Thursday 28 September 2017

Γράμμα από τη Βέροια. Ιστορίες από το Κακοσούλι. Η Γερακίνα


Του Ανδρέα Μαρολαχάκη


     Με το τέλος του χειμώνα, αφού τέλειωναν τα χιόνια και οι βροχές, λίγο πριν από την άνοιξη, δειλά δειλά βγαίναμε, πάλι στην αλάνα, στα καμένα. Φυσικά οι δραστηριότητες μας, ήταν περιορισμένες γιατί ακόμη ο καιρός ήταν σχετικά κρύος. Η εποχή βρισκόταν ανάμεσα στο τελείωμα του χειμώνα με την αρχή της άνοιξης και ήταν πολύ άστατος. Όλο τον χειμώνα ήμασταν κλεισμένοι στα σπίτια μας, και μας είχε λείψει το “έξω” και οι παρέες του Αγ. Βλάση. Υπήρχε τότε ένα έθιμο, λίγες βδομάδες πριν την καθαρά Δευτέρα, όλοι μας, ακόμη και οι λίγο μεγαλύτεροι να κατασκευάζουμε χαρταετούς. Το ίδιο έθιμο επικρατεί και σήμερα, αλλά όλοι τώρα, τους αγοράζουν έτοιμους. Δεν μπορώ να φανταστώ κάποιο σημερινό παιδί, ανάμεσα στα επτά και δώδεκα χρόνια να κατασκευάζει μόνο του τον χαρταετό.

     Βλέπαμε τα άλλα, τα μεγαλύτερα παιδιά να έχουν ήδη κατασκευάσει, ο καθένας τον δικό χαρταετό, ενώ εμείς οι μικρότεροι, βρισκόμασταν σε αναβρασμό, γιατί κανείς από μας, δεν κατείχε την τεχνική κατασκευής. Με τον φίλο μου τον Μανώλη, κάναμε μια υπερπροσπάθεια, να φτιάξουμε μόνοι μας, τον χαρταετό που τόσο πολύ επιθυμούσαμε. Κάναμε μια εξόρμηση προς τους μπαξέδες, την περιοχή που ήταν περίπου στην παλιά γραμμή (τον σημερινό περιφερειακό δρόμο), για να βρούμε καλάμια, που ήταν απαραίτητα για τον σκελετό της κατασκευής μας. Γρήγορα βρήκαμε μια συστάδα, στην άκρη ενός χωραφιού, με αρκετά από αυτά και κόψαμε με αρκετή δυσκολία τρία. Ικανοποιημένοι γυρίσαμε στην γειτονιά κρατώντας τα στα χέρια μας και φροντίζοντας να τα επιδεικνύουμε σαν λάφυρα. Τα καλάμια ήταν ίσως το πιο βασικό υλικό, για να κατασκευάσουμε αυτό που τόσο πολύ επιθυμούσαμε.

Monday 25 September 2017

Γράμμα από τη Θεσσαλονίκη. «Εσκλεκοειδίτ’» και άλλοι Πολυγυρινοί γλωσσοδέτες!


Της Ελένης Δημητριάδου


     Στην οικογένειά μου συναντήθηκαν δύο πολιτισμοί: από την πλευρά του πατέρα μου ο μικρασιατικός των προσφύγων και από την πλευρά της πολυγυρινής μητέρας μου, της Δήμητρας Μανέ, αυτός των γηγενών Ελλήνων, και φυσικά μαζί τους και τα αντίστοιχα γλωσσικά ιδιώματα. Οι πρόσφυγες παππούδες μου, εγκατεστημένοι στην Κάτω Τούμπα της Θεσσαλονίκης, όταν δεν μιλούσαν μεταξύ τους τούρκικα – συνήθως για να μην τους καταλαβαίνουμε οι υπόλοιποι – χρησιμοποιούσαν τα ελληνικά, διανθισμένα όμως με έντονα στοιχεία αρχαΐζουσας καθαρεύουσας. Από το άλλο μέρος, στην πατρίδα της μητέρας μου μιλούσαν «χωριάτικα», πολυγυρινά.

     Αυτά τα πολυγυρινά ήταν πολύ ιδιόμορφα και πολύ δύσκολο να τα μιλήσεις αν δεν τα είχες συνηθίσει από μωρό. Φαίνεται όμως ότι και το αντίστροφο ήταν μάλλον εξίσου δύσκολο, να μιλάς δηλαδή «καθαρευουσιάνικα» («σαλον’(ι)κιά» όπως τα έλεγαν οι Πολυγυρινοί) ενώ έχεις γεννηθεί και μεγαλώσει στον Πολύγυρο. Η καημένη η μαμά πρέπει να δυσκολεύτηκε αρκετά να συνηθίσει να μιλάει όπως οι Θεσσαλονικείς, και ομολογώ ότι καμιά φορά της ξέφευγε και κανένα πολυγυρινό, με αποτέλεσμα να δέχεται τα τρυφερά πειράγματα όλης της οικογένειας. Και θα πρέπει να ένιωθε μεγάλη ανακούφιση όταν μπορούσε να μιλήσει με τους συγγενείς της στα πολυγυρινά εντελώς απενοχοποιημένη. Αυτή η νοσταλγία για το γλωσσικό ιδίωμα της πατρίδας τους πρέπει να ήταν κοινή σε όλους όσοι ζούσαν μακριά της. «Έλα μαρή Δήμητρα να πούμε κανένα πουλυγυρ’νό», θυμάμαι να την προτρέπει η θεία Τασούλα η «Τσικουλίνα», αδελφή του θείου Τζώρτζη του Τσίκουλα, που εδώ και πολλά χρόνια ζούσε στη Θεσσαλονίκη.

Thursday 21 September 2017

Γράμμα από τη Βέροια. Ιστορίες από το Κακοσούλι. Το πρόβολο του Αγ. Βλάση


Του Ανδρέα Μαρολαχάκη


     Ακριβώς απέναντι από την είσοδο του σπιτιού μου και λίγο δεξιά ήταν η διασταύρωση της οδού Περδίκα με την σημερινή οδό Ξενοπούλου. Αμυδρά θυμάμαι ότι η σκεπή του Αγ. Βλάση, είχε μια προέκταση (ένα είδος προβόλου) που ακουμπούσε, στο σπίτι του κου Σωτήρη Μπινιόλα. Το κάτω μέρος της προέκτασης, ήταν κατασκευασμένο από χοντρά δοκάρια καστανιάς και στο πάνω μέρος της είχε μια μονάραχη σκεπή, με κεραμίδια, ίδιας ποιότητας, που είχε και η στέγη της εκκλησίας. Από ο,τι θυμάμαι, στην πλευρά του τοίχου της εκκλησίας, υπήρχε το φύλλο μιας πόρτας, που δεν ήταν πλέον λειτουργική, καθώς ήταν σπασμένη σε πολλά σημεία και οι μεντεσέδες της κρεμόταν ξεχαρβαλωμένοι. Στο τοίχο της εκκλησίας, στο μεσαίο ζωνάρι, που ήταν και αυτό από ξύλο καστανιάς ήταν στερεωμένο, ένα σιδερένιο μάνταλο που ασφάλιζε την πόρτα. Το απέναντι φύλλο της πόρτας, που θα έπρεπε να είναι στερεωμένη στο σπίτι του κου Σωτήρη, αν εξαιρέσεις μερικές χοντρές σανίδες, δεν υπήρχε τίποτα άλλο. Από ο,τι μου είχαν πει οι μεγαλύτεροι, αυτή ήταν επί Τουρκοκρατίας, η μια είσοδος της χριστιανικής συνοικίας της Κυριώτισσας, που κάθε βράδυ την έκλειναν για ασφάλεια. Με την απελευθέρωση της πόλης μας, έπαψε να έχει χρησιμότητα και κανείς δεν μπήκε στον κόπο να την επιδιορθώσει, όταν χάλασε. Έτσι σταδιακά είχε κυριολεκτικά ρημάξει. Εγώ τότε ήμουν μικρός, κάθε φορά όμως, που περνούσα κάτω από αυτό το πρόβολο και βλέποντας την ξεχαρβαλωμένη πόρτα, με την φαντασία μου την έβλεπα σαν πύλη ενός κάστρου που προστάτευε την χριστιανική γειτονιά.

Monday 18 September 2017

Γράμμα από τη Βέροια. Ιστορίες από το Κακοσούλι. Το Άδενδρο


Του Ανδρέα Μαρολαχάκη


     Το καλοκαίρι που είχα γίνει πλέον οχτώ χρόνων, είχε ιδιαίτερη σημασία για μένα. Ήταν τότε που θα έκανα για πρώτη φορά, ένα μακρινό για τότε ταξίδι. Από τις διακοπές του Πάσχα άκουγα για μια κουμπαριά που θα έκανε ο πατέρας μου, με τον γείτονα μας τον κύριο Νίκο. Όσες φορές ρωτούσα την μητέρα μου τι ακριβώς, είναι η κουμπαριά, λάμβανα αόριστες απαντήσεις του τύπου … είσαι μικρός, δεν θα καταλάβεις ή όταν μεγαλώσεις θα σου εξηγήσω. Έτσι στο μυαλό μου η “κουμπαριά” ήταν κάτι το ανεξήγητο και το ομιχλώδες. Στις προσπάθειες, που έκανα να μάθω την ερμηνεία της λέξης, δεν τα κατάφερα καθώς οι συνομήλικοι μου, είχαν την ίδια άγνοια με μένα.

     Από κάποιον, λίγο μεγαλύτερο μου, πληροφορήθηκα ότι είχε σχέση με τον γάμο κάποιου ζευγαριού, χωρίς στην ουσία κι αυτός να μπορέσει να με διαφωτίσει αρκετά. Ακούγοντας κάποια συζήτηση, του κυρίου Νίκου, με τους γονείς μου, άκουσα πως η τελετή θα γινόταν στο χωριό της νύφης το Άδενδρο. Από ο,τι κατάλαβα, οι καλεσμένοι του γαμπρού και του κουμπάρου, θα έπρεπε να ταξιδέψουν την ημέρα του γάμου, σε αυτό το χωριό. Εγώ ποτέ δεν είχα ξανακούσει, για χωριό με τέτοιο όνομα και στις ερωτήσεις που έκανα, δεν έπαιρνα ικανοποιητικές απαντήσεις. Κανείς δεν ήξερε να μου πει κάτι, ίσως γιατί κανείς, δεν το ήξερε. Αυτό όμως εμένα μου έγινε έμμονη ιδέα και προσπαθούσα με κάθε τρόπο να μάθω τα πάντα για αυτό.

Thursday 14 September 2017

Γράμμα από τη Βέροια. Ιστορίες από το Κακοσούλι. Το ποδήλατο


Του Ανδρέα Μαρολαχάκη


     Στην γειτονιά μας, στην αλάνα που παίζαμε, τα “καμένα” όπως τα έλεγαν, (δεν ξέρω για ποιο λόγο), ίσως παλαιότερα να είχε καεί η περιοχή. Τα καμένα ήταν ένας ανοιχτός χώρος, που ξεκινούσε από την εκκλησία του Αγ. Βλάση και έφθανε μέχρι την εκκλησία της Κυριώτισσας ή τον Αγ. Σάββα όπως ήταν η δεύτερη ονομασία της. Σε αυτόν το χώρο, όταν έκλειναν τα σχολεία, μαζευόμασταν καθημερινά, πρωί και απόγευμα για να παίξουμε τα διάφορα παιχνίδια. Κάποια από αυτά, τα παίζαμε με τα κορίτσια της γειτονιάς και μερικά μόνο με αγόρια. Ήταν μια εποχή που εκτός από μία φτηνή μπάλα, που μπορούσαμε να έχουμε στην διάθεση μας, τίποτε άλλο δεν υπήρχε για να το χρησιμοποιήσουμε σαν βοηθητικό μέσο των παιχνιδιών μας.


(Τα καμένα - φωτογραφία sendmealetter007.blogspot.com)

Monday 11 September 2017

Γράμμα από τη Βέροια. Ιστορίες από το Κακοσούλι. Το Λιανοβρόχι


Του Ανδρέα Μαρολαχάκη


     Τα παιδικά μας χρόνια, τα ζήσαμε σε μια εποχή που κανένα σπίτι στην γειτονιά δεν είχε τις ηλεκτρικές συσκευές και ευκολίες που υπάρχουν σήμερα. Τα περισσότερα νοικοκυριά μαγείρευαν, με εκείνες τις περίεργες γκαζιέρες, με το φαρδύ φιτίλι ή στην καλύτερη περίπτωση είχαν, την με καινούρια εφεύρεση της εποχής το πετρογκάζ. Εξ άλλου, μόλις πριν από λίγο είχαν βάλει στα σπίτια ηλεκτρικό ρεύμα, που το χρησιμοποιούσαν βασικά για τον φωτισμό των σπιτιών αν και ορισμένοι είχαν την πολυτέλεια να έχουν ραδιόφωνο. Ιδιαίτερες ηλεκτρικές συσκευές δεν θυμάμαι να είχε κανένα σπίτι της γειτονιάς. Τον χειμώνα τον ξεπερνούσαμε ανάβοντας τις ξύλινες σόμπες ή στην καλύτερη περίπτωση μερικά νοικοκυριά, ελάχιστα από ότι θυμάμαι είχαν σόμπες πετρελαίου. Το πρόβλημα το μεγάλο όμως ήταν το καλοκαίρι. Παρ’ όλο που σχεδόν όλα τα σπίτια ήταν κτισμένα με πέτρες και είχαν σαν βάση επενδύσεων το ξύλο, η ζέστη ήταν ανυπόφορη. Ειδικά όταν μας μάντρωναν, κυριολεκτικά το μεσημέρι για να κοιμηθούμε μια δυο ώρες. Εμείς οι μικροί επαναστατούσαμε και στην καλύτερη περίπτωση δυσανασχετούσαμε και γκρινιάζαμε. Πάντα προσπαθούσαμε να την κοπανίσουμε, από την υποχρεωτική αυτή ξεκούραση και να βγούμε λαθραία έξω από το σπίτι για να συναντήσουμε τους συνομηλίκους μας, που επίσης το είχαν σκάσει, για κάποιες μικρές περιπέτειες.

     Ο πατέρας μου απηυδισμένος, με το συνεχές σκασιαρχείο από την μεσημεριανή ξεκούραση αποφάσισε να μας έχει και τους τρεις,μαζί του στο ίδιο δωμάτιο, για να μας προσέχει. Η κατάσταση όμως με την ζέστη γινόταν ακόμη πιο αφόρητη, οπότε μια μέρα τον είδαμε να φέρνει στο σπίτι μια παράξενη για μας ηλεκτρική συσκευή. Όταν την έβγαλε από το κουτί

Thursday 7 September 2017

Γράμμα από την Κύπρο. Το "λυράκι". Διήγημα


Του Βασίλη Χαραλάμπους


     Κι ο γέρο Νικολός, λυράρης από τους παλαιούς, ντυμένος ακόμη με την κρητική βράκα και το γελέκι κι ένα μακρύ φιλντισένιο κομπολόι. Μονάχος γυρνούσε στης Κρήτης το Καμηλάρι, πού ’ναι γαντζωμένο από τα χρόνια τα παλιά στους λεύτερους λόφους, του Γιούλα, του Αλευρωτά και του Εύγορα. Μονάχος καθόταν τις περισσότερες φορές στο καφενείο κι όταν καμιά φορά τον κερνούσαν τσικουδιά έπινε μονάχα ίσαμε να συντροφέψει την παρέα. Αν όμως επέμενε κάποιος να πιει κι άλλη τσικουδιά με τη χοντρή φωνή του, που τόσο καιρό συνόδευε το λυράκι του, απαντούσε κουνώντας το κεφάλι του, «η παραπανίσια τσικουδιά, το μυαλό θολώνει, κείνο πού’ναι για της παρέας το συντρόφεμα, το’χουμε πιει» κι έβγαζε το λυράκι του, το «συντροφάκι» καθώς το καλούσε κι αρχινούσε τις μαντινάδες.


Monday 4 September 2017

Γράμμα από τη Βέροια. Ιστορίες από το Κακοσούλι. Οι στρακαστρούκες


Του Ανδρέα Μαρολαχάκη



     Είχα κλείσει πια τα δέκα τρία μου χρόνια, πήγαινα στην πρώτη γυμνασίου και τόσο τα ενδιαφέροντα μου, όσο και οι φίλοι είχαν αλλάξει κατά πολύ. Παρ’ όλο που το γυμνάσιο στεγαζόταν στο ίδιο κτίριο που βρισκόταν και το πρώτο δημοτικό σχολείο, που μέχρι τότε πήγαινα και το μόνο πού άλλαζε για μένα, ήταν το ωράριο και ο χώρος προαυλισμού, στην ουσία υπήρχαν βασικές και μεγάλες διαφορές.

     Μέσα στο καλοκαίρι που μεσολάβησε από την αποφοίτηση μου, από το δημοτικό σχολείο και στην εγγραφή μου στο γυμνάσιο, ένιωσα ότι έχασα ένα κομμάτι από την παιδική μου ηλικία και αθωότητα, περνώντας πολύ γρήγορα στην εφηβεία. Με τρόμο σχεδόν, αντιλήφθηκα, πως οι υποχρεώσεις και τα μαθήματα του γυμνασίου, είχαν απαιτήσεις, που με ξεπερνούσαν. Αυτό με ανάγκαζε, να περιορίσω κατά πολύ τις παιδικές μου παρέες με τα παιγνίδια στην γειτονιά μας. Παράλληλα άλλαξαν και οι ενδυματολογικές μου προτιμήσεις, μου ήταν τελείως αδιανόητο, το κοντό παντελόνι, που συνήθως φορούσα, πριν από τρεις μήνες αλλάζοντας το με δύο μακριά παντελόνια, που βασικά τα διάλεξε η μάνα μου, αλλά είχε καταφέρει να με πείσει, ότι τα διάλεξα εγώ. Το ένα ήταν σκούρο γκρι με μαύρες καρό διαγραμμίσεις, ενώ το άλλο ήταν σκούρο μπεζ, σχεδόν καφετί με πιο σκούρα λεπτά σχέδια, κάτι σαν ψαροκόκαλο. Αυτό το δεύτερο παντελόνι το θεωρούσα το “καλό” μου παντελόνι και το φορούσα σε γιορτές ή ιδιαίτερες περιπτώσεις.