Του Ανδρέα Μαρολαχάκη
Είχα
κλείσει πια τα δέκα τρία μου χρόνια,
πήγαινα στην πρώτη γυμνασίου και τόσο
τα ενδιαφέροντα μου, όσο και οι φίλοι
είχαν αλλάξει κατά πολύ. Παρ’ όλο που
το γυμνάσιο στεγαζόταν στο ίδιο κτίριο
που βρισκόταν και το πρώτο δημοτικό
σχολείο, που μέχρι τότε πήγαινα και το
μόνο πού άλλαζε για μένα, ήταν το ωράριο
και ο χώρος προαυλισμού, στην ουσία
υπήρχαν βασικές και μεγάλες διαφορές.
Μέσα
στο καλοκαίρι που μεσολάβησε από την
αποφοίτηση μου, από το δημοτικό σχολείο
και στην εγγραφή μου στο γυμνάσιο, ένιωσα
ότι έχασα ένα κομμάτι από την παιδική
μου ηλικία και αθωότητα, περνώντας πολύ
γρήγορα στην εφηβεία. Με τρόμο σχεδόν,
αντιλήφθηκα, πως οι υποχρεώσεις και τα
μαθήματα του γυμνασίου, είχαν απαιτήσεις,
που με ξεπερνούσαν. Αυτό με ανάγκαζε,
να περιορίσω κατά πολύ τις παιδικές μου
παρέες με τα παιγνίδια στην γειτονιά
μας. Παράλληλα άλλαξαν και οι ενδυματολογικές
μου προτιμήσεις, μου ήταν τελείως
αδιανόητο, το κοντό παντελόνι, που
συνήθως φορούσα, πριν από τρεις μήνες
αλλάζοντας το με δύο μακριά παντελόνια,
που βασικά τα διάλεξε η μάνα μου, αλλά
είχε καταφέρει να με πείσει, ότι τα
διάλεξα εγώ. Το ένα ήταν σκούρο γκρι με
μαύρες καρό διαγραμμίσεις, ενώ το άλλο
ήταν σκούρο μπεζ, σχεδόν καφετί με πιο
σκούρα λεπτά σχέδια, κάτι σαν ψαροκόκαλο.
Αυτό το δεύτερο παντελόνι το θεωρούσα
το “καλό” μου παντελόνι και το φορούσα
σε γιορτές ή ιδιαίτερες περιπτώσεις.
(Στρακαστρούκες - από το JoinEpirus.gr)
Στο
γυμνάσιο, έκανα νέους φίλους και απέκτησα
καινούργια ενδιαφέροντα. Τελείως
απρόσμενα, άρχισα να ενδιαφέρομαι για
τον κινηματογράφο και πολλά απογεύματα,
κρυφά γιατί απαγορευόταν από το σχολείο,
πήγαινα με παρέα συμμαθητές μου, σε
κάποια από τις κινηματογραφικές αίθουσες
της πόλης. Πάντα μπαίναμε παίρνοντας
προφυλάξεις και ποτέ δεν πηγαίναμε στην
κυρίως αίθουσα, αλλά ανεβαίναμε στον
εξώστη, φροντίζοντας να καθόμαστε στις
πιο σκοτεινές γωνίες, από τον φόβο, μη
μας πάρει το μάτι κάποιου καθηγητή. Ο
φόβος ήταν υπαρκτός γιατί σε αυτή την
περίπτωση, η τιμωρία μας θα ήταν από
τρεις έως πέντε ημέρες αποβολή από τα
μαθήματα του σχολείου.
Η
αποβολή από τα μαθήματα ήταν κάτι το
τελείως υποτιμητικό και θα μας έβαζε
στο περιθώριο της μαθητικής κοινότητας.
Όποιο αποβαλλόταν για οποιοδήποτε λόγο
από τα μαθήματα του γυμνασίου, ήταν
σχεδόν απόβλητος από τους υπόλοιπους
μαθητές. Όπως έλεγαν οι μεγαλύτεροι από
εμάς αυτό το περιθώριο που θα μας έβαζε
μια πιθανή αποβολή, πολύ δύσκολα θα το
ξεπερνούσαμε και αυτό θα μας ανάγκαζε
να είμαστε μαθητές δευτέρας διαλογής.
Στους
εξώστες των κινηματογραφικών αιθουσών,
συναντούσαμε τακτικά και μαθήτριες,
από το γυμνάσιο θηλέων, που κι αυτές
είχαν τις ίδιες ανησυχίες και ενδιαφέροντα
με μας.
Ξαφνικά
χωρίς να το καταλάβουμε, από παιδιά του
δημοτικού, γίναμε έφηβοι του γυμνασίου
με τις ανάλογες αλλαγές στις προτιμήσεις
και τα ενδιαφέροντα μας. Ένα από τα νέα
ενδιαφέροντα μας, ήταν η ξαφνική μας
προτίμηση για τα άτομα του αντίθετου
φύλου. Αρχίσαμε να προσέχουμε τα κορίτσια
να τα βλέπουμε με ένα τελείως διαφορετικό
“μάτι” χωρίς όμως να συνειδητοποιούμε
τι ακριβώς ζητούσαμε από αυτά. Προφανώς
η παιδική αθωότητα μας εγκατέλειπε,
δίνοντας την θέση της σε μια εφηβεία
ανεξέλεγκτη,
γεμάτη θρασύτητα. Χωρίς να έχουμε καμία
εμπειρία, προσπαθούσαμε να βρούμε κάποιο
τρόπο να τις πλησιάσουμε. Μια από τις
προσεγγίσεις μας ήταν τελείως λάθος,
αλλά τότε μας φαινόταν πολύ έξυπνη.
Ήταν
η πρώτη άνοιξη της εφηβείας μας, πλησίαζε
το Πάσχα και κυκλοφορούσαν στην αγορά
πολλών ειδών πυροτεχνήματα, τα
οποία αγοράζαμε
και τα χρησιμοποιούσαμε για διασκέδαση.
Ένα από τα πυροτεχνήματα που μας άρεσαν,
ήταν οι στρακαστρούκες. Αυτές ήταν ένα
είδος βεγγαλικού τυλιγμένο σε κόκκινα
χαρτιά και είχαν μέσα μπαρούτι με
φώσφορο. Τις ρίχναμε στο έδαφος ενώ με
το πέλμα του παπουτσιού μας τις πατούσαμε,
με την τριβή άναβαν και έβγαζαν φλόγες
με καπνό κάνοντας ένα φοβερό θόρυβο που
θύμιζε πιστολιές. Συγχρόνως τιναζόταν
στον αέρα λίγα εκατοστά από το έδαφος
και έδινα την αίσθηση ότι μετακινιόταν.
Αγαπημένη
μας συνήθεια τότε ήταν να τις πετάμε
δίπλα στα κορίτσια που περπατούσαν
αμέριμνα και να γελάμε με τον ξαφνικό
φόβο τους. Ο πανικός που ένιωθαν όταν
οι στρακαστρούκες έσκαγαν δίπλα στα
πόδια τους, οι τσιρίδες και το ξάφνιασμα
τους καθώς πετούσαν τις τσάντες τους
και το έβαζαν στα πόδια για να γλυτώσουν,
εμάς (δεν ξέρω γιατί) μας διασκέδαζαν.
Ίσως αυτό μας έκανε να νιώθουμε σαν
άνδρες, αδιαφορώντας για τις συμβουλές
των μεγαλυτέρων, ότι αυτά ήταν παιδικά
καμώματα. Στα μάτια μας όλα είχαν μια
τελείως διαφορετική διάσταση και ήμασταν
βέβαιοι πως όλα αυτά ήταν μια ανδρική
πράξη.
Φυσικά
αυτός ο τρόπος προσέγγισης, ήταν τελείως
λάθος, αλλά σε μας φαινόταν έξυπνος και
το κάναμε σχεδόν κάθε μέρα. Περιμέναμε
να σχολάσουν τα κορίτσια από το γυμνάσιο
θηλέων και όπως περπατούσαν στον δρόμο
τις πλησιάζαμε όσο πιο αθόρυβα μπορούσαμε
και πετούσαμε τις στρακαστρούκες. Είχαμε
γίνει οι μεγαλύτεροι καταναλωτές αυτών
των πυροτεχνημάτων, κάθε μέρα πηγαίναμε
στο μαγαζί που τα εμπορευόταν και όλο
το χαρτζιλίκι μας το ξοδεύαμε αγοράζοντας
στρακαστρούκες.
Με
την νεανική μας αφέλεια, δεν λαμβάναμε
κανένα μέτρο ασφαλείας, για να προστατέψουμε
τουλάχιστον τον εαυτό μας, από πιθανό
κίνδυνο, να εκραγούν αυτές επάνω μας.
Έτσι μετά την αγορά τους, συνήθως τις
βάζαμε στις τσέπες μας και περιμέναμε
την ευκαιρία να τις χρησιμοποιήσουμε.
Όσο περνούσαν οι μέρες, αποθρασυνόμασταν
όλο και πιο πολύ και αγοράζαμε όλο και
περισσότερες στρακαστρούκες. Συνήθως
την “κοπανούσαμε” από τα μαθήματα των
τελευταίων ωρών του σχολείου μας, έτσι
ώστε να είμαστε έτοιμοι για να ολοκληρώσουμε
την επιχείρηση μας. Αρκετές φορές η
“κοπάνα” μας από τα μαθήματα γινόταν
όλο και πιο μεγάλη, έτσι είχαμε πολλές
ώρες στην διάθεση μας μέχρι να σχολάσει
το γυμνάσιο θηλέων.
Ψάχνοντας
να βρούμε τρόπους να αξιοποιήσουμε τον
περισσευούμενο χρόνο, πηγαίναμε στο
Κακοσούλι που ήταν σχετικά κοντά με το
σχολείο και εκεί μπροστά σε ένα πρόχειρο
δίχτυ που είχαμε στήσει, παίζαμε βόλεϊ.
Με τον καιρό τροποποιήσαμε τους
κανονισμούς του παιχνιδιού ανάλογα με
τις ανάγκες μας και βάζαμε σαν έπαθλο
η χαμένη ομάδα να πληρώσει τα αναψυκτικά
των νικητών. Αυτό μας ανάγκαζε να παίζουμε
με πάθος για
να αποφύγουμε την ήττα με τα
συνεπακόλουθά της. Δεν
μας φόβιζε το ότι θα πληρώναμε τα
αναψυκτικά, αλλά η καζούρα των νικητών
ήταν ανυπόφορη. Με αυτό τον τρόπο
περνούσαμε ευχάριστα τον χρόνο μας,
περιμένοντας να έρθει η ώρα να κάνουμε
την επίθεση μας στα κορίτσια.
Όλα
αυτά μας έκαναν απρόσεχτους και συχνά
πυκνά κινδυνεύαμε να πάθουμε κάποιο
ατύχημα, γιατί οι τσέπες μας ήταν γεμάτες
με πυροτεχνήματα. Μια μέρα που το παιχνίδι
μας ήταν στο φόρτε και η ισοπαλία
κυριαρχούσε, προσπαθούσαμε η κάθε ομάδα
με αγωνία και πάθος να φθάσουμε στην
νίκη και στην επιβράβευση.
Σε
μια διεκδικούμενη πάσα, έτρεξα γρήγορα
να αποκρούσω και με δύναμη κτύπησα στον
στύλο πάνω στον οποίο ήταν τεντωμένο
το δίχτυ και έπεσα μεγαλοπρεπώς πάνω
στο σκληρό χώμα. Με το πέσιμο πήραν φωτιά
οι στρακαστρούκες που είχα στην τσέπη
μου και μικρές αλυσιδωτές εκρήξεις
έκαψαν το παντελόνι μου και την σάρκα
μου. Οι φίλοι μου, μόλις είδαν το γεγονός,
άρχισαν να γελάνε, εγώ που στην αρχή δεν
πόνεσα, τους κοίταζα ενοχλημένος. Γρήγορα
όμως τα εύφλεκτα στοιχεία του πυροτεχνήματος
έμπαιναν όλο και πιο βαθιά στις σάρκες
μου, ο πόνος, έγινε αφόρητος και με μια
ανακλαστική κίνηση κατέβασα το παντελόνι
μου για να γλιτώσω. Ήταν όμως πολύ αργά
το πόδι μου καιγόταν, ο φώσφορος που
είχαν οι στρακαστρούκες έμπαινε μέσα
στη σάρκα του ποδιού μου, έτσι οι πόνοι
ήταν υπερβολικοί και με έκαναν να
ουρλιάζω. Παντού μύριζε μπαρούτι, καμένη
σάρκα
και καμένα ρούχα.Τότε επιτέλους οι φίλοι
μου αντιλήφθηκαν την σοβαρότητα της
υπόθεσης και έτρεξαν να με βοηθήσουν.
Παρ’
όλες τις προσπάθειες τους τα πυροτεχνήματα
συνέχισαν να ανάβουν καίγοντας συγχρόνως
τις σάρκες μου. Τότε ένας από τους φίλους
μου, ο Κυριάκος έριξε μερικές χούφτες
χώμα πάνω στο πόδι μου και έτσι έσβησαν
επί τέλους οι στρακαστρούκες. Ο πόνος
όμως εξακολουθούσε να είναι μεγάλος
και επίμονος. Το παντελόνι μου είχε καεί
στην αριστερή πλευρά του και φάνταζε
σαν κουρέλι.
Ακόμη
δεν ξέρω για ποιο λόγο, δεν πήγα σε κάποιο
νοσοκομείο να μου περιποιηθούν το τραύμα
μου, αλλά πήγα κρυφά στο σπίτι φόρεσα
το άλλο μου παντελόνι και το καμένο το
πέταξα στα σκουπίδια. Μη γνωρίζοντας
τα στοιχειώδη για την περιποίηση των
τραυμάτων, πήγα σε ένα φαρμακείο και
αγόρασα ένα επίδεσμο και με αυτό τύλιξα
το πόδι μου σφιχτά στο ύψος του μηρού
μου, χωρίς να βάλω οτιδήποτε απολυμαντικό
ή αναλγητικό. Τα βράδια όταν πήγαινα να
κοιμηθώ, φρόντιζα να βγάζω το παντελόνι
μου, προσέχοντας να μη δει κανείς τον
επίδεσμο και το τραύμα μου. Δεν θυμάμαι
για πόσες μέρες κατάφερα να κρύβω
την
κατάσταση μου, ώσπου από την πληγή μου
άρχισαν να βγαίνουν κάτι κίτρινα υγρά
καθώς ποτέ δεν φρόντισα να αλλάξω το
επίδεσμο που αρχικά είχα χρησιμοποιήσει.
Μοιραία
αυτά τα υγρά κάποια στιγμή λέρωσαν το
παντελόνι μου, δημιουργώντας ένα τεράστιο
λεκέ πάνω στο παντελόνι μου ακαθορίστου
χρώματος, που μεγάλωνε όλο και πιο πολύ.
Το χρώμα του λεκέ πλησίαζε κατά πολύ το
χρώμα που είχαν τα σχέδια του παντελονιού
μου, έτσι κατάφερνα να μη καταλάβει
κανείς το πάθημα μου. Αν και ο πόνος που
ένιωθα ήταν μεγάλος, ποτέ δεν τόλμησα
να πω κάτι στην μητέρα μου ή σε κάποιον
άλλο. Δεν θυμάμαι πόσες μέρες πέρασαν
από την ημέρα που κάηκα, πάντως κατάφερνα
να το κρύβω με επιτυχία.
Μια
μέρα και ενώ η μάνα μου, κατά την προσφιλή
συνήθεια της με εξέταζε για να διαπιστώσει
αν είχα διαβάσει τα μαθήματα μου,
παρατήρησε τον λεκέ στο παντελόνι μου
και ασυναίσθητα τον ακούμπησε για να
δει τι ακριβώς ήταν. Μόλις με ακούμπησε
πετάχτηκα και ούρλιαξα από τον πόνο,
αμέσως η μάνα μου κατάλαβε ότι κάτι δεν
πάει καλά και με υποχρέωσε να κατεβάσω
το παντελόνι μου.
Όταν
είδα την μητέρα μου να τραβάει τα μαλλιά
της μόλις είδε το τραύμα μου, συνειδητοποίησα
την σοβαρότητα της κατάστασης μου.
Προσεχτικά αφού φώναξε και τον πατέρα
μου άρχισε να ξετυλίγει τον επίδεσμο,
ο οποίος είχε κολλήσει πάνω στις σάρκες
μου. Καθώς έβγαζαν τον επίδεσμο από το
πόδι μου μαζί με τον επίδεσμο ξεκολλούσαν
και κομμάτια από το δέρμα μου. Ο πόνος
ήταν αφόρητος, μα ο φόβος μου μεγαλύτερος.
Σκεφτόμουν την πιθανή τιμωρία που θα
ακολουθούσε και έψαχνα δικαιολογίες
για να “μπαλώσω” το θέμα.
Οι
γονείς μου ούτε που με ρώτησαν εκείνη
την στιγμή για το συμβάν, κάλεσαν αμέσως
ταξί και με πήγαν βιαστικά στο νοσοκομείο.
Εκεί με παρέλαβαν νοσοκόμες και ένας
γιατρός που άρχισαν να καθαρίζουν το
τραύμα μου μπροστά στην μητέρα μου. Με
ρωτούσαν αν πονούσα, αλλά εγώ φοβούμενος
τις συνέπειες, έκανα το παλικάρι και
προσποιούμουν ότι ο πόνος ήταν ελάχιστος.
Τότε άκουσα κάτι περίεργα που έλεγαν
οι νοσοκόμες με τον γιατρό, για σήψη και
για γάγγραινα, σε μένα όμως αυτά ήταν
άγνωστες λέξεις, αλλά μητέρα μου
ακούγοντας αυτά, δάγκωνε τα χείλη της
και χλόμιασε.
Ακολούθησε
η εισαγωγή μου στο νοσοκομείο, αντιβιώσεις,
ενέσεις και καθημερινές αλλαγές των
επιδέσμων και επαλείψεις διαφόρων
αλοιφών πάνω στο πληγωμένο πόδι μου.
Δεν θυμάμαι πόσες μέρες έμεινα στο
νοσοκομείο και πόσες στο σπίτι χάνοντας
μαθήματα.
Στο
σπίτι η γιαγιά μου, κάθε μέρα με περιποιόταν
και έβαζε πάνω στην πληγή που πλέον είχε
ένα κιτρινωπό σκούρο χρώμα, μια ουσία
που στα αυτιά έφθανε σαν “κυραλοιφή”.
Μετά από χρόνια κατάλαβα ότι αυτή η
ουσία ήταν μια αλοιφή που κατασκεύαζε
η ίδια με βάση το κερί και το μέλι. Η
ανάρρωση μου ήταν χρονοβόρος και επίπονη.
Αρχικά κούτσαινα και με δυσκολία
περπατούσα,
τον περισσότερο χρόνο τον περνούσα
ξαπλωμένος. Στο σπίτι με επισκεπτόταν
διάφοροι συμμαθητές και συγγενείς και
μου έκαναν παρέα, τα απογεύματα.
Η
κατάσταση μου αργά πολύ αργά άρχισε να
βελτιώνεται και να επουλώνεται
η πληγή μου και δειλά δειλά άρχισα να
βγαίνω από το σπίτι.
Οι
γονείς μου ποτέ δεν με μάλωσαν για αυτή
την αταξία μου ωστόσο δεν παρέλειπαν
να το συζητάνε και να με έχουν παράδειγμα
προς αποφυγή τονίζοντας τόσο στα αδέλφια
μου όσο και στους φίλους μου την
απερισκεψία που έκανα.
Στα
χρόνια που ακολούθησαν, εγώ ποτέ δεν
ξαναέπιασα στα χέρια μου πυροτεχνήματα,
ούτε διανοήθηκα να πειράξω ξανά τα
κορίτσια με αυτόν τον τρόπο, άλλωστε
άρχισα να καταλαβαίνω πως αυτός ο τρόπος
προσέγγισης ήταν μάλλον λανθασμένος.
Όσο για το πόδι μου παρ’ όλο που κάποτε
θεραπεύτηκε, εξακολουθούσε να έχει ένα
παράξενο ροζ χρώμα στην περιοχή του
τραύματος και παρέμεινε άτριχο μέχρι
σήμερα.
Όσο
αφορά τον τρόπο προσέγγισης με τα άτομα
του αντίθετου φύλου, η ζωή με δίδαξε πως
δεν υπάρχουν κανόνες.
Σημ.: Η παραπάνω ιστορία περιλαμβάνεται στο υπό έκδοση βιβλίο του Ανδρέα Μαρολαχάκη "Ιστορίες από το Κακοσούλι".
συγκινήθηκα πραγματικά... επειδή ήμουν κι εγώ παιδί και έφηβη παράτολμη!!!
ReplyDelete