Thursday, 7 September 2017

Γράμμα από την Κύπρο. Το "λυράκι". Διήγημα


Του Βασίλη Χαραλάμπους


     Κι ο γέρο Νικολός, λυράρης από τους παλαιούς, ντυμένος ακόμη με την κρητική βράκα και το γελέκι κι ένα μακρύ φιλντισένιο κομπολόι. Μονάχος γυρνούσε στης Κρήτης το Καμηλάρι, πού ’ναι γαντζωμένο από τα χρόνια τα παλιά στους λεύτερους λόφους, του Γιούλα, του Αλευρωτά και του Εύγορα. Μονάχος καθόταν τις περισσότερες φορές στο καφενείο κι όταν καμιά φορά τον κερνούσαν τσικουδιά έπινε μονάχα ίσαμε να συντροφέψει την παρέα. Αν όμως επέμενε κάποιος να πιει κι άλλη τσικουδιά με τη χοντρή φωνή του, που τόσο καιρό συνόδευε το λυράκι του, απαντούσε κουνώντας το κεφάλι του, «η παραπανίσια τσικουδιά, το μυαλό θολώνει, κείνο πού’ναι για της παρέας το συντρόφεμα, το’χουμε πιει» κι έβγαζε το λυράκι του, το «συντροφάκι» καθώς το καλούσε κι αρχινούσε τις μαντινάδες.



     Πιότερο απ’ όλες του άρεσαν κάτι δικές του για τη φιλοξενία που τις έλεγε και ξανάλεγε. Καμιά φορά στο τραγούδημα επάνω με τούτο το λυράκι με τον ήχο τον αδρύ, μπορούσε να πιει και κανένα ποτηράκι παραπάνω. Το λυράκι ετούτο, με τη σκάφη τη μικρή από μουριά, το «καυκί» που λένε στα μέρη ετούτα, περίσσια τ’ αγαπούσε κι ήταν δώρο από τον παππού του τον Γιώργη τον Περδικάκη. Είχε και μια βροντολύρα ο γέρο Γιώργης μα την πήρε ο ξάδελφός του ο Νικήτας. Κι ανακάτευε ο γέρο Νικολός, τους πανάρχαιους ήχους της φυλής το δώριο, τον μιξολύδιο, τον φρύγιο, το λύδιο με τους ήχους τους βυζαντινούς.

     Αν καμιά φορά στα πειράγματα επάνω, τού’ λεγαν πως η λύρα του Χιωτάκη έχει «στρογγυλότερο» τον ήχο, κουνούσε το κεφάλι του κι αρχινούσε με τις μαντινάδες του.

«Ποιος σύντεκνε θα παραβγεί το κρητικό λυράκι
πού’χει πουλιού το λάλημα και της καρδιάς μεράκι».

     Συντρόφεμα και το «κυρτοδόξαρο», όπως του το ’δωσε ο παππούς του ο γέρο Γιωργής, με τα γερακοκούδουνα π’ ομορφαίνανε περίσσια των μαντινάδων τα μελωδήματα. Θαρρώ καθώς τα χρόνια κείνα τα βυζαντινά που με γεράκια κυνηγούσαν και κρεμούσαν στων γερακιών τα πόδια, τούτα τα γερακοκούδουνα, έτσι και μεις στης ζωής το «κυρτοδόξαρο» μη χάσουμε τους ήχους τους παλαιούς εκείνους. Κι αναπηδούσε σε κάθε δοξαριά από τούτο το «κυρτοδόξαρο» ο χορευτής στο χοροστάσι.

     Κάθε που μαζευόντουσαν τα «κοπέλια» αρχινούσε τις παραγγελιές. “Να Σήφη, καθώς ο κάτω καβαλάρης κι ο απάνω καβαλάρης στο λυράκι τούτο τις χορδές αψηλά κρατάνε, έτσι είν’ εκείνα που του ανθρώπου την καρδιά μορφαίνουν. Αψηλότερα να’ναι Σήφη, αψηλότερα”. Και συνέχιζε «κι άμα θες ο καβαλάρης τούτος το λάλημα νάχει μαλακότερο, σφένταμο να βάλεις Μανωλιό. Έτσι και μεις στο διάβα το δικό μας τον άλλο σφένταμο στην καρδιά να βάλουμε και τη σκληροκαρδία ας την αφήσουμε για τα μεγαλοφάραγγα». Κι έλεγε και καμιά μαντινάδα.

«Στον καβαλάρη σφένταμο ήχο γλυκύ να βγάλει
σφένταμο και στης καρδιάς τον άλλο πεντοζάλη»

     Παραΰστερα αρχινούσε ο πεντοζάλης που «πάει τρία ζάλα μπρος και δυο γερνάει πίσω», ο χανιώτικος, ο ξεροστεριανός κι ο μαλεβυζιώτικος. Στις γιορτάρες μέρες διαλαλούσε τα ριζίτικα και της τάβλας τα τραγούδια, τα «δήματα» καθώς τά’λεγε. Κι αν δρόμο είχες μακρινό να κάνεις, άκουγες αλαργινά ίσαμε την απανωστροφή του πετρογέφυρου της στράτας τα τραγούδια. Έσμιγε τους πόνους και τους καημούς ετούτου του νησιού, στο δώριο και λύδιο μελώδημα «αγρίμια κι αγριμάκια μου», που τόσο συνήθαε να τραγουδεί.

     Όλα τούτα μονάχα όσο λαλούσε το λυράκι, γιατί όταν έφευγε αρχινούσαν τα ψιθυρίσματα για τον γέρο Ξενάκη. Ξενάκη τον λέγανε στο χωριό αν και το ’νομά του ήταν Περδικάκης γιατί ήταν από άλλα μέρη. Έμενε καιρό πριν έρθει στο Καμηλάρι, σ’ ένα μικρό ψαρόσπιτο κάτω στην ακροθαλασσιά στο Καλαμάκι. Ύστερα καθώς λένε του’δωσε ο γερο-παπάς ένα μικρό ξέχωρο δωμάτιο να μένει στο Καμηλάρι. Άλλοι τον λέγανε «το λυράκι» για το μικρό του συντροφάκι. Πολλά πράγματα δεν ξέρανε για το γέρο Νικολό. Ένα πράγμα μονάχα δεν του συγχωρούσαν που σπάνια είχε χρήματα μαζί του. Και να σκεφτεί κανένας τόσες μαντινάδες έλεγε για τη φιλοξενία.
    - Θα μας κεράσεις γέρο Νικολό;
- Δεν έχω αρκετά χρήματα μαζί μου σύντεκνε.
- Και θες να το πιστέψουμε;
- Να δούμε που τα κρύβεις.
- Τι θα τα κάνεις γέρο Νικολό;
- Κανείς δεν τα πήρε μαζί του.
- Εγώ διαπορώ. Τόσες μαντινάδες λες για το που ξενίζουν ξένους και συ κρύβεις τα λεφτά στ’ αγκωνάρια;

     Κι ο γέρο Νικολός έμενε σιωπηλός.

     Στις δεκαέξη τ’ Αυγούστου, του Καλού του Μήνα καθώς τον λένε στα μέρη ετούτα, θα πήγαιναν στο πανηγύρι τ’ Άη Μύρωνα στ’ Αντικύθηρα με το καΐκι. Συνήθεια παλαιά να πηγαίνουν στ’ Άη Μύρωνα το πανηγύρι, όπου κρητικό γλέντι γίνεται με χοροτράγουδα, αγριοκάτσικα και ψωμί από το φούρνο του μοναστηριού. Η προκυμαία κάτω στ’ ακροθάλασσο στο Καλαμάκι γιόμισε κόσμο κι αντάμα γιόμισε ψιθυρισμούς.

- Θαρθεί μαζί μας κι ο Ξενάκης.
- Σώπα Μανωλιό.
- Του το πληρώνουν φαίνεται.
- Θα ξοδευτεί σήμερα ο γέρο Νικολός.
- Το «λυράκι» μόνο μαντινάδες να λέει.
- Σώπα Σταθιό κι έρχεται.

     Φάνηκε νά’ρχεται ο γέρο Νικολός αργοσέρνοντας τα πόδια του.

- Γιαννιό, ρώτησε παιδί μου τον καπετάνιο πόσο κάνει τ’ αγώγι.

     Ψιθυρισμοί και πάλι και κρυφοχαμογέλια κι ο γέρο Νικολός έψαχνε το κομπόδεμά του.

- Έλα, από μένα, πρόθυμα είπε ο Δημητρός.
- Όχι παιδί μου Δημητρό, έχω για τ’ αγώγι.

     Κι ο γέρο Νικολός κοντοστέκεται για λίγο και μετρά τα λιγοστά του νομίσματα. Όμως κάτι σας φασαρία γίνεται στο καΐκι κι ο καπετάνιος σπρώχνοντας πάει κατά το μέρος που βρίσκεται ο γέρο Νικολός φωνάζοντας.

- Καπετάν Νικολό, καπετάν Νικολό.
- Καπετάν Νικολό; αρχινίσανε οι διάφοροι ν’ απορούν.
- Καπετάν Νικολό, καπετάν Νικολό.

     Κι έβαλε με δακρυσμένα τα μάτια ο καπετάν Γιαννιός τον γέρο Νικολό στην αγκαλιά του.

- Καπετάν Γιαννιό.
- Για χάρη του καπετάνιου…
- Ποιού καπετάνιου; διέκοψε o Σταθιός.
- Ναι του καπετάνιου, του καπετάν Νικολό. Ετούτο το καράβι…

     Εδώ τον διέκοψε ο γέρο Νικολός.

- Άντε πάμε κατάμπροστα καπετάν Γιαννιό.
- Λοιπόν ετούτη η καραβιά θα’ν' από μένα σύντεκνοι. Πάμε καπετάν Νικολό.
- Πάμε μπροστά καπετάν Γιαννιό.
- Εσύ σήμερα θα’σαι στο δοιάκι, εσύ θα οδηγήσεις σήμερα το καΐκι.

     Και πήγαν εκεί όπου το δοιάκι και μιλούσαν ατέλειωτα. Έτσι δεν γίνηκε μπορετό να μάθουν κάτι για τον γέρο Νικολό. Έτσι τα πράγματα αλλάξαν. Πάψαν και τα κρυφογέλια, πάψαν κι οι ψιθυρισμοί, μονάχα απορημένα πρόσωπα. «Ο καπετάν Νικολός;» ρωτούσαν και ξαναρωτούσαν. Δεν μάθαν εκείνο το πρωινό, μάθανε όμως αργότερα, από τον καπετάν Γιαννιό, πως ο γέρο Νικολός, ο καπετάν Νικολός ήταν χρόνια ναυτικός με δικά του ψαροκάϊκα. Ο γέρο Νικολός είχε κατά πως είπε την καταγωγή από το Κουτουλουφάρι.

     Μια μέρα όμως αποφάσισε να φύγει γι’ άλλα μέρη αφήνοντας τα ψαροκάϊκα στου χωριού του σε κάτι ορφανά για προικιό. Ανάμεσα σε τούτα τα ορφανοπαίδια ήταν κι ο καπετάν Γιαννιός. Όσο για τα χρήματα κράτησε λίγα για λόγου του και τ’ άλλα τα’φησε για τα φτωχοπαίδια. Το γιατί ακόμα το συζητάνε στο χωριό. Ίσως να’ναι και κείνο που είπε φεύγοντας στον παπά Ανέστη καθώς μου’λεγε τις προάλλες. «Οικογένεια στη ζωή μου δεν έφτιαξα παπά μου, οικογένεια μου θα’ναι τούτα τα φτωχοπαίδια. Θα φύγω όμως, μη μ’ έχουν για ευεργέτη, θα πάω σ’ άλλο τόπο μη χαλάσω τούτη τη χαρά» και τούτο το’πε φεύγοντας πολλές φορές «μη χαλάσω τούτη τη χαρά», «μη χαλάσω τούτη τη χαρά». Όσο για το λυράκι μια ζωή το ’χε συντρόφεμα σε γιορτές και πανηγύρια μ’ ανταμοιβή μονάχη το Κρητικό χαμογέλιο.

No comments:

Post a Comment