Wednesday 25 September 2019

Το βιολί κι ο τροχός...


Γράμμα του Γιώργου Παληγεώργου από το Αγρίνιο




Το παλιό γύφτικο βιολί

     Ξύπνα, η δροσιά είναι πέλαγο κι ακόμα είν’ καλοκαίρι. Σήκω να ιδείς και να γευτείς πως ξεκολλιέται ο καπνός, πως κόβονται βαντάκια[1]και πως κυλάει ο ίδρωτας στον κόρφο μου ποτάμι. Πλάι μου έλα να σταθείς, ν’ ακούσεις το τραγούδι, π’ αναβαρεί στ’ αστήθι μου και κρένει η λαλιά μου, ότι περάει γοργά ο καιρός, θάρθει κι εσέ η σειρά σου, με το τραγούδι σου ακριβά τον κόπο να πληρώνεις.

     Έτσι ήταν το συνήθειο του σα χάραζε η μέρα, τους Αύγουστους τα χρόνια εκειά, να τον γλυκοξυπνάει το γιο του το μονάκριβο, τη στερνοαπαντοχή του και να τον παίρνει αντάμα του, τον ήλιο να μαυλίσει.

Wednesday 18 September 2019

Ταξιδιώτης με αιτία Νο 2. Ρώμη


Γράμμα της Φυλίτσας Σοφιανού από τη Θεσσαλονίκη




Βαρκαρόλα στην Πιάτσα ντι Σπάνια

     Η Ρώμη έχει χαρακτηριστεί αιώνια πόλη κι ανέπτυξε έναν αξιοθαύμαστο πολιτισμό στην καρδιά της γειτονικής μας Ιταλίας. Το 2013 την χαρήκαμε τουριστικά, τον Απρίλιο όμως του 2016 έλαβε χώρα ο καθιερωμένος 22ος Μαραθώνιος της Ρώμης, στον οποίο ο πρωτότοκος γυιός, αποφάσισε να λάβει μέρος, οπότε ξαναταξιδέψαμε για συμπαράσταση και για να βρεθούμε λίγο ως οικογένεια, δεδομένου ότι προσκλήθηκε και ο μικρός γιός να έλθει από την Γερμανία, όπου ζει κι εργάζεται.

Friday 13 September 2019

Φώτης. Μια ιστορία από την Κίσσαμο


Γράμμα του Ανδρέα Μαρολαχάκη από τη Βέροια




Στο κέντρο ο Φώτης. Δεξιά η Αντωνία και η Κατίνα

     Ανέβηκα στο πίσω κάθισμα της DKW μοτοσυκλέτας, σφίγγοντας στα χέρια μου μια σκουρόχρωμη, σχεδόν μαύρη, πέτρα. Ο οδηγός μάρσαρε τη μηχανή και μ’ ένα σπινάρισμα ξεκίνησε με θόρυβο, τινάζοντας σκόνες και χαλίκια στο προαύλιο του σχολείου. Διασχίσαμε την πλαϊνή αυλή και φτάσαμε στη μόνιμα ανοιχτή εξώπορτα του σχολείου. Εκεί μ’ ένα απότομο φρενάρισμα ο Φώτης (αυτός οδηγούσε) ακινητοποίησε το όχημα. Ισορρόπησε πατώντας με το αριστερό του πόδι στο έδαφος κι άπλωσε το χέρι του, χωρίς να πει τίποτα και κυρίως χωρίς να γυρίσει το σώμα του ή το κεφάλι του προς τα πίσω. Εγώ, αφού κρατήθηκα με το αριστερό μου χέρι απ’ τον ιμάντα της σέλας, με το δεξί μου του έδωσα την πέτρα που κρατούσα. Αυτός την πήρε και με μια απότομη κίνηση την πέταξε πάνω απ’ το κεφάλι του. Κάτι μουρμούρισε (ίσως γλύτωσα, ίσως δεν πρόκειται να με ξαναδείτε) και με μια απότομη γκαζιά, σήκωσε τη μηχανή στην πίσω της ρόδα, κάνοντας μια εντυπωσιακή σούζα κι έτσι βγήκαμε με ταχύτητα στον δρόμο. Έσφιξα με δύναμη τα δόντια μου, ενώ το χέρι μου κόντεψε να σπάσει τον ιμάντα. Παρ’ όλο που εμπιστευόμουν την οδηγητική ικανότητα του φίλου μου, ο φόβος απ’ τις νευρικές κινήσεις της οδήγησης και οι απότομοι ελιγμοί, προξένησαν ένα φόβο κι ένα σφίξιμο στο στομάχι μου.