτό ήταν κάτι που συνηθιζόταν σ' αυτά τα μαγαζιά. Αναρωτήθηκε όμως τι σχέση θα μπορούσε να έχει με την γυναίκα που παρακολουθούσε.       

    «Πως είσαι  Ευδοκία;» ρώτησε, «πως έγινε το κακό;» χωρίς όμως να πάρει κάποια απάντηση. Ο Άλκης είδε την  ύποπτη για αυτόν γυναίκα, να παίρνει ένα χαρτομάντιλο από την τσάντα της και βγάζοντας τα σκούρα γυαλιά της, να σκουπίζει προσεκτικά τα μάτια της. Οι δύο γυναίκες έμειναν για λίγο σιωπηλές και μόνο όταν ο σερβιτόρος εκτέλεσε την παραγγελία… η Ευδοκία μίλησε με μια βραχνή φωνή που πιο πολύ έμοιαζε με κρώξιμο πουλιού παρά με ανθρώπινη.

    «Ξέρω αυτά που ξέρεις, αυτά μαθεύτηκαν…» ρούφηξε μια γουλιά από τον καφέ της, πήρε μια βαθιά ανάσα και συνέχισε...

    «Εσένα θα πρέπει να σου εξομολογηθώ κάτι που σε κανέναν άλλο δεν θα τολμούσα να πω. Είναι κάτι που με βαραίνει και είχα αποφασίσει να μη το πω σε κανέναν. Πήγα στο σπίτι του, ντυμένη για έξοδο, ελπίζοντας σε βελτίωση της σχέσης μας, αλλά αυτός ούτε που σκέφτηκε να ικανοποιήσει την επιθυμία μου, μείναμε στο σπίτι και αφού κάναμε έρωτα μου είπε κυνικά πως αυτό θα ήταν ο αποχαιρετισμός της σχέσης μας και πως δεν θα βρισκόμασταν ξανά…». Σταμάτησε για μια στιγμή, φύσηξε με θόρυβο την μύτη της στο χαρτομάντιλο και πήρε μια βαθιά ανάσα, αφήνοντας στο τέλος ένα βαθύ αναστεναγμό.        

    «Και;» της απάντησε η Πάμελα, «αυτό το παιγνίδι το έχεις παίξει και εσύ, ξέχασες σε πόσους έχεις δώσει τέτοιου είδους απαντήσεις; Μήπως δεν θυμάσαι σε πόσους έχεις δώσει παρόμοιες «χυλόπιτες»;». Ήπιε μια γουλιά από το περιεχόμενο του ποτηριού που κρατούσε στο δεξί της χέρι και συνέχισε…

    «Σύνελθε φιλενάδα… δεν είναι για μας οι έρωτες και οι «ρομαντζάδες», εμείς… εμείς είμαστε επαγγελματίες του είδους… εμείς πουλάμε έρωτα και τα θύματα τον αγοράζουν». Έκανε μια παύση περιμένοντας μάταια κάποια αντίδραση από την συνομιλήτρια της. Αφού παρέμεινε σιωπηλή για λίγο μη τολμώντας να διακόψει τη σιωπή της φίλης της συνέχισε…

    «Θέλεις να μου πεις τι έγινε; Έτσι για να ξελαφρώσεις…». 

    Γύρισε και την κοίταξε μέσα από τα μαύρα γυαλιά της, χωρίς να πει τίποτα, άπλωσε το χέρι της και από την τσάντα της έβγαλε ένα πακέτο με αμερικάνικα τσιγάρα και αφού της πρόσφερε ένα, πήρε κι αυτή και το άναψε με τον ασημένιο αναπτήρα της. Ρούφηξε με απληστία τον καπνό κοιτάζοντας αφηρημένα προς τον κάμπο, χωρίς στην ουσία να βλέπει κάτι. 

    «Έχεις δίκιο, αυτή ήταν η ζωή μου μέχρι τώρα… αλλά έγινε αυτό που σε κάθε περίπτωση θα το νόμιζα αδιανόητο… ερωτεύτηκα φιλενάδα… κόλλησα… ένιωσα… πίστεψα… έκανα όνειρα κι αυτός με έδιωξε σαν να ήμουν βάρος για αυτόν… σαν να ήμουν ένα τίποτα...» μιλούσε και κάπνιζε ρουφώντας τον καπνό με πάθος.

    «Θέλεις να μου πεις τι έγινε χθες το βράδυ;» επέμενε η «καλλιτέχνις»…

    «Σου είπα… ντύθηκα και στολίστηκα με την ελπίδα ότι θα βγούμε έξω... κάπου για να διασκεδάσουμε, κάπου οπουδήποτε να περάσουμε καλά, να νιώσουμε διαφορετικά, θα έκανα μια προσπάθεια να του κεντρίσω το ενδιαφέρον, να τον κάνω να νιώσει όπως στην αρχή της γνωριμίας μας...», σταμάτησε για λίγο πήρε ένα ακόμη τσιγάρο το άναψε και συνέχισε με την φωνή της να γίνεται όλο και πιο βραχνή…   

    «…Πήγα από το σπίτι του χωρίς να έχουμε συνεννοηθεί εκ των προτέρων, ξαφνιάστηκε που με είδε, δεν με περίμενε, αρνήθηκε να βγει μαζί μου… μου τόνισε πως θα ήταν αδιανόητο να κυκλοφορήσει μαζί μου… η πόλη είναι μικρή… αυτός είναι πολύ γνωστός… η διαφορά της ηλικίας τέτοια που θα δημιουργούσε σχόλια εις βάρος του.  Λες και δεν είχαμε κυκλοφορήσει μαζί στις αρχές της γνωριμίας μας… λες και δεν μας είχαν δει μαζί… λες και ήμασταν αόρατοι στο πρώτο στάδιο της γνωριμίας μας». Έκανε μια παύση σαν να θυμήθηκε κάτι, σαν να σκεπτόταν κατι που την ενοχλούσε…

    «Μήπως είχε παράλληλη σχέση;» ρώτησε με αφέλεια η Πάμελα.

    Την κοίταξε για λίγο μέσα από τα σκούρα γυαλιά της κούνησε αρνητικά το κεφάλι της και είπε...

    «Όχι, το αποκλείω… δεν ήταν τέτοιου είδους άνθρωπος, είχε περίεργες αρχές… ωστόσο κάποιες φορές τον «έπιασα» να κάνει περίεργα τηλεφωνήματα. Στην αρχη μιλούσε μονολεκτικά και χαμηλόφωνα και μετά πήγαινε σε άλλο δωμάτιο και δεν μπορούσα να ακούσω… όμως είμαι βέβαιη πως δεν μιλούσε με γυναίκα…»

    «Πως μπορείς να είσαι σίγουρη; Αφού λες πως δεν άκουγες όλη την συνομιλία;»

    «Αλίμονο ρε φιλενάδα… για πρωτάρα με περνάς; Νομίζεις δεν είμαι σε θέση να καταλάβω κάτι τέτοιο;»

    «Δεν σε περνάω για πρωτάρα… κάθε άλλο θα έλεγα, αλλά ήσουν ερωτευμένη… αυτό σου αφαιρεί πολλές από τις μέχρι τώρα εμπειρίες σου, ο ερωτευμένος άνθρωπος τα βλέπει όλα όπως θέλει να τα βλέπει».

    «Όχι, είμαι σίγουρη… το έβλεπα το ένιωθα… δεν υπήρχε περίπτωση για παράλληλη σχέση, κάτι άλλο τον απασχολούσε, κάτι σημαντικό, αμέσως με κάθε τηλεφώνημα άλλαζε προς το χειρότερο η διάθεση του, γινόταν νευρικός και απρόβλεπτος, απομονωνόταν και έμενε αμίλητος για πολύ ώρα».

    «Μετά τι έγινε;»

    «Μετά… τι μετά; Μου είπε ξεκάθαρα πως ήταν τελευταία φορά που βρισκόμασταν… είπε ξεκάθαρα πως του άρεσε αυτό που κάναμε… αλλά ήταν τελευταία φορά… μετά… μετά δεν ξέρω τι έγινε… βρέθηκα ντυμένη και χωρίς να μπορώ να θυμηθώ λεπτομέρειες βρέθηκα στον δρόμο και γύρισα σπίτι μου… μετά αστυνομία, ερωτήσεις… σχόλια… πίκρα… στεναχώρια…».

    «Μήπως ξεχνάς κάτι να μου πεις;». Γύρισε ξαφνιασμένη το κεφάλι και την κοίταξε επίμονα πίσω από τα μαύρα γυαλιά της…

    «Τι θες να πεις;»

    «Άκουσε φιλενάδα, εγώ δεν είμαι η αστυνομία… δεν μου τα λες όλα…»

    «Δεν σε καταλαβαίνω;»

    «Σε είδα που ξαναγύρισες στο σπίτι του γκόμενου σου, αργότερα ντυμένη με τζιν;»  

    «Τι; Πώς; Τι μου λες τώρα; Που το ξέρεις;»

    «Μπροστά από το σπίτι του δικού σου, σταμάτησε το αυτοκίνητο του ένας πελάτης, που με φόρτωσε από το μαγαζί και σαλιάριζε μαζί μου. Σε είδα να περνάς ανέβηκες και κατέβηκες σχεδόν αμέσως… μετά από λίγο ήρθε αυτοκίνητο της αστυνομίας και ασθενοφόρο και αναγκαστήκαμε να την κοπανήσουμε…»

    Ο Άλκης σχεδόν τινάχτηκε στον αέρα με αυτά που άκουσε, τέντωσε τον λαιμό του προς το μέρος των δύο γυναικών, περιμένοντας την συνέχεια της συνομιλίας…

    Η Ευδοκία έμεινε για λίγο σιωπηλή… αυτή την εξέλιξη δεν την περίμενε, δεν μπορούσε να φανταστεί ότι κάποιος θα μπορούσε να την έχει δει. Άναψε άλλο ένα τσιγάρο με τα χέρια της κυριολεκτικά να τρέμουν, το έφερε στα χείλη της  και ρούφηξε με πάθος. Τα πνευμόνια της γέμισαν με τον καπνό του τσιγάρου, κράτησε την αναπνοή της μέχρι που ένιωσε το στήθος της να πονά. Άφησε τον καπνό να βγει με ένα απαλό σφύριγμα και ένιωσε κάπως καλύτερα. Με μάτια θολά κοίταξε την «φιλενάδα» της και αποφάσισε να την εμπιστευτεί και να της πει την αλήθεια. Εξ άλλου δεν είχε άλλη διέξοδο η Πάμελα την  είχε δει.  

    «Έτσι όπως τα λες είναι… γύρισα ξανά στο σπίτι του Γιώργου, για να πάρω το τσαντάκι που είχα ξεχάσει» έμεινε για λίγο σιωπηλή παίζοντας με το τσιγάρο μηχανικά ανάμεσα στα δάκτυλα της. Χωρίς να την κοιτάξει συνέχισε σχεδόν τραυλίζοντας…  «Μα… δεν έκανα κάτι κακό… γύρισα να πάρω την τσάντα μου… εγκλωβίστηκα για λίγο, πανικοβλήθηκα και έφυγα χωρίς να πάρω τελικά το τσαντάκι μου». Φύσηξε με θόρυβο την μύτη της στο χαρτομάντιλο και άναψε καινούργιο τσιγάρο. Η φίλη της την κοίταζε σκεφτική χωρίς να μιλάει…  αναρωτιόταν αν έκανε καλά που της είπε ότι την είχε δει…

    «Στην αστυνομία είπες ότι ξαναγύρισες στο σπίτι του Παπαδόπουλου;»

    «Όχι … δεν τόλμησα να το πω, φοβήθηκα μη μπλέξω, ξέρεις πολύ καλά τον τρόπο που σκέπτονται οι αστυνομικοί… σε λίγο θα σκαλίσουν το παρελθόν μου και θα αρχίσουν πάλι οι ανακρίσεις και οι ερωτήσεις» σώπασε και έφερε το τσιγάρο με τρεμάμενο το χέρι της στα χείλη της και ρούφηξε άπληστα τον καπνό.

    «Τι σκοπεύεις να κάνεις με αυτά που είδες;» ρώτησε.

    «Τίποτα…  άτομα σαν εμάς δεν μπλέκουν για κανένα λόγο με την αστυνομία, εσύ πρέπει να σκεφτείς τι θα κάνεις, έχεις μπλέξει και μάλιστα έχεις μπλέξει άσχημα. Αφού σε είδα εγώ… ίσως να σε έχει δει και κάποιος άλλος… πέρασες από μπροστά μας με γρήγορο βηματισμό, σχεδόν έτρεχες και αυτός ήταν ο λόγος που σε πρόσεξα».

    Για λίγο έμειναν αμίλητες και μετά η συζήτηση τους στράφηκε σε άλλα αδιάφορα θέματα, πράγμα που απογοήτεψε τον Άλκη, ο οποίος εξακολουθούσε να κρυφακούει, ελπίζοντας να μάθει κάτι ενδιαφέρον.


--//--

 

    Ο αστυνομικός διευθυντής μελετούσε με προσοχή τα σχέδια που είχε απλωμένα πάνω στο γραφείο του. Ήταν της παλιάς σχολής, δεν μπορούσε να δουλέψει με τα ηλεκτρονικά μηχανήματα, τον βόλευε καλύτερα να έχει μπροστά του τις χάρτινες απεικονίσεις αυτών που ήθελε να ελέγξει και όχι μια ηλεκτρονική οθόνη που θα τον εκνεύριζε με την φωτεινότητα και το τρεμούλιασμα της εικόνας. Στους ανθρώπους που εμπιστευόταν όταν μιλούσε για αυτά, τα χαρακτήριζε σαν τα «μηχανήματα του διαβόλου». Παρήγγειλε έναν ελληνικό καφέ σκέτο και στρώθηκε στην ανάγνωση των σχεδιαγραμμάτων. Κάθε τόσο με ένα λεπτό μολύβι σημείωνε παρατηρήσεις ή ερωτήσεις που θα έπρεπε να κάνει και κυρίως σε ποιόν θα έπρεπε να τις κάνει. Είχε προβληματιστεί με όσα είχε μάθει για την εβραϊκή συνοικία και τα «μυστικά» της. Αναρωτιόταν αν οι πληροφορίες της κας Στεργιάνας είχαν σχέση με τον θάνατο του συγκάτοικού του.

    Στην πόλη υπήρχε ένας αναβρασμός και τα κουτσομπολιά έδιναν κι έπαιρναν. Το θύμα ήταν αγαπητός στην περιοχή και κατά την διάρκεια της καριέρας του δεν παρέλειπε να τονίζει την γενέτειρα του και τους δεσμούς που είχε μαζί της. Του είχαν τηλεφωνήσει διακριτικά, τόσο ο δήμαρχος, όσο και δύο τοπικοί βουλευτές, θέλοντας να μάθουν για την εξέλιξη της υπόθεσης. Εκείνοι που είχαν γίνει φορτικοί ήταν οι ντόπιοι και όχι μόνον δημοσιογράφοι, που ήλπιζαν σε πιθανές αποκλειστικότητες του θέματος. Με ευγένεια στην αρχή και κάπως απότομα αργότερα τους απαντούσε με φράσεις κλισέ… όπως η υπόθεση βρίσκεται στο στάδιο διερεύνησης και ότι δεν υπάρχουν νέα. Τα ραδιόφωνα και οι σταθμοί τηλεόρασης ντόπιοι και μη, αφιέρωναν πολλά λεπτά ραδιοφωνικού και τηλεοπτικού χρόνου στην δολοφονία ενός σημαντικού αθλητή και ευυπόληπτου πολίτη. Ήταν σίγουρο πως αργότερα η πίεση για την διαλεύκανση της υπόθεσης θα γινόταν πιο έντονη. 

    Ο έλεγχος που είχαν κάνει στην προσωπική του ζωή και στις προηγούμενες επιχειρηματικές δραστηριότητες του, δεν είχε δείξει κάτι μεμπτό. Μπορεί να είχε αποτυχίες μετά την αθλητική του καριέρα, αλλά κανείς δεν τον κατηγόρησε ποτέ για κομπίνες ή οικονομικές ατασθαλίες. Ήταν συνεπής σε όλες τις υποχρεώσεις του και αποζημίωσε τους πάντες. Ο μόνος που τελικά είχε χάσει από τις αποτυχημένες δραστηριότητες ήταν ο ίδιος και αυτός δεν παραπονέθηκε γι' αυτό ποτέ, ούτε καταλόγισε ευθύνες σε κάποιον από τους συνεργάτες του. Η ζωή του ήταν απλή χωρίς διακυμάνσεις, χωρίς εχθρότητες σαν τη ζωή ενός κοινού πολίτη της πόλης.

    «Κύριε διοικητά…» τον διέκοψε από τις σκέψεις του ο αξιωματικός υπηρεσίας. Σήκωσε το κεφάλι του από το χαρτομάνι που είχε μπροστά του και τον κοίταξε ερωτηματικά.

    «Ίσως θα πρέπει να δείτε το κεντρικό δελτίο της τηλεόρασης που αρχίζει σε λίγο. Διαφημίζουν μετά το τέλος πως θα έχουν αφιέρωμα στον Παπαδόπουλο…»     

    «Σε ευχαριστώ Νίκο… θα το δω».

    Μάζεψε τα σχέδια από μπροστά του, τα τακτοποίησε στον μεταλλικό φωριαμό, άνοιξε την τηλεόραση που είχε απέναντι του, βόλεψε το σώμα του αναπαυτικά στην καρέκλα και άναψε τσιγάρο. Παρακολούθησε βαριεστημένα τις «τετριμμένες» ειδήσεις που έδειχνε το κανάλι και αναρωτιόταν για την σκοπιμότητα κάθε είδησης. Με το που τελείωσε το δελτίο και μετά από λίγα λεπτά διαφημίσεων, άρχισε το αφιέρωμα για τον μπασκετμπολίστα. Από τα πρώτα λεπτά βαρέθηκε με αυτά που έβλεπε. Πίεσε τον εαυτό του να επικεντρωθεί στην εκπομπή, αλλά το μόνο που έδειχνε η τηλεόραση ήταν το ξεκίνημα του στον αθλητισμό, τις επιτυχίες του με τις ομάδες που αγωνίστηκε, το πέρασμα του από την εθνική ομάδα και την ιδιαίτερη τεχνική που είχε στο άθλημα. Μια πλειάδα από συμπαίκτες του και αντίπαλοι εγκωμίαζαν με λόγια κλισέ την ζωή του Παπαδόπουλου και αναρωτιόταν όλοι τους για τον αποτρόπαιο φόνο.

    «Σκατά…» μονολόγησε δυνατά ο αστυνομικός σαν να απευθυνόταν σε κάποιο, «σκατά και απόσκατα, όλοι είχαν να πουν για το θύμα μόνο καλά λόγια, λες και δεν υπήρχαν ζήλιες και αντιπαλότητες στις σχέσεις τους». 

    «Ο νεκρός δεδικαίωται» μουρμούρισε μέσα από τα δόντια, καθώς θυμήθηκε το αρχαίο ρητό. Βαριεστημένος έπιασε το τηλεχειριστήριο και έκλεισε την τηλεόραση. Δεν είχε λόγους να παρακολουθεί πρόωρα μνημόσυνα. Εξ άλλου ήταν σίγουρο πως δεν θα μάθαινε τίποτα καινούργιο.

    «Φρόσω…» φώναξε απότομα με δυνατή σχετικά φωνή. Σε πολύ λίγο εμφανίστηκε στην είσοδο της πόρτας του γραφείου του μια αστυνομικός, με στολή και διακριτικά αξιωματικού. Ήταν μια από τις πέντε γυναίκες που στελέχωναν το αστυνομικό τμήμα.

    «Διατάξτε κε διοικητά» είπε τηρώντας το τυπικό της ιεραρχίας.

    «Θέλω να μπεις σ αυτό το «διαβολοκούτι»  στο οποίο εξειδικεύτηκες και να μου βρεις κάθε πληροφορία για το θύμα του χθεσινού φόνου. Θέλω βασικά πληροφορίες για την εδώ διαμονή του, τις συνήθειες του, την οικονομική του κατάσταση, τους φίλους του και τους πιθανούς εχθρούς ακόμη και τους ερωτικούς ανταγωνιστές, αν υπάρχουν… γενικά θέλω όλες τις αναφορές από την σήμανση, τον ιατροδικαστή και όλες τις μαρτυρίες  όσων έχουμε συγκεντρώσει σ αυτόν τον φάκελο. Πρόσβαση σ αυτά τα στοιχεία θα έχω εκτός από σένα, εγώ και ο υπαστυνόμος Άλκης. Θέλω να αφήσεις οτιδήποτε κάνεις και να ασχοληθείς μόνο μ αυτό».

    «Μάλιστα κε διοικητά, έτσι κι αλλιώς αυτό που είχα υπό όψιν μου να κάνω δεν επείγει».   

    «Καλώς… δεν θα ασχοληθείς με τίποτα άλλο, αυτό το θέμα θα είναι η κύρια δουλειά σου από εδώ και πέρα».

    Βγήκε από το γραφείο αθόρυβα και γρήγορα όπως μπήκε. Η Φρόσω μόλις είχε τελειώσει από την σχολή της αστυνομίας και είχε ειδικευτεί στην χρήση των ηλεκτρονικών υπολογιστών. Ήταν καταρτισμένη και πολύ ευσυνείδητη. Μοιραία είχε αναλάβει όλο σχεδόν το χαρτομάνι, που οι υπόλοιποι αξιωματικοί  μέσα στο τμήμα αντιπαθούσαν να κάνουν. Ήταν πολύ φιλόδοξη και αποφασισμένη να πετύχει στο σώμα της αστυνομίας. Στην αρχή οι άνδρες συνάδελφοι της την αντιμετώπιζαν κάνοντας ειρωνικά σχόλια πίσω από την πλάτη της. Σε πολλές περιπτώσεις την αντιμετώπιζαν με χαλαρή συγκατάβαση μόνο και μόνο επειδή ήταν γυναίκα. Η Φρόσω δεν έδινε καμία σημασία στα σχόλια των συναδέλφων της. Ήξερε πολύ καλά ότι ήταν σε μια καθαρά ανδροκρατούμενη υπηρεσία και ότι θα έπρεπε να παλέψει για να μπορέσει να σταθεί με αξιώσεις στο σώμα. Αδιαμαρτύρητα δέχτηκε την θέση στο αρχείο με τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές και προσπαθούσε να το μετατρέψει σε ψηφιακό. Γρήγορα αναγνωρίστηκε η εργατικότητα της και κυρίως η ευφυΐα της. Πρόθυμη πάντα δεν παρέλειπε να βοηθά και να εξηγεί τη χρήση των υπολογιστών στους συναδέλφους της, που όσο περνούσε ο χρόνος την αντιμετώπιζαν σαν ίση, ενώ υπήρχαν στιγμές που ήταν απαραίτητη στις χρονοβόρες έρευνες.

    Ο προϊστάμενος της, την έβλεπε να απομακρύνεται στο διάδρομο και να πηγαίνει προς το γραφείο της, που μοιραζόταν με άλλους τρεις συναδέλφους και χαμογέλασε αδιόρατα. Την συμπαθούσε αυτή την αξιωματικό αν και στην αρχή είχε δυσφορήσει με την τοποθέτηση στο τμήμα του γυναικών, γρήγορα άλλαξε γνώμη, όταν είδε την εργατικότητα και την κατάρτισή τους. Η σχολή της αστυνομίας είχε εξελιχθεί και από ανδροκρατούμενη που ήταν, τώρα πλέον έδινε περισσότερο χώρο στις γυναίκες. 

    «Κοίτα πως αλλάζει ο άνθρωπος;» είπε σχεδόν φωναχτά μιλώντας στην ουσία στον εαυτό του. Εκείνη την στιγμή άκουσε γρήγορα βήματα και είδε τον Άλκη να μπαίνει φουριόζος στο γραφείο του, παραβλέποντας κάθε πρωτόκολλο ιεραρχίας. Πριν προλάβει να αναρωτηθεί για την συμπεριφορά του υφισταμένου του, τον είδε να κλείνει την πόρτα και να του λέει λαχανιασμένος.

    «Αστυνόμε σου έχω νέα…» 


Σημείωση ιστολογίου: Η παραπάνω ιστορία είναι προϊόν μυθοπλασίας. Πρόσωπα και γεγονότα είναι πέρα για πέρα φανταστικά. Οποιαδήποτε ομοιότητα με πραγματικά πρόσωπα, γεγονότα και καταστάσεις είναι εντελώς συμπτωματική.

    Σημείωση 2. Τη σκυτάλη παίρνει η Ανατολή Μελίδου.

No comments:

Post a Comment