Του Ανδρέα Μαρολαχάκη
Τα
καλοκαίρια, τότε, λίγο πριν τελειώσουμε
το δημοτικό σχολείο, είχαμε περισσότερο
χρόνο ελεύθερο και σχεδόν όλο τον
καταναλώναμε στην αλάνα, (τα “καμμένα”)
που ξεσαλώναμε παίζοντας διάφορα
παιγνίδια. Επειδή στη γειτονιά μας, τα
σπίτια ήταν το ένα πάνω στο άλλο και
παντού υπήρχαν στενά δρομάκια, τα σοκάκια
όπως τα λέγαμε τότε, η αλάνα μεταξύ της
εκκλησίας του Αγ. Βλάση και της Κυριώτισσας,
ήταν ο μόνος ανοιχτός χώρος που μας
επέτρεπε να έχουμε μια υποφερτή άνεση
στις δραστηριότητες μας.
Εκεί
εκτός από εμάς τα παιδιά, χρησιμοποιούσαν
τον χώρο, κάθε λογής πλανόδιοι σαλτιμπάγκοι,
που μας παρουσίαζαν τις μικρές τους
παραστάσεις. Συνήθως αυτοί ήταν τσιγγάνοι,
που με τον ήχο ενός ντεφιού ανάγκαζαν
κάποια εκπαιδευμένα ζώα, αρκούδες ή
πίθηκους να χορεύουν και να κάνουν
διάφορες μιμήσεις και ακροβατικά. Τότε
δεν ξέραμε πως για να μάθουν αυτά τα ζώα
να μας διασκεδάζουν, κατά την εκπαίδευση
τους τα βασάνιζαν για να εκτελούν το
νούμερο τους.
(Φωτογραφία από το my-nagazine-gr.blogspot.com)
Εμείς,
τα παιδιά βασικά, θαυμάζαμε την πελώρια
αρκούδα, να χορεύει υπάκουα, με σηκωμένα
τα μπροστινά της πόδια, καθώς, ο τσιγγάνος
χτυπούσε ρυθμικά το ντέφι. Η αρκούδα
είχε περασμένο στα ρουθούνια της ένα
μεταλλικό χαλκά με μία αλυσίδα που
κατέληγε στα χέρια του τσιγγάνου.
Διασκεδάζαμε και γελούσαμε με τις
μαϊμούδες. με τα ακροβατικά τους και
τις απίθανες τούμπες που έκαναν. Μα πιο
πολύ γελούσαμε με τις μιμήσεις τους
καθώς σαν να ‘ήταν άνθρωποι εκτελούσαν
μικρές παραστάσεις. Συνήθως τις είχαν
ντυμένες με ένα τούλι γύρω από την μέση
τους, που φάνταζε σαν γυναικεία φούστα
και αυτό από μόνο του, ήταν αρκετά αστείο
και μας έφτιαχνε την διάθεση. Όταν όμως
ο τσιγγάνος, είτε με το ντέφι, είτε με
ένα ραβδί ανάγκαζε το ζώο να κάνει
διάφορες μιμήσεις, τα γέλια όλων μας,
μικρών κι μεγάλων ήταν δυνατά και
αυθόρμητα.
(Φωτογραφία από το my-magazine-gr.blogspot.com)
Οι
πιο συχνές μιμήσεις αφορούσαν τις πιο
διάσημες ηθοποιούς της εποχής. Έλεγε ο
τσιγγάνος δήθεν στην μαϊμού:
“Δείξε
μας πως ξαπλώνει στο κρεβάτι η Αλίκη
Βουγιουκλάκη” και η μαϊμού αμέσως
ξάπλωνε βάζοντας το χέρι της πίσω από
το κεφάλι της σαν πραγματικά να κοιμόταν.
“Δείξε
μας πως η Τζένη Καρέζη βάφεται μπροστά
στον καθρέφτη” και αυτή αμέσως σαν να
είχε κραγιόν στο χέρι της, έκανε πως
βαφόταν τελείως σοβαρή μπροστά σε ένα
νοητό καθρέφτη. Αυτές οι μιμήσεις μας
έκαναν να γελάμε και να ζητάμε την
επανάληψη τους ή να κάνουν κάτι παραπάνω
από το ρεπερτόριο τους.
Με
αυτά τα τρικ μας διασκέδαζαν, καθώς
εκείνη την εποχή δεν υπήρχαν και πολλές
δυνατότητες για κάτι τέτοιο. Μετά το
τέλος της παράστασης, ο τσιγγάνος άπλωνε
το ντέφι και οι θεατές όσοι ήθελαν και
μπορούσαν έριχναν νομίσματα μέσα στο
ντέφι. Τον τσιγγάνο τον συνόδευαν,
αρκετές τσιγγάνες με τα παιδιά τους.
Ξεχώριζαν από εμάς γιατί ήταν μελαψοί,
βρώμικοι και φορούσαν ασυνήθιστα για
μας ρούχα. Οι τσιγγάνες, συνήθως δούλευαν
ομαδικά, ντυμένες με τις παραδοσιακές
φορεσιές τους, με πολύχρωμα φορέματα,
τις μαντίλες στο κεφάλι και με τις
φαρδιές βράκες, κάτω από τα φορέματα.
Είχαν κρεμασμένο στον ώμο
τους ένα χρωματιστό υφαντό ταγάρι, μέσα
στο οποίο έβαζαν, αυτά που τους έδιναν
οι νοικοκυρές. Πλησίαζαν τους θεατές ή
τους περαστικούς και προσπαθούσαν να
τους
πείσουν ότι έχουν
την ικανότητα ,να τους πουν την μοίρα
τους, καθώς ‘όπως έλεγαν, μπορούσαν να
διαβάσουν τα “μελλούμενα”.
Έτσι
με ένα κέρμα κάποιος θα μπορούσε να
μάθει το μέλλον του. Οι πιο σοβαροί
κορόιδευαν τους αφελείς που πίστευαν
στις ανοησίες, που τους έλεγαν οι
τσιγγάνες. Παρ’ όλα αυτά όμως βρισκόταν
αρκετοί και αρκετές που ήθελαν να μάθουν
το μέλλον τους, οπότε οι τσιγγάνες είχαν
αρκετή δουλειά. Η συνηθισμένη τους
έκφραση πριν πουν οτιδήποτε ήταν,
“ασήμωσε να σε πω το μέλλον σου, να σε
πω το ριζικό σου” και οι ενδιαφερόμενοι
τις έδιναν κάποιο κέρμα και αυτές
αναλόγως της αξίας του κέρματος, έλεγαν
τα μελλούμενα ενώ κάθε τόσο τους άφηναν
σε αγωνία λέγοντας “ασήμωσε καλέ να
σου τα πω κι άλλα” απλώνοντας την χούφτα
τους για την προσμονή κάποιου νομίσματος.
(Φωτογραφία από το protothema.gr)
Αυτός
ήταν ένας από τους τρόπους που οι
τσιγγάνες προσπαθούσαν να βγάλουν
κάποια χρήματα. Άλλος τρόπος για να
βγάλουν τα αναγκαία τους, ήταν η ζητιανιά,
περνούσαν από όλα τα σπίτια και
προσπαθούσαν να συγκινήσουν τους
ενοίκους και να αποσπάσουν οτιδήποτε
από αυτούς, σε χρήματα, χρήσιμα πράγματα
ή τρόφιμα. Οι περισσότερες νοικοκυρές
ήταν πολύ επιφυλακτικές και σπανίως
τις επέτρεπαν να μπουν μέσα στο σπίτι
τους φοβούμενες πιθανή κλοπή. Μάλιστα
μερικές νοικοκυρές έκλειναν τα σπίτια
τους, συγχρόνως πρόσεχαν τις γειτόνισσες
τους που ήδη είχαν δεχθεί τις τσιγγάνες,
στα δικά τους. Πρόσεχαν δηλαδή μη τυχόν
και οι τσιγγάνες κλέψουν κάτι από τα
σπίτια που είχαν καταφέρει να μπουν.
Έτσι με αυτόν τον τρόπο υπήρχε ένας
αυτοματισμός προστασίας των κατοίκων
για να αποφύγουν τα χειρότερα.
Εκείνοι,
όμως που ήταν σχεδόν απροστάτευτοι,
στην πιθανότητα κλοπής ήταν οι
καταστηματάρχες, που δεν μπορούσαν να
κλείσουν τα μαγαζιά τους. Τελείως ξαφνικά
έμπαιναν τρεις τέσσερις από αυτές,
μέσα στο μαγαζί δήθεν για να ψωνίσουν
και με την μέθοδο της απασχολήσεως
έπαιρναν κρυφά ότι προλάβαιναν. Είχαν
γίνει κυριολεκτικά o φόβος και ο τρόμος
των μαγαζιών της περιοχής.
Στην
γωνία των οδών Π. Ιωακείμ και Περδίκα ο
πατέρας μου είχε μπακάλικο, στην Π.
Ιωακείμ ακριβώς απέναντι από το μαγαζί
του πατέρα μου, υπήρχε ο φούρνος του
κυρίου Γιάννη. Ο κύριος Γιάννης στον
φούρνο εκτός από τα φαγητά και τα ψωμιά
των κατοίκων που έψηνε, για λογαριασμό
τους, έκανε τα καλύτερα κουλούρια με
σουσάμι της πόλης. Ο φούρνος του ήταν
ονομαστός, εκτός από τα κουλούρια , για
τα σιμίτια και για γλυκά που έφτιαχνε.
Αυτά τα γλυκά τα τύλιγε με σελοφάν για
μπορούν να διακινούνται πιο εύκολα.
Ονομαστά ήταν, οι κορνέδες, τα ροξ, και
τα μαύρα, όπως λέγανε ένα είδους
σοκολατούχου κέικ, με επίστρωση γλάσου
σοκολάτας. Επειδή το χρώμα του ήταν πολύ
σκούρο, επικράτησε να το λέμε μαύρο. Τα
προϊόντα που έβγαζε ο φούρνος τα
διακινούσαν, στην πόλη οι κουλουρτζήδες,
που ήταν έφηβοι και πουλούσαν την
πραμάτεια τους σε επίκαιρα σημεία της
πόλης.
(Φωτογραφία από το pamesediakopes.gr)
Παρ’
όλο που σχεδόν όλες οι νοικοκυρές της
γειτονιάς, ζύμωναν ψωμί στο σπίτι και
το έψηναν στον φούρνο, ο κύριος Γιάννης
έκανε κάτι πρωτοποριακό. Άρχισε να
ετοιμάζει και να ψήνει ψωμιά, με σκοπό
να τα πουλήσει. Αν και το εγχείρημα του
ήταν τολμηρό για την εποχή και για την
συνοικία μας, τελικά άρχισε να αποδίδει.
Δειλά στην αρχή, πιο συχνά αργότερα, οι
οικογένειες αγόραζαν τα έτοιμα ψωμιά
του κυρίου Γιάννη. Μας έκανε εντύπωση
το ομοιόμορφο σχήμα τους, το ίδιο για
όλα χρώμα τους, όπως και η γεύση τους
που ήταν διαφορετική από τα σπιτικά
ψωμιά που είχαμε συνηθίσει και αυτό
ήταν μια ιδιαιτερότητα για μας, που μας
άρεσε. Ακούγαμε από τους μεγαλύτερους
πως βιομηχανοποιήθηκε και το ψωμί, πως
άλλαξε τελείως η γεύση του, αλλά σε εμάς
τους πιτσιρικάδες αυτά ήταν ακαταλαβίστικα.
Μας άρεσε το ψωμί του κυρίου Γιάννη και
σταδιακά το ψωμί που έβγαζε ο φούρνος
του, το προτιμούσαν όλο και πιο πολλοί.
Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να ανέβουν οι
δουλειές του, οπότε αναγκάστηκε να πάρει
και άλλους εργάτες για να προλαβαίνει
να παρασκευάζει τα προϊόντα του. Οι
εργάτες δούλευαν βασικά από τα μεσάνυχτα
μέχρι περίπου στις δέκα το πρωί. Μετά
την βάρδια τους έφευγαν
και άφηναν τον ιδιοκτήτη
του φούρνου, μόνο του, μαζί με ένα έφηβο
βοηθό, που συνήθως και αυτός έλειπε σε
εξωτερικές δουλειές.
Ο
φούρνος σαν κατασκευή, είχε μονίμως
ανοιχτή διάπλατα την δίφυλλη πόρτα, για
την καλύτερη εξυπηρέτηση των πελατών
και την διακίνηση των αρτοσκευασμάτων.
Έτσι μπορούσε οποιοσδήποτε να μπει
εύκολα και να βγει ακόμη ευκολότερα από
τον φούρνο.
Σε
μια από τις εμφανίσεις των τσιγγάνων
στην γειτονιά μας, ενώ εγώ μαζί τα άλλα
παιδιά και όχι μόνο, παρακολουθούσαμε
με ενδιαφέρον την παράσταση που έδινε
ο γύφτος με την μαϊμού του, άκουσα ξαφνικά
την μάνα μου να με φωνάζει επιτακτικά
να πάω προς το μέρος της. Απρόθυμα και
πισωπατώντας, για να έχω όσο το δυνατόν
περισσότερη οπτική επαφή με την παράσταση,
πήγα κοντά της, αμέσως με έπιασε από το
χέρι και με τράβηξε προς το μαγαζί μας.
Εκεί κατάλαβα πως οι δύο πόρτες του
μαγαζιού μας ήταν κλειδωμένες, πράγμα
παράξενο γιατί ήταν εργάσιμη ημέρα. Ο
πατέρας μου στεκόταν μπροστά στην είσοδο
του φούρνου και μου έγνεψε να τον
ακολουθήσω προς το εσωτερικό του φούρνου.
Πάνω στο τεράστιο πάγκο που υπήρχε στην
αριστερή πλευρά του φούρνου, ήταν
τοποθετημένα κουλούρια σιμίτια και
κυρίως αχνιστά ψωμιά που μόλις είχαν
βγει από τον κυρίως φούρνο. Τα άφηναν
εκεί πάνω στον πάγκο μέχρι να κρυώσουν
λιγάκι και να τα τοποθετήσουν μετά στα
προς πώληση ράφια.
Μέσα
στον φούρνο βρισκόταν τέσσερις ,πέντε
τσιγγάνες είχαν κυκλώσει τον κύριο
Γιάννη και προσπαθούσαν να τον γελάσουν
με την μέθοδο της απασχολήσεως. Του
μιλούσαν όλες μαζί, ρωτώντας τον διάφορα
πράγματα, όπως πόσο κάνει το ψωμί, πόσο
τα κουλούρια, αν έχει ρέστα από
πεντακοσάρικο και άλλα πολλά. Ο πατέρας
μου στάθηκε σε μια γωνιά του φούρνου
για να μπορεί να ελέγχει όσο καλύτερα
μπορούσε τις τσιγγάνες, μη τυχόν και
κλέψουν κάτι από τον φούρνο. Συγχρόνως
μου έκανε νόημα να προσέχω και εγώ, γιατί
οι τσιγγάνες άλλαζαν συνεχώς θέση,
έπιαναν και μύριζαν τα προϊόντα, ρωτώντας
πολλές μαζί συγχρόνως για την τιμή του.
Μέσα στον φούρνο γινόταν απίστευτη
φασαρία, οι τσιγγάνες άλλαζαν συνεχώς
θέση, ρωτούσαν τον κύριο Γιάννη διάφορα,
τον πλήρωναν δήθεν για αρτοσκευάσματα
πού ήθελαν, τα έβαζαν σε σακούλες, μετά
μετάνιωναν, τα επέστρεφαν και ζητούσαν
φωνάζοντας πίσω τα χρήματα που του είχαν
δώσει. Γενικά μέσα στον φούρνο γινόταν
ένα πανδαιμόνιο που είχε ξεφύγει από
κάθε έλεγχο, εγώ έκπληκτος από αυτή την
πρωτόγνωρη για μένα κατάσταση, με
γουρλωμένα μάτια παρακολουθούσα τα
πάντα χωρίς όμως να είμαι σε θέση να τα
καταλαβαίνω όλα. Η ταχύτητα που οι
τσιγγάνες άλλαζαν θέση καλύπτοντας η
μία την άλλη δεν μου άφηναν πολλά
περιθώρια να δω όλα όσα συνέβαιναν.
Κάποια
στιγμή ο κύριος Γιάννης, εκνευρισμένος,
άρχισε να τις φωνάζει να βγουν έξω από
το μαγαζί του, κουνώντας απειλητικά το
ξύλινο φτυάρι, που χρησιμοποιούσε για
να φουρνίζει τα αρτοσκευάσματα. Του
κάκου όμως, καμία από τις τσιγγάνες δεν
του έδινε σημασία, συνέχιζαν να παραμένουν
μέσα στον
φούρνο, αδιάφορες
για τις φωνές του φούρναρη συνεχίζοντας
να αλλάζουν θέσεις.
Ξαφνικά
είδα δύο από τις τσιγγάνες, να χοροπηδάν
και να φωνάζουν κάτι στην γλώσσα τους,
που εγώ δεν καταλάβαινα, συγχρόνως είδα
τον πατέρα μου να στέκεται και να φράζει
με τον όγκο σου σώματος του την έξοδο
του φούρνου, μην αφήνοντας καμιά από
τις τσιγγάνες να βγουν. Οι δύο τσιγγάνες
αφού χοροπηδούσαν, φωνάζοντας και
κραυγάζοντας, κάποια στιγμή, πρώτα η
μία και μετά η άλλη, κατέβασαν με βιασύνη
τις βράκες τους, μέχρι τους αστραγάλους.
Αυτό στην αρχή μας ξάφνιασε όλους, αλλά
μετά καταλάβαμε τον λόγο που το έκαναν.
Μέσα από τις κατεβασμένες βράκες έπεσαν
τρία τέσσερα καρβέλια, που είχαν κρύψει
εκεί και επειδή ήταν καυτά γιατί μόλις
τα είχαν ξεφουρνίσει, οι κακόμοιρες δεν
άντεξαν, να τα έχουν έτσι καυτά που ήταν
μέσα στις βράκες τους και τα πέταξαν
για να γλυτώσουν τα
χειρότερα. Εμείς ξαφνιαστήκαμε τόσο
πολύ από το γεγονός, που δεν μπορέσαμε
να τις εμποδίσουμε να το βάλουν στα
πόδια και να εξαφανιστούν. Πολύ γρήγορα
χάθηκαν από την συνοικία μας, όλοι τους σαν
είχαν συνεννοηθεί, ακόμη και ο τσιγγάνος
με την μαϊμού έφυγε σχεδόν τρέχοντας
και η γειτονιά μας, συνέχισε στους
συνηθισμένους καθημερινούς ρυθμούς.
Ο
πατέρας μου και ο φούρναρης μαζί με
καναδυό γείτονες σχολίαζαν σκωπτικά,
αυτό που έπαθαν οι τσιγγάνες και γελούσαν.
Κάθε φορά που επαναλάμβαναν την ιστορία,
πρόσθεταν και κάτι περισσότερο από όσα
εγώ είχα δει, ίσως για να δώσουν μεγαλύτερη
έμφαση στο γεγονός.
Όσο
για μένα;
Πάντα
αναρωτιόμουν (ακόμη και τώρα) τι απέγιναν
τα ψωμιά που είχαν βάλει οι τσιγγάνες
στις βράκες τους.
Άραγε
πουλήθηκαν, τα πήραν κάποιοι και τα
έφαγαν, ή τα πέταξαν;
Πάντα
είχα τις αμφιβολίες μου, πάνω σε αυτό
το θέμα.
Εγώ
πάντως για μεγάλο διάστημα, αρνιόμουν
να φάω, έτοιμα ψωμιά από τον φούρνο.
Σημ.: Η παραπάνω ιστορία περιλαμβάνεται στο υπό έκδοση βιβλίο του Ανδρέα Μαρολαχάκη "Ιστορίες από το Κακοσούλι".
This comment has been removed by the author.
ReplyDeleteΗ περιγραφή είναι άκρως παραστατική και με μια αυθόρμητη δόση χιούμορ. Τα επαγγέλματα του φούρναρης και του γύφτου έχουν χαθεί και η περιγραφή ανασύρει μνήμες που διαφορετικά θα είχαν χαθεί διαπαντός. Μπράβο!!!
ReplyDelete