Thursday 22 February 2018

Γράμμα από τη Βέροια. Ιστορίες από το Κακοσούλι. Σαραντόβρυσες


Του Ανδρέα Μαρολαχάκη



     Ήταν μια περίεργη εποχή για μας, τότε λίγο πριν το τέλος της παιδικής μας ηλικίας και λίγο πριν μπούμε στην εφηβεία. Ήμασταν ιδιαίτερα ανήσυχοι, χωρίς να υπάρχει κάποιος συγκεκριμένος λόγος. Τα συνηθισμένα παιγνίδια, που άλλες εποχές ήταν τα αγαπημένα μας, τώρα πλέον έπαψαν να έχουν ενδιαφέρον για μας. Τότε πολλά παιδιά της γειτονιάς γνώρισαν τα περιπετειώδη μυθιστορήματα (εγώ από την Γ΄ δημοτικού είχα αρχίσει να τα διαβάζω) και άνοιγαν κάποιοι άλλοι ορίζοντες στην παιδική μας φαντασία.

     Έτσι συγγραφείς όπως ο Σερ Ουόλτερ Σκοτ, ο Τζέημς Φένιμορ Κούπερ, ο Αλέξανδρος Δουμάς (πατήρ και υιός), ο Ντάνιελ Ντεφόε, ο Ιούλιος Βερν κ.ά. άρχισαν να μας διασκεδάζουν με τα μυθιστορήματα τους. Αμέσως έγιναν “κτήμα” μας ιστορίες όπως “ο Ιβανόης”, “οι τρεις σωματοφύλακες”, “η μυστηριώδης νήσος”, “ο ελαφοκυνηγός”, “ο Ροβισών Κρούσος”, “το νησί των Θησαυρών” κ.α. Κάθε απόγευμα καθόμασταν στις πέτρες που ήταν άτακτα ριγμένες απέναντι από την είσοδο της εκκλησίας του Αγ. Βλάση και κάποιος από εμάς τους μεγαλύτερους, που είχε διαβάσει μία από τις ιστορίες και είχε μια κάποια σχετική ευφράδεια, αναλάβαινε να την διηγηθεί στους υπόλοιπους. Όλοι ανεξαιρέτως κρεμόμασταν κυριολεκτικά από τα χείλη του αφηγητή, ζώντας την κάθε λεπτομέρεια της όλης πλοκής του έργου. Στο τέλος της αφήγησης, μαγεμένοι ρωτούσαμε λεπτομέρειες και όσοι μπορούσαν έδιναν τις πιθανές απαντήσεις. Με αυτόν τον τρόπο γινόταν μια συζήτηση, στην οποία έπαιρναν μέρος ακόμη και οι μικρότεροι σε ηλικία.

Thursday 8 February 2018

Γράμμα από την Κύπρο. Το δεύτερο γράμμα


Του Βασίλη Χαραλάμπους


     Είχε μια φωνή ο Κωστής άλλο πράγμα. Και κάθε που ο κυρ-Γιάννης ο δάσκαλος, τον έβαζε να τραγουδήσει, νάσου οι ψυθιρισμοί και τα πονηρά γελάκια. Ο Κωστής όμως, σαν νάταν τενόρος σε καμιά από κείνες τις μεγάλες αίθουσες, μ΄όλη του τη δύναμη γιόμιζε με παραφωνίες την τάξη. Και σαν να μην έφτανε κι΄ αυτό ήταν κι΄ οι χειρονομίες σωρό, σαν τροχονόμου σε πολυσύχναστη πλατεία. Όσο προχωρούσε το τραγούδημα, περίσσεια η δύναμη της φωνής του. Αδιαφορούσε για το τι λέγαν οι ζωηρότεροι της τάξης. Φθάνει που ο δάσκαλός του ο κυρ-Γιάννης συνέχιζε να παρακολουθεί μ΄ εκείνη την περίεργη σοβαρότητά του.

     Κι΄ όλα τούτα ίσαμε ν΄ αρχινίσουν οι ζωηρότεροι τα αλλιώτικα πειράγματα με τον Αλέξανδρο επικεφαλής.

     - Κωστή, πιο δυνατά να σ΄ ακούσει κι΄ ο πατέρας σου στην Αφρική. Πιο δυνατά Κωστή.

     Τότε με μιας ο Κωστής σταματούσε, άφηνε το λεπτό του κορμάκι και καθόταν γρήγορα απότομα στο θρανίο κι΄ έμενε αμίλητος μέχρι το τέλος. Μάταια ο κυρ-Γιάννης ο δάσκαλος προσπαθούσε να τον κάνει ν΄ αρχινίσει πάλι. Ήταν τούτος ο μακρινός καημός του πολύ μεγάλος για το μοναχοπαίδι του Αναστάση του ξενιτεμένου. Χρόνια τώρα μισεμού ο Αναστάσης κι΄ είχε δεί τον μοναχογυιό του τον Κωστή μονάχα δύο φορές. Πικρή του μισεμού η απλωσιά για τούτο το παιδί μ΄ εκείνο τον μακρινό καημό. Έτσι είναι της ξενιτιάς η πίκρα. Κι΄ ο καημός σε τούτο το σκαλιαρούδι, θαρρείς ποτέ δεν θα συρθεί στην άκρη της λησμονιάς. Την ξέρει ο Αναστάσης τούτη την πίκρα, μα πιο πολύ ο Κωστής που σαν έρθει το Καλοκαίρι κάνει διακοπές στον αυλόγυρο του σπιτιού του παππού του στο παραδίπλα σπίτι με τα τόσα λούλουδα που σημαδεύουν το διάβα της Άνοιξης.