Thursday, 22 February 2018

Γράμμα από τη Βέροια. Ιστορίες από το Κακοσούλι. Σαραντόβρυσες


Του Ανδρέα Μαρολαχάκη



     Ήταν μια περίεργη εποχή για μας, τότε λίγο πριν το τέλος της παιδικής μας ηλικίας και λίγο πριν μπούμε στην εφηβεία. Ήμασταν ιδιαίτερα ανήσυχοι, χωρίς να υπάρχει κάποιος συγκεκριμένος λόγος. Τα συνηθισμένα παιγνίδια, που άλλες εποχές ήταν τα αγαπημένα μας, τώρα πλέον έπαψαν να έχουν ενδιαφέρον για μας. Τότε πολλά παιδιά της γειτονιάς γνώρισαν τα περιπετειώδη μυθιστορήματα (εγώ από την Γ΄ δημοτικού είχα αρχίσει να τα διαβάζω) και άνοιγαν κάποιοι άλλοι ορίζοντες στην παιδική μας φαντασία.

     Έτσι συγγραφείς όπως ο Σερ Ουόλτερ Σκοτ, ο Τζέημς Φένιμορ Κούπερ, ο Αλέξανδρος Δουμάς (πατήρ και υιός), ο Ντάνιελ Ντεφόε, ο Ιούλιος Βερν κ.ά. άρχισαν να μας διασκεδάζουν με τα μυθιστορήματα τους. Αμέσως έγιναν “κτήμα” μας ιστορίες όπως “ο Ιβανόης”, “οι τρεις σωματοφύλακες”, “η μυστηριώδης νήσος”, “ο ελαφοκυνηγός”, “ο Ροβισών Κρούσος”, “το νησί των Θησαυρών” κ.α. Κάθε απόγευμα καθόμασταν στις πέτρες που ήταν άτακτα ριγμένες απέναντι από την είσοδο της εκκλησίας του Αγ. Βλάση και κάποιος από εμάς τους μεγαλύτερους, που είχε διαβάσει μία από τις ιστορίες και είχε μια κάποια σχετική ευφράδεια, αναλάβαινε να την διηγηθεί στους υπόλοιπους. Όλοι ανεξαιρέτως κρεμόμασταν κυριολεκτικά από τα χείλη του αφηγητή, ζώντας την κάθε λεπτομέρεια της όλης πλοκής του έργου. Στο τέλος της αφήγησης, μαγεμένοι ρωτούσαμε λεπτομέρειες και όσοι μπορούσαν έδιναν τις πιθανές απαντήσεις. Με αυτόν τον τρόπο γινόταν μια συζήτηση, στην οποία έπαιρναν μέρος ακόμη και οι μικρότεροι σε ηλικία.

 
(Εικόνα μιας άλλης εποχής. Από εκδρομή στην περιοχή της ιστορίας, μερικές δεκαετίες πριν, και λίγες μέρες πριν τον πόλεμο του '40 - Φωτογραφία Αρχείου Παντελή Γουλάρα) 

     Εκείνη την εποχή κυκλοφορούσαν στην αγορά, κάποια λαϊκά περιοδικά με περιπέτειες φανταστικών ηρώων, που τα διαβάζαμε με μανία, αν και οι μεγαλύτεροι μιλούσαν για παραφιλολογία, πράγμα που εμείς δεν καταλαβαίναμε και δεν δίναμε ιδιαίτερη σημασία. Έτσι τεύχη περιοδικών, όπως ο “μικρός ήρωας”, “ταρζάν”, “Γκαούρ Ταρζάν”, “μικρός σερίφης”, κ.α. που ήταν ιδιαίτερα αγαπητά σε μας. Υπήρχαν και άλλα, όπως το “Μυστήριο”, η “Μάσκα” που όμως δεν κέντριζαν το άμεσο ενδιαφέρον μας, αντιθέτως αυτά τα διάβαζαν μεγαλύτερα παιδιά σε ηλικία, καθώς εμείς τότε, τα θεωρούσαμε βαρετά. Στις απογευματινές μας συναντήσεις ακούγαμε ιστορίες, για ήρωες, για ζούγκλες, απομακρυσμένα νησιά με άγριους ιθαγενείς, κρυμμένους θησαυρούς, πράγμα που έκανε την φαντασία μας να ταξιδεύει και σχεδόν να ζούμε τις περιπέτειες των ηρώων μας. Όλοι μας συμφωνούσαμε πως τα αγαπημένα μας θέματα ήταν οι ναυαγοί σε άγνωστα μέρη και η επιβίωση απέναντι στην φύση και στις ανθρώπινες δυνατότητες.

     Τις τελευταίες μέρες μας στο δημοτικό, έγινε μια ημερήσια εκδρομή στην οποία συμμετείχε η ΣΤ΄ τάξη, όλων των σχολείων της πόλης. Σύμφωνα με το πρόγραμμα, όλοι μαζί θα ξεκινούσαμε από το γήπεδο του μπάσκετ και με τα πόδια θα πηγαίναμε, σε μια αγροτική τοποθεσία, λίγο έξω από την πόλη. Αυτή η τοποθεσία, ήταν ο δημοφιλής προορισμός, όλων σχεδόν των κατοίκων της πόλης μας, ιδίως την ημέρα της πρωτομαγιάς. Η περιοχή είχε την ονομασία Σαραντόβρυσες. Προφανώς πήρε το όνομα της, από τις πολλές παράλληλες κρήνες με το πλατύ μαρμάρινο στόμιο, που υπήρχαν εκεί. Αυτές αν και ήταν αρκετές, σε καμία περίπτωση δεν ήταν σαράντα. Ωστόσο ήταν ένα μαγευτικό τοπίο, ένα τεράστιο πλάτωμα ανάμεσα σε καλλιεργήσιμες εκτάσεις, κατάφυτο με τεράστια πλατάνια και καρυδιές να κυριαρχούν σε όλη του την επιφάνεια. Στην δεξιά πλευρά της εισόδου του, σε παράλληλη σειρά έτρεχαν με ασταμάτητη ροή, οι βρύσες, γεμίζοντας μια τσιμεντένια λεκάνη, της οποίας η υπερχείλιση δημιουργούσε ένα αυλάκι νερού, που κατέληγε στο ποταμάκι που υπήρχε στην αριστερή πλευρά του. Το ποτάμι δεν ήταν μεγάλο αλλά είχε αρκετό νερό με ροή, που σε κάποια σημεία ήταν αρκετά πλατύ, με απίστευτη βλάστηση στις όχθες του. Ειδικά η βλάστηση από την πλευρά του πλατώματος ήταν πυκνή και άγρια. Μερικά από τα πλατάνια ήταν τεράστια και σε κάποια από αυτά, υπήρχαν τεράστιες κουφάλες, που χωρούσαμε να μπούμε μέσα τρία και τέσσαρα παιδιά. Στο άνοιγμα μιας από αυτές τις κουφάλες, κάποιος είχε τοποθετήσει μια πρόχειρη πόρτα δημιουργώντας έτσι μια αποθήκη! Ανάμεσα στις καρυδιές και στα πλατάνια φύτρωναν πλήθος από αγριολούλουδα και αγριόχορτα, σαν ένα τεράστιο πολύχρωμο χαλί.

     Στην αρχή κάθε σχολείο διάλεξε μια περιοχή και κατασκήνωσε σε αυτήν. Πολύ γρήγορα όμως ανακατευτήκαμε και σε λίγο κανείς δεν μπορούσε να ξεχωρίσει με μια ματιά σε ποιο σχολείο ανήκαμε. Αρχίσαμε να παίζουμε διάφορα παιγνίδια, χωρίς να νοιαζόμαστε ιδιαίτερα για την ποιότητα και τον τρόπο που το κάναμε. Οι δάσκαλοι μας οργάνωσαν σε ομάδες και αρχίσαμε τις αθλοπαιδιές. Κάναμε αγώνες ταχύτητας, άλματα, μα εκείνο που είχε τεράστια αποδοχή, από όλα σχεδόν τα παιδιά, ήταν ένα μίνι πρωτάθλημα ποδοσφαίρου. Χωρίς πολλές διατυπώσεις, ξεκινήσαμε να παίζουμε με μεγάλο φανατισμό ανάμεσα στους αγωνιζόμενους, αλλά και στους θεατές. Το κάθε παιδί υποστήριζε με πάθος την ομάδα του δικού του σχολείου. Πανηγυρίζαμε με ενθουσιασμό την επιτυχία κάθε τέρματος και είχε γίνει ένας παράλογος αυτοσκοπός, η νίκη και μόνο αυτή. Αυτό έγινε αντιληπτό από τους συνοδούς μας και σε μια ασήμαντη αψιμαχία, διέκοψαν οριστικά το “πρωτάθλημα” αφήνοντας μας όλους ανικανοποίητους και απογοητευμένους. Παράλληλα με μας, τα κορίτσια και όχι μόνο, έπαιζαν τα δικά τους δημοφιλή παιγνίδια, όπως σχοινάκι, τα μήλα, κυνηγητό και κρυφτό αξιοποιώντας κατά τον καλύτερο τρόπο την τεράστια έκταση του πλατώματος. Το μεσημέρι και μετά από σύνθημα των συνοδών δασκάλων, στρωθήκαμε στο έδαφος, πάνω σε τραπεζομάντιλα και πετσέτες, να φάμε τα πρόχειρα φαγητά που είχαμε μαζί μας.

     Η επαφή μας με την ύπαιθρο, μας είχε γοητεύσει σε τέτοιο βαθμό, που όλοι μας είχαμε κυριευθεί από μια έξαψη, που έβγαζε από μέσα μας ό,τι πιο άτακτο είχαμε. Κάποια στιγμή μας συγκέντρωσαν δίπλα στις βρύσες, έγινε μια πρώτη καταμέτρηση. Κάποιος από τους συνοδούς έβγαλε ένα λόγο, που κανείς από μας τα παιδιά δεν έδωσε την παραμικρή σημασία, ενώ συγχρόνως οι υπόλοιποι δάσκαλοι με τις σφυρίχτρες τους, ειδοποιούσαν ότι ήμασταν έτοιμοι για αναχώρηση. Αφού αναγνώσαν τους κατάλογους με τους μαθητές και βεβαιώθηκαν ότι δεν έλειπε κανείς μας, πήραμε το δρόμο της επιστροφής. Σε αντίθεση με την πρωινή μας πορεία, που ήταν γεμάτη με γέλια και τραγούδια, καθώς είχαμε περίσσια ενέργεια, τώρα η επιστροφή ήταν σχεδόν βουβή, καθώς κανείς δεν είχε κουράγιο να τραγουδήσει ή ακόμη και να γελάσει.

     Τις επόμενες μέρες συνέλαβα τον εαυτό μου, να σκέπτεται τακτικά το πλάτωμα, που είχαμε επισκεφθεί με τα σχολεία. Με την φαντασία μου, έπλαθα διάφορες περιπέτειες που θα μπορούσα να ζήσω σε αυτή, την άγρια τοποθεσία. Όταν είπα τις σκέψεις μου στους φίλους μου ένα απόγευμα, είδα πως άρεσε η ιδέα μου σε όλους. Πολύ γρήγορα αρχίσαμε να συζητάμε, την περίπτωση να πάμε μόνοι μας, εκδρομή όλοι μαζί εκεί και να ζήσουμε σαν πρωτόγονοι με δικά μας μέσα στην “ζούγκλα”.

     Μπορεί αυτό να ξεκίνησε σαν μια απλή φαντασίωση, αλλά στο τέλος μας έγινε έμμονη ιδέα και ψάχναμε τρόπους να την υλοποιήσουμε. Σε πρώτη φάση αποκλείσαμε από την ομάδα που σχηματίσαμε, τους μικρότερους σε ηλικία και συμφωνήσαμε να πάμε σε πρώτη ευκαιρία, εγώ, ο ξάδερφος μου ο Άκης (παρ’ όλο που δεν έμενε στην γειτονιά μας), ο Μανώλης, ο Θωμάς, και ο Γιάννης. Η ευκαιρία δόθηκε, όταν κατάφερα μια Κυριακή, να πείσω τον πατέρα μου να μείνω μόνος μου στο σπίτι, παρόλο που η υπόλοιπη οικογένεια θα τον ακολουθούσε, σε μια υποχρέωση που είχε σε ένα χωριό στην άκρη του νομού. Ο πατέρας μου συμφώνησε με την προϋπόθεση, ότι αφού θα παρακολουθούσα μια πρωινή εκδήλωση (που δήθεν είχα) στους προσκόπους, αμέσως μετά με τον ξάδερφο μου θα πήγαινα στην θεία μου, για το υπόλοιπο της ημέρας. Φυσικά εγώ και ο Άκης δεν είχαμε καμία πρόθεση να τηρήσουμε αυτή την συμφωνία.

     Την επομένη σηκώθηκα από το κρεβάτι, αμέσως μόλις μας κάλεσε η μητέρα μου για πρωινό, χωρίς να κωλυσιεργήσω ή να διαμαρτυρηθώ, όπως συνήθως. Περίμενα με υπομονή να φύγει η οικογένεια μου, παριστάνοντας τον αδιάφορο, στις συνεχείς προκλήσεις των μικρών αδερφών μου, πράγμα που έβαλε σε υποψίες την μητέρα μου, ευτυχώς χωρίς συνέχεια. Μόλις άκουσα την μηχανή του αυτοκινήτου να απομακρύνεται από το σπίτι μας, με γρήγορες κινήσεις ετοίμασα το προσκοπικό μου σακίδιο, έβαλα μέσα δυο-τρεις κονσέρβες, παξιμάδια, λίγα λουκάνικα, το κουτί με τις πρώτες βοήθειες, ένα μεγάλο κομμάτι σχοινί, μία μεγάλη πετσέτα φαγητού, τον προσκοπικό μου σουγιά, που εκτός από τις δύο λεπίδες, είχε πτυσσόμενα, κουτάλι, πιρούνι, τιρμπουσόν και κατσαβίδι. Αυτός ο σουγιάς ήταν δώρο του νουνού μου και ήταν το καμάρι μου, καθώς σε κάθε επίδειξη του, όλοι τον θαύμαζαν.

     Στερέωσα το σακίδιο στου ώμους μου και βγήκα στην αλάνα, όπου ήδη με περίμενε ο Μανώλης, με το σακίδιο του στους ώμους, έχοντας περασμένο στην ζώνη του το προσκοπικό του μαχαίρι και ένα μικρό τσεκούρι. Σε λίγα λεπτά ήρθαν όλοι, με τις προμήθειες τους. Τελευταίος και κυριολεκτικά καταϊδρωμένος, ήρθε ο ξάδερφος μου χωρίς κανένα εφόδιο, καθώς του ήταν αδύνατο, να ξεγελάσει την θεία Στέλλα. Εμείς τον καθησυχάσαμε και τον βεβαιώσαμε πως είχαμε αρκετές προμήθειες για όλους. Φορτωμένοι με τα μπαγκάζια μας στους ώμους, κατηφορίσαμε με γρήγορο βηματισμό, περνώντας μπροστά από τον Αγ. Μανδήλιο και αφήσαμε πίσω μας, τους Λαδόμυλους. Διασχίσαμε την αραιοκατοικημένη (τότε) συνοικία της Κάτω Ελιάς και περάσαμε την παλιά γραμμή (περιφερειακός σήμερα) συνεχίσαμε τον αγροτικό δρόμο που οδηγούσε προς τον προορισμό μας. Σε όλη την διαδρομή φροντίζαμε να αλλάζουμε τα φορτία μας, μοιράζοντας τα βάρη εξ ίσου στον καθένα. Με αυτό τον τρόπο καταφέραμε να φθάσουμε σχετικά ξεκούραστοι, μπροστά στις βρύσες. Εκεί αφού ξεκουραστήκαμε για λίγα λεπτά, γεμίσαμε τα παγούρια μας με φρέσκο νερό και προχωρήσαμε προς το εσωτερικό του πλατώματος ακολουθώντας την όχθη του μικρού ποταμού.

     Διαλέξαμε ένα πελώριο πλατάνι που γειτόνευε με μια πάρα πολύ μεγάλη καρυδιά και εκεί στην σκιά τους, αποφασίσαμε να κατασκηνώσουμε. Απλώσαμε δύο κουρελούδες που είχαμε μαζί μας, ανοίξαμε τα σακίδια μας και τακτοποιήσαμε το περιεχόμενο τους με προσοχή. Χωριστήκαμε σε δύο ομάδες και αφού αφήσαμε τον Άκη, να φυλάει την κατασκήνωση, προχωρήσαμε. Η μια ομάδα παράλληλα με το ρυάκι και ή άλλη προς το εσωτερικό του πλατώματος, σε μια προσπάθεια να εξερευνήσουμε την περιοχή, ενώ συγχρόνως θα ψάχναμε και για τροφή.

     Εγώ με τον Μανώλη προχωρήσαμε παράλληλα με το ποταμάκι ακολουθώντας την δεξιά όχθη του. Η κοίτη του σε πολλά σημεία ήταν απότομη και έπρεπε να προσέχουμε γιατί υπήρχε πιθανότητα να γλιστρήσουμε και να βρεθούμε μέσα στο νερό. Μετά από αρκετή απόσταση που διανύσαμε βρεθήκαμε σε μικρό καταρράκτη, που με την πτώση του νερού, εκτός από τον θόρυβο και τα αφρισμένα κύματα, δημιουργούσε και μια αβαθή λιμνούλα. Ενώ εγώ θαύμαζα το τοπίο, είδα τον Μανώλη με το μικρό τσεκούρι, που είχε φέρει από το σπίτι του, να κόβει ένα κλαδί από ένα δένδρο της όχθης. Το καθάρισε από τα μικρότερα κλαδάκια και φύλλα, ενώ στην μία άκρη του άφησε μια διχάλα (κάτι σαν φούρκα). Τον είδα να σκαλίζει την λασπωμένη όχθη και να πιάνει με τα χέρια του ένα σκουλήκι, πράγμα που με αηδίασε, το πέρασε σε ένα σύρμα, τρυπώντας το σε όλη την επιφάνια του σώματος του. Μετά έδεσε τις άκρες του σύρματος στην διχάλα και από την όχθη την βούτηξε μέσα στο νερό με τέτοιο τρόπο ώστε το σκουλήκι να είναι βυθισμένο μέσα στο ποταμάκι. Όταν προσπάθησα να τον ρωτήσω κάτι, μου έκανε νόημα να μη μιλάω, ενώ αυτός είχε καρφωμένα τα μάτια στην διχάλα.

     Ξαφνικά με μια απότομη κίνηση τράβηξε την διχάλα από το νερό και αστραπιαία την έφερε στην όχθη, ενώ συγχρόνως γελούσε ευχαριστημένος. Στην ματιά απορίας που του έριξα, μου έδειξε κάτι που ήταν γαντζωμένο πάνω στο σύρμα. Με έκπληξη διαπίστωσα πως μια καραβίδα του ποταμού, είχε πιάσει με την δαγκάνα της το σύρμα, με την ελπίδα να φάει το σκουλήκι, εκείνη την στιγμή ο Μανώλης τράβηξε το αυτοσχέδιο εργαλείο ψαρέματος και την έβγαλε στην στεριά. Εγώ δεν μιλούσα, κοίταζα την καραβίδα που τόσο εύκολα είχε ψαρέψει ο φίλος μου και δεν πίστευα στα μάτια μου. Πριν προλάβω να ρωτήσω οτιδήποτε έβγαλε κι άλλη από το νερό και αμέσως κι άλλη.

     Χωρίς να πω τίποτε, πήρα στα χέρια μου το τσεκούρι και ακολούθησα την ίδια διαδικασία με τον σύντροφο μου και έφτιαξα και εγώ το κλαδί του ψαρέματος. Τον παρακάλεσα και τοποθέτησε αυτός το σκουλήκι στο δικό σύρμα. Έτσι αρχίσαμε να ψαρεύουμε και οι δύο. Μόνο που εγώ έκανα αρκετή ώρα μέχρι να πιάσω το πρώτο μου θύμα ενώ η ικανότητα του Μανώλη ήταν ασύγκριτη, μπροστά στην δική μου αποτελεσματικότητα. Τότε μου εξήγησε πως η θέση μου δεν ήταν σωστή, καθόμουν έχοντας το ήλιο στην πλάτη μου και η σκιά μου, εύκολα γινόταν αντιληπτή από τα θηράματα μας.

     Μόλις ακολούθησα τις συμβουλές του, σχεδόν τον συναγωνιζόμουν. Σε ένα σκουριασμένο, τενεκέ τυριού που βρήκαμε στην όχθη, βάζαμε τις καραβίδες, που πιάναμε. Είχαμε αφοσιωθεί στο ψάρεμα, ξεχνώντας τα πάντα, έτσι ο τενεκές, δεν άργησε να γεμίσει. Τότε ακούσαμε τις φωνές του Άκη που ανήσυχος μας έψαχνε, έφθασε δίπλα, μας αφού μας εξήγησε ότι είχε βαρεθεί μόνος του, ζήτησε να δοκιμάσει κι αυτός το ιδιότυπο ψάρεμα μας. Του δώσαμε την ευκαιρία και σε λίγο κι αυτός εξελίχθηκε σε επιδέξιο ψαρά.

     Τελικά μαζέψαμε την ψαριά μας και γυρίσαμε στην πρόχειρη κατασκήνωση. Εκεί μας περίμενε μια δυσάρεστη έκπληξη, μια αγέλη από τρία – τέσσαρα σκυλιά, λεηλατούσε τα τρόφιμα που είχαμε φέρει μαζί μας. Με κραυγές και πέτρες καταφέραμε να τα απομακρύνουμε, αλλά το κακό είχε ήδη γίνει. Τα σκυλιά είχαν φάει ή λερώσει σχεδόν όλες τις προμήθειες, που με τόσο κόπο είχαμε κουβαλήσει.

     Περίλυποι κοιτάζαμε τα σκισμένα από τα δόντια των σκυλιών, σακίδια μας, από τα οποία είχαν γλυτώσει μόνο τρεις τέσσερεις κονσέρβες και το σακίδιο του Μανώλη, που είχε προνοήσει να το κρεμάει σε ένα κλαδί του πλατάνου. Όλες μας οι προμήθειες είχαν χαθεί σε λίγα λεπτά, από την απερισκεψία του Άκη, να εγκαταλείψει το πόστο του. Πάνω που αρχίσαμε να λογομαχούμε και να αποδίδουμε ευθύνες ο ένας στον άλλο, ακούστηκαν φωνές και από το βάθος του πλατώματος εμφανίστηκαν οι υπόλοιποι σύντροφοι μας, κουβαλώντας με κόπο, τα φρούτα που είχαν μαζέψει κατά την εξερεύνηση τους. Αφού τους εξηγήσαμε τα γεγονότα που είχαν συμβεί, άρχισε ένας ατελείωτος διάλογος, με ένταση για τις ευθύνες, που αναλογούσαν σε ποιόν και γιατί.

     Το τέλος στην διένεξη έδωσε ο Θωμάς, όταν μας είπε, πως, ίσως αυτό έγινε, για να δοκιμάσουμε ακόμη πιο πολύ τις δυνατότητες μας. Μας άρεσε όλους αυτή η εξήγηση και αμέσως αρχίσαμε να κάνουμε καταμέτρηση των προμηθειών που είχαμε στην διάθεση μας. Εκτός από τις πολλές καραβίδες, η άλλη ομάδα είχε φέρει κορόμηλα, άγουρα κεράσια, ντομάτες, μελιτζάνες, πιπεριές και αγγούρια. Από τα σακίδια είχαν γλυτώσει οι κονσέρβες, σπίρτα, τα παξιμάδια που είχε ο Μανώλης μαζί με λίγο τυρί, και λίγο ψωμί. Συμφωνήσαμε ότι αυτά ήταν αρκετά για το μεσημεριανό μας, αρκεί να καταφέρναμε να ψήσουμε την ψαριά μας.

     Οι προσπάθειες που κάναμε να ανάψουμε φωτιά ήταν όλες αποτυχημένες. Όσο περνούσε η ώρα το άγχος μας και η πείνα μας μεγάλωνε. Τότε ο Μανώλης, έφυγε προς το ποτάμι χωρίς να μας πει τίποτα. Εμείς σχεδόν απελπισμένοι, αδίκως επιχειρούσαμε, για την φωτιά που με κανένα τρόπο δεν άναβε.

     Κάποια στιγμή εμφανίστηκε από την ακροποταμιά ο Μανώλης κρατώντας στα χέρια του, κάτι απροσδιόριστο στην αρχή, μόλις όμως μας πλησίασε είδαμε πως ήταν η φωλιά ενός πουλιού. Ενώ εμείς τον κοιτάζαμε απορημένοι, αυτός αμίλητος, πλησίασε τον χώρο που είχαμε ετοιμάσει για το ψήσιμο, έβαλε στο κέντρο την φωλιά που κρατούσε, άπλωσε επάνω της ξερά χόρτα και φρύγανα. Με σίγουρες κινήσεις έριξε πάνω τους, ένα αναμμένο σπίρτο και σαν από θαύμα η φωτιά θέριεψε τριζοβολώντας. Στην συνέχεια, έβαζε πάνω της, λεπτά ξερά ξύλα και αμέσως μετά χοντρότερα. Πήρε μετά τον Γιάννη και πήγανε προς τις βρύσες, απ’ όπου πήρανε δύο πλάκες και τρία σπασμένα κεραμίδια, από τα πολλά που υπήρχαν διάσπαρτα εκεί και τα πλύνανε με προσοχή. Εμείς τροφοδοτούσαμε με μεγάλα πλέον ξερά ξύλα την πυροστιά, έτσι σε λίγο είχαμε στην διάθεση μας πολλά κάρβουνα.

     Ο Μανώλης άρχισε να σκάβει ένα μικρό λάκκο δίπλα στη φωτιά και άρχισε να μεταφέρει εκεί τα κάρβουνα. Χρησιμοποιούσε σαν φτυάρι, με ιδιαίτερη μαεστρία το ένα από τα κεραμίδια που είχε στην διάθεση του. Όταν η λακκούβα γέμισε με πυρωμένα κάρβουνα, τοποθέτησε επάνω τους τις πλάκες. Μόλις αυτές ζεστάθηκαν άρχισε να βάζει με την σειρά πάνω τους τις καραβίδες. Πολύ γρήγορα αυτές άλλαξαν χρώμα και από σκούρες καφέ πήραν ένα ανοιχτό κόκκινο χρώμα. Με ένα πιρούνι τις αναποδογύριζε έτσι ώστε να ψηθούν και από τις δύο πλευρές. Αφού συνέχισε αυτή την διαδικασία μέχρι να τελειώσουν όλες οι καραβίδες, έβαλε επάνω στις πλάκες τις πιπεριές και τις μελιτζάνες. Ζεστάναμε τις κονσέρβες με το κορν μπιφ, και με τα εξαρτήματα από τις καραβάνες που είχαμε, καθώς και τα τσίγκινα πιάτα, αρχίσαμε να τρώμε.

     Εγώ στην αρχή δοκίμασα με επιφύλαξη, να φάω μια καραβίδα, η γεύση της ήταν πρωτόγνωρη για μένα, αλλά μου άρεσε και στην συνέχεια τις έτρωγα με όρεξη. Στην παρατήρηση, που έκανα ότι θα ήθελα λίγο αλάτι, ο Θωμάς σηκώθηκε και από μια τσέπη του σακιδίου του έβγαλε ένα σακουλάκι με λίγο αλάτι. Αμέσως όλοι μας πασπαλίσαμε τα πάντα και η νοστιμιά, επανήλθε και καταβροχθίζαμε τα πάντα με απίστευτη όρεξη. Δεν ξέρω αν ο συνδυασμός καραβίδας, με ψητές μελιτζάνες, πιπεριές και κρέας κονσέρβας, ήταν ο ιδανικός, σε εμάς πάντως φάνηκε πως ήταν ότι καλύτερο είχαμε φάει μέχρι τότε στην ζωή μας. Αμέσως μετά ξαπλωμένοι φάγαμε τα φρούτα μας, ακόμη και τα άγουρα κεράσια μας φάνηκαν πολύ νόστιμα.

     Ήταν η πρώτη φορά στην ζωή μας, που μόνοι μας, είχαμε φροντίσει να βρούμε και να παρασκευάσουμε την τροφή μας. Ξαπλωμένοι αργότερα σε στρώματα από χόρτα και φτέρες κάτω από τα πλατάνια, ο καθένας ξεχωριστά, ονειρευόταν με προεκτάσεις την περιπέτεια, που ζούσαμε και απολαμβάναμε εκείνη την ημέρα. Φανταζόμασταν πως ήμασταν σύντροφοι του Ροβισώνα Κρούσου, στο έρημο νησί ή ότι μαζί με τον Ταρζάν ζούσαμε σε μια πυκνή ζούγκλα. Φυσικά σε κανενός το μυαλό δεν περνούσαν, οι πιθανές συνέπειες που θα είχαμε, όταν οι γονείς μας μάθαιναν τα κατορθώματα μας. Εκείνη την ημέρα απολαμβάναμε την ζωή μας στην ύπαιθρο, στηριζόμενοι μόνο στις δικές μας δυνάμεις.


No comments:

Post a Comment