Της Ελένης Δημητριάδου
Στην
οικογένειά μου συναντήθηκαν δύο
πολιτισμοί: από την πλευρά του πατέρα
μου ο μικρασιατικός των προσφύγων και
από την πλευρά της πολυγυρινής μητέρας
μου, της Δήμητρας Μανέ, αυτός των γηγενών
Ελλήνων, και φυσικά μαζί τους και τα
αντίστοιχα γλωσσικά ιδιώματα. Οι
πρόσφυγες παππούδες μου, εγκατεστημένοι
στην Κάτω Τούμπα της Θεσσαλονίκης, όταν
δεν μιλούσαν μεταξύ τους τούρκικα –
συνήθως για να μην τους καταλαβαίνουμε
οι υπόλοιποι – χρησιμοποιούσαν τα
ελληνικά, διανθισμένα όμως με έντονα
στοιχεία αρχαΐζουσας καθαρεύουσας. Από
το άλλο μέρος, στην πατρίδα της μητέρας
μου μιλούσαν «χωριάτικα», πολυγυρινά.
Αυτά
τα πολυγυρινά ήταν πολύ ιδιόμορφα και
πολύ δύσκολο να τα μιλήσεις αν δεν τα
είχες συνηθίσει από μωρό. Φαίνεται όμως
ότι και το αντίστροφο ήταν μάλλον εξίσου
δύσκολο, να μιλάς δηλαδή «καθαρευουσιάνικα»
(«σαλον’(ι)κιά» όπως τα έλεγαν οι
Πολυγυρινοί) ενώ έχεις γεννηθεί και
μεγαλώσει στον Πολύγυρο. Η καημένη η
μαμά πρέπει να δυσκολεύτηκε αρκετά να
συνηθίσει να μιλάει όπως οι Θεσσαλονικείς,
και ομολογώ ότι καμιά φορά της ξέφευγε
και κανένα πολυγυρινό, με αποτέλεσμα
να δέχεται τα τρυφερά πειράγματα όλης
της οικογένειας. Και θα πρέπει να ένιωθε
μεγάλη ανακούφιση όταν μπορούσε να
μιλήσει με τους συγγενείς της στα
πολυγυρινά εντελώς απενοχοποιημένη.
Αυτή η νοσταλγία για το γλωσσικό ιδίωμα
της πατρίδας τους πρέπει να ήταν κοινή
σε όλους όσοι ζούσαν μακριά της. «Έλα
μαρή Δήμητρα να πούμε κανένα πουλυγυρ’νό»,
θυμάμαι να την προτρέπει η θεία Τασούλα
η «Τσικουλίνα», αδελφή του θείου Τζώρτζη
του Τσίκουλα, που εδώ και πολλά χρόνια
ζούσε στη Θεσσαλονίκη.
Ο
πατέρας μου από το άλλο μέρος, αν και
έζησε στον Πολύγυρο για ένα μεγάλο
διάστημα, έμεινε αλώβητος από τη διάλεκτο
αυτή. Το ίδιο και η αδελφή μου παρόλο
που έζησε εκεί τα πρώτα 7 χρόνια της, και
τέλος κι εγώ, που αν και γεννήθηκα στον
Πολύγυρο, έφυγα από εκεί σε νηπιακή
ηλικία. Αντίθετα η μητέρα μου μόλις
έφτανε στην πατρίδα της, με εξαιρετική
άνεση άρχιζε τα πολυγυρινά στις συζητήσεις
με τους συγγενείς της, ενώ την ίδια
στιγμή απευθυνόταν σε μας με τα
«σαλον’(ι)κιά» της. Πολύ τη θαύμαζα τη
μαμά μου γι’ αυτή της την ικανότητα,
γιατί παρόλο που μου φαινόταν παράξενα
και γραφικά τα πολυγυρινά, ένιωθα και
λίγο μειονεκτικά που δεν μπορούσα να
τα μιλήσω, αν και κατέβαλα φιλότιμες
προσπάθειες! Βέβαια κι εγώ σε επαρχία
– στη Βέροια – μεγάλωσα, όπου υπηρετούσε
ο πατέρας μου ως γεωπόνος. Αλλά τα παιδιά
των συναδέλφων και οι συμμαθητές μου
μιλούσαν τα ελληνικά του αναγνωστικού
μας και φυσικά για πολυγυρινά ούτε
λόγος, άσε που τα περισσότερα δεν ήξεραν
κατά πού πέφτει ο Πολύγυρος. Μεγάλη
προσβολή θεωρούσα αυτή τους την άγνοια!
1957.
Αριστερά με τη μητέρα και την αδελφή
μου και τις θείες μου Χρυσάνθη και
Ζαφείρω με τα παιδιά τους
Έτσι,
με το που πατούσαμε το πόδι μας στον
Πολύγυρο, μαζί με τις αγκαλιές των
συγγενών μας, ένας νέος γλωσσικός κόσμος
ανοιγόταν μπροστά μου, και εγώ βιαζόμουν
γρήγορα-γρήγορα να προσαρμοστώ πασχίζοντας
να τον αποκωδικοποιήσω. Εδώ τα πράγματα
ήταν εντελώς διαφορετικά: κανόνες
γραμματικής και ορθογραφίας πήγαιναν
περίπατο, με σύμφωνα, φωνήεντα, άρθρα
και καταλήξεις να παθαίνουν μετάλλαξη!
Τα
φωνήεντα αφού έκαναν ένα τρελό χορό,
κάτι σαν το παιγνίδι με τις μαγικές
καρέκλες, άλλαζαν θέση, χωρίς να υπακούουν
σε ιδιαίτερους κανόνες, τουλάχιστον
έτσι μου φαινόταν τότε. Το «ε» ή «αι»
μετατρεπόταν σε «ι»: «παιδί» σε «πιδί»,
«φάγαμε» σε «φάγαμι». Άλλοτε το «ου»
μεταμφιεζόταν σε «α», ή το «ω» σε «ου»
κάνοντας άνω-κάτω τις καταλήξεις των
ρημάτων: «ήμαν», «θα πάου». Το άρθρο «το»
γινόταν «του» παραχωρώντας έτσι τη θέση
του από την ονομαστική πτώση στη γενική:
«του πιδί». Αυτό όμως που μου φαινόταν
εξοργιστικά παράξενο, ήταν η μετατροπή
του αρσενικού άρθρου σε θηλυκό. Άκου να
αποκαλούν τον ξάδελφό μου τον Τάκη, δυο
μέτρα παλικάρι, «η Τάκης»!
Αλλά
και οι καταλήξεις των υποκοριστικών
άλλαζαν ως δια μαγείας. Τα υποκοριστικά
σε –ούλα μετατρεπόταν σε –ούδα: «Η
πατατούδα κι η ντοματούδα» θυμάμαι
τον θείο Τζώρτζη να αποκαλεί τρυφερά
τις εξαδέλφες μου Τασούλα και Μαρία
αντίστοιχα, (καθόσον η μία ήταν ξανθιά
σαν «πατατούδα» και η άλλη είχε κατακόκκινα
μαγουλάκια σαν «ντοματούδα»). Ενώ τα σε
–άκι μετατρεπόταν σε –ούδ’(ι):
«πιδούδ’(ι)», «ντινικούδ’(ι)» («τενεκεδάκι»,
αυτό το έχω συνδέσει με το λάδι). Ενίοτε
μάλιστα συνοδευόταν από ένα σύμφωνο
κατά προτίμηση το μι: «πιδούδ’(ι) μ’»,
«κουρτσούδι μ’».
Σε
πολλές περιπτώσεις τα φωνήεντα πήγαιναν
περίπατο και παραχωρούσαν τη θέση τους
σε διασκεδαστικούς γλωσσοδέτες! «στ’ς
Μαρίας!» «στουν Πατιλ’(ι)δά!» (στον
Πατιλιδά ή Πατελιδά), «σκ’(ι)λιά»
(σκυλιά), «σκληκοειδίτ’». «Ποιες
εγχειρίσεις έχετε κάνει;», ρώτησε τη
θεία μου τη Χρυσάνθη τη Τσικουλίνα ένας
καθηγητής Πανεπιστημίου, στο ιατρείο
του οποίου την είχε συνοδέψει ο φοιτητής
Ιατρικής γιος της Γιάννης. Κι εκείνη,
σταυρώνοντας τα χέρια στο στήθος της
και παίρνοντας φόρα εκστόμισε με στόμφο:
«Εσκλεκοειδίτ’ γιατρέ!», νομίζοντας
ότι το έλεγε εξευγενισμένα και αφήνοντας
σύξυλο και καταρεζιλεμένο το έρμο το
βλαστάρι της, που μάταια προσπαθούσε
να την εκπαιδεύσει στα στοιχειώδη
«σαλον’(ι)κιά»!
Και
βέβαια και τα σύμφωνα δεν έμεναν αλώβητα,
κάθε άλλο! «Θ» στη θέση του «δ» και «γ»
αντί «β»: «θ’κός μας», «Του γλέπου!
Νάτουιά!». Παρεμπιπτόντως, αυτό το «-ιά»
πολύ με διασκέδαζε! Μια άλλη διασκεδαστική
αλλαγή ήταν αυτό που πάθαινε το γράμμα
δέλτα, δηλαδή να προφέρεται «ντ»: Ντέας
αντί για Δέας, Ντίμος αντί για Δήμος.
Όταν μεγάλωσα λίγο και άρχισα να μαθαίνω
αγγλικά, πολύ μου άρεσε αυτό, έμοιαζε
πολύ «βρετανικό»!
Δεν
ήταν μόνο η ταλαιπωρία που πάθαιναν τα
γράμματα. Ήταν και λέξεις και φράσεις
που άλλαζαν νόημα ή ήταν εντελώς
καινούργιες. «Πού είναι ο θείος;»,
ρώτησα μια φορά όταν ήμουν πολύ μικρή
τη θεία Γιαννούλα. «Δεν είναι εδώ,
είναι σιακάτ’.» μου απάντησε φυσικότατα.
«Σιακάτ’»; Τι είναι πάλι τούτο; Μην
είναι κρυμμένος κάτω στο υπόγειο;
Παρακάτω; Πιο κάτω; Κατηφόρισε; Φαίνεται
την έβλεπα με βλέμμα γεμάτο απορία μη
τολμώντας να ζητήσω διευκρινίσεις,
γιατί από ότι θυμάμαι αμυδρά, συμπλήρωσε
χαμογελώντας: «Στις ελιές». Και τότε
φωτίστηκαν όλα μέσα μου! «Σιακάτ’»
σημαίνει «στα κτήματα - στις ελιές - στις
καλύβες»! Αργότερα άκουγα και άλλους
παρεμφερείς τοπικούς προσδιορισμούς:
«σιαπάν’» , «σιαπέρα», «σιαδώθε»,
«σιακείθε», που όμως ήταν πιο εύκολο
πια να τους αποκωδικοποιήσω. Μάλιστα
το «σιαπέρα» είχε και μια ιδιαίτερη
έννοια, σήμαινε την αγορά, τον κεντρικό
δρόμο για όσους έμεναν πιο μακριά από
το κέντρο: «Τι νέα από σιαπέρα;»,
έλεγε η θεία μου η Χρυσάνθη που το σπίτι
της ήταν λίγο πιο μακριά από την αγορά.
Η
«θεία Χρυσάνθη» όμως στον Πολύγυρο
άλλαζε τόνο και γινόταν «η θεια η
Χρυσάνθη». Πράγμα παράξενο, όμως, η λέξη
«θεια» δεν είχε πάντα να κάνει με
συγγενείς, αλλά ήταν και κάτι σαν το
θηλυκό του «μπάρμπας». Όταν η μητέρα
μου έλεγε «η θειά η Τρανταφυλλ(ι)ά»,
εννοούσε μάλλον: η «γιαγιά», η «κυρία»
ή η «κυρά» Τριανταφυλλιά. Αυτή η προσφώνηση
μου έδινε μια μικρή αίσθηση της οικειότητας
που αισθανόταν οι άνθρωποι μεταξύ τους
εκείνα τα χρόνια στον Πολύγυρο.
«Βγαίναμε
στο σόμπορο ή σόμπουρου», έλεγε η μαμά
μου, αναπολώντας τα χρόνια της νιότης
της. Αυτή η λέξη που έμοιαζε με «σόμπα»
ή «μπόμπα», αποκτούσε άλλη βαρύτητα,
συνδεόταν στο κεφαλάκι μου με κάτι πολύ
θερμό κι εκρηκτικό, και μήπως στην
πραγματικότητα δεν ήταν έτσι; Αφού οι
βραδινές συναντήσεις των γυναικών της
γειτονιάς για κουβεντούλα μπορεί να
είχαν όλα αυτά τα χαρακτηριστικά.
Εκείνη
την εποχή, στα τέλη της δεκαετίας του
’50, είχε κυκλοφορήσει ένα παιδικό βιβλίο
που με στιχάκια προσπαθούσε να πείσει
τα παιδιά να τρώνε όλο το φαγητό τους.
Μιλούσε για δύο κοριτσάκια, τη ροδαλή
και αφράτη Λόλα και τη χλωμή και
αποστεωμένη Κοραλίτσα, για την οποία:
Κλαπατσίμπαλα
βροντάνε κατεβαίνουν πιατικά
μάχη
κάνουν στην κουζίνα ο μπαμπάς και η μαμά
για
να φάει η Κοραλίτσα
πέντε
κουταλιές σουπίτσα.
Σφίγγει
δόντια, χείλη κλείνει
κι
αν μασά δεν καταπίνει.
Δέκα
ώρες την κρατά
τη
βουκιά την κάθε μιά.
Αχ!
Κατάπιε την παιδί μου,
και
μαράζωσε η ψυχή μου!
Δες
τε όμως και τη Λόλα
που
τα τρώει πρόθυμη όλα!
Τι
κοπέλα ζηλευτή
ροδοκόκκινη,
γερή.
Όλη
μέρα τραγουδά
τρέχει,
παίζει και γελά.
Δες
τες και τις δυο μαζί
τη
χοντρή και τη λιγνή.
Έχουν
ίδια ηλικία
κι
όμως μοιάζει η Κοραλία
δέκα
χρόνια πιο μικρή
κατσιασμένη
σα γατί.
Αυτό
το ποίημα μας είχε στοιχειώσει
οικογενειακώς, διότι ταυτίζαμε τη Λόλα
με μένα που ήμουνα πιο στρουμπουλή και
την Κοραλίτσα με την αδύνατη και ιδιαίτερα
λιγόφαγη αδελφή μου. Πού να ξέρουμε ότι
σε λίγα χρόνια τα πρότυπα περί ομορφιάς
και υγείας θα άλλαζαν άρδην! Τέλος
πάντων, σαν να μην έφταναν αυτά, είχαμε
και τη θεία Ευτέρπη που όταν έβλεπε τις
εικόνες του βιβλίου στο σπίτι του
εξαδέλφου μου του Γιάννη του Τσίκουλα
- που από μικρός ήταν βιβλιοφάγος –
έλεγε με καμάρι συγκρίνοντας την αδύνατη
αδελφή μου με την ευτραφή κόρη της:
«Αυτήν’(ι) η Κουραλίτσα είνι σαν του
κατσιασμένου τ’ αντιρακουλ’(ι)μένου
τ’ς Δήμητρας, ινώ το θ’κο μ’ του
κουρ’τσούδ’ είνι χουντρό κι
ρουδουκοκ’(ι)νου σαν αυτήν’(ι) τ’
Λόλα!».
Αλλά
και φράσεις ολόκληρες υπήρχαν που
σήμαιναν άλλα πράγματα: «Γιατρέ, πες
μας την αλήθεια! Θα βλέπει μέχρι το βράδυ
τα ραδίκια ανάποδα, όπως το λέμε εμείς
στον Πολύγυρο;», ρώτησε κάποτε ένα
γιατρό ο θείος Γιάννης ανησυχώντας για
την υγεία της θείας Ευτέρπης, όταν ήρθαν
στη Λαμία όπου μέναμε τότε, και μάλλον
τον άφησε εμβρόντητο! Εγώ τουλάχιστον
έμεινα, γιατί τέτοιο ιατρικό όρο δεν
είχα ματακούσει, αλλά επειδή ήμουν
αρκετά μεγάλη πια, κατάλαβα γρήγορα τη
μεταφορά της φράσης: ο καημένος ο θείος
προσπαθούσε να εμψυχώσει τη θεία μάλλον,
παρά φοβόταν μήπως τη χάσουμε! «Μμμμ!
Ανθίζ’(ι) και λουλουδίζ’(ι)» έλεγε
η θεία Ζαφείρω για μια άλλη θεία μας
ελαφρά φιλάσθενη, που εγώ το εκλάμβανα
ως «Μάλλον της αρέσει να χαϊδεύεται
και κάνει την άρρωστη».
Όταν
η θεία Λούλα έλεγε «Δε λουλάθκαμι!»
στις κόρες της, σήμαινε ότι έκοβε με το
μαχαίρι κάθε πιθανότητα να πραγματοποιηθεί
κάποια επιθυμία τους, που δεν την εύρισκε
καθόλου του γούστου της. Κάτι αντίστοιχο
συνέβαινε με τη φράση «Έχουμι δ’λειά
σι’ χέρ’». Αυτό το τελευταίο το
συνήθιζαν οι θείες μου Χρυσάνθη και
Ζαφείρω, και σήμαινε ορθά-κοφτά: «Άλλη
δουλειά δεν είχαμε!». «Τι μαρ’ ανάμια
είνι αυτά;». Αυτό ήταν συνδεδεμένο
με κακά πράγματα και ντροπές, και αλίμονο
Παναγίτσα μου ποτέ-ποτέ να μη μου τύχαινε
– όχι τόσο το «κακό», αλλά να ακούσω τις
θείες μου να το λένε για μένα!
Εκείνο
όμως που είχε την τιμητική του ήταν το
«μαρή»! «Τιιι λεεες μαρή!» έλεγε
συχνά η Τασούλα η εξαδέλφη μου όταν
απευθυνόταν στην αδελφή της Μαρία ή
στην εξαδέλφη μας τη Δάφνη, 2 χρόνια
μικρότερες, για να τις επαναφέρει στην
τάξη. Πολύ μου άρεσε αυτή η λέξη, ήταν
για μένα μια πιο καλυμμένη εκφορά του
«μωρέ» ή χειρότερα του «ρε», λέξεις
εντελώς απαγορευμένες στο σπίτι μας,
όπου έπρεπε να μιλάμε μόνο με το «καλέ».
Έτσι, με το που έφτανα στον Πολύγυρο την
υιοθετούσα με μεγάλη χαρά και προθυμία,
και δεν την άφηνα παρά μόνο 1-2 μήνες μετά
την αναχώρησή μου από εκεί. Αυτή η
υστέρηση στην εγκατάλειψη του «μαρή»
στο λεξιλόγιό μου ήταν αφορμή για να
επιτείνονται τα πειράγματα της αδελφής
μου περί της χωριάτικης καταγωγής μου,
μιας και είχα την τύχη να γεννηθώ στον
Πολύγυρο!
Αυτός
ο πολύχρωμος γλωσσικός πολυγυρινός
κόσμος με την έντονη εκφορά του – που
τελικά κατάφερα σε μεγάλο βαθμό να τον
αποκωδικοποιήσω – ένα κομμάτι αναπόσπαστο
της μητρικής καταγωγής μου, λειτούργησε
έντονα ως καταφύγιο στα παιδικά μου
χρόνια, δίνοντάς μου μεταξύ άλλων, την
αίσθηση ότι ανήκα κάπου και ότι δεν
ήμουν απλώς μέλος μιας ακόμη οικογένειας
ξένων υπαλλήλων που είχαν κατακλύσει
την ελληνική επαρχία στις δεκαετίες
του ’50 και του ’60.
Σημ.: Η
αφήγηση αυτή έχει δημοσιευτεί στο
περιοδικό «Πολύγυρος», Τ. 88, 2017
πολύ καλό!
ReplyDelete