Του Βασίλη Χαραλάμπους
Είχε
μια φωνή ο Κωστής άλλο πράγμα. Και κάθε
που ο κυρ-Γιάννης ο δάσκαλος, τον έβαζε
να τραγουδήσει, νάσου οι ψυθιρισμοί και
τα πονηρά γελάκια. Ο Κωστής όμως, σαν
νάταν τενόρος σε καμιά από κείνες τις
μεγάλες αίθουσες, μ΄όλη του τη δύναμη
γιόμιζε με παραφωνίες την τάξη. Και σαν
να μην έφτανε κι΄ αυτό ήταν κι΄ οι
χειρονομίες σωρό, σαν τροχονόμου σε
πολυσύχναστη πλατεία. Όσο προχωρούσε
το τραγούδημα, περίσσεια η δύναμη της
φωνής του. Αδιαφορούσε για το τι λέγαν
οι ζωηρότεροι της τάξης. Φθάνει που ο
δάσκαλός του ο κυρ-Γιάννης συνέχιζε να
παρακολουθεί μ΄ εκείνη την περίεργη
σοβαρότητά του.
Κι΄
όλα τούτα ίσαμε ν΄ αρχινίσουν οι
ζωηρότεροι τα αλλιώτικα πειράγματα με
τον Αλέξανδρο επικεφαλής.
-
Κωστή, πιο δυνατά να σ΄ ακούσει κι΄ ο
πατέρας σου στην Αφρική. Πιο δυνατά
Κωστή.
Τότε
με μιας ο Κωστής σταματούσε, άφηνε το
λεπτό του κορμάκι και καθόταν γρήγορα
απότομα στο θρανίο κι΄ έμενε αμίλητος
μέχρι το τέλος. Μάταια ο κυρ-Γιάννης ο
δάσκαλος προσπαθούσε να τον κάνει ν΄
αρχινίσει πάλι. Ήταν τούτος ο μακρινός
καημός του πολύ μεγάλος για το μοναχοπαίδι
του Αναστάση του ξενιτεμένου. Χρόνια
τώρα μισεμού ο Αναστάσης κι΄ είχε δεί
τον μοναχογυιό του τον Κωστή μονάχα δύο
φορές. Πικρή του μισεμού η απλωσιά για
τούτο το παιδί μ΄ εκείνο τον μακρινό
καημό. Έτσι είναι της ξενιτιάς η πίκρα.
Κι΄ ο καημός σε τούτο το σκαλιαρούδι,
θαρρείς ποτέ δεν θα συρθεί στην άκρη
της λησμονιάς. Την ξέρει ο Αναστάσης
τούτη την πίκρα, μα πιο πολύ ο Κωστής
που σαν έρθει το Καλοκαίρι κάνει διακοπές
στον αυλόγυρο του σπιτιού του παππού
του στο παραδίπλα σπίτι με τα τόσα
λούλουδα που σημαδεύουν το διάβα της
Άνοιξης.
Κι΄
άκου πράγμα που σκαρφίστηκαν τις προάλες
κείνα τα σκολιαρούδια. Γράψανε ολάκερο
γράμμα του κόλλησαν και γραμματόσημα
και το ρίξανε στο σπίτι του Κωστή. Η μάνα
του αγράμματη γυναίκα που να καταλάβει.
Ο Κωστής μια στην αυλή του σπιτιού του
και μια στον αυλόγυρο του παππού του
χοροπηδώντας.
- Θαρθεί
ο μπαμπάς. Θαρθεί ο μπαμπάς.
Που
να καταλάβει όμως ο καημένος ότι το
γράμμα το γράψανε οι προκομμένοι οι
συμμαθητάδες του. Χαρά κι΄ η κυρά- Λένα
η μάνα του. Ολάκερη μέρα ο Κωστής έτρεχε
στον αυλόγυρο. Τούτη η χαρά όμως δεν
κράτησε για πολύ γιατί ο Γιαννάκης ο
πιο μικρόσωμος της παρέας,παιδί ευαίσθητο
και μυαλωμένο, το ομολόγησε κρυφά στον
Κωστή. Κείνη τη μέρα λυπήθηκε πολύ ο
Κωστής. Ξέρει πως έχει για μοιράδι τούτο
τον μακρινό καημό. Μήτε να φάει ήθελε
μήτε να πιεί. Είχε όμως μια κρυφή χαρά
ότι τουλάχιστον του στάθηκε φίλος ο
Γιαννάκης και του είπε την αλήθεια.
Την
άλλη μέρα ο Κωστής ξεχάστηκε να παίζει
μ΄ εκείνα τα ζωηρά παιδιά στο διάλειμμα.
Αναμνήσεις μπαλωμένες με τ΄ ανέμελα
παιχνίδια στον αυλόγυρο του σχολείου.
Εκείνη η ανεξικακία του Κωστή άλλο
πράγμα. Δεν πέρασαν λίγες μέρες και
νάσου άλλο γράμμα πρωί – πρωί.
- Τούτα
τα παιδιά το παράκαναν μονολόγησε η
κυρά –Λένα.
Μάταια
προσπαθούσε ο Κωστής να τον αφήσει η
μάνα του να διαβάσει το γράμμα.
- Δώσε
μου το και υπόσχομαι ότι δεν θα στενοχωρηθώ.
- Δεν
πειράζει, Κωστή μου. Είδες τι πάθαμε τις
προάλλες.
- Τούτη
τη φορά θα είναι αλλιώς τα πράγματα,
παρακαλούσε ο Κωστής.
Μια
έτσι, μια αλλιώς, τα κατάφερε ο Κωστής
και του΄ δωσε το γράμμα η μάνα του. Στην
αρχή ψυθιριστά και κατόπιν μεγαλοφώνως.
-
...αποφάσισα να επιστρέψω για πάντα.
Εδώ
το σταμάτησε απότομα η μάνα του.
- Είδες
το ίδιο γράμμα σχεδόν.
- Το
ξέρω μάνα .Τώρα μάθαμε το μάθημά μας.
Και
συνέχισε μεγαλοφώνως ο Κωστής.
- …στις
δεκατέσσερις του μηνός.
Σ΄
αυτό το σημείο ο Κωστής έριξε μια γρήγορη
ματιά στο γράμμα, το δίπλωσε προσεκτικά
και το΄ βαλε στην τσέπη του.
- Άντε τώρα να πας στη αλάνα, να παίξεις
κι΄ εσύ λίγο με τ΄ άλλα παιδιά .
Ο
Κωστής στην αρχή περπάτησε ίσαμε την
πόρτα λίγο σκεφτικός κι΄ ύστερα έφυγε
τρέχοντας. Τούτο όμως το γράμμα φαίνεται
πως το μισοπίστεψε γι΄ αυτό το΄ χε
συνέχεια στην τσέπη του και δεν το
αποχωριζόταν ποτέ του. Κάθε λίγο και
λιγάκι το κρυφοκοίταζε κι΄ ύστερα το
ξανάβαζε στη θέση του. Μάλιστα μετρούσε
και τις μέρες π΄απόμειναν. Το τραγουδάκι
πούφτιαξε και το τραγουδούσε μ΄ εκείνη
τη φάλτσα φωνή του έλεγε πολλά.
"Θυμήθηκα
στην ξενιτιά
του
χωριού μου την ιτιά
σίγουρα
θαρθώ μια μέρα
κι΄αυτή
θάναι η Δευτέρα
στις
δεκατέσσερις του μήνα
καραβάκι
μου καλό ξεκίνα"
Τ΄
άκουγε κι΄ κυρά –Λένα και μάτωνε η
καρδιά της. Κι΄ είναι να διαπορείς με
της κυρά –Λένας την παντοχή μα και την
άλλη σιωπή που ζωγραφεί τούτος ο καημός
της. Πλαστογραφεί θαρρείς την Άνοιξη
για τον χειμώνα πού ΄ρχεται με μόνο
θυμητάρι κείνο το ταξιδομάντηλο π΄
ανέμιζε κατ΄ αντίκρυ στον πονέντε, στο
μουράγιο με τις βαρκαδιές γιομάτες
καημό.
Δεν
άργησαν όμως να ρθούνε κι΄ οι δεκατέσσερις
του μήνα. Το φαγητό περισσό σήμερα. Λες
να το είχε ετοιμάσει γιατί ίσως λίγο να
πίστεψε από τούτο το γράμμα; Το σίγουρο
είναι πως δεν έδειχνε και πολύ αδιάφορη.
Κατά βάθος γνώριζε πως θα ματάρθει από
της ξενιτιάς τα στενορύμια. Κάθε τόσο
κοίταζε από το παράθυρο, όμως η αυλόπορτα
εξακολουθούσε νά΄ ναι ερμητικά κλειστή.
- Ημέρα
τούτη γαληνεμό δεν έχει. Το νύχτωμα θα
μας βρεί και πάλι με τούτη την παντοχή,
μονολόγησε η κυρά-Λένα.
Σαν
άρχισε όμως παραΰστερα να σουρουπώνει,
σουρούπωσαν κι΄ οι καρδιές στο φτωχικό
της κυρά-Λένας. Έπαψε κι΄ο Κωστής το
τραγούδημά του.
Κι΄όμως
κτυπά κάποιος επίμονα την πόρτα στη
σιγαλιά της νύκτας. Ο Κωστής κι΄ η κυρά
–Λένα αλληλοκοιτάκτηκαν .
–
Άσε
Κωστή μου θα ανοίξω εγώ, είπε σχεδόν
ψιθυριστά η κυρά –Λένα και σηκώθηκε ν΄
ανοίξει την πόρτα.
Ποιος
ήταν, τι έγινε, το μαρτυρούσε του Κωστή
το τραγούδημα όλο το βράδυ. Κι΄ οι
ιστορίες σωρό από τον πατέρα που ήρθε
από την ξενιτιά. Το γράμμα όμως εκείνο
δε το πέταξε ποτέ. Κι ο Κωστής συνέχισε
κείνο το πρωτυτερινό τραγούδημά του
πού ΄γινε αντιπροίκι της επιστροφής.
"Θυμήθηκα στην ξενιτιά…"
Μπράβο φίλε Βασίλη υπέροχο από κάθε άποψη γλώσσα, περιεχόμενο και συναισθήματασυναισθήματα ... Διάβαζα και ζούσα το δράμα του Κωστή "Την ξέρει ο Αναστάσης τούτη την πίκρα, μα πιο πολύ ο Κωστής που σαν έρθει το Καλοκαίρι κάνει διακοπές στον αυλόγυρο του σπιτιού του παππού του στο παραδίπλα σπίτι με τα τόσα λούλουδα που σημαδεύουν το διάβα της Άνοιξης."
ReplyDelete